Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάκβεθ/Β

Από Βικιθήκη
Μάκβεθ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Βικέλας
Πράξις Β


ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ



ΣΚΗΝΗ Α'



    Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
    Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό
    του ΒΑΓΚΟΥ.

ΒΑΓΚΟΣ
    Τι ώρα είναι της νυκτός;

ΦΛΗΝΣ
            Δεν ήκουσα την ώραν,
    αλλ' η σελήνη έδυσε.

ΒΑΓΚΟΣ
    Και τώρα βασιλεύει
    μεσάνυκτα.

ΦΛΗΝΣ
        Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι.

ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος.
    Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε
    δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. —
    Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι
    και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι
    Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους
    που κυριεύουν την ψυχήν 'ς του ύπνου την γαλήνην!

    (Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ, προπορευομένου υπηρέτου δαυλούχου).

ΒΑΓΚΟΣ
    Δος το σπαθί μου γρήγορα! — Εκεί ποιος είναι!

ΜΑΚΒΕΘ
                Φίλος!

ΒΑΓΚΟΣ
    Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται.
    Ήτο 'ς το άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος.
    εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο
    το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου,
    κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος.

ΜΑΚΒΕΘ
            Μας ηύρε ανετοίμους
    την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις,
    δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.

ΒΑΓΚΟΣ
    Τα πάντα έγειναν καλά! — Την περασμένην νύκτα
    ταις τρεις εκείναις μάγισσαις ταις είδα 'ς τ' όνειρόν μου
    ήσαν όλα ψεύματα εκείνα που σου είπαν!

ΜΑΚΒΕΘ
    Μου είχαν έβγει απ' τον νουν! Αλλά καμμίαν ώραν,
    οπόταν έχης τον καιρόν, αλλάζομεν δυο λόγια
    περί της υποθέσεως αυτής.

ΒΑΓΚΟΣ
            Όταν θελήσης!

ΜΑΚΒΕΘ
    Αρκεί να σ' εύρω σύμφωνον όταν θα έλθη η ώρα
    και θα κερδίσης εις τιμήν.

ΒΑΓΚΟΣ
            Από αυτήν που έχω
    να χάσω δεν επιθυμώ ζητών να την αυξήσω.
    Θα κάμω ό,τι χρεωστώ εις τρόπον να φυλάξω
    την πίστιν μου αμόλυντον και καθαράν καρδίαν.

ΜΑΚΒΕΘ
    Καλή σου νύκτα κι' αγαθή εν τούτοις.

ΒΑΓΚΟΣ
                Καλή νύκτα!

    (Εξέρχονται ο Βάγκος και ο ΦΛΗΝΣ).

ΜΑΚΒΕΘ προς τον υπηρέτην
    Ειπέ εις την κυρίαν σου, εσύ, να μου σημάνη
    όταν μου κάμη το πιοτόν, και πέσε να πλαγιάσης (12).

    (Εξέρχεται ο υπηρέτης).

    Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου,
    με την λαβήν της προς εμέ. Ω έλα να σε πιάσω!...
    Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!...
    Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι
    καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο
    παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα
    που το γεννά η κεφαλή 'ς την έξαψιν της θέρμης;
    Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω
    καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα!
    Τον δρόμον όπου έμελλα να πορευθώ μου δείχνεις,
    και όμοιόν σου σύνεργον θα είχα εις το χέρι!...
    Μη παίζουν με τα 'μάτια μου αι άλλαι μου αισθήσεις,
    μη τα πάντα ξεπερνά η όρασίς μου μόνη;
    δε βλέπω, να! κ' εις την λαβήν κ' επάνω 'ς την λεπίδα
    αίματος είναι σταλαγμοί, όπου δεν ήσαν πρώτα!
    Όχι! απάτη μου το παν! Ο φονικός σκοπός μου
    το σχήμ' αυτό τ' ανύπαρκτον 'ς τα 'μάτια μου λαμβάνει!...
    αυτήν την ώραν της νυκτός 'ς το ήμισυ της σφαίρας
    η φύσις φαίνετ' ως νεκρά, — κ' εξαπατούν τον ύπνον
    όνειρα τώρα τρομερά μέσ' 'ς τα σκεπάσματά του.
    Τώρα γυρνούν Εξωτικά, κ' εις την χλωμήν Εκάτην
    προσφέρουν την λατρείαν των. Κι' ο άσαρκος ο Φόνος
    ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του,
    και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα
    που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του... 'σαν φάσμα! —
    Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη,
    τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν,
    μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν
    και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει
    ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω
    εκείνος ζη. Τέτοια φωτιά με λόγια δεν ανάπτει!

