Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μήτηρ Θεού II (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Μήτηρ Θεού II
Συγγραφέας:


ΙI

Άγγελε, στο κατώφλι σου, την ώρα που δε θάρρης,
άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης.

Την ώρα που στο τρίστρατον η πόρνη περιμένει,
μ’ άνανθη τέλεια την ψυχή, βαμμένη στολισμένη,

άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με την γαλήνιαν ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές … Ανθοί αναπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούνε αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα·

και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι …

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι,
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!

Ματιά δεν ήταν να με ιδεί, καρδιά για να με κρίνει,
κι έκλαψα, όπως δεν έκλαψε κανείς, την ώρα εκείνη …

Κι όπως την ώρα π’ ο ψαράς στα δίχτυα του διαλέει,
με το δαδί χωρίζοντας της θάλασσας τα ελέη,

κι από τη μέση βγάνοντας ένα μικρό, περίσσο,
στο κύμα μέσα, ξένοιαστος, το ξαναρίχνει πίσω,

κι αυτό γυρμένο εδώ κ’ εκεί, με το πλευρό, παλεύει,
ώσπου ο γοργός ανασασμός το σπλάχνο του σαλεύει,

κ’ αιφνίδια βρίσκει το βυθό – παρόμοια, μες στα βύθη
της κλάψας, χάθηκε η ψυχή κι ολάκερη αναδύθη …

Α, την ανείπωτην αφή σ’ όλα τα μέλη επήρα,
την πρώτη αφή μου, αθάνατη, στου δάκρυου το νιφτήρα,

κι όλα να τ’ άκουα σαν και πριν το μισημένο αιώνα·
καθώς το λάδι ολάκερο καρπίζει τον ελαιώνα,

σα σε πελάου εαρινού την άκρη νηνεμία
το πλάτος το ανεκύμαντον, η αγάπη μου ήταν μία!

Κι ωσάν η πρωτοστέφανη γυναίκα, που γνωρίσει
τον πρώτο χτύπο του καρπού βαθιά να λαχταρίσει,

ζέστα κρυφή κι απόκοσμη της πλημμυράει τα φρένα,
τα πνέματα της άνοιξης να ιδεί συμμαζεμένα,

τα χλια φυσήματα της ζωής, τα χάδια στο κεφάλι
να της λυγάνε την ψυχή με μια γλυκόβοη ζάλη,

και θέλει κόρφο να κρυφτεί, ζεστό λαιμό να γείρει,
τί, κύμα κύμα, των ανθών την περιζώνει η γύρη

σε γλυκασμόν ανείπωτον – έτσι άκουγα βαθιά μου
να λαχταρίζει δυνατά, σα βρέφος, η καρδιά μου!

Σάμπως κοιτώντας θυμιατό με τη φωτιά σβημένη
λογιάζει ο νους όπου καπνός σιγαλινά ανεβαίνει,

συχνά με μάτια ακοίμητα, σε μια άκρη καρφωμένα,
ο μάταιος άνθρωπος θαρρεί κινάν τα περασμένα.

Κ’ ευφραίνετ’ έτσι η έγνοια του, το πνεύμα ως γέρνει πίσω,
να πίνει ως άμμος τον αφρό, μουρμουριστό, περίσσο,

κι όπως τα μάτια ανοίγοντας, από χαμό, του αρρώστου
να βλέπουν κλώνο αμυγδαλιάς απιθωμένο ομπρός του …

Μα εμένα ο νους απλώνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη, σάμπως
σε στάχυα φλώρα, ωκεανού σα σπρώχνει κύμα ο κάμπος.

Κ’ η ώρα βαθιά μου, σαν πηγή βουνίσια, π’ ως την κόψει
στόμα, βυθίζει ολάκερη σε ορτούς αφρούς την όψη.

Άγια λαμπράδα ο πόθος μου και λησμονιά είχε πάρει,
πιότερο από τ’ άστρα, πιότερο παλιός απ’ το φεγγάρι!

Σαν τα γοργά μιλητικά νερά, μαζί εκινούσα’
τα λόγια μεσ’ απ’ την καρδιά την ανθρωποφωνούσα!

Κι αν έλεγα τα λόγια μου μες στην καρδιά να τα ’χω,
καθώς σταλάει ς’ ένα γκρεμό τ’ αγριόμελι απ’ τον βράχο,

σαν η κραυγή μιανού βοσκού σε βρόντο καταρράχτη,
έπνιγε η άσωτη χαρά στα στήθια μου τον κράχτη!

Θώρακα νέον ακίνητο θαρρεί κ’ είναι ντυμένο
το πνέμα, μες στον ωκεανό των ήχων τυλιμένο!

Αλλ’ ως η κοίτη, απλώνοντας, του ποταμού, δαμάζει
σ’ ένανε κέλαδο στρωτό την πλήμμυρα οπού βράζει,

κι ως, σαν ξεσπάει η τρικυμιά, μια αχτίδα συμμαζώνει
χώματα, πέλαγα, ουρανό μες στην εφτάχροη ζώνη,

– η γη, που πίνει τη βροχή γλυκά, δε μου είναι ξένη,
ν’ ακούω το χόρτο πώς ανθεί, το κρίνο πώς αξαίνει,

ν’ ακούω και τα μικρά πουλιά, που τώρ’ ασίγητά ’ναι,
στον κόρφο μέσα το ζεστό του βάτου να πετάνε –

πολύ σιγά, πολύ γλυκά τρεχάμενα, εκινούσα’
τα λόγια πάλι απ’ την καρδιά την ανθρωποφωνούσα!

