Κυπριακές Οκτάβες του 16ου αιώνα

Από Βικιθήκη

Κυπριακές Οκτάβες του 16ου αιώνα

Ότις του πόθου δεν ειν' πειρασμένος
[Επεξεργασία]


Ότις του πόθου δεν ειν' πειρασμένος
τα δολερά του πάθη δεν γνώριζει·
ότις 'πο κείνον δεν είναι καμένος
κι ακόμη στην καρδιάν να τον φλογίζει,
ότις γι' αγάπην δεν εν πληγωμένος
εις την καρδιάν κι ακόμη μαρτυρίζει,
τούτα τα λλίγα φύλλα μην τανύση
γιατί ξεύρω δεν θέλει τ' αγνωρίσει.

ότις - όποιος. πειράζομαι - έχω πείρα, υποφέρω. αγνωρίζω- γνωρίζω.



Άμετε, πλήξες, πάθη και λαμπρά μου
[Επεξεργασία]


Άμετε, πλήξες, πάθη και λαμπρά μου,
σ' εκείνην απού βάλθην να με κλύση,
με λύπην πέτε πως άφτει καρδιά μου,
όπως να λυπηθή να συχωρήση.
Μμ' ανίσως και δεν θέλη τα λαμπρά μου
με το γλυκύν της θάρος να τα σβήση,
δώστε της την καρδιάμ μου κι αποβγάτε
διατί αχ το τέλος η ζωή τιμάται.

άμετε - πηγαίνετε. πλήξη - θλίψη, οδύνη. λαμπρόν - φωτιά, βάσανα αγάπης.
κλύζω - καταστρέφω. άφτω - ανάβω. θάρος - ελπίδα. αχ - από.



Ανέλπιστα δυό μμάτια μ' εσκλαβώσα
[Επεξεργασία]


Ανέλπιστα δυό μμάτια μ' εσκλαβώσα
μ' έναν τους βλέμμαν όμνοστον με θάρος,
με μια χρυσήν σαγίτταν μ' ελαβώσαν
εις την καρδιάν και νιώθω μέγαν βάρος.
Κι απού την ώραν όπου μ' εβιγλίσα
νιώθω πολλά κοντά με τρέχει ο χάρος
αμμέ δεν έχει νίκος να με πάρη
ως όπου να 'χω την γλυκιάν της χάρην.

όμνοστος – όμορφος. θάρος - ελπίδα. βάρος – πόνος. νίκος (το) - νίκη.



Τα πάθη δίκιον εν να τα βαστάννω
[Επεξεργασία]


Τα πάθη δίκιον εν να τα βαστάννω,
καλά και δίχως δίκιον μαρτυρίζω·
πρέπει μου και περίτου όσα παθθάννω,
καλά και δεν μου πρέπει να θρηνίζω.
Γιατί ποθώ ψηλά και δεν εφτάννω,
πρέπει μου μέραν νύχταν να βακρύζω·
αμμέ ποθώ με τόσην πιστιοσύνην
κ' έπρεπεν να 'βρα λλίγην λεμοσύνην.

περίτου - περισσότερο. ποθώ - αγαπώ. βακρύζω - δακρύζω. πιστιοσύνη - πίστη.
λεμοσύνη - έλεος.



Έσυρες, πόθε, πάσα σου ξουφάριν (Serafino Aquilano)
[Επεξεργασία]


Έσυρες, πόθε, πάσα σου ξουφάριν
κι όλα τριγύρου δώκαν στην καρδιάμ μου·
εις έναν τόπον έχασες την χάρην
να δώσης : εκεί που 'χω την κυράν μου.
Αλήθεια κ' έχω την με στο κουφάριν,
εκεί που κρους και παίρνεις την υγειάν μου
αμμέ να γγίσης δεν τορμάς σ' αυτόν της
φοβάσαι γοιόν εμέναν τον φανόν της.

ξouφάρι - αιχμή βέλους, βέλος. κουφάριν – σώμα. γοιόν - σαν. φανός - θωριά.



Δεν εν σ' αυτόν μου τόσον το καμίνιν
[Επεξεργασία]


Δεν εν σ' αυτόν μου τόσον το καμίνιν
εις όσον εν το κάλλος εις εσέναν
διατί δεν είχεν ζωντανόν ουδέναν
ποτέ με τόσα πάθη μηδ' εγίνην·
αληθινόν και δεν έχει κανέναν
να φτάννη μετά μεν στην δουλοσύνην
αλλά 'δ' ο πόθος δύνεται σ' αυτόν μου
αύραν πιόν να πιντώση στο λαμπρόν μου.

αύρα - λάβρα. πιντώννω - αυξάνω. λαμπρόν – φωτιά.