    (Ακούεται σήμαντρον)

    Πηγαίνω, και τετέλεσται! Το σήμαντρον με κράζει!
    Σημαίνει, Δώγκαν, διά σε! Νεκρώσιμα σημαίνει!
    Μη το ακούς! Ή Ουρανός ή Άδης σε προσμένει!

    (Εξέρχεται).




ΣΚΗΝΗ Β'



    Εν τω αυτώ προδόμω.
    Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιά 'ς εμένα δίδει·
    εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!...
    Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον,
    ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει
    την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα,
    η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι
    εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.
    Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν πιοτόν των,
    ώστ' η Ζωή κι' ο Θάνατος μαλλόνουν, και δεν 'ξεύρουν
    αν ζουν ή αν απέθαναν!

ΜΑΚΒΕΘ έσωθεν
    Ποιος είναι! Ω!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
                Τι λέγει;
    Φοβούμαι μη εξύπνησαν και τίποτε δεν γείνη!
    Ω! είναι η εκτέλεσις ο φόβος, όχι η πράξις!
    Άκουε!... Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια,
    Αδύνατον να μη τα ιδή! — Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω
    εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο,
    αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!... Ο Μάκβεθ!

    (Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)

ΜΑΚΒΕΘ
    Τετέλεσται! — Δεν ήκουσες κανένα κρότον;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
                Μόνον
    της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων.
    Δεν ήσο συ που 'φώναξες;

ΜΑΚΒΕΘ
            Αι; Πότε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Τώρα!

ΜΑΚΒΕΘ
                Τώρα;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Μάλιστα! Τώρα!

ΜΑΚΒΕΘ
            Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Ο Δοναλβαίν.

ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του.
            Ω θέαμα φρικτόν!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
                Ανοησίαι,
    να λέγης: θέαμα φρικτόν!

ΜΑΚΒΕΘ
            'Σ τον ύπνον του ο ένας
    εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν»
    κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω,
    κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί

ΜΑΚΒΕΘ
                Ο ένας είπε:
    Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος,
    ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια!
    Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα
    να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας»,

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Άφες τα τούτα!

ΜΑΚΒΕΘ
            Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα
    να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην
    από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσε
    'ς τον λάρυγγά μου το Αμήν!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
                Μη συλλογείσαι τόσον
    αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα!

ΜΑΚΒΕΘ
    Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη:
    «Ύπνον δεν έχεις 'ς το εξής! Εσκότωσε τον Ύπνον
    ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον,
    αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων,
    τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας
    λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου,
    το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότην
    'ς του βίου το συμπόσιον (13).»

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
            Τι είν' αυτά που λέγεις;

ΜΑΚΒΕΘ
    «Δεν έχεις ύπνον 'ς το εξής», εβόυζε. « Τον Ύπνον
    ο Γλάμης τον εσκότωσεν, ώστε δεν έχει πλέον
    να κοιμηθή ο Καουδώρ, να κοιμηθή ο Μάκβεθ!»

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Ποίος τα έκραξεν αυτά; — Αγαπητέ μου Θάνη,
    λυγά και χαλαρόνεται η ανδρική καρδιά σου,
    εάν αφίνης εις αυτά να χάνεται ο νους σου.
    Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως
    από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. —
    Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια;
    Πρέπει εκεί 'ς το πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα
    και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους!

ΜΑΚΒΕΘ
    Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον
    με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!
    Οι κοιμισμένοι κ' οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες.
    Τον διάβολον ζωγραφιστόν μόνον παιδιά τον τρέμουν.
    Αν τρέχη αίμ' απ' την πληγήν, το πρόσωπον των δούλων
    θα πασαλείψω, να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.

