Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αγάθυρσοι

Από Βικιθήκη
Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
Συγγραφέας:
Ἀγάθυρσοι
Δείτε στη Βικιπαίδεια: Αγάθυρσοι


Ἀγάθυρσοι, σαρματικὸς λαὸς, τὴν καταγωγὴν αὐτοῦ ἀναφέρων εἰς ἥρωά τινα Ἀγάθυρσον, υἱὸν τοῦ Ἠρᾳκλέους καὶ τῆς Ἐχὶδνης (Ἡρόδ. Δ, 10), καὶ ἀδελφὸν τοῦ Γελωνοῦ, ἐξ οὖ κατήγοντο οἱ Γελωνοί. Καθ' Ἡρόδοτον ἦσαν γεωπόνοι, πλούσιοι, εἰρηνικοὶ, ἀλλ' οὐχὶ φιλάργυροι, καὶ κοινὰς τὰς γυναῖκας ἔχοντες. Κατὰ Βιργίλιον (Æn. IV, 146) ἦσαν γραπτοὶ (picti), ἐξ οὖ τινὲς ἐξέλαβον ὅτι, ὡς οἱ ἄγριοι, ἐχρωμάτιζον τὸ σῶμά των. Ἀλλ' ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὃτι εἶχον τὰ ἐνδύματά των μόνον πολύχροα (Avienus, Perierg. 447.— Ἴδ. Pl. VI, 12, 26. — Mela, II, 1).