Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μητρική αγάπη

Από Βικιθήκη
Μητρικὴ ἀγάπη
Συγγραφέας:


Μικρὸ παιδάκι, πὤμεινε δίχως ψωμὶ ὅλη μέρα,
γιατ' εἶχε σκύλλα μητρυιὰ καὶ ἀπάνθρωπο πατέρα,
ἐπῆε, καθὼς ἐνύχτωσε, στὴν ἄκρη νὰ μουλώσῃ,
ὅπου μία ψάθα καταγῆς τοὖχαν οἱ ἀνίλεοι στρώσῃ.
Τὸ μαῦρο! - ἀνίσως ἔπαιζε, κ' ἐπήδαε κ' ἐτραγούδα,
ἂν ἐκυνήγουνε μακρυὰ φευγάτη πεταλοῦδα,
ἢ, στὸ κηπάρι βλέποντας ἕνα μικρό του φίλο,
γι' αὐτὸν ὡρμοῦσε ὁλόχαρο νὰ φτάκῃ σῦκο ἢ μῆλο -
ἔδινε πάντα του ἀρκετὴ στοὺς ἄνομους αἰτία
νὰ τὸ σταυρόνουν ἄσπλαχνα μὲ τέτοια τιμωρία.
Μὴν ὅμως τότες ἔλαχε βαρύτερα νὰ σφάλῃ;
Ὀμπρὸς στὴν ἄγρια μητρυιά, ποῦ τὄχε ἀδικοβάλῃ,
σὰν ἀπὸ κλάψαις ἔχυσε τοῦ κάκου ἕνα ποτάμι,
μεγάλον ὅρκο τὸ φτωχὸ γυρεύοντας νὰ κάμῃ,
πρὶν ἄλλη οὐράνια Δύναμη στὸ νοῦ του ἡ μνήμη στείλῃ,
- μὰ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας μου! - τοῦ ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη.
Μέτρα δὲν ἔλαβε γι' αὐτὸ τῆς γυναικὸς ἡ λύσσα·
μηδὲ τὸ χιόνι πὤπεφτε, μηδ' ὁ βοριᾶς ποῦ ἐφύσα
τὴν ἐκατάφεραν ἀργὰ νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνη
γιὰ τ' ἀγγελοῦδι, πὤτρεμε δίχως θροφὴ καὶ κλίνη.
Ἔτρεμε ναί· τὰ γόνατα στὸ στῆθος ἐβαστοῦσε
ἀγκαλιασμένα δυνατά, καὶ ἀπόκρυφα βογγοῦσε·
μὸν οἱ πνιμένοι στεναγμοί, πρὶν αὖρα ἐκεῖ ξυπνήσουν,
τοῦ τάφου ἐπῆαν τῆς μάννας του τὰ μάρμαρα νὰ σχίσουν.
Μὲ γληγοράδα στοχασμοῦ πετιέται ὁλόρθη, βγαίνει
καὶ τρέχει στὸ παιδάκι της ἡ ἀχνὴ σαβανωμένη·
στὴ γῆ κοντά του ρίχνεται, μὲ πόθο τ' ἀγκαλιάζει,
τοῦ δίνει ἀμέτρητα φιλιά, κ' ἐκεῖνο δὲν τρομάζει,
τί, μόλις γιὰ προσκέφαλο παρόμοιο στῆθος ἔχει,
γλυκὰ γλυκὰ σταὶς φλέβαις του τὸ αἷμα ξανατρέχει·
δὲν ἦταν θαῦμα· τῆς μητρὸς κ' ἡ πεθαμένη ἀγκάλη
γιὰ τέκνου ἀγάπη δύνεται πύρα ζωῆς νὰ βγάλῃ.
Σὰν εἶχε ἡ δύστυχη νεκρὴ μὲ χάϊδια ξεθυμάνῃ
τὴν πρώτη χρεία τοῦ πόθου της, τ' ὡραῖο παιδάκι πιάνει
καὶ τὸ πλαγιάζει στὸ μικρὸ τοῦ κλιναριοῦ του στρῶμα,
ποῦ ἀπὸ τὴν ἅγια της εὐχὴ μοσχοβολοῦσε ἀκόμα.

