Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κρόνακα/4

Από Βικιθήκη
Κρόνακα
Συγγραφέας:
Βιβλίο 4ο


§599.-Θεωρῶ(ν)τα οἱ καβαλλάριδες τὸν θάνατον τοῦ ρὲ Πιέρ, ὠρδινιάσα νὰ βάλουν ρήγα τὸν σινεσκάρδον, τουτἔστιν τὸν Τζάκον τε Λουζουνίαν τὸν κοντοσταύλην τὸν υἱὸν τοῦ ρὲ Οὗγκε, ὁ ποῖος ἦτον εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὴν Γένουβαν, ὁ ποῖος ἦτον γνήσιος υἱὸς καὶ κληρονόμος τοῦ ρηγάτου. Καὶ ὠρδινιάσαν τὸν σὶρ Τζουὰν τε Πριὲς τὸν τουρκοπουλιέρην κουβερνούρην τοῦ ρηγάτου, εἰς τὸν τόπον τοῦ Τζάκου τε Λουζουνία τοῦ σινεσκάρδου καὶ κοντοσταύλη [ὥς που νἄρτῃ,] καὶ ιβʹ καβαλλάριδες τῆς βουλῆς νὰ νοικοκυρεύγουν τὸν ρηγάτον: τουτἔστιν τὸν σὶρ Τζὰν Γκορόπ, τὸν ἀδελφὸν τοῦ κουβερνούρη, τὸν σὶρ Τζουὰν τε Ν(ε)βίλες τὸν βισκούντην τῆς Λευκωσίας, τὸν σίρε Ρινὲτ Κολὰν τὸν τζιβιτάνον τοῦ συνγκρίτου, τὸν σὶρ Οὑγκὲ τ(ε) Λα Μπαμέ, καὶ τὸν ἀδελφόν του τὸν σὶρ Γήν, τὸν Πιέρον τε Μουντολὶφ βαχλιώτην, καὶ τὸν ἀδελφόν του τὸν Χλιμὸτ τὸν τζανούνην, ὁ ποῖος ἀφῆκεν τὴν τζανουνίαν [διὰ τὴν δόξαν τοῦ κόσμου,] τὸν σὶρ Μαρρὴν τε Πλεσίε, καὶ τὸν σὶρ Ἀρνὰτ τὸν Μουντολὶφ τὸν κιτρινιάρην, τὸν σὶρ Τουμᾶς Παρέκ, ῥωμαῖος πουρζέζης καὶ ἐγίνην λατῖνος καβαλλάρης, τὸν σὶρ Τουμᾶς τε Μόρφου, καὶ τὸν σὶρ Πιὲρ τ᾿ Ἀντιότζε τῆς βότας τῶν σακκίων.

§600.-Καὶ μοναῦτα οἱ Γενουβίσοι οἱ φυλακισμένοι οἱ τοπικοί, ἐτζακκίσαν τὰ σίδερα, καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἀποὺ τὰ σίδερα καὶ ἀπὲ τὸ χαντάκιν.

§601.-Καὶ ἐγίνην ἀγάπη μὲ τὴν Ἀμόχουστον· καὶ οἱ Γενουβίσοι τῆς Ἀμοχούστου ἐμηνῦσαν το εἰς τὴν Γένουβαν, καὶ ἀρματῶσαν οἱ Γενουβίσοι βʹ κάτεργα, καὶ ἐβάλαν τὸν κοντοσταύλην καὶ σινεσκάρδος καὶ τὴν γυναῖκαν του ἀπάνω, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον· καὶ ἐράξαν εἰς τὴν Ἁλικήν, καὶ ἐμηνῦσαν τοῦ κουβερνούρη, ἁποῦ ἐκουβερνίαζεν τὸ ρηγάτον διὰ τὸν κοντοσταύλην, καὶ τῆς βουλῆς του.

§602.-Ὁ Περὸτ τε Μουντολὶφ ἦτον ἀντρειωμένος βαχλιώτης, καὶ ἦτον πολλὰ ἠγαπημένος τῆς ρήγαινας τῆς Βαλιαντίνας, κατὰ τὸ πεῖν τοὺς λᾶς· τὴν ποίαν ἐβούλευσέν τὴν ὁ αὐτὸς Περὸτ νὰ κρατήσῃ τὸ ρηγάτον διὰ λλόγου της, καθὼς ἐποῖκεν ὁ πατέρας της καὶ ἐκράτησεν τὸ Μιλᾶ καὶ οὕλην τὴν (Λου)μπαρδίαν μὲ δυναστείαν.