Το λαβωμένο το πουλί δεν ήμουν στο κυνήγι,
που από τη φούχτα, σαν καρδιά, παλεύει να ξεφύγει,

και μήδ’ αυτό που λύγισεν αιφνίδια το κεφάλι,
με κόκκινη όλη του φτερού τη μαλακιά αμασχάλη·

θέλοντας την ανέβαζα την πιο πικρήν εικόνα,
σα μια τρυγόνα ο σταυραϊτός, στον καθαρό Ελικώνα!

Κι όπως το σύγνεφο αρχινά σαν πούπουλο ν’ απλώνει,
σα μπουμπουκιάζουν σε γλυκιά κατάχνια μέσα οι κλώνοι,

κι όλο το φως αργοπορά στα πέλαγα, κ’ η μέρα
κλώθει το δείλι ασάλευτη, σε μια άκρη, ως περιστέρα,

στο χάδι μέσα στο κρυφό, στην τρομερή του γλύκα,
σαν άστρο μέσα μου έτρεμε μικρό, το Εν τούτω Νίκα!

Κάθε του ανέμου ρίπισμα μουρμούριζε: «Κοιμάσαι,
ή αφήνεσαι στον ύπνο σου βαθιά, για να θυμάσαι;

»Που ως στην κορφή του δαμαλιού, που η δύναμή του στρώνει,
ανάμεσα στα κέρατα σγουρό μαλλί φυτρώνει,

»ανθίζει η νια σου δύναμη μια γλύκα, μια συμπόνια,
να προβοδάει τα νιάτα σου στ’ αντρίκεια σου τα χρόνια;

»Κύμα από χάδι ατέλειωτο γιομίζει την ψυχή σου·
λούζεται μες σε ωκεανό η μυστική άθλησή σου·

»αναγαλλιάζει ο πόθος σου, βυθίζει το κεφάλι,
σα βουτηχτής, σε πέλαγο γιομάτο από κοράλλι!

»Ήλιος κρυφός, κι ανέτειλε μες στην καρδιά σου η ώρα!
Άγγελε, πες, σε ποια άκρη γης γλυκανασαίνεις τώρα;

»Σα σε παρθέναν αμμουδιά, π’ άλλο δεν έχει χνάρι
παρά του θαλασσοπουλιού τ’ ανάλαφρο ποδάρι,

»σα σ’ ένα απάτητο νησί, που ανθεί γιγαντωμένα
λούλουδα θεία όπ’ όνομα δεν έχουνε κανένα,
 
»κι άφοβα δίπλα, τα πουλιά που βόσκουν, σταματάνε,
τ’ άγνωρο πλάσμα, αθάνατο σα να ήταν, να κοιτάνε!

»Μείνε, σου λέει κρυφή φωνή, τα νιάτα σου να τα ’χω
σαν έρωτα περιστεριών, πολύ βαθιά σε βράχο·

»αργά μια πύρα, μέσα σου, με τη σιωπή, ν’ ανοίγει,
σαν τη φωτιάν η αγάπη σου το λογισμό να σμίγει,

»να καίει κρυφά κι αδιάκοπα, και σπάταλα να βάνει,
με πλέρια φούχτα, στης χαράς τη θράκα το λιβάνι!

»Της πλάσης όλης το κρυφό το πλούτος σε ζυγώνει,
σαν ήσυχο στα πόδια σου να βόσκει ένα παγόνι!

»Καρδιά! και τ’ άνθη π’ όλο ρεν μαζεύω στην ποδιά μου.»
Μα εγώ: «Αντισκώσου, θρόνε μου· μην κλονιστείς, καρδιά μου!»

Κι, ως, ιδές, με τ’ άνθια τ’ Απριλιού, με του Μαγιού τη γλύκα
τρεις χρόνους αγγελομαχώ και νικητής εβγήκα!

Πού γαλαζώνει ο ουρανός βυθό μελανιασμένο,
νά το το πνέμα αδάμαστο, μεσουρανίς φτασμένο!

Όσο θερμό είναι το φτερό, στ’ άγιο βαθιό μου στήθος
να μολογήσει ολάκερος των ουρανών ο μύθος!

Ζεστή φωλιά στον ουρανό κι αν σιγοτρέμει η Πούλια,
κι αϊτός ο πόθος οπού ορμά γοργός στα μικροπούλια,

σκιώντας τη μαύρην άβυσσο, τη γαλανή του ευδία,
αδράζει λεία την άμαχη ψυχή, την πάει στο Δία·

μα εγώ, φτεροκλαγγάζοντας στα κύματα του ανέμου,
να διώχνω τον ατέλειωτο χαμόν απάνωθέ μου.

Κι αν η ψυχή μου, ως η κοιλιά του κύκνου απιθωμένη
στο κύμα που αποκάτω της ανεβοκατεβαίνει,

πότε σταθεί, αλλ’ απάνω σου μονάχα, ω τρικυμία,
να σε παλεύ’ η αγάπη μου, να σε δαμάζει, η μία!