Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αθηνόδωρος
Εμφάνιση
←Ἀθηνίων | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: Ἀθηνόδωρος |
Ἀθησινὸς→ |
Ἀθηνόδωρος, 1) ὑπὸ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου πεμφθεὶς μεθ’ ἑλληνικῆς ἀποικίας εἰς τὴν Βακτριανὴν, καὶ φονευθεὶς ὅτε ἐπεχείρησε νὰ βασιλεύσῃ (Curt. ΙΧ, 7). — 2) ὁ ἐπιλεγόμενος Κορδυλίων, στωϊκὸς φιλόσοφος ἐκ Ταρσοῦ, κατὰ τὸν α΄ αἰῶνα π. Χ., διευθυντὴς τῆς βιβλιοθήκης τῆς Περγάμου, ἠθέλησε νὰ ἐξαλείψῃ ἐξ αύτῆς ὅ,τι δὲν συνῇδε πρὸς τὰς δοξασίας του· ἀλλὰ ἐννοηθεὶς, ἐκωλύθη.—3) Ἕτερος, ἐπίσης στωϊκὸς ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως· διδάξας ἐν Ἀπολλωνίᾳ τῆς Ἠπείρου, καὶ ἐπισκεφθεὶς τὴν Ῥώμην, ἐβελτίωσε τῆς πατρίδος του τὴν νομοθεσίαν, καὶ ἔγραψε συγγράμματα μὴ διασωθέντα. — 4) ἴδ. Λαοκόων.