§603.-Καὶ γροικῶντα τὰ μαντάτα τὸ ἔλα τοῦ ρηγός, ὁ τοποκράτωρ καὶ οὕλη ἡ βουλὴὺἐποῖκαν σύνοδος μὲ οὕλην τὴν βουλήν, καὶ εἰς πολλὰ λογία καὶ μαλλώματα εἴπασιν: «Ὁ Τζάκος εἶνε ἀφέντης, καὶ ἀνὲν κουσεντιάσωμέν του καὶ προσδεκτοῦμεν τον δι᾿ ἀφέντην μας, θαροῦμεν νὰ χαρίσῃ πολλὰ ψουμία τοὺς Γενουβίσους· ἀμμὲ ἄ θελήσουν οἱ Γενουβίσοι νὰ τὸν ἀφήσουν μοναχόν, τότες νὰ τὸν περιλάβωμεν δι᾿ ἀφέντην μας.» Καὶ ὁ Περὸτ ὁ Μουντολὶφ μουλλωτὸς λαλεῖ: «Διατὶ νὰ μὲν πάρῃ τὸ ρηγάτον ἡ κόρη τοῦ ρὲ Πιέρ, ἡ ἀδελφὴὺτοῦ μικροῦ ρὲ Πιέρ, καὶ νὰ τὴν παντρέψουν μὲ κανέναν τοῦ τόπου μεγάλον ἀφέντην; καὶ θέλουν τὸν στέψειν ρήγα.» Καὶ ἐπαράστησέν τους ἀφορμάς, καὶ πῶς ἐγίνην τοῦτον καὶ ἄλλες φορές, καὶ τόσον τοὺς ἐσύντυχεν (καὶ) ἔδωκέν τους ν᾿ ἀγροικήσουν ὅτι ἀρέσαν τους τὰ λογία τοῦ σὶρ Περότ· καὶ οὗλοι εἶπα νὰ πάγῃ ὁ αὐτὸς Περὸτ νὰ τοὺς ἀπολογηθῇ, καὶ ἐμόσαν του πῶς ὅ,τι ποίσῃ νὰ τὸ στερεώσουν. Ὁ ποῖος ἐπῆγεν καὶ εἶπεν τους: «Ἂν θέλετε νὰ τὸν ἀφήσετε, θέλομεν τὸν περιλάβειν· εἰ δὲ μή, ἐπάρετέ τον εἰς τὸ καλόν.»

§604.-Καὶ ὁ ρὲ Ζὰκ ἐπαρακάλεσεν μὲ τὴν ἐλεμοσύνην νὰ τὸν ἀφήσου ν᾿ ἀπεζεύσῃ· ἀμμὲ ὁ Περὸτ καὶ ὁ Γλιμὸτ δὲν ἐθέλαν τὴν παρακάλεσίν τους, διατὶ ἐθάρε νὰ πάρῃ τὸ ρηγάτον, καὶ διὰ νὰ τελειώσῃ τὸ θέλημαν τῆς βουλῆς. Τότε ἡ κυρὰ ἡ Χελουγὴς τε Πρεζουγὴὺπολλὰ ταπεινὰ ἐπαράλεσεν τὸν Περὸτ νὰ τοὺς ἀφήσῃ διὰ ἐλεημοσύνην εἰς τὴν Κύπρον, διὰ νὰ [μηδὲν διαβάσῃ] πάλε τὰ κακὰ τῆς θαλάσσου, καὶ [νὰ φύγῃ] καὶ ἀπὸ τὰ χέργια τοὺς Γενουβίσους. Ὁ Περὸτ ἀπολογήθην τους: «Παρκάτω κακὸν εἶνε νὰ κιντυνεύσῃς ἐσοὺ καὶ ὁ ἄντρας σου, παρὰ ὅλον τὸ ρηγάτον τοῦτον.»

§605.-Ἀλήθεια καὶ ὁ Λιμὸτ καὶ ὁ Περὸτ ἦσαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Γένουβαν[· καὶ ὅνταν ἐζητῆσαν τὸν ρήγα καὶ ἀνοίκτησαν οἱ φυλακές, ἐξέβησαν οἱ Γενουβίσοι, καὶ ἐξέβησαν καὶ οἱ αἰχμάλωτοι ἀπὸ τὴν Γένουβαν.]

§606.-Θωρῶντα τὴν ἀπολογίαν οἱ Γενουβίσοι, ἐστρέψαν τὸν κοντοσταύλη καὶ τὴν γυναῖκαν του καὶ ἐπῆραν τους εἰς τὴν Γένουβαν.

§607.-Θωρῶντα οἱ καβαλλάριδες τῆς βουλῆς τὸ ἄμε τοῦ σινεσκάρδου,] ἐμετανῶσαν· καὶ ἐποῖκαν βουλὴν βʹ ἡμέρες, καθολικὴν βουλὴν πρῶτον εἰς τὸ σπίτιν τοῦ σὶρ Τουμᾶς Παρὲκ τοῦ ἐμπαλὴὺτῆς αὐλῆς τοῦ ρηγός, κατὰ πρόσωπα τοῦ Ἀταλιώτη, τῇ παρασκευῇ τῇ γʹ ἑβδομάδος τῆς ἁγίας σαρακοστῆς, καὶ τῇ δʹ τῆς τετάρτης ἑβδομάδος ἔσσω τοῦ Περὸτ Μουντολίφ, τουτἔστιν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Νόρες τὸ ἐκράτεν ἀμάχιν ἀπὸ τὴν Μαργαρίταν τε Νόρες τὴν συμβίαν τοῦ σὶρ Παρτελεμὲ Μουντολίφ, θυγατέραν τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Νόρες τοῦ τουρκοπουλιέρην· ἡ ποία ἦτον κυρὰ τῆ(ς) Στεφάνο Βατιλῆς, τὸ εἶχεν τουέριν καὶ εἶχεν το ἀμάχιν διὰ ὀνομίσματα ͵α ἄσπρα τῆς Κᾁπρου.