Τὴν εἶδαν οἱ θεόργιστοι σὰν ἐκεῖ μέσα ἐχύθη,
καί, δίχως ναὔρουνε λαλιά, δίχως πνοὴ στὰ στήθη,
ἕνας τὸν ἄλλο ἐρώτουνε μὲ ξαφνισμένο μάτι
ἂν ἦταν ἴσκιος, ἢ τρελλὴ τῆς φαντασίας ἀπάτη,
μὸν ἀπὸ χρῶμα, πὤδειχνε τρομάρα πλέον μεγάλη,
ἐβάφη ξάφνου ἡ μία θωριὰ ξανοίγοντας τὴν ἄλλη.
Κἀνένα δὲν τοὺς ξέφυγε κἀνένα κίνημά της·
ἐκεῖθε ποὖχε στηλωθῇ σὰν ἄγγελος προστάτης,
τὴν εἶδαν ὁλογλήγορα τὸ πόδι νὰ κινήσῃ
γιὰ τὸ τραπέζι τ' ἄφθονο, ποὖχαν σκιασμένοι αφήσῃ.
Μ' ἄσπρο τὴν εἴδανε ψωμί, μὲ διαλεχτὸ προσφάϊ,
στὸ πεινασμένο ἀγῶρι της κοντὰ νὰ ξαναπάῃ.
Μόλις τὸ χόρτασε, καὶ αὐτὸ γυρμένο ἀγάλι 'γάλι
στὸ κρεββατάκι ἀκούμπησε τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
μὲ λόγια γλυκομίλητα, μὲ οὐράνια καλοσύνη,
χαϊδεύοντάς το, νὰ τοῦ πῇ τὴν ἄκουσαν εκεῖνοι:

Μὴ φοβηθῇς, καμάρι μου, μὴ φοβηθῇς, κοιμήσου!
Ἂν ὅλη νύχτα, ὡς ἤθελα, δὲ θὰ σταθῶ μαζί σου,
ἐδῶ, τριγύρω μένοντας, μ' ἀγάπη σὲ κυτάζουν
παιδάκια, ποῦ στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ψυχὴ σοῦ μοιάζουν
ὡραῖα παιδάκια μὲ φτερά, ποῦ πὤφεραν θλιμμένα
ὅσα γιὰ φόβο μέσα σου βαστοῦσες πλακωμένα.
Ἄχ! σὰ στὸν Ἅδη ἀγροίκησα ποῦ ἀφίνουν τοῦτ' οἱ δύο
τὸ πεινασμένο σῶμα σου νὰ τρέμῃ ἀπὸ τὸ κρύο,
ἐβγῆκα τρέμοντας κ' ἐγώ, τί τότες ἐκεῖ κάτου
διπλὸς μοῦ ἐφάνη τρίδιπλος ὁ πάγος τοῦ θανάτου.
Ἐσύ, ἀκριβό μου, νὰ πεινᾷς! Τόσο ἐποθοῦσα τόσο
βοήθεια δίχως ἄργητα σὲ τέτοια χρεία νὰ δώσω,
ποῦ ἐπάντεχα πῶς ἄλλαξε κάθε της νόμο ἡ φύση,
καὶ πῶς ἐδῶ στὸν κόρφο μου τὸ γάλα εἶχε γυρίσῃ.

Ὤ συφορὰ στοὺς ἄδικους, ποῦ μ' ἕνα ἢ μ' ἄλλο κρῖμα
τὸν ἅγιον ὕπνο τοῦ νεκροῦ ταράζουν καὶ στὸ μνῆμα!
Γι' αὐτοὺς ποῦ σὲ παιδεύουνε κ' ἐξύπνησαν ἐμένα
δεήσου, τέκνο μου ἀκριβό, δεήσου στὴν Παρθένα·
ἴσως κινήματα καλὰ τὰ σπλάχνα τους γνωρίσουν
κ' ἐκεῖ ποῦ ἡ τύχη μ' ἔρριξε ν' ἀναπαυτῶ μ' ἀφήσουν.

Πρέπει νὰ φύγω. Ἀπὸ μακρυὰ τῆς χαραυγῆς τ' ἀέρι
μοῦ φέρνει οὐράνια προσταγὴ νὰ πάω στ' ἀνήλια μέρη.
Σ' ἀφίνω γειά, παιδάκι μου, σ' ἀφίνω γειά, ψυχή μου!
Κλεῖσ' τὰ ματάκια σου γλυκὰ καὶ δίχως φόβο κοίμου!
Ἂν ἐγὼ πάω στὴ μαύρη γῆ, σὲ τριγυρνοῦν οἱ ἀγγέλοι,
ζάχαρη νἆναι ὁ ὕπνος σου, καὶ τ' ὄνειρό σου μέλι.

Ἡ αὐγὴ προβαίνει, δείχνοντας ἕνα ροδάτο χρῶμα,
σὰν τ' ἀγωριοῦ τὰ μάγουλα, καὶ σὰν τ' ὡραῖο του στόμα.
Λὲς ὅτι χαίρεται καὶ αὐτὴ ποῦ πᾶνε ἀνταμωμένοι
στὴν ἐκκλησία τ' ἁγιόπαιδο κ' οἱ δύο μετανοιωμένοι.
Ἔχει ἀπὸ τότες τὸ μικρὸ καὶ μάννα καὶ πατέρα.
Συζοῦν κ' οἱ τρεῖς χαρούμενοι στὴν εὐτυχιὰ ὅλη μέρα,
καὶ κάθε νύχτα τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἀτάραχη διαβαίνει,
στὴν κλίνη αὐτοὶ ἀναπαύονται, στὸ μνῆμα ἡ πεθαμένη.