Αν έξευρα κ' εδύνετον ο χάρος
[Επεξεργασία]


Αν έξευρα κ' εδύνετον ο χάρος
την έννοιαν της αγάπης να μου λυώση,
τα χέρια μου μοναύτα δίχα βάρος
τον θάνατον εθέλασιν μου δώσει·
αμμά 'που μέναν έλειψεν το θάρος
ποιόν να μπορή τινάς να με γλιτώση
μόνον στα γλυκιά μμάτια της κυράς μου
στέκεται το βοτάνιν της υγειάς μου.

μοναύτα - αμέσως. βάρος - πόνος, θλιψη. θάρος - ελπίδα. τινάς - κάποιος.



Τ' όμνοστον δεισ σου μ' έβαλεν στο βάρος
[Επεξεργασία]


Τ' όμνοστον δεισ σου μ' έβαλεν στο βάρος
το δεισ σου, γοιόν θωρώ, με θανατώννει,
το δεισ σου κράζει να με πάρη ο χάρος
και πάλε νιώθω κείνον με γλιτώννει.
Όνταν το δεισ σου να μου δώση θάρος
να 'ρτη σ' αυτόν μου πλήξη πιόν δεν σώννει·
λοιπόν στο δεισ σου στέκεται, κυρά μου,
ζωή, το τέλος, πλήξη και χαρά μου.

όμνοστος – όμορφος. δειν (το) - βλέμμα. βάρος - βάσανο. γοιόν - σαν.
θάρος - ελπίδα. σώννω - μπορώ. πλήξη - θλίψη, οδύνη.



Μέσα στα δάση θεν να καταντήσω
[Επεξεργασία]


Μέσα στα δάση θεν να καταντήσω,
απού τ' αδόνιν κλαίγει πάσα μέραν·
στο κλάμαν συντροφιάν θεν να του ποίσω,
δίχως να πάψω 'δε πωρνόν 'δε σπέραν·
κι αν θέλη να σιγήση, μεν τ' αφήσω
ποτέ του μουλλωτόν να πάρη αέραν,
αν τύχως έτσι κλιόντα ν' αγρικήση
εκείνη, που μπορεί να μου βουθήση.

πωρνόν - πρωί. μουλλωτόν - σιωπηλά. κλιώ - κλαίω.




'Που μεν το κλάμαν δεν θέλει τελειώσει
[Επεξεργασία]


'Που μεν το κλάμαν δεν θέλει τελειώσει
ώσπου στην δάφνην φύλλον πρασινίζει·
κι όνταν τα μμάτια μου θέλουν στεγνώσειν,
τότες το χιόνιν άφτει κ' εμπυρίζει·
πριν η καρδιά μου ανάπαψην να νώση,
λαμπρόν θέλετε δειν κρυόν να χιονίζη·
πιά 'φκολον εν η θάλασσα να πήξη
παρά 'που μέναν το λαμπρόν να λείψη.

άφτω - ανάβω. λαμπρόν – φωτιά. χιονίζω - παγώνω.



Όνταν ο ήλιος λάμψη την εσπέραν
[Επεξεργασία]


Όνταν ο ήλιος λάμψη την εσπέραν,
βοήθειαν θέλω δειν τοτ' αξ αυτόσ σου·
όνταν να λάμψουν τ' άστρα την ημέραν,
με θάρος θέλω δειν το πρόσωπόσ σου·
όνταν να δης ν' αφταίννη πάσα έραν,
τότες σ' εμέν γυρίζεις τον σκοπόσ σου,
κι ως όπου θάρος αξ αυτόσ σου ολπίζω
τον άμμον σπέρνω και νερόν θερίζω.

αξ αυτόσ σου - από σένα. θάρος - ελπίδα. αφταίννω - καίομαι. έρα - εποχή.
σκοπός - ματιά.



Τίντα θαρείς με τόσην σκλεροσύνην
[Επεξεργασία]


Τίντα θαρείς με τόσην σκλεροσύνην,
την έχει στην καρδιάς σου να κερδέσης ;
Γιάντ' αφορμήν την εμορφιάν εκείνην
θέλεις με τίτοιαν ακουήν να σβήσης ;
Ντύθου, κυρά μου, ντύθου λεμοσύνην
και χρειάστου προς εμέναν να βιγλίσης,
που γίνετον για λλόγου σου, κυρά μου,
απλίκεμαν της πλήξης η καρδιά μου.

θαρώ - πιστεύω. γιάντα – γιατί. ακουή - φήμη. λεμοσύνη - έλεος.
απλίκεμαν - κατοικία. πλήξη - οδύνη.




Όσον περίτου, πόθε, με παθιάζεις
[Επεξεργασία]


Όσον περίτου, πόθε, με παθιάζεις
οτόσον πεθυμώ να σ' ακλουθήσω·
κι αν εν και πάντα θεν να με πειράζης
γιά κείνον δεν μεινίσκω ν' αγαπήσω·
και αλλότοσον, ω τύχη, μην κοπιάζεις
γιατί τον πόθον δεν θέλω ν' αφήσω·
ώσπου να ζω σ' αυτόν του 'μαι δομένος
κι αν εμπορώ αλλότοσον αποθαμμένος.

περίτου - περισσότερο. οτόσον - τόσο.



Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσης
[Επεξεργασία]


Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσης
και τόσα δεν επλήγωσες κανέναν,
Πόθε, φταρκεί σε πιόν να με λαβώσης
και τόπον δεν έχω πληγής ουδέναν.
Αν εν και τέλος πάσχης να μου δώσης,
αδιάφορα κοπιάζεις μετά μέναν
διατί να ξεύρης κι όλοι που ποθούσιν
δίχως καρδιάν κ' εις άλλον σώμαν ζούσιν.

ακανεί – φτάνει. φταρκεί - αρκεί, φτάνει. πάσχω - προσπαθώ.
αδιάφορα - μάταια.



Τρέξετε, μμάτια, τρέξετε κι αμέτε (Serafino Aquilano)
[Επεξεργασία]


Τρέξετε, μμάτια, τρέξετε κι αμέτε
στην θάλασσαν γοιόν πάσιν τα ποτάμια·
κ' εσείς, αναστενάματά μου, δέτε
τον ουρανόν με τους ανέμους· στ' άδεια,
αφόν η γλώσσα δεν σώννει πιόν, πέτε
εσείς τες ομορφιές της και τα χάδια
κι όσα στην γην τα χείλη δεν τορμούσιν
ο ουρανός κ' η θάλασσ' ας τ' ακούση.

αμέτε - πηγαίνετε. γοιόν - σαν. αφόν - αφού. σώννω - μπορώ.
χάδιν - χάρη, γοητεία.




Ο πόθος εις δυό χείλη κουρελλένα
[Επεξεργασία]


Ο πόθος εις δυό χείλη κουρελλένα
μαργαριτάρια κάποσα φυτεύγει,
δείχνει με τέχνην κ' έχει τα χωσμένα
κάθα που θέλει κάποιον να δοξεύγη·
απού δυό μμάτια στέκουν βλεπημένα
και μ' έναν τίτοιον μόδον τα κηβεύγει
κι ότις για κείνα να σκαλέψη χνάριν
βουργά τα μμάτια κάμνουν τολ λιθάριν.

δοξεύγω - τοξεύω. βλεπίζω - προστατεύω. μόδος - τρόπος.
κηβεύγω - φροντίζω, φυλάγω. ότις - όποιος. σκαλεύγω - σαλεύω.
χνάριν - βήμα. βουργά - γοργά.



Στο πράσινον του πόθου το λιβάδιν
[Επεξεργασία]


Στο πράσινον του πόθου το λιβάδιν
πολλοί τραντάφυλλα κι αθθούς θωρούσιν
αμμέ τ' αγκάθια που 'χουσιν ομάδιν
απού την προθυμιάν δεν τα βιγλούσιν.
Γι' αυτόν τα μμάτια κάμνουσιν πηγάδιν,
όντασ σ' εκείνα παν τα μυριστούσιν
αμμ' ότις τόπον και καιρόν γυρεύγει
δίχως τ' αγκάθια τους αθθούς εγκλέγει.

ομάδιν - μαζί. ότις – όποιος. εγκλέγω - μαζεύω.



Αντάμ με πόθον δυό καρδιές ποθούνται
[Επεξεργασία]


Αντάμ με πόθον δυό καρδιές ποθούνται
μακρύς καιρός ποτέ δεν τες χωρίζει,
την ζήλαν 'δε το φτόνος δεν φοβούνται
'δε μισιτιά μεσόν τους να 'ρτη ορίζει·
κι ανίσως και καθ' ώραν δεν βιγλούνται,
η πεθυμιά δια κείνον δεν γυρίζει.
Λοιπόν, αν ειμ' απόμακρα 'χ το δεισ σου,
αμμέ καρδιά μου πάντα 'ναι σ' αυτήσ σου.

αντά - όταν. ζήλα - ζήλεια. μισιτιά - μίσος. δειν (το) - ματιά.



Καιρός την εμορφιάν σου δώκεν τόσην (Serafino Aquilano)
[Επεξεργασία]


Καιρός την εμορφιάν σου δώκεν τόσην
και με καιρόν εν χρήση να την δώσης·
καιρός εβάρτην δια να σε ψηλώση
και με καιρόν εν χρεία να χαμηλώσης·
καιρός μ' εδώκεν για να με σκλαβώση
κ' εσού καιρόν της λευτεριάς να δώσης.
Με τον καιρόν απ' αγγριστή μερώννει
και με καιρόν ο τι αρκευτή τελειώννει.