§608.-Καὶ ἐφέραν τὸν πατέραν τὸν κύρην Σταυρινὸν τοῦ Μα(χαι)ρᾶ, ὡς γοιὸν λόγιον, καὶ νὰ καταλάβουν τὸ θέλημάν του καὶ τοῦ λαοῦ· καὶ ἐξ ἀκοῆς ἐγίνωσκεν πολλὴν θεολογἴαν, καὶ ἔδειξέν τους καὶ ᾿παράστησέν τους ἔμπροσθεν τοὺς ὅλους τοὺς καλλήττερους, νὰ ἔχῃ ὁ τόπος ρήγα παρὰ νὰ μὲν ἔχῃ· Καὶ οἱ ἀφέντες ἀγαποῦσαν τον, ὁμοίως καὶ οἱ πουρζέζιδες, καὶ παρὰ τὰ πάντα ὁ σὶρ Τουμᾶς Παρέκ. Καὶ ὅσον ἐξηλωθῆκαν ἀπὸ τὴν βουλήν, παραῦτα [ἐκηρύξαν τ᾿ ὄνομαν τοῦ ρὲ Τζὰκ οἱ δέκα·] ἀμμὲ ὁ Περὸτ καὶ ὁ Γλιμὸτ ἐστάθησαν μερία.

§609.-Καὶ τῇ πέμπ(τ)ῃ τῇ ιγʹ μαρτίου ͵ατπβʹ Χριστοῦ, ἦτον δʹ ἑβδομάδα τῆς σαρακοστῆς, καὶ τὸ πάσχα ἦτον τῇ Ϛʹ ἀπρίλλη, ἐσυνπιάσαν [τοὺς ἄρχοντες τῆς βουλῆς, εἶπα νὰ πέψου νὰ φέρουν τὸν σινεσκάρδον.] Τότε ὁ σὶρ Ἐρνὰτ τε Μιλὰ ἦλθεν ἀπὸ τὴν Γένουβαν, καὶ ἐπρουμουτίασεν πασανοῦ [μερία] ἀπὸ τὴν μερίαν τοῦ [σινεσκάρδου] χωρία, [διὰ νὰ τὸν θελήσουν] καὶ ὅλοι ἐκουν(τεν)τιάσαν, χωρὶς τοὺς δύο ἀδελφοὺς τὸν Περὸτ καὶ τὸν Γλιμότ.

§610.-Καὶ θωρῶντα ὁ σὶρ Ὀτὲτ τε Λα Μπαμὲ τὸ πῶς δὲν ἀρέσκουν τὰ λογία τῆς βουλῆς εἰς τοὺς δύο ἀδελφούς, ἔμελα νὰ τοὺς πιάσουν νὰ τοὺς ἀποκλείσουν εἰς τὴν φυλακήν· ἀμμὲ διὰ νὰ μὲν ἐμποδιστῇ τὸ ἔλα τοῦ [σινεσκάρδου,] ἀπομακρύσαν το ὡς τὸν ὀκτώβρην ͵ατπβʹ Χριστοῦ. Πάλε ἐσυναθροίστησαν εἰς τὴν βουλήν [του], καὶ ὡς γοιὸν καλὸς ὅπου ἦτον ὁ Περὸτ ἐξήλωννεν τοὺς λᾶς τῆς βουλῆς ἀπὸ τὴν ἔννοίαν, τους, καὶ ᾿διαφέντεψεν πολλὰ δυνατὰ νὰ μὲν ᾖνε ἀπότορμος κανένας νὰ πάγῃ ἔξω τῆς Κύπρου νὰ γυρέψῃ τὸν [σινεσκάρδον.] Καὶ τὸν ὀκτώβριον μῆναν γροικῶντα το ὁ σὶρ Ὀτὲτ Λα Μπὰμ ἔπληξεν καὶ εἶπεν τοῦ Περότ: «Φαίνεταί σου διὰ τὲς ἀφορμὲς ὅπου λαλεῖς νὰ μείνωμεν εἰς τὸν ὁρισμόν σου καὶ εἰς τὴν ἀφεντίαν σου; τὸ ποῖον παρακαλῶ νὰ μηδὲν γενῇ, ἀλλὰ ζῇ ὁ ρὲ Τζάκ!» Καὶ τὸ δεῖλις ἐπέψαν καὶ ἐμηνῦσαν τους· ὅλοι οἱ καβαλλάριδες οἱ ρογεμένοι [μὲ ὅλον τὸν λαὸν] ἐβάλαν φωνὴν μεγάλην: «Βίβα ρὲ Τζάκ!" τουτἔστιν: «Ζῇ ὁ ρήγας ὁ Ἰάκωβος.» Καὶ [καθεζομένοι εἰς τὴν βουλήν,] δὲν ἐθελῆσα νὰ ἔρτουν οἱ δύο ἀδελφοί, καὶ ἐπέψαν δυναστικῶς καὶ ἐφέραν τους εἰς τὸ ἀπλίκιν τοῦ σὶρ Τζουὰν τὲ Πριὲς τοῦ τουρκοπο(υ)λιέρη τῆς Κὺπρου, καὶ [τὸν κουβερνούρην καὶ τὸν ἀδελφόν του ἐπιάσαν τους,] καὶ ἐπέψαν τους εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὸ κάστρον τὸν Λέονταν.

