Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λουκία Μπουντούρη

Από Βικιθήκη
Λουκία Μπουντούρη
Συγγραφέας:


Δυὸ κόρες πρόβαλαν,
κ' ἐνῷ θωροῦσαν
τ' ἄστρα, ποῦ ἀμέτρητα
φεγγοβολοῦσαν,
τὰ χείλη ἀνοίγοντας
καὶ τὴν ψυχή της,
εἶπε ἡ μικρότερη
στὴν ἀδελφή της:
- Εἶμαι κατάκαρδα
θλιμμένη ἐγώ.

Τούτη ποῦ μ' εὕρηκε
δὲν εἶναι μία
θλίψη ἀνεξήγητη,
δίχως αἰτία.
Ὁ νοῦς μερόνυχτα
μοῦ παρασταίνει
τοὺς νέους, ποῦ πνίγηκαν
στὴ Βουλιαγμένη,
καὶ ναὔρω άνάσαση
δὲν ἠμπορῶ.

Πρὶν φέξῃ σήμερα
μία μόνη ἀχτίδα,
στὸν ὕπνο ξέπλεκαις
γυναίκαις εἶδα·
καὶ τ' ἄϋλα πλάσματα,
σὰ νἆταν ἕνα,
μοὖπαν: Γιὰ μάνα σου
θέλεις ἐμένα,
ποῦ τὸ πνιγμένο μου
τέκνο θρηνῶ;

Εἶπαν· καί, ὡς ξέμακρα
νὰ μ' εἶχαν πάρει,
δίχως ὀπίσω μας
νὰ μείνῃ χνάρι,
ἐκεῖ ποῦ ἡ θάλασσα
τοὺς βράχους τρώει
κλάψαις ἀρχίσαμε
καὶ μοιρολόϊ.
Λὲς ποῦ τὴ λάβρα τους
εἶχα κ' ἐγώ.

Μήτε – ὡς ἐξύπνησα
κ' εἶδα τριγύρου
ποῦ οἱ μαῦροι σκόρπισαν
ἴσκιοι τοῦ ὀνείρου -
δυνήθη ὁλότελα
νὰ ξαστερώσῃ
ἡ καταζάλιστη
θολή μου γνώση.
Ἄχ! δυστυχήματα
θωράω παντοῦ.

Ὁ ἀχός ποῦ γένεται
στὸν κάτου δρόμο
γιὰ τοῦτο βέβαια
μοῦ φέρνει τρόμο·
κ' ἰδές! βαρύτερα
νὰ μὲ τρομάξῃ,
προβαίνει ἐκείθενε
συρμένο ἁμάξι,
σὰν ἀργοκίνητη
κλίνη νεκροῦ.

Μέσα - ὤ λαχτάρα μου! -
καθὼς ζυγόνει,
βλέπω ἕνα λείψανο
'ς ἄσπρο σεντόνι.
Ἀπὸ τὰ ὁλόβρεχα
μαλλιὰ λυμένα
γυναῖκα φαίνεται,
ποῦ στὰ ὠργισμένα
νερὰ τῆς θάλασσας
ἔχει πνιγῇ.

Σεῖς ποῦ διαβαίνετε,
κοντοσταθῆτε
τῆς μαύρης τ' ὄνομα
νὰ μᾶς εἰπῆτε.
Γιατὶ καρφόνετε
τὰ μάτια κάτου
μὲ μία βαθύτατη
σιωπὴ θανάτου;
Ποιά νἆναι - ἀλλοίμονο! -
ποιά νἆναι αὐτή; -

Ἄν, ὦ βαρυόμοιραις
δὲ σᾶς τὸ λένε
τ' ἀηδόνια, οἱ ζέφυροι
τ' ἄστρα ποῦ κλαῖνε,
ὅ,τι γυρεύετε,
καὶ πρὶν ἀκόμα
ν' ἀνοίξῃ τρέμοντας
ἀνθρώπου στόμα,
τὸ σκούζει μέσα σας
ἡ ἀθλία καρδιά.

Τρεχᾶτε, κλάψετε
κ' οἱ δύο 'ς αὐτήνε!
Τρεχᾶτε! - ἡ μάνα σας
τὸ φῶς σας εἶναι.
Ἀπὸ τὰ κύματα
σὰν περιστέρι
ἐπῆε τὸ πνεῦμα της
στὰ οὐράνια μέρη,
τοῦ Χάρου ἀφίνοντας
τόση ὀμορφιά.

Νεκρή! Τὸ μαῦρο μήνυμα σὲ κάθε περιγιάλι,
σὲ κάθε γῆ μὰς ἔφτασε μὲ ξένη βία μεγάλη,
κ' ἕνα πουλὶ νησιώτικο, σταὶς κλάψαις μαθημένο,
γροικήθη ἀπὸ τοὺς βράχους του νὰ πῇ καταθλιμμένο:

- Ποιός δὲν τὸ ξέρει, ὦ θάλασσα, ποῦ ἀπὸ τὸ πλούσιο στῆθος
ἡ γῆ σοῦ παίρνει ἀδιάκοπα μαργαριτάρια πλῆθος;
Ἀλλ' ακριβὰ σοῦ πλέρωσε τὰ τόσα πὤχει πάρει
μὲ τοῦτο ποῦ τῆς ἅρπαξες τ' ὡραῖο μαργαριτάρι.