Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεξικόν Γεωγραφικόν/Α/Άαλβοργ

Από Βικιθήκη
Λεξικὸν Γεωγραφικόν
Ἄαλβοργ
Δείτε επίσης: σχετικό λήμμα.


Ἄαλβοργ (Ἀλβοῦργον) πόλις τῆς Δανίας, κατ. 7,000 καθέδρα ἐπισκόπου παρὰ τὸν Λιμφιόλδ ποταμὸν, ἀξιόλογος διὰ τὴν ἐμπορίαν, διὰ τὴν ἀριγκαθηρίαν· ἐξάγει ἅλας, ὅπλα κλπ. ἔχει γυμνάσιον, βιβλιοθήκην, ναυτικὸν σχολεῖον, κλ. Θρησ. ἴδε Δανία.