    (Εξέρχεται. Ακούεται έξωθεν κρότος θύρας κρουομένης).

ΜΑΚΒΕΘ
    Ποιος να κτυπά; Τι έπαθα και με κατατρομάζει
    κάθε βοή που ακουσθή; — Τι είν' αυτά τα χέρια;
    Α! με στραβόνουν! Ημπορεί του Ποσειδώνος όλος
    ο άπειρος Ωκεανός αυτό ποτέ το αίμα
    να πλύνη απ' το χέρι μου; Όχι! Το χέρι τούτο
    το πέλαγος τ' απέραντον θα καταπορφυρώση,
    να κάμη κατακόκκινα τα γαλανά νερά του (14)!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ επιστρέφουσα.
    Τα χέρια μου κοκκίνισαν 'σάν τα δικά σου· όμως
    θα εντρεπόμην την καρδιάν αχνήν να έχω τόσον!

    (Κρούεται έξωθεν η θύρα).

    Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα·
    'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη·
    τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος;
    Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν!
    Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν
    κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις!

ΜΑΚΒΕΘ
    Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω
    την ύπαρξίν μου!

    (Κρούεται η θύρα).

            Κτύπα συ! Μη θέλης να 'ξυπνήσης
    τον Δώγκαν με τον κρότον σου; Ω! Είθε να 'μπορούσες!

    (Εξέρχονται).



ΣΚΗΝΗ Γ'



    Εν τω αυτώ προδόμω. Κρούεται έξωθεν η θύρα.
    (Εισέρχεται θυρωρός).

ΘΥΡΩΡΟΣ
    Να κτύπημα, αλήθεια κι' αλήθεια! Αν ήτο να κάμνη κανείς
    τον θυρωρόν εις την κόλασιν, ησυχίαν δεν θα είχεν· όλο
    θα εγύριζε το μάνδαλο. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα,
    κτύπα! — Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! — Ίσως
    είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν
    της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά·
    θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες. (Εξακολουθεί
    ο κρότος). Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα!
     — Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους
    οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και
    το μαύρο άσπρο, — κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν
    του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να
    τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών.
    Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε! (Κρούεται η θύρα). Κτύπα,
    κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν
    μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί
    από βράκαν Γαλλικήν (15). Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το
    σίδερό σου. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν
    με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει
    κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην. Λοιπόν,
    δεν κάμνω κ' εγώ τον θυρωρόν του διαβόλου. — Μου είχεν έλθει
    'ς τον νουν ν' ανοίξω την θύραν του εις ένα από κάθε
    συντεχνίαν, απ' εκείνους οπού πηγαίνουν εις το αιώνιον πυρ μέσα
    από των ανθών τον δρόμον. (Εξακολουθεί ο κρότος). Να με, να με!
    Έφθασα! Μη ξεχνάτε τον θυρωρόν, παρακαλώ.

    (Ανοίγει την θύραν. Εισέρχονται ο ΜΑΚΔΩΦ και ο ΛΕΝΟΞ).

ΜΑΚΔΩΦ
    Πάρα πολύ θα ήργησες, καλέ μου, να πλαγιάσης,
    και δεν σου έκαμνε καρδιά το στρώμα σου ν' αφήσης.

ΘΥΡΩΡΟΣ
    Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που
    έκραξεν ο πετεινός.

ΜΑΚΔΩΦ
    Κοιμάται ο αυθέντης σου;

    (Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).

            Ιδού, — ο θόρυβός μας
    τον έκαμε κ' εξύπνησε.

ΛΕΝΩΞ
            Καλή ημέρα, Μάκβεθ!

ΜΑΚΒΕΘ
    Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο.

ΜΑΚΔΩΦ
                Καλέ μου Θάνη,
    ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς;

ΜΑΚΒΕΘ
    Ακόμη.

ΜΑΚΔΩΦ
    Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι
    μην ήργησα.

ΜΑΚΒΕΘ
        Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,

ΜΑΚΔΩΦ
    Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω,
    αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι.

ΜΑΚΒΕΘ
                Όχι, όχι!
    Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει.
    Ιδού, η θύρα είν' αυτή.

