Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Άδα

Από Βικιθήκη
Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
Συγγραφέας:
Ἄδα


Ἀδα, ἀδελφὴ Μαυσώλου, τοῦ βασιλέως τῆς Καρίας καὶ τῆς συζύγου αὐτοῦ Ἀρτεμισίας, ἐνυμφεῦθη τὸν ἕτερον ἀδελφόν της Ἱδρίκον, καὶ μετὰ τὸν θὰνατον καὶ τῶν τριῶν ἐκείνων, διεδέχθη τὸν θρόνον αὐτὴ (343 π.Χ.)· ἀλλὰ, βοηθείᾳ τῶν Περσῶν, ἐξέβαλεν αὐτὴν ὁ νεώτερος ἀδελφός της Πιξόδαρος, ὃν μετ' ὀλίγον διεδέχθη ὁ γαμβρὸς αὐτῆς Ὀροντοβάτης. (Διόδ. ΙΣΤ, 74). Ἠ δὲ Ἄδα διετήρησε μόνον ἓν ὀρεινὸν φρούριον, τὴν Ἀλίνδαν, ἣν παρέδωκεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Οὗτος δὲ, ἐξ εὐγνωμοσύνης, ὃτε ἐκυρίευσε τὴν Περσίαν, τῇ ἀπέδωκε τὴν Καρίαν πᾶσαν (Πλούτ. Ἀλέξ. Ι, ΚΒ.—Ἀρρ. Α. 22. Β, 5. — Διόδ. ΙΖ, 24).