Λουκής Λάρας/Ι

Από Βικιθήκη
Λουκής Λάρας
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ι'


Δεν εβραδύναμεν να ορίσωμεν μετά του Παντελή το δρομολόγιόν μας και ν' αρχίσωμεν την οδοιπορίαν μας. Διευθυνόμενοι προς βορράν μετεβαίνομεν από χωρίον εις χωρίον, η δε πώλησις του χαβιαρίου έβαινε κατ' ευχήν, και ηύξανον βαθμηδόν τα περιεχόμενα του σακκουλίου μου.

Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα. Εκάθησα επί των βράχων και έβλεπα την χλοεράν υπό τους πόδας μου έκτασιν υπό του πρωινού ηλίου φωτιζομένην, αναμέσον δε των δένδρων διέκρινα τας ποικιλλούσας την πεδιάδα κατοικίας, από τας εστίας των οποίων καπνός δεν ανήρχετο.

Δεξιόθεν, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν, έκειτο η μονή του Αγίου Μηνά. Δεν εφαίνετο εκ του σημείου όπου ήμεθα, αλλ' ούτε ηθέλησα να επισκεφθώ τα ερείπιά της. Δεν επεζήτουν νέας επί της Χίου συγκινήσεις, επεθύμουν μόνον να εκτελέσω τον σκοπόν μου και να φύγω όσον τάχιον. Δεν ήθελα να βλέπω την καταστροφήν της πατρίδος μου, ούτε Τούρκους να βλέπω ήθελα.

Ο Παντελής εκάθητο πλησίον μου τρώγων το λιτόν πρόγευμά του, ο δε όνος του παρέκει κατεγίνετο εις εύρεσιν τροφής μεταξύ των ολίγων επί της πετρώδους κορυφής θάμνων. Η όρεξις των δύο συντρόφων μου ήνοιξε και την ιδικήν μου, ο δε άρτος και αι ελαίαι του Παντελή και η έμφυτος φαιδρότης της απλοϊκής ψυχής του εστερέωσαν το επί στιγμήν κλονισθέν φρόνημά μου.

Εντός ολίγου η συνοδία μας ετέθη εκ νέου εις κίνησιν.

Το χωρίον Νεοχώρι, όπου καταβάντες το βουνόν εσταθμεύσαμεν, περιέσωζεν έτι και αυτό, καθώς το θολόν Ποτάμι, άφθονα σημεία μαρτυρούντα ότι διέβησαν οι Τούρκοι εκείθεν. Αλλ' ήσαν πλειότεραι σχετικώς εις αυτό αι επισκευασθείσαι οικίαι, η δ' ερήμωσις εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ολιγωτέρα. Το καφενείον όπου εκαθήσαμεν προς αναψυχήν ήτο πλήρες ανθρώπων. Ούτε Αγάς υπήρχεν εις το χωρίον, ούτε φρουρά, ώστε οι χωρικοί έζων κάπως ανετώτερον, προσπαθούντες εν τη ησυχία της σήμερον να λησμονήσωσι τα βάσανα της χθες και τους ενδεχομένους της αύριον κινδύνους.

Η πρόθεσίς μου ήτο να διατρίψωμεν δύο ή τρεις ημέρας εις Νεοχώρι, όπως εκεί ωριμάσω τα σχέδιά μου, αλλ' έμαθα εις το καφενείον είδησιν, η οποία ήλλαξε την απόφασίν μου. Έμαθα από των χωρικών τας ομιλίας, ότι μοίρα του Τουρκικού στόλου έφθασεν εις Τσεσμέν και ότι επεριμένοντο εντός ολίγων ημερών άλλα εκ Κωνσταντινουπόλεως πλοία, όπως όλα συνηνωμένα εκπλεύσωσι κατά των Ελλήνων. Ώστε έπρεπε να επισπεύσω την αναχώρησίν μου. Οι Τούρκοι ήσαν επί της θαλάσσης οποίοι και επί της ξηράς, αλλοίμονον δε εις τ' άοπλα πλοιάρια, άτινα έπιπτον εις χείρας των, και εις τους δυστυχείς επιβάτας των! Δι' αυτών επληρόνοντο αι επιτυχίαι του Μιαούλη και του Κανάρη, ταύτα ήσαν τ' απατηλά τρόπαια διά των οποίων εκάλυπτον οι Τούρκοι ναύαρχοι την καταισχύνην των.

