Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αδύνατοι

Από Βικιθήκη
Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
Συγγραφέας:
Ἀδύνατοι
Δείτε στη Βικιπαίδεια: Αδύνατοι


Ἀδύνατοι, ἐν Ἀθήναις ἐλέγοντο οἱ ἐκ σωματικῆς ἢ ἄλλης αδυναμίας μὴ δυνάμενοι νἀ πορίζωνται τὰ πρὸς τὸ ζῆν, καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ δήμου ὑποστηριζόμενοι. Μετὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, ὅτε ηὔξησεν ἡ πτωχεία, εἰς ἓκαστον ὅστις, πρὸ τῆς Βουλῆς τῶν Φ’ ἀπεδείκνυεν ὅτι δὲν εἶχε περιουσίαν ἀνωτέραν τῶν τριῶν μνῶν (366 δρ.) ἐχορηγεῖτο βοήθημα 1, ἢ, εἰς ἄλλας ἐποχὰς, 2 ὀβολῶν καθ’ ημέραν. Ἀπενέμοντο δ’αἱ βοήθειαι αὔται κατὰ πρυτανείας (Λυσ. ὑπὲρ τοῦ Ἀδυνάτ.—Ἡσύχ. σχολ. αὐτ.—Ἀρποκρ. Σουίδ. ἐν φ.—Αἰσχ. κ. Τιμάρχ. 21). Διὰ δὲ τούς ἐν πολέμῳ παθόντας ὁ Πεισίστρατος λέγεται πρῶτος νομοθετήσας νὰ τρέφωνται ὑπὸ τῆς πόλεως (Πλούτ. Σόλ. ΛΑ.—Αἰσχ. αὐτ. 738 R.).