§611.-Καὶ ὅνταν ἐμάθαν καὶ ἦλθεν ὁ ρὲ Τζὰκ εἰς τὴν Κερυνίαν, εἶπεν τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ Γλιμότ: «Ἀδελφέ, ἂς κ(ρ)εμμίσωμε νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Κερυνίαν νὰ ζητήσωμεν συμπάθειον τοῦ ρηγός, καὶ θέλει μᾶς συμπαθίσει κατὰ τὰ καλὰ συνηθία τοῦ ρηγάτου.» Τότε ἐπαράσυρεν τὰ σίδερα τοῦ παραθυρίου καὶ ἐποῖκεν τόπον καὶ ᾿χώρησέν τον, καὶ ἐξέβην ἀπὸ τὸ παλάτιν· καὶ ἔβαλεν ἕναν μαντύλιν εἰς τὰ δύο του χέργια καὶ ἀππήδησεν, καὶ ἀνασκέλωσεν καὶ ἀγγάλιζεν τὰς ρίζας τῶν δένδρων, μὲ τὸ μαντύλιν τῶν χερίων καὶ μὲ τὰ σχέλια του ἀποὺ δέντρον εἰς δέντρον καὶ ἀπέσωσεν χαμαί· καὶ ἐξηστράφησαν τὰ ποδία του, καὶ ἐχρειάστην ἄλογο νὰ καβαλλικεύσῃ, καὶ ἔμπλασεν ᾿νοῦ παιδίου τοῦ σὶρ Γιλιὰμ τε Λα Μπάμε μὲ τὸ ἄλογον, καὶ ἔρχετον ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πίκτητον, καὶ ἔριψέν τον ἀπὸ τὸ ἄλογον καὶ ἐκαβαλλίκεψέν το. Καὶ ὁ παιδίος ἦλθεν εἰς τὴν Κερυνία [νὰ...Περὸτ τὲ Μουντολὶφ] εἰς τὴν Κερυνίαν· ἐφοβήθην μήπως καὶ καταστίσῃ καμίαν παραβουλίαν, ὅτι ἀκομὴὺἐφοβᾶτον· ἔπεψεν μοναῦτα καὶ ἐγύρευσέν τον, καὶ ηὗρεν τον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ ἐπίασέν τον ἀπὸ τὸ βῆμαν· καὶ πολλὰ ἐπαρακάλεσε νὰ τὸν πάρουν ὀμπρὸς τοῦ ρὲ Τζὰκ διὰ νὰ τοῦ δείξῃ πῶς οἱ Ἐμπαμίδες ἦτον οἱ παράβουλοί του· [καὶ ἐκεῖνοι ὡρίσαν τὸν Περὸτ νὰ τὸν ἀπολογιάσουν,] ἀμμὲ δὲν ἐμπόρησε νὰ γροικηθῇ, καὶ μοναῦτα ἐστράψαν τον εἰς τὸν Λιόνταν, καὶ ἐβάλαν δύο τραβαρσάνια τοῦ πασανοῦ εἰς τὰ ποδία του. Καὶ μετὰ τὸ στέψιμόν του (ὁ) ρὲ Τζὰκ ἔπεψεν καὶ [ἐκόψαν τὰς κεφαλάς τους· καὶ ἐβάλαν τους εἰς ἕναν κιβούριν καὶ ἐφορτῶσαν τους εἰς ἕναν βορδόνιν καὶ ἐφέραν τους εἰς τὴν Κάβαν, καὶ ᾿ψόφησεν τὸ βορδόνιν, κ᾿ ἐκεῖ τοὺς ἐθάψασιν· τὲς κεφαλάδες] τοῦ Πιὲρ τε Καρπίε, ὅπου ἦτον καλὸς στρατιώτης, καὶ ἄλλους γʹ ὅπου ἦτον εἰς τὴν συντροφιάν τους, ἀπάνω ᾿ς τὸ δῶμαν τοῦ ψουπουλείου εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ γιοφυρίου τοῦ ἑβραίκου, καὶ ἔτρεξεν τὸ αἷμαν ᾿ς τὸ ψουμὶν ἀποὺ τὴν χολέτραν καὶ ἐπόντιζεν τὸ ψουμὶν κάτω· καὶ ἐκρεμμάσαν τὸν μαῦρον τοῦ Περὸτ εἰς τὴν φούρκαν εἰς τὴν ἐχρονίαν ͵ατπεʹ Χριστοῦ.