ΜΑΚΔΩΦ
            Θα έμβω μ' άδειάν σου.
    Μου το διέταξε.

    (Εξέρχεται).

ΛΕΝΩΞ
        Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει
    ν' αναχωρήση σήμερον;

ΜΑΚΒΕΘ
            Αυτός είν' ο σκοπός του.

ΛΕΝΩΞ
    Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας
    έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!
    Μου λέγουν ότ' ηκούσθησαν εις τον αέρα θρήνοι,
    κραυγαί θανάτου φοβεραί, ωσάν να προμηνύουν
    ελεεινήν καταστροφήν κι' ανήκουστα συμβάντα
    'ς την δυστυχή πατρίδα μας. Κ' η Γη, καθώς μου είπαν,
    είχε κι' αυτή παροξυσμόν και έτρεμε!

ΜΑΚΒΕΘ
                Αλήθεια,
    ήτο αγρία η νυκτιά!

ΛΕΝΩΞ
            Η νεαρά μου μνήμη
    δεν ενθυμείται 'σάν αυτήν να ξαναείδε άλλην.

    (Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ).

ΜΑΚΔΩΦ
    Ω! Φρίκη! Φρίκη! Να το 'πη δεν δύναται η γλώσσα,
    να το χωρέση και ο νους δεν ημπορεί!

ΜΑΚΒΕΘ και ΛΕΝΩΞ
                Τι είναι;

ΜΑΚΔΩΦ
    Ο Άδης εξεπέρασε τα κατορθώματά του!
    Με χέρια ιερόσυλα εχώθηκεν ο Φόνος
    εις του Κυρίου τον ναόν και έκλεψ' από μέσα
    του κτίσματος την ύπαρξιν (16)!

ΜΑΚΒΕΘ
            Τι ύπαρξιν; Τι λέγεις;

ΛΕΝΩΞ
    Τι εννοείς; Ο βασιλεύς;...

ΜΑΚΔΩΦ
            Ελάτε να ιδήτε,
    ελάτε, νέα Μέδουσα το φως σας να τυφλώση!
    Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε,
    και έπειτα λαλήσετε.

    (Εξέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ)

            Ξυπνήστε! Σηκωθήτε!
    Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία!
    Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε,
    τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, —
    τον θάνατον τον ψεύτικον, — κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε
    τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε
    της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα!
    Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε! Σηκωθήτε,
    ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας,
    ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην
    να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε!

    (Κρούονται οι κώδωνες).

    (Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ).

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
    Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του
    μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει.
    ειπέ!

ΜΑΚΔΩΦ
    Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης
    εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει,
    αν έμβη εις γυναικός αυτί.

    (Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).

ΜΑΚΔΩΦ
            Ω Βάγκε, Βάγκε, Βάγκε!
    Τον Δώγκαν τον εσκότωσαν!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
            Ω, συμφορά! ω, φρίκη!
    Εδώ 'ς την στέγην μου!

ΒΑΓΚΟΣ
            Φρικτόν όπου και αν συνέβη!
    'Πέ ότι έσφαλες, Μακδώφ, 'πέ μου πως ήτο ψεύμα.

    (Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ).

ΜΑΚΒΕΘ
    Αν ήτο και απέθνησκα πριν τούτου μίαν ώραν,
    θα έλεγα πως έζησα ζωήν ευτυχισμένην!
    Τώρα εις τα εγκόσμια ουσίαν δεν ευρίσκω·
    τα πάντα μάταια· νεκρά και η χαρά κ' η δόξα·
    'πάγει ο οίνος της ζωής — το καταπάτι μένει,
    του πίθου μόνον καύχημα εις το εξής (17).

    (Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)

ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
                Τι τρέχει;
    Ποιος εκακόπαθε;

ΜΑΚΒΕΘ
            Εσύ! Εσύ, και δεν το 'ξεύρεις.
    Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύσις,
    εστείρευσεν! Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου!

ΜΑΚΔΩΦ
    Τον Δώγκαν, τον πατέρα σου τον 'σκότωσαν!