εβάρτην – βάλθηκε. αγγρίζω - ερεθίζω. αρκευτεί - αρχίζει.



Στάθου, κυρά μου, στα να σε βιγλίσω
[Επεξεργασία]


Στάθου, κυρά μου, στα να σε βιγλίσω
και δεν κάμνεις καλά να 'σαι κρυμμένη,
τες ομορφιές σου πως να τες φουμίσω
ανίσως κ' εσού στέκεσαι χωσμένη ;
Ξεύρεις, κυρά μου, πριν να σ' αθθυμίσω,
πως εν μια φρόνιμη βουλή γραμμένη
και λέγει :·«αν εν καλόν, σ' ουδέ ψηφάται
κείνον το πράμαν όπου δεν βιγλάται».

χώννω - κρύβω. αθθυμίζω - ενθυμίζω.



Έβγαλε, Πόθε, κείνον το πιντέλλιν
[Επεξεργασία]


Έβγαλε, Πόθε, κείνον το πιντέλλιν
κ' ίτσου τυφλά τινάν πιόν μεν δοξεύγης·
μηδέν γινίσκεσαι τυφλόν κοπέλλιν
και δίχα να θωρής πιόν μεν παιδεύγης.
Αμμ' εγώ ξεύρω γιάντα 'σαι χαέλλιν
και την ποθώ να δης ουδέν γυρεύγεις :
γιατί αν τηδ δης ποθαίνεις αγαπώντα
γι' αυτόν δοξεύγεις κι αχτυπάς καμμόντα.

πιντέλλιν - ταινία. ίτσου - έτσι. δοξεύγω - τοξεύω.
μηδέν - μην. χαέλλιν - δειλός. την ποθώ - εκείνη που ποθώ.
αχτυπώ - κτυπώ. καμμώ - κλείνω τα μάτια.



Ο ποθός όσα ζουν στον κόσμον σώννει
[Επεξεργασία]


Ο ποθός όσα ζουν στον κόσμον σώννει
και κάμνει την αγάπην να γνωρίζουν,
τ'άγρια φαρμακερά χτηνά μερώννει
και κάμνει τα μ' αγάπην να γυρίζουν.
Μόνον σ' αυτόν σου σέναν δεν ξορτώννει
να δείξη τα λαμπρά του αμμέ χιονίζουν,
ω κακιωμένη της φιλιάς και φύσης,
λοιπόν την ομορφιάν τίντα να ποίσης ;

σώννω - μπορώ. ξορτώννω - κατορθώνω. λαμπρόν – φωτιά.
χιονίζω - παγώνω. τίντα - τι.



Δίδει την βράστην στο λαμπρόν η φύση
[Επεξεργασία]


Δίδει την βράστην στο λαμπρόν η φύση,
στο χιόνιν δίδει κρυότην, δίδει ασπράδαν·
λαμπρόν αχ το λαμπρόν να βγη έναι χρήση,
το χιόνιν πάλε βγάλλει μαργωμάδαν.
Μπορεί το χιόνιν το λαμπρόν να σβήση,
καλά κι αν διώχνη το λαμπρόν την κρυάδα·
κ' εμέναν το λαμπρόν μου δε μπυρίζει :
βγιαίννει 'που μιαν η ποιά πάντα χιονίζει.

λαμπρόν – φωτιά. μαργωμάδα - παγωνιά. χιονίζω - παγώνω.



κακά γνωρίζει την καρδιάν κανένας
[Επεξεργασία]


κακά γνωρίζει την καρδιάν κανένας
αντάν το πρόσωπον τινός βιγλίζη·
εκείνον το 'χω στην καρδιάν, ουδένας
στον κόσμον εμπορεί να τ' αγνωρίζη.
Καίγει καρδιά μου, αντάν θωρή κανένας
το πως το πρόσωπόν μου χαχανίζει·
λοιπόν γελώ πολλές φορές κλαμόντα
τους με μισούσιν να γελούν θωρώντα.

αντάν - όταν. αγνωρίζω- γνωρίζω. κλαμόντα - κλαίοντας.
τους με μισούσιν - εκείνους που με μισούν.



Φοβούμαι και θαρώ, γλυκιά κυρά μου
[Επεξεργασία]


Φοβούμαι και θαρώ, γλυκιά κυρά μου,
αφταίννω και χιονίζω στο καμίνιν,
έναν καιρόν γελά και κλαι καρδιά μου,
θωρώντα ποιά 'σαι, με 'ντα καλοσύνην.
Γλυκιά και δροσινά 'ναι τα λαμπρά μου
αντάν να δω την εμορφιάσ σου κείνην,
αμμέ 'ναι αχ την χαράν να ξηψυχήσω
αντάν την ευγιενειάσ σου να βιγλίσω.