§612.-Καὶ μετὰ τὸ ἀρεστίασμαν τοὺς δύο ἀδελφούς, τοῦ Περὸτ καὶ τοῦ Γλιμὸτ τε Μουντολίφ, γροικῶντα πῶς ἐκήρυξαν τὸ ὄνομαν τοῦ ρὲ Τζὰκ εἰς τὴν Λευκωσίαν, ἐξέβην ὁ σὶρ Νικὸλ Πουσὰτ καὶ ἐπῆγεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μου, τὸν σὶρ Πὸλ Μαχαιρᾶ ὁ ποῖος ἦτον βαχλιώτης τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Νεβίλες τοῦ βισκούντη τῆς Λευκωσίας καὶ γραμματικός του, καὶ ἐπαρακάλεσέν τον νὰ τοῦ δώσῃ πουλλέττα διὰ νὰ πάγῃ πέρα· καὶ ἐποῖκεν του εἰς τὸν τζιβιτάνον τῆς Κερυνίας· καὶ ἐπῆρεν το τοῦ σὶρ Λογίσκε ντ᾿ Ἀτιάμε, καὶ ἐπῆρεν ὁρισμὸν καὶ ἀναύλωσεν ἕναν γρίππον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ρόδον, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀναύλωσεν καράβιν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Γένουβαν καὶ ἐπῆρεν τὰ συχαρηκία τοῦ [σινεσκάρδου·] καὶ ἐποῖκεν του [ψουμὶν ͵ασʹ, νὰ τὸ ἔχῃ αἰώνιον εἰς] καλλιώτερα καρτζὰ τῆς ρηγάδας.

§613.-Τότε ἐποῖκαν οἱ Γενουβίσοι στοιχήματα μὲ τὸν ρὲ Τζὰκ εἰς τὴν μεγάλην ζημίαν τοῦ ρηγάτου. Ἅνταν ἐμάθαν τὸν θάνατον τοῦ ρὲ Πιέρ, ἀπὸ τὴν περιθυμίαν τὴν εἶχαν νὰ ταξειδεύγουν εἰς τὴνὺἀνατολήν· ἐφέραν τον καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ [ὡς δὲν τὸν ἐδέκτησαν,] ἐπῆραν τον καὶ ᾿στράφησαν· τότε ἐποῖκαν τὰ στοιχήματα εἰς τὴν ὄρεξίν τους, καὶ νἄχουν τὸν λιμιόναν τῆς Ἀμοχούστου, καὶ νὰ κρατοῦν τὴν Ἀμόχουστον διὰ Ϡ~ χιλιάδες δουκάτα χρυσᾶ ἀμάχιν καὶ δύο μίλια ἔξω τῆς Ἀμοχούστου, μόνον ὁ ἀφέντης ὁ ρήγας [καὶ οἱ καβαλλάριδες νὰ ἔχουν τὰ ψουμιά τους καὶ τοὺς εἰσσόδους τους χωρὶς τὴν κρίσιν,] καὶ νὰ πουλοῦνται οἱ ρέντες εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ μὲν ἔχουν πογέριν τὰ ξύλα νὰ πεζεύγουν παροὺ εἰς τὴν Ἀμόχουστον, καὶ τὰ ξύλα τὰ ἔρχουνται ἀποὺ τὴν Τουρκία νὰ πεζεύγουν εἰς τὴν Κερυνίαν, ὅσες πόρτες καὶ σκάλες εἶνε ἀποὺ τ᾿ Ἀγιάσιν καὶ ἀπάνω ὅλα νὰ ἔρχουνται εἰς τὴν Κερυνίαν, καὶ μηδὲν πηγαίννουν οὐδὲ εἰς τὸ Ἀκρωτήριν, οὐδὲ εἰς τὴν Πενταγίαν, οὐδὲ εἰς τὸν Ἅγιον Εὐξίφην· ὁμοίως καὶ διὰ τὸν φόβον τὸν ἔχουν ἀπὸ τοὺς Κυπριῶτες ἐγράψαν, ὅτι ἂν μαλλώσῃ Κυπριώτης μὲ Γενουβίσον καὶ νὰ λαβωθῇ, ἁποῦ νὰ λαβώσῃ μηδὲν τὸν δεκτῇ ἡ φραντζίζα, ἀμμὲ τὸν Γενουβίσο νὰ τὸν κρίνῃ ὁ καπιτάνος τῆς Ἀμοχούστου, καὶ τὸν Κυπριώτη νὰ τὸν κρίνῃ ὁ ρήγας. Καὶ [ἔσασε νὰ δώσῃ ὀμπρὸς τόσες] χιλιάδες δουκάτα, καὶ ἀφῆκεν ν-ἀμάχιν τὸν ἠγαπημένον του υἱὸν ὀνόματι Τζένιον, γεννημένον εἰς τὴν Γένουβαν, σπαρμένος εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ [ἔφερεν τὴν γυναῖκαν του ὀνόματι Χελουγής,] καὶ τοὺς δὺο υἱοὺς τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ πρίντζη, καὶ τοὺς καβαλλάριδες καὶ οὕλους τοὺς βαχλιῶτες ὅπου εὑρίσκουνταν ἐκεῖ.

§614.-Καὶ οἱ Γενουβίσοι διὰ νὰ μηδὲν δράξουν τὸν ρήγα ἀποὺ τὰ χεργία τους οἱ Βενετίκοι εἰς τὸ ἔλα του, ἀρματῶσαν Ϛ~ κάτεργα καὶ ἐφέραν τον εἰς τὴν Κύπρον τὸν ἀπρίλλ(ην) ͵ατπεʹ Χριστοῦ εἰς τὴν Κερυνίαν· καὶ ἐπερίλαβάν τον μὲ μεγάλην δόξαν, καὶ εἰς τὴν Λευκωσίαν ἐμπάσαν τον μὲ λιτανεῖες, κατὰ τὸ συνήθιν. Καὶ ἅνταν ἀπέσωσεν εἰς τὴν αὐλὴν τὴν ρηγάτικην τῆς Λευκωσίας, εἰς τὴν περίφημον αὐλήν, [ἦλθεν] ἡ μητέρα τοῦ ρηγὸς ἡ ρήγαινα καὶ ἐχάρισέν του τὰ χωρία τοῦ τουεριοῦ της. Καὶ τἄπισα ἐστέψαν τον εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ͵ατπεʹ Χριστοῦ, καὶ τότε ἐκομμο- κεφαλίασεν τὸν Γλιμὸτ καὶ τὸν Περὸτ τε Μουντολίφ, καθὼς ἄνωθεν δηλοῖ.