Αλλ' εγώ δεν είχα την ελαχίστην διάθεσιν ν' αποτελέσω τοιούτου τροπαίου μέρος, ούτε να προμηθεύσω το πτώμα μου ως στολισμόν εις τας κεραίας Τουρκικής ναυαρχίδος, και ήθελα διά παντός τρόπου να επιστρέψω εις Τήνον, προλαμβάνων του εχθρικού στόλου την αναχώρησιν.

Έκραξα τον Παντελήν και εξήλθομεν του καφενείου. Ο όνος δεμένος έξωθεν αυτού, επερίμενε φέρων εις την ράχιν του το βαρέλιόν μου.

― Παντελή, μείνε συ εδώ να πώλησης χαβιάρι και περίμενε με. Εγώ θα φύγω.

― Πού πηγαίνεις;

― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω.

Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα. Εσυμφωνήσαμεν πού εντός του χωρίου θα τον εύρω την επαύριον, ηγόρασα αξίνην διά να φαίνωμαι ως εργάτης πηγαίνων δι' ημερομίσθιον, και τον απεχαιρέτησα.

Ήτο ανήσυχος και πλήρης φόβων εκείνος, αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου ελαφράν. Είχα προαίσθημα ότι θα επιτύχω.

Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ εύρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.

Η παρουσία του εις Νεοχώρι μ' εξέπληξε κατά πρώτον, αλλ' ενθυμήθην αμέσως ότι είχε κτήματα εκεί. Διέβην ενώπιον του και επροχώρησα χωρίς να με αναγνωρίση. Που να γνωρίση υπό την χωρικήν ενδυμασίαν μου του φίλου του τον υιόν!

Ενώ διέβαινα έμπροσθέν του εδίστασα, να γνωρισθώ ή όχι; Καλλίτερον όχι, και επροχώρησα. Αλλά μετ' ολίγα βήματα μετενόησα. Μου ήλθε διά μιας εις την μνήμην ολόκληρος η περίοδος της εν Χίω διαβιώσεώς μας, και η ανά πάσαν εσπέραν περιμενομένη επίσκεψις του, ενθυμήθην τον πατέρα μου και ηθέλησα να θλίψω την χείρα του γέροντος και να του είπω ότι ο φίλος του απέθανεν. Επέστρεψα προς αυτόν και εστάθην ενώπιον του. Διέκοψε το κάπνισμα εκείνος και με ητένισεν απορών.

― Έχω να σου ειπώ δύο λόγια μυστικά, αυθέντα μου.

― Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις;

Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθεν μου την θύραν.

― Δεν με γνωρίζεις;

― Όχι. Ποίος είσαι;

Είπα το όνομα μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του. Δεν επερίμενα ότι η καρδία του ψυχρού εκείνου γέροντος περιέκλειεν όσην ευαισθησίαν τότε μου επέδειξε. Με ηρώτησε τι εγείναμεν, πώς εσώθημεν, και διηγήθην τα καθέκαστα της φυγής και του πλάνητος βίου μας, του πατρός μου τον θάνατον και την εις Τήνον διαμονήν της χήρας μητρός και των αδελφών μου. Με ηρώτησε διά τι επανήλθα, και εξεμυστηρεύθην τον σκοπόν μου. Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην.

Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν. Προτού την ανοίξη έθεσε την χείρα επί του ώμου μου και ηθέλησεν εκ νέου να με προτρέψη να λησμονήσω τον ταφέντα θησαυρόν και να φύγω εκ Χίου. Αλλ' η δυσκολία ήτο να φθάσω έως εκεί όπου ευρισκόμην ήδη. Πώς ν' αναχωρήσω χωρίς ούτε καν να ίδω τον Πύργον μας;

― Το έβαλες εις τον νουν σου και ετελείωσεν, είπεν ο γέρων δυσανασχετών. Είσαι υιός του πατρός σου! Δεν ήκουε λόγον κ' εκείνος. Πήγαινε! Αν σκαλώσης πούποτε με Τούρκους, επρόσθεσε μετά φωνής ηπιωτέρας, μήνυσέ με. Ως πρόξενος κάτι δύναμαι, και ίσως σου χρησιμεύσω. Ο Θεός μαζή σου!

Και μου ήνοιξε την θύραν.

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ήτο δε δύο σχεδόν ωρών η μέχρι του Πύργου μας απόστασις. Έσπευσα το βήμα, διότι ήθελα να φθάσω εκεί πριν νυκτώση. Πολικός αστήρ ήτο δι' εμέ ο γνωστός λοφίσκος και τα δένδρα τα κρύπτοντα την θέαν του επ' αυτού παρεκκλησίου μας.

Εβάδιζα ταχέως με την αξίνην επί του αυχένος, ο δε νους μου εδούλευεν. Εσκεπτόμην προ πάντων περί του μέλλοντος. Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Καθ' όσον όμως επλησίαζα και εξηπλούντο επί της εξοχής αι σκιαί της εσπέρας, ήρχισε να με καταλαμβάνη μυστηριώδες τι αίσθημα ανησυχίας. Διατί να έλθω μόνος; Διατί να μη αφήσω τον Παντελήν να με συνοδεύση; Είχα θεωρήσει ασφαλέστερον να μη τον προσλάβω, φοβηθείς μη προκαλέσω υποψίας αν εφαινόμην εκεί με τον σύντροφόν μου και τον όνον του. Μόνος ηδυνάμην ευκολώτερον να κρυφθώ, να κατασκοπεύσω και να εισχωρήσω εντός του κήπου, τους δε σάκκους είχα κατά νουν να τους κρύψω εις το δάσος πλησίον του παρεκκλησίου, και να έλθω την επιούσαν με τον Παντελήν να τους παραλάβωμεν. Αλλ' ήδη μετενόουν και ηυχόμην να είχα τον Παντελήν πλησίον μου. Η γενναιότης μου εκλονίζετο καθ' όσον ήγγιζε της εκτελέσεως η ώρα.

Αλλ' ήτο αργά πλέον. Ήμην παρά τον τοίχον του κήπου μας και έβλεπα ήδη εκ του δρόμου το ανώγειον της οικίας μας. Ιδού του μικρού μου δωματίου το παράθυρον, ιδού τα δύο του κοιτώνος των γονέων μου, ιδού... Αλλά διατί έχουν καφάσια τα λοιπά παράθυρα; Μη έχω λάθος; Όχι... Κατοικείται η οικία μας, κατοικείται υπό Τούρκων! Εγώ δε εις τους δρόμους βλέπω ως ξένος τους τοίχους της και κατασκοπεύω ως κλέπτης τα παράθυρά της!

Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας.

Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας. Εντός της οικίας και περί αυτήν δεν εφαίνετο ψυχή, αλλ' εις τον κήπον γέρων κηπουρός έσκαπτε μετά κόπου το χώμα. Ανεγνώρισα την μορφήν του. Ήτο ο ιδικός μας κηπουρός, ο γέρων Γιάννης του οποίου την θυγατέρα ηύρα υπηρετούσαν εις την οικίαν του Μαυρογένη εις Τήνον. Μετά πόσης χαράς τον ανεγνώρισα! Ουδ' ήτο άμοιρος εγωϊσμού η ευχαρίστησίς μου, διότι απέκτων βοηθόν ασφαλή εις το επιχείρημα μου, έφερα δε εις τον γέροντα, ευπρόσδεκτον της συνδρομής του πληρωμήν, την χαροποιάν είδησιν ότι η θυγάτηρ του έζη.