αφταίννω - καίομαι. χιονίζω - παγώνω. λαμπρόν – φωτιά.
αντά, αντάν - όταν.



Γλυκιά εν τα πάθη, πλήξες και λαμπρόν μου
[Επεξεργασία]


Γλυκιά εν τα πάθη, πλήξες και λαμπρόν μου,
γλυκιές οι παραπόνησες και κλάμαν,
γλυκιούς νιώθω τους πόνους και κακόν μου,
γλυκιά και τα κομπώματα και τράμαν.
Μεν θυμωθής, ω πνεύμαν εδικόν μου,
διατί κράζω γλυκύν πάσα μου πράμαν :
τόσο 'ν γλυκύν το δειν της ποθητής μου
οπού γλυκιαίνει την πικριάν σ' αυτής μου.

πλήξη – λύπη. λαμπρόν – φωτιά. κόμπωμαν - απάτη.
τράμαν - παγίδα. δειν (το) – βλέμμα. σ' αυτής μου – μέσα μου.



Αν μέλλεται ποτέ να με σηκώσεις
[Επεξεργασία]


Αν μέλλεται ποτέ να με σηκώσεις,
Χάρε, μηδέν ιστέκης ν' ασκοπίζης
καλλιότερον καιρόν για να με σώσης
γοιόν τούτον που 'μαι τώρα μεν ολπίζης.
Σώσε με το λοιπόν να με λυτρώσης
ως όπου με το θάρος με βιγλίζεις
κ' εκείνους φαίνεται γλυκύς ο Χάρος
που δίδει τέλος αντάν να 'χουβ βάρος.

μηδέν - μην. ασκοπίζω - κοιτάζω. γοιόν - σαν. θάρος - ελπίδα.
αντάν - όταν. βάρος – βάσανο.



Πάθος δεν εν σ' εκείνους που ποθούσιν
[Επεξεργασία]


Πάθος δεν εν σ' εκείνους που ποθούσιν
γοιόν αντάν δουν και λείψη τους το θάρος,
κι αντάν τημ πεθυμιάν τους πιντωθούσιν·
τότες τους φαίνεται γλυκύς ο χάρος,
τότες ηξεύρουν σπλαχνικά να κλιούσιν,
τότες του πόθου νιώθουσιν το βάρος.
Κι απού ποθεί και δεν ε αγαπημένος
ήτον καλλιόν να μη 'τον γεννημένος.

γοιόν - σαν. αντάν - όταν. θάρος – ελπίδα.
πιντώννω - αυξάνω. κλιώ - κλαίω.



Ανίσως και να πίστευγες, κυρά μου
[Επεξεργασία]


Ανίσως και να πίστευγες, κυρά μου,
τα πάθη τα διαβάζω γι' αφορμήσ σου,
ως γοιόν εγώ πιστεύγω και η πικριά μου
έχει αφορμήν αχ το γλυκύν το δεισ σου,
έλπιζα, πριν με θάψουν τα λαμπρά μου,
να γνώρισες πως είμαι δουλευτής σου
αμμά 'φον πίστην δεν διδείς γοιόν πάθος
πάγω βουργά στου Χάρωνος το βάθος.

διαβάζω – περνώ. γοιόν - σαν. δειν –βλέμμα.
λαμπρόν – φωτιά. αφόν – αφού. βουργά - γοργά.



Αν ειν' και να 'χεν πλήξην η καρδιά σου
[Επεξεργασία]


Αν ειν' και να 'χεν πλήξην η καρδιά σου
στα πάθη μου, του ξένου λεμοσύνην,
εις όσον εν τα κάλλη τα δικά σου
με δίχως άλλην μέψην παρά κείνην,
ήθελαν κλαιν δια μένα τα δικά σου
μμάτια, γιατί μ' εκάψαν στο καμίνι,
αμμά 'φον λύπην δεν έχεις γοιόν κι άλλην
θέλουν με δειν βουργά με στο βαβάλλιν.

πλήξη - θλίψη. ξένος - δυστυχισμένος. λεμοσύνη - συμπόνια.
μέψη - ψεγάδι. αφόν - αφού. γοιόν - σαν. βουργά - γοργά.
βαβάλλιν - φέρετρο.



Αν εν και, γοιόν τα μμάτια μου βιγλίζεις
[Επεξεργασία]


Αν εν και, γοιόν τα μμάτια μου βιγλίζεις
κάθα που να σε δουν την εμορφιάσ σου,
να μπόρεν η καρδιά μου που κογγύζει
να δείχνη στην καθάριαν την θωριάσ σου,
αγάπην εμπιστήν είχεν να 'λπίζη
και βούθειαν περισσήν 'χ την αφεντιάσ σου,
αμμά 'φον η καρδιά μου δεν θωρέται,
απ' αφορμήσ σου μέλλει να σωκέται.