§615.-Καὶ ἅρμασεν τὴν ἀδελφοτέκνην του μὲ τὸν Τζάκο τε Λουζουνία τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ πρίντζη, τὸν κούντην τῆς Τρίπολις, τὴν κόρην τοῦ ρὲ Πιέρ· καὶ τὸν Τζανὸτ τε Λουζουνίαν τὸν πορνικὸν τοῦ πρίντζη τοῦ αὐτοῦ ἐποῖκεν τον καβαλλάρην, (καὶ) ἔδωκέν του τ᾿ ὀφφίκιν τοῦ κυροῦ τοῦ Βερουτίου, καὶ ἅρμασέν τον μὲ τὴν κόρην τοῦ κούντη τε Ρουχᾶς τε Μόρφου. Καὶ τἄπισα ἐστέφθην ρήγας τῶν Ἱεροσολύμων τῇ κυριακῇ ͵ατπθʹ Χριστοῦ.

§616.-Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησεν ὁ ρὲ Λέουν ὁ ρήγας τῆς Ἀρμενίας τῇ κυριακῇ ͵ατϞεʹ Χριστοῦ, καὶ οὕτως εἶνε ρήγας τῆς Ἀρμενίας, Κύπρου, Ἱεροσολύμων· ὁ ποῖος ἦτον Κυπραῖος.

§617.-Καὶ οὗλοι οἱ Γενουβίσοι ἐφορῆσαν σχαρλάτα, καὶ εἰς τὸ μανίκιν τους τὸ ἀλιστερὸν ἐβάλαν γʹ στέμματα μαργαριταρένα, τὸ ἀπάνω μεγαλλήττερον τοῦ μεσίου, καὶ τὸ κάτω μικρόττερον τοῦ μεσίου τὸ κάτω.

§618.-Ὁ ποῖος πολλὰ ἐχαίρετον ἀπὸ τὰ κυνηγία. Καὶ ἔβαλε νὰ πλερώννουν δέκατον τὸ ρέντον τοὺς καβαλλάριδες καὶ παροίκους καὶ ἐλευθέρους, καὶ ὅλα τὰ σπιτία τῆς Λευκωσίας, φούρνους, μύλους, λουτρὰ καὶ περβολία, ἔσσω τῆς Λευκωσίας καὶ ἔξω, καὶ εἰς ὅλα τὰ πάκτη καὶ ἔφφιτα καὶ σενιάσματα· καὶ ἔβαλε νὰ πλερώσῃ πᾶσα ψυχὴ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου [ὀνομίσματα χιλία, καὶ νὰ παίρνῃ ἕναν μόδιν ἅλας τῆς Ἁλικῆς, καὶ ἐδιδοῦσαν το εἰς τὰ μακζενία τοῦ Τέμπλου.] Καὶ ἔκοψεν τ᾿ ὀφφίκιν τῆς ταλίας.

§619.-Καὶ μοναῦτα ἔστειλεν τὸν σὶρ Τζουὰν Παπὴν εἰς τὴν Γένουβαν διὰ κουβερνούρην τοῦ υἱοῦ του· καὶ ἔμεινεν ὥς που κ᾿ ἔπεψεν ὁ ρὲ Τζὰκ τὸν σὶρ Πιὲρ τε Καφρὰν τὸν ἀμιράλλην ἀποὺ τὴν Κύπρον εἰς τὴν Γένουβαν, καὶ ἐπαρκατέβασεν πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχήματα τὰ εἶχαν ποίσειν εἰς τὸ ἔβγα του. Καὶ ἔφερεν τὸν αὐτὸν Τζανὸν εἰς τὴν Ἀμόχωστον εἰς τὴν ἐχρονίαν ͵ατϞβʹ Χριστοῦ τὸν ὀκτώβριον· καὶ ἐστεῖλαν του ὀνομίσματα ὀκτακόσιες χιλιάδες ἄσπρα τῆς Κύπρου, τουτἔστιν ωʹ Κιλιάδες ὀνομίσματα, καὶ τότες ἐπέψαν τον εἰς τὴν Λευκωσίαν.

