Καραγκιόζης, Χατζαϊβάτης
←Ἐμπρός | Ὁ Ρωμῃός, τεύχος 1 Καραγκιόζης, Χατζαϊβάτης |
Τρικούπης→ |
Ἀδελφὲ Χατζαϊβάτη, ξέρεις τίποτε καινούρια;
Ἔφυγαν οἱ βουλευτάδες...
Νὰ χαθοῦνε τὰ γαϊδούρια.
Φεύγει καὶ ὁ Καλλιγᾶς μας καὶ πηγαίνει ’στὸ Παρίσι.
Ἂν μᾶς φέρῃ κι’ ἄλλους φόρους, νὰ μὴ σώσῃ νὰ γυρίσῃ.
Ὑπουργὸς μᾶς ’βγῆκε τώρα κι’ ὁ Κοντόσταυλος ’στὴ μέση
Μὰ κι’ αὐτὸς θαρρῶ πὼς κάνει γιὰ τὸ διάβολο πεσκέσι.
Κι’ ὁ μισὲ Σκουλούδης πρέσβυς μᾶς πηγαίνει ’στὴ Μαδρίτη.
’Στὰ γερὰ οἱ Τραπεζίταις μᾶς ἐμπήκανε ’στὴ μύτη.
Μὰ καὶ τὸ βουλευτιλίκι, ὅπως λένε, δὲν τὸ χάνει.
Ἀδελφὲ Χατζαϊβάτη, ὁ παρᾶς καὶ τί δὲν κάνει.
Ὅπως πᾷν οἱ Τραπεζίταις, θὰ γενοῦν καὶ βασιλῃάδες.
Βρὲ καὶ τοῦτο θὰ τὸ κάνουν, ἂν δὲν ἦναι μπουταλάδες.
Θὲ νἀρθῇ κι’ ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ’στὴν Ἀθήνα.
Γιὰ νὰ ’πῇ τοῦ βασιλῃᾶ μας τ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ τ’ ἀπὸ ’κεῖνα.
Μέ ’μᾶς ἄκουσα πὼς φίλοι θὲ νὰ γίνουν οἱ Βουλγάροι.
Συμπεθέροι μὲ τοὺς Ρούσσους, μὲ τοὺς Τσούσηδες κουμπάροι.
Καὶ δὲν ξέρεις τί τερτίπια ποὺ σοῦ ἔχουν ᾑ Βουλγάραις.
Ἀμ’ τῇς ξέρω, βρὲ ψυχή μου... εἶναι ὅλαις μπαρμπουνάραις.
Μὰ θαρρῶ καὶ τῆς Περσίας πὼς μᾶς ἔρχεται ὁ Σάχης.
Βρὲ ποὺ τὄμαθες καὶ τοῦτο;... μπά! ποὺ κακὸ χρόνο νἄχῃς.
Ἀμμ’ βρὲ μποῦφο, δὲν διαβάζεις ποῦ καὶ ποῦ ἐφημερίδες;
Μὰ πιὰ πρώτη νὰ διαβάσω ποὺ ’πληθύναν σὰν ἀκρίδες;
Βγάζουμε κι’ ἐμεῖς καμμία γιὰ τῇς ἐκλογαῖς, βρὲ κοῦκο;
Οὔμ! ἀπ’ ὅλους τοὺς Δημάρχους θὰ βαρέσουμε τραμποῦκο.
Εἶδες μιὰ ἐφημερίδα τοῦ Πετιμεζᾶ καινούρια;
Ἀπὸ ποῦ μᾶς ξεφυτρώνουν μές ’στὴ μέση σὰν ἀγγούρια!
Γράφει πὼς τὸ Σύνταγμά μας θέλει διόρθωσι μεγάλη.
Πρῶτα πρέπει νὰ διορθώσουν τὸ ξερό τους τὸ κεφάλι.
Μωρὲ γειά σου Καραγκιόζης... συμφωνῶ κι’ ἐγὼ μέ τοῦτο.
Ἀπὸ πάνω ἕως κάτω πρέπει βούρδουλας καὶ κνοῦτο.
Μωρὲ γειά σου, ἀδελφέ μου...
Ξέρεις τίποτ’ ἄλλα νέα;
Δέκα δέκα τοὺς θερίζει ἡ Βλογιὰ εἰς τὸν Περαία.
Κἄπου διάβασα νομίζω πὼς κι’ ἐδῶ ἐξαναφάνη.
Ἀπ’ ἐδῶ ὡς τὸν Περαία τὸν περίπατό της κάνει.
Ἀμμ’ πῶς πᾷν κι’ οἱ λωποδύταις;
Κάνουνε μεγάλο γύρο.
Κι’ οἱ γενναῖοι μας κλητῆρες;
’Μέρα νύκτα τέρτσο-τίρο.
Κι’ ὁ ἀντάμης Κοσσονάκος δὲν φωνάζει, δὲν θυμόνει;
Ἔγινε ἀρχαιολόγος καὶ ἀγάλματα ξεχώνει,
Ἀμμὲ κι’ ᾑ ἱπποδρομίαις πῶς σοῦ φάνηκαν ἀλήθεια;
Πῶς νὰ μοῦ φανοῦν, ψυχή μου... σὰν βρασμένα κολοκύθια.
Ὅλα τἄχουμε, καὶ μόνο ἱπποδρόμιο μᾶς λείπει.
Μὰ κι’ αὐτὸ θαρρῶ πὼς ἦταν τῶν μεγάλων μας τερτίπι.
Ἀμμὲ τἄλογα ἐκεῖνα, ὅπου εἶχαν οἱ ἱππόταις;
Πιὸ καλὰ θαρρῶ πὼς τρέχουν κἄτι γάϊδαροι Πλακιώταις.
Ἄκουσες πῶς τὰ φωνάζουν; Δαγοβέρ, Ἀμούρ, Ρεβέκκες.
Ἀμμ’ δὲν εἶδες πὼς πεθαίνουν γιὰ καβάλλα κι’ ᾑ γυναῖκες;
Ὅ, τι δοῦν εἰς τὴν Εὐρώπη ’στὴ στιγμὴ τὸ μασκαρεύουν.
Κι’ οἱ Ρωμῃοὶ σὰν μπουνταλάδες γιὰ τὸ τίποτε χαζεύουν.
Τί Ρωμαίϊκο! τί τόπος!...
Μωρὲ ποῦ θὰ καταντήσῃ!
Ἔ! λοιπὸν γι’ αὐτὰ ποὺ μοὖπες, ὅρσε μιὰ ξυλιὰ μπαξίσι.
Δὲν ἐπίστευα ποτέ μου τέτοιο δῶρο νὰ μοῦ κάμῃς.
Νά καὶ τούτη, νὰ κι’ ἐκείνη... τὰ κακάρωσε ὁ βλάμης.