Αλλά πώς να συνεννοηθώ μετ' αυτού; Δεν ετόλμων ούτε να τον κράξω, ούτε να εισέλθω εντός του κήπου. Ας περιμείνω μέχρις ου νυκτώση, και τότε κρυφίως εισχωρών μέχρι της καλύβης του τον ευρίσκω, αναγνωρίζομαι και επικαλούμαι την σύμπραξίν του.

Αλλ' έως τότε;

Ο ήλιος είχε κρυφθή όπισθεν του βουνού, αλλ' από του διαυγούς ουρανού αντενακλάτο άφθονον το φως της δείλης. Ήτο φαιδρά θερινή εσπέρα και ησύχαζεν η γη, υπό δε τα δένδρα εφαίνοντο τα πάντα τόσον ευτυχή εις την πεδιάδα! Δεν συμπάσχει μεθ' ημών η φύσις, η δε γαλήνη της επαυξάνει της ανησύχου καρδίας το βάρος!

Κατέβην εκ του αμπελώνος εις τον δρόμον και διηυθύνθην προς το παρεκκλήσιον, με την κεφαλήν προς την γην κεκλιμένην, ωσεί προσπαθών ν' ανεύρω επί του χώματος τα ίχνη εκείνων μετά των οποίων τοσάκις επορεύθην εκεί.

Ήμην εισέτι μακράν του περικυκλούντος τον ναΐσκον άλσους, ότε είδον προβαίνουσας εκ των δενδρων μορφάς γυναικείας και παιδία τρέχοντα περί αυτάς. Κατέβαινον προς εμέ ενώ εγώ ανέβαινα, δεν ήμην δε πλέον εν καιρώ να οπισθοχωρήσω, ότε ανεκάλυψα ότι ήσαν Τούρκισσαι. Τας συνώδευεν ’ραψ ευνούχος, το ποδήρες του οποίου φόρεμα δεν εξεχωρίζετο μακρόθεν από τα των γυναικών.

Παρεμέρισα και διέβη το χαρέμιον, τα δε παιδία ηκολούθουν παίζοντα. Έν μόνον εξ αυτών, το τελευταίον, κοράσιον δωδεκαετές περίπου, δεν έπαιζε μετά των λοιπών αλλ' επεριπάτει ησύχως φέρον άνθη εις την μίαν χείρα, η δ' άλλη εκρέματο εις το πλευρόν του βαρεία. Ενώ διέβαινεν ενώπιόν μου εστάθη και με παρετήρησεν. Εξηκολούθησα εγώ τον δρόμον μου.

Αίφνης ακούω όπισθεν μου φωνήν γλυκείαν ψιθυρίζουσαν το όνομα μου― Λουκή! Πριν ή προφθάσω να σκεφθώ ότι αν στραφώ προδίδομαι και αν φανερωθώ κινδυνεύω, εστράφην. Εστράφην και είδα το κοράσιον ιστάμενον ολίγα βήματα μακράν μου. Τα άλλα παιδία είχον προχωρήσει. ’μα με είδε στρεφόμενον εγονάτισεν επί του εδάφους. Την εγνώρισα! Ηθέλησα να κράξω: Δέσποινα! αλλ ' έθεσε το δάκτυλον εις τα χείλη και ψιθύρισε βλέπουσα με:― Γλύτωσε με, Λουκή! Και σκύψασα επροσποιήθη ότι συλλέγει άνθη, διότι ηκούσθη η βραγχώδης φωνή του ευνούχου, επιστρέφοντος διά να περιμαζεύση το ποίμνιόν του. Ηγέρθη η Δέσποινα και έτρεξε προς τα άλλα παιδία. Εγώ δε κρυπτόμενος όπισθεν των δένδρων ηκολούθησα μακρόθεν την συνοδίαν, μέχρις ου είδα τον Αιθίοπα ανοίγοντα την θύραν του κήπου μας και τας γυναίκας μετά των παιδίων εισερχομένας εντός αυτού. Τελευταία εισήλθεν η Δέσποινα. Προτού διαβή την θύραν εστράφη. Ησθάνετο ότι ακολουθώ τα ίχνη της! Εισήλθε μετ' αυτής ο φύλαξ του χαρεμίου, και η θύρα εκλείσθη.

Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου.

Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου·― «Γλύτωσε με, Λουκή!» Ιδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια! θα την σώσω! Αλλά πώς; Και μετέβαινα από σχεδίου εις σχέδιον.

Επήλθεν εν τούτοις η νυξ, αλλ' όχι το σκότος εισέτι. Η σελήνη είχε δύο περίπου ωρών δρόμον μέχρις ου κρυφθή και επρόβαινε βραδέως προς την δύσιν

της, φωτίζουσα τον ουρανόν άνωθέν μου. Αι ακτίνες της, παίζουσαι με των δένδρων τα φύλλα, εσχημάτιζον μυρίας φαντασιώδεις σκιάς επί του εδάφους όπου εκαθήμην, και τας έβλεπα, και ήκουα τας υλακάς των σκύλων εις τας απεχούσας επαύλεις, και των γρύλλων περί εμέ τον θόρυβον, και τους ηχηρούς των βατράχων κοασμούς. Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους.

Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω. Εσκέφθην και απεφάσισα. Το σχέδιόν μου ήτο έτοιμον. Εβάδιζα προς εκτέλεσίν του και ο Θεός βοηθός!

Το σκότος ήτο βαθύ, αλλά τα πάντα μου ήσαν γνωστά εκεί, ώστε ηδυνάμην με κλειστούς τους οφθαλμούς να εύρω τον δρόμον. Ότε έφθασα εις την άκραν του περιβόλου επήδησα τον τοίχον, όστις ήτο εκεί χαμηλότερος, και ευρέθην εντός του κήπου. Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματος μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης. Ποσάκις την επεσκέφθην μικρός, ποσάκις ενταύθα μ' εκάθησεν επί των γονάτων του ο γέρων Γιάννης και εχόρτασε με τα εκλεκτότερα του κήπου προϊόντα την παιδικήν όρεξίν μου!

Το δωμάτιον ήτο σκοτεινόν, αλλ' ήκουα την ηχηράν αναπνοήν του κοιμωμένου γέροντος. Επλησίασα προς αυτόν ακροποδητί. Εφοβούμην μη εξυπνήση πριν με αναγνωρίση και ήθελα να προλάβω τον τρόμον του. Εγονάτισα πλησίον του, έσκυψα και επρόφερα σιγά το όνομά του

― Γιάννη, Γιάννη, είμ' εγώ, ο Λουκής. Μη τρομάξης. Ο Λουκής.

Εξύπνησεν ο γέρων, εκράτει την αναπνοήν του, αλλ ' ούτε ωμίλησεν ούτε εκινήθη. Ενόμιζεν ίσως ότι ονειρεύεται. Έθεσα την χείρα επί του βραχίονός του και είπα εκ νέου το όνομά μου. Ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, αλλά παρήλθεν ώρα ικανή μέχρις ου συνέλθη εντελώς. Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης.

Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.

― Ποίος κατοικεί τον Πύργον μας, Γιάννη;

― Του Νεσήπ Αγά το χαρέμι.

― Τι είναι ο Νεσήπ Αγάς;

― Ένας από τους αρχηγούς των Ανατολιτών, οι οποίοι μας κατέστρεψαν.

― Και αυτός δεν κατοικεί εδώ;

― Αύριον περιμένεται.

― Έχει Χριστιανάς εις το χαρέμι του;

― Μόνον του Καλάνη την κόρην.

― Ο Καλάνης τι έγεινε;

― Τον έσφαξαν οι Τούρκοι. . .

Ενθυμήθην τον θρήνον της Δεσποίνης ότε μετεβαίνομεν εις το παρεκκλήσιον, ακολουθούντες τους γονείς μας·― «Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! Θα τον σκοτώσουν!» Το προαίσθημα της δεν ανεδείχθη ψευδές, εσφάγη ο πατήρ της..., ο δε ιδικός μου ανεπαύετο εις τον έρημον τάφον του εις Σπέτσας!

Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου.

Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος.

― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

― Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα.

Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονες μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου·― «Λουκή, γλύτωσε με!» Πας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή!»