§620.-Καὶ ἔδωκεν ψουμὶν τοὺς καβαλλάριδες ὁποῦ τὸν ἀτζετιάσαν· τουτἔστιν τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Πριὲς τουρκοπουλιέρην, τὸν πρίντζην τῆς Γαλ(ιλα)ίας καὶ τὸ χωρίον τὸ Ὅμοδος, τοῦ σὶρ Πιὲρ τε Φρὰ τοῦ ἀμιράλλη τῆς Κύπρου τὴν Κρίτην, τοῦ τ᾿ Ἀντιότζε τὸ Τριμίθιν, (Ὀ)τὲτ Αα Μπαμὲ τοῦ κοντοσταύλη τῆς Κύπρου τὸ Πισκοπεῖον, καὶ σὶρ Γὴὺτε Λε Πάμε τὸν Παλλουρόκαμπον, τοῦ μαριτζᾶ τῆς Κύπρου καὶ Ἱεροσολύμων, τοῦ σὶρ Ἀρνὰτ τε Μιλαμὰς τὰ Γενάγρα, τοῦ σὶρ Τζουὰν τε Ναβίλες τὸ Ξωμετόχιν, τοῦ μισὲρ Ὀτὲτ Τζαζάρου τὸ πραστεῖον τῆς Ποταμίας, τοῦ σὶρ Τζουὰν Γορὰπ ἀδετούρην τῆς Κὺπρου τὴν Ακανθοῦν, τον σὶρ Τζουὰν Σωζομένου τὴν Κρίτουν, καὶ τοῦ σὶρ Τζουὰν Παπὴὺ τὴν Ἀπαλέστραν. Ὁ αὐτὸς ρὲ Τζὰκ ἐπρουμουτίασεν τοὺς καβαλλάριδες νὰ τοὺ(ς) στρέψῃ τὰ χωργιά τους τὰ τοὺς ἐσήκωσεν ὁ ρὲ Πιὲρ διὰ τὴν παραβουλιάν τους, ὅτι ἐσκοτῶσαν τὸν πατέραν του. Ἀκομὴ ἐκατάστησεν τὸν κούντην τῆς Τρίπολις καὶ ἔδωκε ἀποὺ τὰ χωργιά του τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ κυροῦ τοῦ Βερουτίου, τὴν Λόφουν καὶ τὴν Παλαμίδα, καὶ πολεμιδία, καὶ Παλατία, καὶ τὸ μερτικὸν τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, καὶ τὸν Χιτόν. Ὁμοίως ἔδωκεν ἀσενιάσματα τοὺς μαστόρους τοὺς Κερυνιῶτες, τοῦ μάστρε Φραντζέσκου, τοῦ Περότ, (τοῦ) ΚὴὺΠεναφέ, τοῦ Παντεφλή, καὶ ἄλλους πολλούς. Ὁ ποῖος ἀνάστησεν ἕναν ὄμορφον περιβόλιν καὶ ἕναν ὄμορφον ἀπλίκιν εἰς τὴν Ποταμίαν, καὶ ἐκλησίαν ἔμορφην στρονγκύλην.

§621.-Τώρα νὰ σᾶς εἰπῶ πῶς ἔβαλε νὰ πλερώννουν τὸ δέκατον ὁ ρὲ Τζὰκ. Ἀπὸ ἀρχῆς μαρτίου τῆς ἐχρονίας ͵ατπʹ Χριστοῦ ἔβαλεν γραμματικοὺς εἰς τὰ δώδεκα μερτικὰ τῆς Κύπρου καὶ ιβʹ Γενουβίσους καὶ ἐσυμπιάζαν ἐκεῖνον τὸ ἐσυνπίαζεν ὁ πασαεῖς· καὶ ὠρδινιάσαν αʹ καβαλλάρην καὶ ἕναν τζιβιτάνον, καὶ ἐβάλαν ἄλλὄναν γραμματικὸν καὶ ἕναν Γενουβίσον καὶ ἐκλέαν τὸ δέκατον τῶν ἐσπιτίων, καὶ ἐπλερών- νουνταν διὰ οὗλον φεβρουάρην ͵ατπηʹ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐποῖκεν ὁ μισὲρ Τζουὰν τ᾿ Ἀντιότζε νὰ πλερώννουν, ποίσουν, καὶ τόσα ἐδίδεν πασαεῖς.

§622.-Καὶ εἰς τοὺς ατϞγ~ Χριστοῦ ἐγίνην τὸ γʹ θανατικὸν καὶ ἐποθάναν πολλοί· καὶ ὀλλίγους ἀφῆκα νὰ μὲν πλερώννουν, χωρὶς τὸ κρασὶν νὰ μὲν πλερώννῃ δέκατον· καὶ ἐποῖκαν το διὰ δέκα χρόνους, καὶ πάλε ἄλλους χρόνους εʹ· καὶ τὴν τρίτην φορὰν ἐξαναβάλαν τα καὶ ᾿ποῖκαν καπόσους χρόνους, καὶ ἔμεινεν ὡς τὴν σήμμερον.