γοιόν - σαν. κάθα - κάθε. κογγύζω - γογγύζω.
αχ - από. αφόν - αφού. σωκιούμαι - καίομαι μέσα μου.



Χάρε, αφόν δεν πιστεύγει στα διαβάζω
[Επεξεργασία]


Χάρε, αφόν δεν πιστεύγει στα διαβάζω,
ως γοιόν πιστεύγω κ' ένι 'πο 'ξαυτόν της,
αφόν δεν έχει λύπην στα παθιάζω
εις όσην εμορφιάν το πρόσωπόν της,
αφότις δεν θωρεί στο πώς στεντιάζω
ως γοιόν τα κάλλη εγώ θωρώ σ' αυτόν της,
πίστεψε σου, λυπήθου, βίγλισέ με
κι απού τα τόσα πάθη λύτρωσέ με.

αφόν, αφότις - αφού. διαβάζω – υποφέρω. γοιόν - σαν.
στεντιάζω - υποφέρω.



Δια ν' ακλουθώ τον πόθος σου, κυρά μου
[Επεξεργασία]


Δια ν' ακλουθώ τον πόθοσ σου, κυρά μου,
με τόσην πίστην να δοθώ σ' αυτήν σου,
στον θάνατον μ' έφεραν τα λαμπρά μου
κι ουδ' έχουν παύσην δια την αφορμήσ σου.
Και τόσον πληθυνίσκουν τα κακά μου
όσον με λείπει το γλυκύν το δεισ σου
αμμ' αν εσού σ' αυτόν μου να βιγλίσης,
δύνεσαι απού νεκρόν να μ' αναστήσης.

λαμπρόν – φωτιά. δειν –βλέμμα.



Διατί ποτέ μου δεν είδα 'ξ αυτής σου
[Επεξεργασία]


Διατί ποτέ μου δεν είδα 'ξ αυτήσ σου
θάρος να λείψουν τα λαμπρά 'που μένα,
τα ποιά μου δώκεν το γλυκύν το δεισ σου
και δεν παύγουν ποτέ καιρόν κανέναν,
διατί δεν με ψηφά στην δούλεψήσ σου,
μισεύγω από την Κύπρον εις τα ξένα
αμμ' έξευρε όπου πάγω, αγγέλισσά μου,
πάντα μ' εσέν θελ' είσταιν η καρδιά μου.

θάρος – ελπίδα. λαμπρόν – φωτιά. δειν –βλέμμα.



Αν ο τεχνίτης το πωρνόν δουλεύγη (Serafino Aquilano)
[Επεξεργασία]


Αν ο τεχνίτης το πωρνόν δουλεύγη,
την νύχταν με το διάφορός του πνάζει·
αν εν κι ο πολεμάρχος ριζικεύγη
συχνά την ζωήν του για την τιμήν παθιάζει·
ο ναύτη στο νερόν, αν κιντυνεύγη,
γδέχεται κέρδος και γι' αυτόν στεντιάζει,
κ' εγώ ποτέ μου δεν θαρώ 'που σένα
παρά λαμπρόν, ζημιές, πάθη σ' εμέναν.

πωρνόν - πρωί. διάφορος - κέρδος. πνάζω - αναπαύομαι.
ριζικεύγω - διακινδυνεύω. γδέχομαι - περιμένω. στεντιάζω – υποφέρω.
λαμπρόν – βάσανα.



Γοιόν το κερίν που βρίσκεται στην φώτην
[Επεξεργασία]


Γοιόν το κερίν που βρίσκεται στην φώτην,
αντάφ φυσά δίχως νερόν αέριν,
επέσωσες την αχαρήν μου νιότην
κι αξάφτει και χειμόν και καλοκαίριν.
Κι αν είμαι στο λαμπρόν αμμ' έχω σκότη
και νύχταν και πωρνόν και μεσομέριν·
κ' ίτσου γοιόν να 'μουν μέσα σ' έναν σπήλιον
πιόν αχ το κλάμαν δεν θωρώ τον ήλιον.

γοιόν - σαν. αντά - όταν. πεσώννω - τελειώνω.
αξάφτω - καίομαι. λαμπρόν – φωτιά. πωρνόν - πρωί.
ίτσου - έτσι.



Κοντεύγ' η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου
[Επεξεργασία]


Κοντεύγ' η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου,
που μέλλει να μισέψω 'πο ξαυτόν σου,
καλά και πάντα βρίσκεσαι μιτά μου
και δεν λείπω ποτέ 'χ τον ορισμόν σου :
μένει μ' εσέν για θύμιον η καρδιά μου
κι ας είναι κηβεμένη αχ τον σκοπόσ σου :
κρατώντα την όσον καιρόν ν' αργήσω
δεν έχεις έννοιαν άλλην ν' αγαπήσω.

