Λουκία Γίφαρδ

Από Βικιθήκη
Λουκία Γίφαρδ
Συγγραφέας:


Σὰν ἄκουα πῶς ἡ φύση
στὸ πνεῦμα, στὴν καρδιὰ
μὲ κάλλη οὐρανικὰ
σ' ἔχει πλουτίσει·

πῶς ἡ θωριά σου, ὦ κρίνε,
στὰ μάτια καθενοῦ
τοῦ μέσα θησαυροῦ
καθρέφτης εἶναι·

ἐγώ, ἀγκαλὰ νὰ ζήσω
μονάχος προτιμῶ,
ποθοῦσα νὰ σὲ ἰδῶ
νὰ σὲ γνωρίσω.

Ὅταν ὡραία παρθένα,
τῆς Μούσας μου κυρά,
μοῦ γύρεψες θερμὰ
στίχους γιὰ σένα·

κ' εἶπα στὸ νοῦ μου ποῦ 'ναι
γιὰ τοῦτο χρεία σκληρὴ
τὰ μάτια μου, ὦ καλή,
νὰ μὴ σὲ ἰδοῦνε.

Ἄ! ξάγναντα βαλμένος
ἀπὸ τὸ θεῖο σου φῶς,
θ' ἀπόμενα βουβὸς
καὶ ζαλισμένος.

Ἀκούω πῶς ἡ πατρίδα,
νὰ πα γυρεύει ἐκεῖ·
καλλίτερα πολὺ
ποῦ ἐγὼ δὲ σ' εἶδα.

Ἐλπίζω ἐδῶθε πέρα,
πλῆθος ἐλπίζω, ναί,
τραγούδια ὡραῖα γιὰ σὲ
νὰ πῶ μία μέρα.

Εἶναι τυφλό, τὸ ζώνει
στενόχωρο κλουβί,
καὶ ἀδιάκοπα λαλεῖ
λαλεῖ τ' ἀηδόνι.