§623.-Καὶ διὰ τὸν φόβον τοῦ θανατικοῦ ὅπου ἦλθεν τοὺς Ϟβ~ τοῦ Χριστοῦ ἕως τοὺς Ϟγ~, ἐμήνυσεν ὁ ρὲ Τζὰκ τοῦ ἐπισκόπου τῆς Λευκωσίας καὶ ἔπεψεν πολλοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν Μέντζην τὸν κατηχητήν, καὶ ὥρισεν καὶ ἐφέραν [εἰκονίσματα] ἀποὺ δύο μιλία τριγύρου τῆς χώρας, καὶ ἀποὺ τὸν πύργον ἐγίνην μία λιτανεία καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Θαράπον καὶ ἐκεῖ ἐλειτούργησαν καὶ ἐκατήχησαν. Καὶ ἐκατέβην ὁ κούντης τῆς Τρίπολις καὶ οὗλοι οἱ ἀφέντες, χωρὶς τὸν ρὲ Τζὰκ, καὶ οὗλες οἱ κυράδες καὶ ἡ κούνταινα, ἀνυπόλυτοι, καὶ ἐγίνην μέγαν κλάμαν· καὶ ἀθυμήθην ὁ ρήγας καὶ εἶπεν: «Μήπως καὶ ὁ θεὸς ἀγκρίστην μετά μας διὰ τὸ δέκατον τὸ ἐβάλαν ἀπάνω τοὺς λᾶς; Τοῦτον [ἐποῖκαν το νὰ πλερωθῇ] το τέλος τοὺς Γενουβίσους!» Ἀμμὲ εἰς τὸ ἀπέσωμαν τῆς λιτανείας ἀποὺ τὸν Ἅγιον Θαράπον εἰς τὸ ἀπλίκιν τοῦ πύργου, ἐχάρισεν τοὺς ψουμάτους τὴν ταλίαν, ὅπου ἔπαιρνεν δύο λοκότενα τὰ ρʹ, καὶ ἐψηφοῦσαν τὰ χωργιὰ τίντα ἀξάζαν, καὶ τὰ σενιάσματα καὶ τὰ κεφαλιάτικα τοὺς ἐλευθέρους, ὅπου ἐπλερῶνναν κάθα κεφάλιν ὀνόμισμαν αʹ. Εἶναι ἀλήθεια καὶ ἡ ταλία ἦτον κακή, καὶ ἐπλερῶνναν δ~ τὰ ρ~, καὶ εἴ τι ἀξάζεν του τοῦ πασανοῦ τὸ ἐδικόν του νὰ πλερώννῃ πρὸς δʹ τὰ ρʹ, καὶ οἱ ᾿λευθέροι οὗλοι καὶ ἀποὺ ιεʹ χρονῶν καὶ ἀπάνω καὶ οἱ παροῖκοι καὶ οἱ σκλάβοι ὀνόμισμαν αʹ τὸ κεφάλιν, καὶ τἄπισα ἐπαρακατεβάσαν το.

§624.-Τὸ λοιπὸν ἐστράφην ἡ λιτανεία, καὶ ὀλλίον ὀλλίον ἐστάθην τὸ θανατικόν.

§625.-Καὶ πάλε ἔριψεν ἄλλα χρέη ἀπάνω τοῦ λαοῦ νὰ διδῆ πασεῖς ὀνόμισμαν αʹ, καὶ νὰ παίρνῃ ά μόδιν ἅλας ἀπὸ παιδίου ὡς γέρου, καὶ μοναχῶν, καὶ πᾶσα ψυχὴ ἀνθρώ- που· ἡ σοῦμα ἦτον πʹ χιλιάδες τὸν χρόνον· καὶ τοῦτα ἔδωκέν τα ψουμὶν τῆς κόρης του τῆς Τζίβας, καὶ ἐπάντησεν δʹ χρόνους, καὶ ἐπόθ(αν)εν ἡ αὐτὴὺτάμε Τζίβα, καὶ ἔκοψεν τοῦτον τὸ τέλος. Ὅτι μετὰ τὴν ἀποβίωσιν τοῦ μάστρ᾿ Ἀντώνη τα Περγάμου τοῦ ἰατροῦ φυσικοῦ, ὁ ποῖος ἦτον κεφάλιν τοῦ ἐφφικίου τῆς τζάπ(ρ)ας τοῦ ρηγός, ἔβαλεν τὸν σὶρ Τζουὰν Σουλουάνη. Ὁ ποῖος ἔζησεν ἄχρι τὴν κυριακὴν τῇ κεʹ αὐγούστου τϞεʹ Χριστοῦ, καὶ ἀπόθανεν, διότι πολλὰ τὸν ἐκαταρᾶτον ὁ λαὸς καὶ τὸν ρήγα καὶ τὸν αὐτὸν Σουλουάνην, ὅτι κάθα χρόνον ἐβάλλαν ἕναν οὔ δύο δανεικὰ τοὺς

§626.-Καὶ εἰς τοὺς ͵ατϞϚʹ ἐπρουμουτίασεν ἀποὺ τὴν Ἀμόχουστον ὁ Ξένος νὰ παραδώσῃ τοῦ ρὲ Τζὰκ τὴν Ἀμόχουστον, καὶ ἐνῶσαν τον οἱ Γενουβίσοι καὶ καπόσους του συντρόφους, καὶ ἐκατακόψαν τους τέσσερα κομματία καὶ ἐκρεμμάσαν τους εἰς τὴν Ἀμόχουστον. Ἀμμὲ ἔδειξεν φανόν πῶς δὲν εἶχεν κανέναν μαντάτον.

§627.-Καὶ τὴν δευτέραν θʹ σεπτεβρίου ͵ατϞηʹ Χριστοῦ ἐπέθανεν ὁ αὐτὸς ρὲ Τζὰκ καὶ ἐθάψαν τον εἰς τὸν Σὰ Τομένικον εἰς τὴν δεξιὰν μερίαν τοῦ βημάτου κατὰ πρόσωπα τοῦ ρὲ Πιέρ.