Αίφνης ηκούσθη κρότος μετάλλου προς μέταλλον.

Επήδησα εντός του λάκκου και ήρχισα ν' απωθώ με τας χείρας το χώμα. Η αξίνη του κηπουρού έσχισε τον σάκκον. Τον ανύψωσα μετά προσοχής και τον απέθεσα παρά την ρίζαν του δένδρου. Υπ' αυτόν ήτο ο έτερος σάκκος. Τον έθεσα πλησίον του πρώτου και εγεμίσαμεν πάλιν με το χώμα τον λάκκον.

― Τώρα; ηρώτησεν ο γέρων.

― Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός!

― Πού πηγαίνομεν;

― Εις Νεοχώρι.

― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ.

― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς.

― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής.

Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης. Μετ' ολίγον επέστρεψε φέρων δύο κοφίνους, έθεσεν εις έκαστον αυτών ανά ένα σάκκον, τους εκάλυψεν άνωθεν με λάχανα και χόρτα, εφορτώθημεν τους κοφίνους εις την ράχιν και εξεκινήσαμεν.

Εχάραζε μόλις, ότε φθάσαντες πλησίον του Νεοχωρίου εκαθήσαμεν επί φράκτου παρά τον δρόμον, διά να περιμείνωμεν μέχρις ου εξημερώση. Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.

Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του.

― Καλώς τον, ανέκραξε! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν;

Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι. Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας.

― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω.

― Τι θέλεις; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι;

― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.

― Πώς θα την σώσωμεν; Μη σου επέρασεν από τον νουν να την κλέψωμεν;

― Να την εξαγοράσωμεν, απεκρίθην.

― Και που τα χρήματα; Οι Τούρκοι πωλούν ακριβά το ανθρώπινον κρέας, όταν μάλιστα είναι τρυφερόν.

― Δεν έχω χρήματα, αλλ' έχω τους σάκκους αυτούς, τους οποίους ο θεός μ' εβοήθησε να εύρω.

― Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν είναι ιδικά σου μόνον ανήκουν και εις την μητέρα και εις τας αδελφάς σου. Δεν τα έκρυψεν ο πατήρ σου διά να τα μεταχειρισθής συ όπως θέλεις.

― Το εσκέφθην πολύ πριν το αποφασίσω, αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν δυσαρεστώ του πατρός μου την ψυχήν μεταχειριζόμενος ούτω την κληρονομίαν του, και ότι από την μητέρα μου ευχάς μόνον και ευλογίας θ' ακούσω, όχι παράπονα. Ως προς τας αδελφάς μου, έχω την πεποίθησίν μου εις τον Θεόν, ότι θα μ' αξιώση να τας προικίσω πλουσιώτερον από το ανάλογόν των εις αυτά τα κειμήλια.

― Λοιπόν είσαι αποφασισμένος να τα δώσης όλα;

― Όλα εάν είναι ανάγκη! .

Η έκφρασις του Ζενάκη εμαρτύρει ότι δεν κατεδίκαζεν ουδαμώς την απόφασίν μου. Ηρώτησε και έμαθε πληρεστέρας περί της κόρης πληροφορίας, ηθέλησε δε να ίδη κατά πόσον των σάκκων τα περιεχόμενα ηδύναντο να ικανοποιήσωσι του Τούρκου τας αξιώσεις και μας ωδήγησεν εις το υπερώον, εντός του κοιτώνος του, όπου εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά, εκ των αποτελούντων την πολυτέλειαν κατά την εποχήν εκείνην, οπότε αι οικίαι δεν επληρούντο υπό των προϊόντων της τέχνης των Παρισίων ή της Βιέννης, των βαρυνόντων τας τραπέζας προς επίδειξιν και όχι προς χρήσιν. Τότε τα κοσμήματα ήσαν ολίγα αλλά πολύτιμα, μεταδιδόμενα δε από πατρός εις υιόν εσχημάτιζον αποταμίευμα αληθές και καταφύγιον εύχρηστον εν ώρα ανάγκης.