μισεύγω - φεύγω. μιτά - μαζί. αχ - από.
κηβεύγω - φυλάγω. σκοπός - σκέψη, ματιά.



Καλά κι αν λογαριάζω να μισέψω
[Επεξεργασία]


Καλά κι αν λογαριάζω να μισέψω
μηδέν θαρής και πάγω 'πο ξαυτόν σου·
αφήννω την καρδιάμ μου ώστι να στρέψω
αμάχιν εις το στήθος το δικόσ σου·
και μεν νοιαστής ποτέ μου να σκαλέψω
την έννοιαν μου αχ το δειν των αμματιώσ σου,
λοιπόν θέλεις εδά, θέλει στα ξένα,
πάντα καρδιά μου μένει μετά σένα.

μισεύγω - φεύγω. μηδέν - μην. ώστι - ώσπου.
αμάχιν - ενέχυρο. σκαλεύγω – σαλεύω. δειν –βλέμμα. εδά - εδώ.



Εμίσεψα 'χ την Κύπρον για να σβήση
[Επεξεργασία]


Εμίσεψα 'χ την Κύπρον για να σβήση
τ' αφτούμενον λαμπρόν που μ' εμπυρίζει·
ήρτα 'που την Ανατολήν στην Δύσην,
να πάψη το λαμπρόν που με φλογίζει·
έφυγα 'χ τον εχθρόν μου, να σιγήση
τες σαγιτιές που την καρδιάμ μου σκίζει·
αμμ' όσα 'πο ξαυτόν της ξωμακρίζω
τόσον περίτου αξάφτω και βακρύζω.

μισεύγω - φεύγω. άφτω - ανάβω. λαμπρόν – φωτιά.
περίτου - περισσότερο. βακρύζω - δακρύζω.



Δια σέναν δεν δειλιώ σ' όσα διαβάζω
[Επεξεργασία]


Δια σέναν δεν δειλιώ σ' όσα διαβάζω
μηδέ βαριούμαι αν είμαι κολασμένος·
δια σέναν τα λαμπρά δεν τα στιμιάζω
καλά κι αν είμαι πάντα μου καμένος·
μόνον για τούτον κάπου αναστενάζω
κ' έναι να στέκω κάποσα νοιασμένος
πας κ' ένας πη δεν εύρω λεμοσύνην
τόσην εις όσην έχεις καλοσύνην.

διαβάζω – υποφέρω. λαμπρόν – φωτιά. στιμιάζω - λογαριάζω.
λεμοσύνη - συμπόνια.



Δέντρη, μηδέν θαρήτε και λυπούμαι
[Επεξεργασία]


Δέντρη, μηδέν θαρήτε και λυπούμαι
γιατί αθθοί σας λείπουν αξ αυτόν σας·
δέντρη, μηδέν θαρήτε και θλιβούμαι
γιατί παίρνουσιν άλλοι τον καρπόσ σας·
αμμ' όσα με στο πάθος μαρτυρούμαι
ένι και λείπει ο ήλιος μου αχ το σκιόσ σας,
για τούτον κλαίω μετά σας κάθα ώραν
γιατί δεν έναι και πάλε γοιόν μιαν φόραν.

μηδέν - μην. γοιόν - σαν.



Ενίκησες με εσού μ' ένας σου βλέμμαν
[Επεξεργασία]


Ενίκησες με εσού μ' ένασ σου βλέμμαν,
το ποιόν καμι' άλλη ακόμη δεν καυκάται
τώρα θέν να νικήσω γω το πνεύμα
γιατί το βγιενικόν μόνον λυπάται·
κι ανίσως κ' εις εμέναν ποίσω στρέμμαν
ποτέ, θέλω να γράψω ν' αγρικάται :
ο πόθος, ποθητέ, μπορεί καμπόσα
αμμ' όχι γοιόν μιαν άγγρη μηδέ τόσα.

ποιώ στρέμμα – επιστρέφω. γοιόν - σαν. άγγρη - οργή.



Πως εμπορούσιν δυό άστρα γλαμπρισμένα
[Επεξεργασία]


Πως εμπορούσιν δυό άστρα γλαμπρισμένα
να μηδέν φέγγουν δίχως να φλογίζουν ;
Δυό δροσινά τραντάφυλλ' αννοιμένα
πως έναι μπορετόν να μεν μυρίζουν ;
Ίτσου κ' οι δυό σου βούκκιες, αγιμέννα,
πρέπει με δίκιον μεν με μαρτυρίζουν,
κ' ίτσου τα δυό σου χείλη τα κουρέλλια
να μεν μ' εφέρναν εις το τέλος τέλεια.

