Κόλμα

Από Βικιθήκη
Κόλμα
Συγγραφέας:


- Φασμαγορία -

Α'
Εἶν' ἡ Ἐρείκη ἥσυχος καὶ πλέον δὲν συστρέφει
τὰ κύματα ὁ ἄνεμος καὶ τὰς σκιὰς δὲν σχίζει·
ἡ καταιγὶς διέλυσε τὰ πυκνωμένα νέφη·
μόνον τὸν χείμαρρον μακρὰν ἀκούεις νὰ βοΐζῃ!
Τέκνα σιγῆς καὶ τῆς νυκτὸς τῆς μαύρης, τῆς βαθείας·
ὦ κάτοικοι τῶν σκοτεινῶν μνημείων, ἐγερθῆτε!
Ἀκούσατε τὰ ᾄσματα περιπαθοῦς καρδίας·
τὸν κόσμον ὅλον, άσματα εὐκίνητα, πληροῖτε·
θὰ κλαύσω τοὺς νεκροὺς, ἐδῶ, είς ταῦτα τὰ ἐδάφη.
Εἴθ' ἐν τῇ γῇ αἱ γοεραὶ φωναί μου νὰ εἰσδύσουν,
εἴθε, διὰ τῶν ἰσχυρῶν θελγήτρων των οἱ τάφοι,
φρικτὴν γαλήνην πανταχοῦ καὶ τρόμον νὰ σκορπίσουν.

Β'
Σκι' ἀλαζὼν κ' αἱματηρά! Σαλγάρ! τὸ κρύον μνῆμα
εἰς τὴν φωνήν μου ἄφησον τὴν κόνιν ἀπαρνήσου·
μὲ χαρακτῆρας ἔξελθε ἐκπληκτικοὺς καὶ σχῆμα,
καὶ μὲ τὴν πρώτην σου μορφήν, ἂν ἔλθῃς, ἐμφανίσου.
Ὤ! ἔλα, ὑπό τήν σκιὰν αὐτῆς τῆς κυπαρίσσου·
ἐλθέ, φανοῦ, ἡ θέα σου νὰ μὲ ἐνθουσιάσῃ,
κ' ἡ λόγχη σου ὴ λάμπουσα, ἡ λόγχη ἡ στιλπνή σου,
τὸ σκότος τῶν μακρῶν αὐτῶν δασῶν ἂς διασπάσῃ!
Φέρε εἰς τὴν καρδίαν μου τὸν τρόμον· δι' Ἐκείνην,
διὰ τὴν ἐρωμένην σου νὰ σοὶ λαλήσω θέλω·
διὰ τὸν ἔρωτα αὐτῆς καὶ τὴν πικρὰν ὀδύνην,
καὶ τὴν φωνὴν νὰ μιμηθῶ τὴν συμπαθῆ της μέλλω.
Ἡ Κόλμα καὶ τοῦ ποταμοῦ Λορὰ διαυγεστέρα,
δειλὴ καθὼς ἡ ἔλαφος, εἰς τῆς νυκτὸς τὰ βάθη,
κατὰ τὸ μεσονύκτιον τὴν ἔρημον ἐπέρα,
κ' ἐπὶ τοῦ βράχου τοῦ Ἀλμὸρ περιδεὴς ἐστάθη.
Μὲ πάλλοντα ἐστρέφετο εἰς κάθε κρότον στήθη,
καὶ τὴν γλυκεῖάν της φωνὴν ὑψοῦσα, ἠνεώχθῃ
ὁ πόνος της, ὀδυνηρὸς πᾶς φθόγγος διεχύθη,
καὶ ἐκ τοῦ βάθους τοῦ Στρειμὰρ ἀντήχησεν ἡ ὄχθη.