Παρεκάλεσα τον Ζενάκην να επισπεύση τας μετά του Αγά διαπραγματεύσεις, διά να προλάβωμεν και αναχωρήσωμεν εκ Χίου προτού εκπλεύση ο Τουρκικός στόλος, αλλ' ο γέρων δεν εβιάζετο και εζήτει να χαλινώση την ανυπομονησίαν μου. Υπό την ψυχράν όμως και κατηφή μορφήν του εκρύπτετο καρδία αγαθή και γενναία. Ενώ μ' επέπληττεν αφ' ενός και με ειρωνεύετο, διέταξεν αφ' ετέρου να ετοιμάσωσι την ημίονόν του και ανεχώρησεν εντός ολίγου διά τον Πύργον μας.

’μα ανεχώρησεν έτρεξα προς ανεύρεσιν του Παντελή. Η παράτασις της εκ του χωρίου απουσίας ήρχιζε να στενοχωρή τον αγαθόν χωρικόν. Ο νους του ήτο εις την σύζυγόν του.

― Τι θα λέγη η Παρασκευή, επανελάμβανε. Θα μας έχη διά χαμένους.

― Μη σε μέλη, Παντελή. Σου υπόσχομαι να ήσαι οπίσω αύριον το πρωί. Θα της χαρίσω όλον το απώλητον χαβιάρι μου, προίκα διά τον κληρονόμον όπου σου ετοιμάζει.

Πόσον βραδέως παρήλθον της πρωίας εκείνης αι ώραι. Το πλείστον αυτής διήλθα εις τον κήπον του Ζενάκη, όπισθεν της οικίας του, περιφερόμενος άνω και κάτω και προσπαθών ν' αναπλάσω διά της φαντασίας τα εις τον Πύργον μας κατά την ώραν εκείνην λεγόμενα και τας περί εξαγοράς της Δεσποίνης διαπραγματεύσεις. Το τι λέγει ο Ζενάκης ήτο εύκολον να το υποθέσω, αλλά τι αρά γε ο Τούρκος αποκρίνεται; Δέχεται αντάλλαγμα, ή επιμένει να κρατήση την Χριστιανήν, ως μέλλοντα του χαρεμίου του στολισμόν; Και μου ήναπτον αι παρειαί και ηγειρόμην και εκαθήμην, πας δε κρότος εις την οικίαν, πάσα φωνή εις την οδόν μου εφαίνοντο ότι συνέχονται με της Δεσποίνης την λύτρωσιν.

Επί τέλους επέστρεψεν ο Ζενάκης, δεν επέστρεψε δε μόνος. Τον ήκουσα ομιλούντα τουρκιστί εις την αυλήν. Τις τον συνοδεύει; Ο Αγάς μήπως; Μη έφερε την Δέσποιναν; . . .

Εκρυπτόμην υπό τα δένδρα του κήπου, είχα δ' αντικρύ μου το παράθυρον του κοιτώνος, όπου ήσαν παρατεταγμένα τα λύτρα της κόρης. Ήκουα ομιλούντας εντός αυτού τον Ζενάκην και τον Τούρκον, αλλά δεν διέκρινα τι έλεγον. Αίφνης τους βλέπω πλησιάζοντας εις το παράθυρον. Ο Αγάς, Τούρκος μεγαλοπρεπής, εκράτει δίσκον και εφαίνετο εξετάζων το βάρος, ο δε Ζενάκης, κρατών άλλα εις τας δυο χείρας σκεύη, του τα επεδείκνυε. Ανεπτερώθησαν αι ελπίδες μου. Εξετάζει ο Τούρκος, άρα δεν αρνείται!

Απεσύρθησαν από το παράθυρον και ήκουσα την φωνήν του οικοδεσπότου προστάζοντος να φέρωσι καφέν. Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ ' εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον.

― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν.

Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα. Διατί έκλαια; Μη η καρδία γνωρίζει διατί πάλλει; Μη επιδέχεται ανάλυσιν της ψυχής το ενδόμυχον αίσθημα; Δεν ήλθα χάριν της Δεσποίνης εις Χίον, αλλ' όμως τότε, ενώ επερίμενα να την φέρη ο κάτοχος της, μου εφαίνετο ότι η ζωή μου ολόκληρος εις εκείνην συνεκεντρούτο. Δεν εσκεπτόμην περί του θησαυρού, ούτε περί των σχεδίων τα οποία επί της ευρέσεώς του εβάσιζα. Εσκεπτόμην μόνον μετά πόσης χαράς θα φέρω την ορφανήν κόρην εις της μητρός μου τας αγκάλας.

Προς το εσπέρας επανήλθεν ο Αγάς φέρων την Δέσποιναν, ανεχώρησε δε μόνος με τους δύο κοφίνους του Γιάννη επί του ζώου του. Αφού ανεχώρησε μ' έκραξεν ο Ζενάκης εις το δωμάτιόν του.

Η Δέσποινα έτρεξε προς εμέ άμα εισήλθα. Ήθελε να ομιλήση, αλλά δεν ηδύνατο να προφέρη ειμή μόνον τ' όνομά μου· Λουκή, Λουκή! Και έρρεον τα δάκρυά της. Έτεινα τας χείρας. Τας ήρπασε και ηθέλησε να τας φιλήση. Την έσυρα επί του στήθους μου, αλλά δεν την ησπάσθην. Δεν ετόλμησα.

Την αυτήν εκείνην νύκτα ανεχωρήσαμεν από Νεοχώρι μετά του Γιάννη. Ο όνος του Παντελή έφερε την Δέσποιναν μετημφιεσμένην ως παίδα χωρικόν, ασφαλείας χάριν. Η καλή Παρασκευή μας υπεδέχθη με ανοικτάς αγκάλας, χάρις δε εις τον σύζυγόν της εύρομεν εις τον λιμενίσκον, όπου ο Κεφάλας με είχεν αποβιβάσει, πλοιάριον επί του οποίου την επομένην εσπέραν απεπλεύσαμεν με άνεμον ούριον, και την επαύριον πρωί αφίχθημεν σώοι εις Τήνον.

Η χαρά της μητρός μου ότε με επανείδε δεν περιγράφεται. Τα χαρμόσυνα τότε δάκρυα της, ήσαν το μέτρον όσης λύπης υπέφερε κατά την απουσίαν μου.

― Δεν σου έφερα τα κειμήλια σου, μάνα μου! Ιδού τι σου έφερα.

Και ώθησα την Δέσποιναν προς την αγκάλην της. Το εγνώριζα ότι την ωδήγουν εις μητρός αγκάλην, την δυστυχή ορφανήν!

Επανέλαβα αμέσως τας εργασίας μου πραγματοποιήσας το προ τίνος ματαιωθέν σχέδιον του συνεταιρισμού, και μετέβην εις Σύρον, όπου μετ' ου πολύ μετέφερα την οικογένειαν. Ο Θεός ηυλόγησε τους κόπους μου, επροίκισα και υπάνδρευσα τας αδελφάς μου μετά των συνεταίρων μου, τέσσαρα δε έτη μετά την τελευταίαν εκ Χίου αναχώρησίν μου, ενυμφεύθην, με την ευχήν της μητρός μου, την Δέσποιναν.

Μετά τινα χρόνον, ανεχώρησα μετ' αυτής και μετέβημεν εις Αγγλίαν.

Ο βίος ημών διήλθεν ευτυχής έκτοτε, αλλ' ουδέποτε εν μέσω της επελθούσης ευημερίας λησμονήσαμεν της νεότητός τας δοκιμασίας. Πολλάκις, όταν βλέπω στολισμένας τας θυγατέρας και τας εγγόνας μου, την δε σύζυγόν μου περικοσμούσαν με τους συρμούς της Ευρώπης τας λευκάς της τρίχας, ενθυμίζω εις αυτήν το βρακί το όποιον εφόρει, ότε την ωδήγουν μετημφιεσμένην επί του όνου του Παντελή, και γελώμεν και οι δύο και ευχαριστούμεν εκ βάθους καρδίας τον Θεόν.