ΜΑΛΚΟΛΜ
                    Ω! — Ποίος;

ΜΑΚΔΩΦ
    Οι φύλακές του, φαίνεται. Αιματωμένα ήσαν
    τα πρόσωπα, τα χέρια των, καθώς και τα μαχαίρια
    που ηύραμεν ασκούπιστα εις τα προσκέφαλά των.
    Εφαίνοντο εμβρόντητοι και παραζαλισμένοι.
    Σ' αυτούς ζωή δεν έπρεπε να πιστευθή ανθρώπου!

ΜΑΚΒΕΘ
    Και όμως μετενόησα πώς εις την έξαψίν μου
    να τους φονεύσω και τους δυο!

ΜΑΚΔΩΦ
            Ω! Διατί, ω Μάκβεθ;

ΜΑΚΒΕΘ
    Ποιος δύνατ' έξω εαυτού και φρόνιμος να ήναι,
    ήμερος κι' άγριος, — ψυχρός και αφωσιωμένος,
    όλα 'ς τον ίδιον καιρόν; Κανείς! 'ς την έξαψίν μου
    ο χαλινός του λογικού δεν μ' εκρατούσε πλέον.
    Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο
    το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα,
    κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν,
    είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! —
    Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι
    του φόνου, — τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα...
    Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε,
    καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην
    να δείξη την αγάπην του;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
            Βοήθεια! Ω! να φύγω (18)!

ΜΑΚΔΩΦ
    Λιγοθυμά, ιδέτε την!

ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν προς τον ΜΑΛΚΟΛΜ
            Την γλώσσαν τι κρατούμεν,
    ενώ προ πάντων εις ημάς εδώ ανήκει λόγος;

ΜΑΛΚΟΛΜ κατ' ιδίαν,
    Εδώ τι λόγος ωφελεί, που μας παραμονεύει
    κρυμμένη μέσ' 'ς την τρύπαν της η Μοίρα η κακή μας,
    και να χυθή επάνω μας ζητεί, να μας αρπάξη;
    Να φύγωμεν! Δεν 'μέστωσε το δάκρυ μας ακόμη!

ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν
    Κι' ακόμη δεν εξύπνησεν ο πόνος της ψυχής μας!

ΒΑΓΚΟΣ
    Την Λαίδην βοηθήσετε!

    (Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ φέρεται έξω της σκηνής).

            Κ' ημείς, τα σώματά μας
    αφού τα προφυλάξωμεν απ' την γυμνότητά των,
    εδώ ενταμονόμεθα να κάμωμεν ερεύνας,
    αυτό να εξετάσωμεν το φρικαλέον πράγμα.
    Τώρα τον νουν μας δισταγμοί και φόβοι τον κλονίζουν.
    Αλλά εδώ, εις τον Θεόν ενώπιον, ομνύω
    να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας!

ΜΑΚΔΩΦ
    Κι εγώ τ' ομνύω!

ΠΑΝΤΕΣ
            Όλοι μας!

ΜΑΚΒΕΘ
                Πηγαίνωμεν αμέσως
    την ανδρικήν να βάλωμεν στολήν μας, και κατόπιν
    εδώ ενταμονόμεθα όλοι μαζί.

ΠΑΝΤΕΣ
    Προθύμως.

    (Εξέρχονται πάντες, εκτός του ΜΑΛΚΟΛΜ και του ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)

ΜΑΛΚΟΛΜ
    Συ τι σκοπεύεις; Απ' αυτούς ν' απέχωμεν προκρίνω.
    'Σ τον άπιστον είν' εύκολον να προσποιήται λύπην.
    Εις την Αγγλίαν 'πάγω 'γώ.

ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
            Κ' εγώ 'ς την Ιρλανδίαν.
    Ασφαλεστέρα χωριστά η τύχη καθενός μας.
    Εδώ μαχαίρια κρύπτονται 'ς τα χαμογέλοια μέσα·
    τα δε συγγενικώτερα βαθύτερα πληγόνουν.

ΜΑΛΚΟΛΜ
    Το βέλος 'ς το σημάδι του δεν έπεσεν ακόμη·
     — καλόν να τ' αποφύγωμεν, εμπρός του μη μας εύρη! —
    Εις τ' άλογα! Χαιρετισμοί κ' ευγένειαι ας λείψουν·
    ωσάν τους κλέπτας φεύγωμεν. Κλοπή συγχωρημένη
    κανείς να κλέπτετ' απ' εκεί, όπου ελπίς δεν μένει.

