Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αγήνωρ

Από Βικιθήκη
Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
Συγγραφέας:
Ἀγήνωρ
Δείτε στη Βικιπαίδεια: Αγήνορας ο Φοίνικας, Αγήνορας ο Τρωαδίτης


Ἀγήνωρ. 1) Υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Λιβύης, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Βήλου, βασιλέως τῆς Φοινίκης, καὶ πατὴρ τοῦ Κάδμου, τῆς Εὐρώπης καὶ ἄλλων υἱῶν, οὓς μάτην ἐξέπεμψε πρὸς ἀναζήτησιν τῆς ἁρπαγείσης ἀδελφῆς των. Οὐδεὶς αὐτῶν ἐπέστρεψεν (Ἀπολλόδ. Γ, 1, 1). Ἦν δὲ πρόγονος τῆς Διδοῦς, δι' ὃ ὁ Βιργίλιος (Æn. I, 338) τὴν Καρχηδόνα Ἀγηνορίαν ἀποκαλεῖ.— 2) Ἀνδρεῖος Τρὼς, υἱὸς τοῦ Ἀντήνορος καὶ τῆς Θεανοῦς, Ἱερείας τῆς Ἀθηνᾶς (Ὁμ. Ἰλ. Λ, 59.—Ζ, 298), εἱσβάλλει εἰς το) ἑλλην. στρατόπεδον, μάχεται κατὰ τοῦ Ἀχιλλέως, καὶ σώζεται ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὑποδυθέντος τὴν μορφὴν αὐτοῦ (αὐτόθι Μ, 83.—Φ, 545). Κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους (Παυσ. 1, 97, 1) ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Νεοπτολέμου.