μηδέν - μην. βούκκια - μάγουλο. αγιμέννα - αλίμονο.
μαρτυρίζω – βασανίζω. ::κουρέλλιος - κοραλλένιος.



Περίτου δύσκολη ζωγή καμιά δεν ένι
[Επεξεργασία]


Περίτου δύσκολη ζωγή καμιά δεν ένι
σαν κείνους όπου γδέχουνται το πεθυμούσιν
και γδέχουνται με πεθυμιάν να κατινούσιν.
Γοιόν το κερίν εις το λαμπρόν πάντα θλιμμένη,
εις τούτον εν η νιότη μου καταντημένη,
ώστι το νναι η τύχη μου να μου μηνύση
και η πικραμμένη μου καρδιά 'νισώς κι αργήση
αχ το λαμπρόν της πεθυμιάς ένι καμένη.

γδέχομαι - περιμένω. το πεθυμούσιν - εκείνο που επιθυμούν.
κατινίζω - είμαι φυλακισμένος. γοιόν – σαν. λαμπρόν – φωτιά.
ώστι - ώσπου.



Το πεθυμάς αξ αύτου μου δύσκολον ένι
[Επεξεργασία]


Το πεθυμάς αξ αύτου μου δύσκολον ένι
γιατί τα λόγια που ζητάς πολλά βαρούσιν·
τ' όχι τα χείλη δεν τορμούν να σου το πούσιν
και να σου πούσιν τώρα «νναι» στράτα δεν ένι.
Για την τιμήμ μου απόμεινε μεν εν χαμένη
κι ανίσως και δεν δύνεσαι τόσον ν' αργήσης
παίρνοντας αχ την κρυότημ μου μπορείς να ποίσης
η βράστη να 'ν εις αύτου σου συγκερασμένη.


Αγαπώ σε αμμέ μουλλώννω
[Επεξεργασία]


Αγαπώ σε αμμέ μουλλώννω
τον αμέτρητον μου πόνον·
ξεύρει το η γι αγάπη μόνον
το μαρτύριον που χώννω·
κι αν ουδέν το φανερώννω
σ' όσον νιώθω 'π' αφορμήσ σου,
κάμνω το για την τιμήσ σου
μηδέν πης πως την μακκώννω.

μουλλώννω - σιωπώ. χώννω - κρύβω. μηδέν - μην.
μακκώννω - τσαλακώνω.



Το θάρος μ' αγιτιάζει
[Επεξεργασία]


Το θάρος μ' αγιτιάζει
κι ο τόπος καταλυεί με·
το 'ναν ίσια καταλυεί με
τ' άλλον εμ μ' απολογιάζει.
Το δεισ σου ίσια με κράζει
τον πόθον για ν' ακλουθήσω
κι ο τόπος μεν τολμήσω
απού μακρά φωνάζει.

θάρος – ελπίδα. αγιτιάζω - βοηθώ. απολογιάζω - διώχνω.
δειν –βλέμμα



Αχ τον φόβον μου χιονίζω
[Επεξεργασία]


Αχ τον φόβον μου χιονίζω
κι αχ την πεθυμιάμ μου αφταίννω
νέφος έχω αντάδ διαβαίννω
και τον ήλιον δεν βιγλίζω.
Με τα δάκρυα ψιχαδίζω
κ' ίτσου γοιόν αναστενάζω
το Βοριά και Νότου μοιάζω
και καλόν πιόν δεν ολπίζω.

αχ - από. χιονίζω - παγώνω. αφταίννω - καίομαι. αντά - όταν.
ψιχαδίζω - ρίχνω βροχή. ίτσου - έτσι. γοιόν - σαν.



Το δεισ σου μπορεί να ποίση
[Επεξεργασία]


Το δεισ σου μπορεί να ποίση
τον Απόλλον να πελλάνη
τον Έρωταν να ποθάνη
και τον Χάρον ν' αγαπήση.
Τίναν να μηδέν νικήση ;
Τις να μεν μείνη πιασμένος ;
Ω το τι έπαθα ο θλιμμένος !
Τις να μηδέν ξηψυχήση ;

δειν –βλέμμα. πελλανίσκω - τρελαίνομαι. μηδέν - μην.



Αμμάτια με το κλάμαν συντροφιάστε
[Επεξεργασία]


Αμμάτια με το κλάμαν συντροφιάστε
την δολερήν καρδιάν, που παντ' αφταίννει.
Φανερόν είναι κι απού σας διαβαίννει
η αφορμή κι αντάμα την γρικάστε,
πρέπει κι αντάμα πάντα να θλιβάστε
γιατί το φως που σ' αύτου σας εμπαίννει
απού το θάρος της καρδιάς εβγιαίννει
κ' ίτσου μεσόν σας να παρηγοράστε.


αφταίννω - καίομαι. θάρος – ελπίδα. ίτσου - έτσι.