    (Εξέρχονται).



ΣΚΗΝΗ Δ΄



    Έξωθεν του μεγάρου του ΜΑΚΒΕΘ.
    (Εισέρχονται ο ΡΩΣ και είς ΓΕΡΩΝ).

ΓΕΡΩΝ
    Θυμούμαι όσα έγειναν προ εβδομήντα χρόνων,
    κ' εις όλον το διάστημα της μακρινής μου πείρας
    είδα και ώραις φοβεραίς κι' αλλόκοτα συμβάντα·
    αλλ' η φρικτή αυτή νυκτιά 'ξεπέρασε τα πάντα!

ΡΩΣ
    Καλέ μου γέρε κι' αγαθέ, ο Ουρανός, ιδέ τον,
    ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου,
    το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένον.
    Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως
    σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον.
    Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα,
    κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον,
    το πρόσωπόν του έκρυψε 'ς τα σάβανα του σκότους;

ΓΕΡΩΝ
    Και τούτο είν' αφύσικον, κ' επίσης παρά φύσιν
    το έγκλημα που έγεινε. — Την περασμένην Τρίτην
    εκεί που υπερήφανα 'πετούσ' ένα ιεράκι
    μια κουκουβάγια τάρπαξε και τόκαμε κομμάτια!

ΡΩΣ
    Κι' αυτά του Δώγκαν τ' άλογα, — παράδοξον και όμως
    αληθινόν, — ζώα λαμπρά, το άνθος των αλόγων,
    αγρίευσαν, και έσπασαν τους σταύλους των, κ' εβγήκαν
    κ' εχύθηκαν ακράτητα κ' επαναστατημένα,
    'σάν νάθελαν τον πόλεμον να κάμουν 'ς τους ανθρώπους!

ΓΕΡΩΝ
    Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν.

ΡΩΣ
                Είν' αλήθεια!
    Το είδα με τα μάτια μου και μ' έπιασε τρομάρα!

    (Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ)

ΡΩΣ
    Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει;

ΜΑΚΔΩΦ
    Και δεν τον βλέπεις;

ΡΩΣ
            Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι;

ΜΑΚΔΩΦ
    Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ!

ΡΩΣ
                Ω Θεέ μου!
    Και τι καλόν επρόσμεναν;

ΜΑΚΔΩΦ
            Άλλοι τους είχαν βάλλει. —
    Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
    κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία
    ότ' είν' εκείνοι ένοχοι.

ΡΩΣ
            Και τούτο παρά φύσιν!
    Φιλοδοξί' απρόβλεπτη, την μέλλουσαν τροφήν σου
    την κατατρώγεις μόνη σου! — Και βασιλεύς θα γείνη
    ο Μάκβεθ ίσως;

ΜΑΚΔΩΦ
        Έγεινε, και εις το Σκων επήγε
    διά την στέψιν.

ΡΩΣ
        Κι' ο νεκρός τι έγεινε του Δώγκαν;

ΜΑΚΔΩΦ
    Στ' αγιασμένα χώματα κ' εκείνον τον επήγαν
    εκεί που μένουν τα οστά των πρώην βασιλέων.

ΡΩΣ
    Και συ πηγαίνεις εις το Σκων;

ΜΑΚΔΩΦ
                Όχι, εξάδελφέ μου.
    Διά το Φάιφ ξεκινώ.

ΡΩΣ
            Εγώ 'ς το Σκων θα 'πάγω.

ΜΑΚΔΩΦ
    Είθε να έβγουν εις καλόν όσα εκεί θα γείνουν!
    Υγίαινε, και άμποτε να στρώση 'ς τα κορμιά μας
    καλλίτερ' απ' την πρώτην μας η νέα φορεσιά μας.

ΡΩΣ
    Ώρα καλή, πατέρα μου!

ΓΕΡΩΝ
            Νάν' ο Θεός μαζί σου,
    και μ' όποιον 'ξεύρει το κακόν εις αγαθόν να τρέψη
    και τον εχθρόν του δύναται εις φίλον του να στρέψη.

    (Εξέρχονται)