Γ'
«Σαλγάρ! ἀνέκραξεν, ἥρωά μου·
«Σαλγάρ, ἀγάπη μου, ἐραστά μου,
«πιστέ, ἀδάμαστε μαχητά!
«Ἐδῶ μ' ὡρκίσθης νὰ μ' ἀπαντήσῃς,
«ἰδοὺ ὁ βράχος, ἰδοὺ ὴ βρύσις,
«ἰδοὺ τὸ δένδρον, ἰδοὺ αὐτά!
«Καὶ σὺ δὲν φαίνεσαι ποσῶς! ποία
«διὰ τὴν Κόλμαν ἀπελπισία...
«Κλονοῦμαι, φρίττω εἰς τὴν σιγήν!
«Ἐλθέ, δὸς τέλος, ὦ μαχητά μου,
«εἰς τὰ θανάσιμα τραύματά μου,
«εἰς τῆς καρδίας μου τὴν πληγήν!
«Σαλγάρ! ἡ Κόλμα σὲ περιμένει
«ἐλθέ, ψυχή μου πεφιλημένη,...
«Φεῦ! μ' ἀποκρίνεται ἡ ἠχώ!
«Καὶ ἡ φωνή μου μάτην σὲ κράζει,
«μάτην τὸ στῆθος αὐτὸ στενάζει,
«κ' ἐκ τοῦ τρόμου μου ἐκψυχῶ.
«Εἶμαι, Σαλγάρ μου, ἐδῶ! μὲ τάχος
«ἐλθὲ σιμά μου· ἰδοῦ ὁ βράχος
«ὅστις τὴν χλόην ἔχει στολήν.
«Ἴσως ἐχθρὸς τις σ' ἀπομακρύνει.
«Κ' ἐδῶ νὰ ἔλθῃς δὲν σὲ ἀφήνει,
«ἴσως ἀγῶνα ἔχεις πολύν...
«Τὸν ἔρωτά μας, Σαλγάρ, εἰπέ τον,
«τὸν ἐχθρὸν τοῦτον συγκίνησέ τον,
«σύ, σὺ γνωρίζεις νὰ συγκινῇς...,
«πῶς τοῦ χειμάρρου δὲν ἀκροᾶσαι,
«ὅστις βοΐζει, ἀλλὰ πλανᾶσαι,
«χωρὶς τὴν φίλην σου νὰ πονῇς;
«Τὸ πᾶν σὲ λέγει νὰ μὲ ζητήσῃς·
«αἱ θλιβεραί μου φωναί, ἡ φύσις,
«τῶν ἄστρων ἄνωθεν ὁ χορός.
«Ἀναμφιβόλως θαῦμα βραδύνει,
«καὶ τὴν ἡμέραν μακρὰν ἀφήνει!
«Ἐλθέ! εἶν' ἔτι, εἶναι καιρός...
«Ἀπ' τὴν ἀγάπην ἐξαρτωμένη,
«θέλει καλύψει νὺξ ἡ μελαίνη
«τὴν εὐτυχῆ σου ἐπιστροφήν·
«ἐλπὶς ματαία! Ἐχάθη πλέον·
«τὴν αὐγὴν βλέπω, καὶ τῶν ὀρέων
«τὴν πορφυρώδη ἤδη βαφήν.
«Ἔδυσε, χάνεται ἡ Σελήνη,
«πτηνὸν πρωΐας μολπὴν ἀφήνει,
«ἐκ τοῦ ἀσύλου του ἐξελθόν...
«Πνοὴ ζεφύρου ἀρωματίζει
«τὴν ἀτμοσφαῖραν καὶ κυματίζει
«εἰς τὰς θωπείας του ὁ ἀνθών.
…...............................................

Δ'
«Ὅταν ἡ φύσις ἀναγεννᾶται
«καὶ ζωῆς αὔρα παντοῦ πλανᾶται,
«ἀπονεκροῦμαι, φεύγ' ἡ ψυχή μου,
«κ' εἰς δάκρυ σβύνουν οἱ ὀφθαλμοί σου!
«Σαλγάρ! τοῦ θάρρους σου εἶσαι θῦμα,
«Ὤ! ν' ἀμφιβάλλῃ τις εἶναι κρῖμα,
«περὶ τῆς πίστεως τῆς ψυχῆς σου...
«Κ' ἐδῶ, ὦ θάνατε, ἐμφανίσου,
«ἐκ τῆς ὀδύνης μου λύτρωσέ με,
«καὶ εἰς τὴν νύκτα σου βύθισέ με
«ἐκεῖνος δὲν ἠδύνατο ἐμὲ νὰ λησμονήσῃ!
«Ἡ Κόλμα τὴν καρδίαν του καλῶς ἔχει γνωρίζει.
«Διὰ τὴν εὔκλειαν κι' ἐμὲ ἐνθέρμως αἰωνίως,
«ἡ εὐγενὴς καρδία του ἠσθάνετο ὁμοίως.
«Ὦ νὺξ δολία καὶ μακρά! νὺξ ἥτις τὴν γλυκεῖαν
«ἠπάτησες τῆς ἀτυχοῦς ψυχῆς μου προσδοκίαν·
«ἔρχεσαι ὑπὸ τὴν ψυχράν, τρεμώδη πτέρυγά σου
«ν' ἀφαιρέσῃς τὴν χαράν... Καὶ μὲ νὰ λάβῃς στάσου!
«Ἐκπνέω! κἂν ἡ νὺξ αὐτή, ἥτις τὸ πᾶν ἁρπάζει,
«πεπλανημένην τὴν σκιὰν τῆς Κόλμας ἂς σκεπάζῃ.»