Κλέφτικο δημοτικό τραγούδι

Από Βικιθήκη
Δημοτικά τραγούδια
Συγγραφέας:
Δείτε επίσης: σχετικό λήμμα. Ποιητική δημοτική συλλογή


Το κλεφτόπουλο[Επεξεργασία]

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν΄ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν».
«Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,   5
και να΄ μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ΄αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,   10
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γειά σας, βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!»
«΄Καλώς το τ΄άξιο το παιδί και τ΄άξιο παληκάρι!»   15

Μάνα, μ΄ εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες:
«Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι»,

Του Κίτσου[Επεξεργασία]

Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι·
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμια, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο΄ χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι.»    5

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν΄ να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινε η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, που είναι τ΄άρματα, που τα' χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»   10

«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μον΄ κλαις τα΄ ρημα τ΄άρματα, τα΄ ρημα τα τσαπράζια;»

Η ζωή του κλέφτη[Επεξεργασία]

«Ο πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γω παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο.
Το΄ χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια».

Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχανε αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα έμορφη και τους κερνάει και πίνουν.

«Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε οπού αγαπάς, για διπλοκέρασε τον,
και στο δικό μου το γυαλί ρίξε σπειρί φαρμάκι,
για να τον πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτσει ο σεβντάς, σεβντάς που΄ χω για σένα».

«Για φάτε, πιέστε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε
τούτον το χρόνο το καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλο κόσμο πάμε».

Παραλλαγή[Επεξεργασία]

Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να γείρω ν΄ αποκοιμηθώ, γλυκό ύπνο να πάρω.
Μάϊδ' έγειρα, ιδέ πλάγιασα, μάϊδε τον ύπνο πήρα,
κι ακ(ου)ώ τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,   5
κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
και το ΄λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι:
«Τι έχεις περδικούλα μου, και κλαις κι αναστενάζεις;
Μην είν΄ τ΄ αυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;»
«Δεν είν΄ τα αυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα
μόν' κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,   10
που τους χαλάει ο Αλή πασάς στα Γιάννενα στη λίμνη».

Του λαβωμένου κλέφτη[Επεξεργασία]

Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε,
κι εγώ δεν έχω τίποτα, παρά είμαι λαβωμένος.
Πικρή που΄ ν΄ η λαβωματιά, φαρμακερό το βόλι!
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά στον άη Θανάση,
που' ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχιούς τους ίσκιους.   5
-Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και στη δεξιά μου τη μεριά ν΄ αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνει το πουλί, να φέρνει τα χαμπέρια


Του κλέφτη το κιβούρι[Επεξεργασία]

Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε παιδιά μου 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος.


Παιδιά μου, μη μ΄ αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο·   5
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που 'ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσει,
για να του πω τα κρίματα, όσα 'χω καμωμένα,   10
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.


Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκιεάστε μ' ωριό κιβούρι,
να 'ναι πλατύ για τ' άρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,   15
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.

Η υστεροφημία του κλέφτη[Επεξεργασία]

Τ' αντρειωμένου τ΄ άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται,
μόν΄ πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργούνται.
Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ΄ αραχνιασμένο πύργο
να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο.