Καλλίτσα
Καλλίτσα Συγγραφέας: Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες |
Από τη Ρέθυμνο ξεκίνησε, Αύγουστο μήνα του 1829, Άγγλος ταξιδιώτης μ’ άλογο καλό και μ’ οδηγό Σφακιανό—που κι άλλοτες την είχε γυρισμένη την Κρήτη μαζί του—και τραβούσε ίσια κατά το Διβάκι στα νότια. Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάσει στην Κρύα Βρύση, ήταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς που ’βλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους.
Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψει υλικό για βιβλία δεν ήταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια πρωτυτερινά. Σκοπός του ήτανε να, πάει στ’ Αποδούλο, χωριουδάκι του Αμαριού, και να ξετρυπώσει μια φαμελιά που σε κείνα τα μέρη έπρεπε ακόμα να σώζεται. Έπρεπε να βρεθεί της Κυρίας Μπάρτλεης η μάνα κι ο πατέρας ή τουλάχιστο κάποιος της συγγενής. Σα δύσκολο πράμα να γυρεύεις, λέει, τη ρίζα και τη φύτρα μιανής Μπάρτλεης στ’ Αποδούλο της Κρήτης! Μα στον ακούραστο μας το Μυλόρδο, που ήταν καλός από δυο τρία μισοφαγωμένα ψηφιά, σε παλαιικό μαρμαροκόμματο απάνω ιστορίες αλάκερες να σκαρώνει, που κι από τα λόγια των Αμαριωτών αρχαιότητες μάζευε, σε κείνονα μήτε της Κυρά Μπάρτλεης το συγγενολόγι δε φαινότανε δύσκολο πράμα. Τόσο μάλιστα εύκολο το θαρρούσε, που αν τύχαινε και ταξιδεύαμε μαζί του γνωρίζοντας μονάχα όσα γνώριζε, κι ωστόσο τόνε βλέπαμε να ξεκαβαλικεύει με την ησυχία του έξω από το Αποδούλο και να γυρεύει Κυκλώπων τοίχους και Βενετιάνικους πύργους, γλήγορα θα λέγαμε πως ήρθε κι άλλος τρελός από τη Φραγκιά.
Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τόνε βρεις από κάτω, που έπραξε κι έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλύτερ’ από μας το Μυλόρδο. Τον άφηνε και γύριζε, σκάλιζε, κι έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν του ’μνησκε πια όταν μπαίνανε στ’ Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κι οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.
Ρωτάει ο Μυλόρδος έναν Αποδουλίτη στου χωριού την άκρη (τα γνώριζε τα ρωμαίικα νερό) κατά πού βρίσκεται το σπίτι του Προεστού για να πάνε και να κονέψουνε.
— Πολλά τα έτη στ’ όνομά σας, απολογιέται ο χωριανός.
— Βλέπεις; δε σου το ’λεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης.
«Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ’ έξεστί μοι».
— Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός.
— Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.
Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά.
— Ποιος είναι; φωνάζει γυναικίσια φωνή από μέσα.
— Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κι είναι ένας Μυλόρδος.
— Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη!
— Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τ’ άλογο να το νοιαστεί σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρει τον Προεστό.
Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα, πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα. Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζει, μόνο ας τον αφήσει μονάχο ώσπου να ’ρθει κι ο νοικοκύρης.
Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάσει να ξεδιαλύνει αν τ’ όνομα του χωριού είναι κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.
Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαΐ, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κι η ακόλουθη ιστορία.
— Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ-Αλεξαντράκης του Μυλόρδου—και με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψη—οχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη. Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε τ’ αμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά.
— Δηλαδή από τα ’21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίσει τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι.
—Από τα ’21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά! Είμαστε από τους πρώτους που σηκωθήκαμ’ εδώ στην Κρήτη. Αλωνάρης του ’21. Το χορό ωστόσο μας τον πρωτοάνοιξαν οι Σφακιανοί από δω.
Παίρνουν φωτιά τα μάτια του Σφακιανού.
— Αλωνάρης του ’21, ξαναλέει ο Προεστός. Σηκώνουνται οι Σφακιανοί, και πού να τους βάλουν κάτω μονάχοι τους οι Χανιώτες! Μερμηγκιές έτρεξαν από τ’ ανατολικά του νησιού παντής λογής Μουσουλμάνοι να τους δώσουνε χέρι. Αρίθμητ’ άλογα, και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά.
Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ’ άγριο χαμόγελο.
— Πέρασαν κι από δώ· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα…
— Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είναι να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πεις του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα ταιριάζει, θαρρώ, πρι να ’ρθεις στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών.
— Και ποίος ήτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπεί.
— Εγώ ήμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.
— Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η κερα-Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ’ αυτή την ομιλία απάνω ήταν καθισμένη με τ’ αργόχειρό της και άκουγε μ’ ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ’ αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιότερο στο πρόσωπο της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας. Μισόφεγγε στα μάτια της κάποια ελπίδα, που τον άντρα της δεν τόνε φώτιζε· κάποια πίστη που σ’ αντρίκιες καρδιές εύκολα δε ριζώνει.
— Μα δεν είναι, κερά μου, να μη φωνάξει άνθρωπος, απολογιέται ο Σφακιανός. Ακούς εκεί, λέει, ποιος ήτανε να τα μαρτυρήσει! Θυμάσαι, δόξα να ’χει ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές.
— Και δεν τα θυμούμαι τα κόκαλα τ’ ασπρισμένα στη χαράδρα μέσα;
— Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ν’ αρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.
—Α συφωνεί ο κυρ-Αλεξαντράκης, λέει ο Μυλόρδος, ίσως καλύτερα έτσι. Έχω να τ’ ακούσω και κάμποσα χρόνια.
— Μπράβο, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Αλεξαντράκης· να τα καλομάθω και γω.
— Κρίμας που δεν είναι χειμώνας, να ψήνουμε και κάστανα, λέει η Κερά Φωτεινή εκεί που έραβε. Να σας φέρω όμως μερικούς πεπονόσπορους.
— Εγώ λέω να μας φέρεις κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψει.
Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός.
—Ήταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλει κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσεις τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.
Καλοστρώνουνται οι φίλοι, μέσα στον κάμπο του Ασκυφού, και μας απαντέχουνε να κατεβούμε να τους προσκυνήσουμε. Εμείς πάλε είπαμε, παρά προσκύνημα κάλλιο την τέχνη μας την παλιά. Όλη νύχτα την περάσαμε τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια από τα χωριά. Ως και στο Μάλαξα στείλαμε και φωνάξαμε τους μερικούς Ασκυφιώτες, που φύλαγαν εκείνο το κάστρο, να ’ρθουν κι αυτοί. Κι έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά.
Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω. Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά, πίσω από κάτι χαμηλότοιχους. Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στ’ άρματα, κι από την ώρα εκείνη ως τ’ απομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια. Οι δικές μας οι τουφεκιές δεν έκαμναν τόσο βουητό, μα μήτε και στον αέρα δεν πέφτανε.
Σιγά σιγά οι πεντακόσοι μας γίνουνται χίλιοι με τους χωριανούς που ολοένα μαζεύουνταν. Τρέχει τότες μια παρέα κατά τα βορινά του κάμπου και τους περεχάει κι από κει. Ξάφνισμα, και τρομάρα αμέσως οι Τούρκοι που βρίσκουνταν κατακεί. Κοντοστέκουνται μια στιγμή, κι ύστερα λάσπη! Τους τηρούν οι άλλοι κοντά μας, δρόμο κι αυτοί. Τους περνούμε τότες το κατόπι, και δώσ’ του βόλι στα πισινά τους καθώς τραβούσαν κατά το μονοπάτι που πάει στ’ Αποκόρωνα. Καθώς κατρακυλούσαν τα μέρη που ο λόγγος αρχινάει και στενεύει, παίρνουνε μερικοί μας δίπλα τα βουναράκια, και τρέχοντας σα λαγωνικά τους προκάνουμε ό,τι αρχίζανε και ξεμύτιζαν παρακάτω στη χαράδρα. Ένας ένας πέφτανε σαν τις μύγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είναι χαμένοι, κι όπου φύγει φύγει πια τότες. Αφήνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσεις από κει και να μη λιγοθυμήσεις από τη βρόμα.
Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε. Κάμποσες μέρες γυρίζαμε τα βουνά και τους ξεπαστρεύαμε όσους βγήκαν από το δρόμο τους να γλυτώσουν. Ως χίλιοι τους πρέπει να πήγανε τότες. Καλά και κάνεις το σταυρό σου, κερά μου. Για το τιμημένο το σώμα και το αίμα του Χριστού πολεμούσαμε τότες, κι ο παπάς με τη σημαία μπροστά μπροστά. Σίδερο η καρδιά μας, σίδερο και τα κορμιά μας. Χάδεμα δε δεχούμαστε από τις γυναίκες μας τις μέρες εκείνες. Σαν έχει το νου του σε φιλιά και σ’ αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ’ ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο.
Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ωστόσο τα ’βγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.
— Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κι ήρθε, θαρρώ, η ώρα ν’ ακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε.
— Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός. Δεν μπορούσανε να δείρουν το γάδαρο κι έδειραν το σαμάρι.
— Όπου άντρας, μα νέος μα γέρος, τον έκοβαν. Όπου παιδί και γυναίκα, σκλαβιά κι ατιμιά.
— Κι ο Σερήφ Πασάς τα συχωρούσε μαθές αυτά; ρωτάει ανυπόμονα ο Μυλόρδος.
— Ο Πασάς; Και ποιος τόνε ρωτούσε τον Πασά; Αυτοί ήταν έξω φρενώ. Σαν μπόρα πλακώσανε φοβερή. Μόλις το πήρε τ’ αυτί μας τ’ άγριο της το βουητό και σκαρφαλώσαμε τον Ψηλορείτη σα γίδια. Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα.
Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ’ ολοανοιχτά μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούσει την ιστορία.
— Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός. Τέσσερα από τα παιδιά μας τα είχε παρμένα Χάρος. Μας έμνησκαν τρία, η Καλλίτσα, ο Γιάννης, κι ο Κωστάκης, το βυζαστάρικό μας. Για να γλυτώσουμε τα δύο τα μεγαλύτερα από το θανατικό, τα βάζουμε σε παράμερο καλύβι λίγο έξω από το χωριό, κοντά σε μια γυναίκα που είχε και δικά της άλλα τρία παιδιά. Εμείς με το μικρό τον Κωστάκη μείναμε σπίτι. Τότες ήταν που ξέσπασε το κακό. Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τ’ άλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κι είπα της Φωτεινής να προσμείνει λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται. Τρέχω λοιπό σαν αστραπή στο καλύβι και τους λέω να μη νοιάζουνται, μόνο να κάθουνται μέσα κρυμμένοι, κι οι Τούρκοι δε θ’ ανέβουν ως εκεί απάνω. Ξαναγυρίζω κατόπι τρεχάτος στο σπίτι να πάρω τη γυναίκα μου με το μικρό μικρό και να φύγω. Ζυγώνω δε ζυγώνω, και τι να δω! Τούρκοι γεμάτο το σπίτι, και μόλις πρόφτασα να δω τη Φωτεινή μου που την κουβαλούσανε με τον Κωστάκη στην αγκαλιά της!
Πήρα τα βουνά, σαν τρελός.
Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάει ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίσει, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα.
— Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τ’ ακούγει, δε μου ’ρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι. Ας είναι καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι.
Κι έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τ’ ανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό! Δεκατισμένο από το θανατικό, που μας έφαγε τρία, κι από των άπιστων τη ρημαξιά, που μας άρπαξε άλλα δυο, την Καλλίτσα και το Γιανάκη. Δίκιο είχα γω σαν το ’λεγα, τότες που φεύγαμε, της γριάς του καλυβιού πως δε θα περάσουν από κει απάνω οι Τούρκοι. Και μήτε πέρασαν από κει. Σαν τ’ αστροπελέκι που κόβει ίσιο δρόμο και ξολοθρεύει, έτσι διάβηκαν κι έφυγαν. Κι ωστόσο ένας τους—ο Εξαποδός πρέπει να τόνε σκούντηξε—βγήκε από το δρόμο του να μαζέψει για το ζο του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχει κι ήταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κι είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώσει την πόρτα. Τι να κάμει η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως ήταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξι. Και τώρα να δείτε το πιο παράξενο. Εκεί στο Διβάκι, σα χωρίστηκε πρώτα η γυναίκα με τα τρία παιδιά της από την Καλλίτσα κι από το Γιαννάκη, και κατόπι πάλε ο Γιανάκης από την Καλλίτσα, και τοιμάζουνταν ένας Αράπης να φορτώσει τη δύσμοιρη την κόρη μας και να την κατεβάσει στο λιμάνι για το Μισίρι, τι άλλο να δει η σκλαβωμένη η μάνα της από το παράθυρο του σπιτιού που την είχαν κλεισμένη, παρά την Καλλίτσα σε κοφίνι μέσα απάνω στ’ άλογο, ξεκινώντας για το ταξίδι της αλησμονησιάς και της ατιμίας! Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούσει, και ποιος να τη νοιαστεί! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της.
— Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή;
— Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα.
Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κι η Φωτεινή.
— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ’ άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο.
— Βέβαια πως μ’ άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κι η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρει την ακριβή μου μια μέρα.
— Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και…
— Σταθείτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα να θέλει κάτι να μας πει από δω ο Μυλόρδος.
— Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.
— Οχτώ χρόνια, Μυλόρδε μου, και άλλο δε μάθαμε παρά πως τήνε στείλανε στο Μισίρι. Όσο για τον αδερφό της το Γιαννάκη, αυτός έμεινε στο Μεγαλόκαστρο μ’ έναν Αγάν, και τούρκεψε, και τώρα μήτε να μας ξέρει πια δε θέλει.
— Αμέ ο Κωστάκης, το μικρό μικρό;
— Δεν την είπαμε ωστόσο του καημένου μας του Κωστάκη την τύχη, γυρίζει και λέει ο Προεστός της γυναίκας του. Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξι παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα!
— Εκείνο μας το πήρε ο θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα, η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα! Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τ’ άλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του το ’πα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα που ο τρόπος, και σαν πας, λέει, που να πρωτογυρέψεις! Και σε ποια χαρέμια θα σ’ αφήσουνε να μπεις! Κι αν τη βρεις, ποιος Πασάς θα σου τήνε δώσει, που τα γαλανά της τα μάτια μονάχα…
— Σπάνιο πράμα, γαλανά μάτια στην Κρήτη! παρατηράει ο Μυλόρδος.
— Να κάτι πιο βαθύτερα από τα δικά σας.
Ανάγκη δεν ήταν κι απ’ αυτό το σημάδι να καταλάβει ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρα-Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάνα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάιρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ’ ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμει συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής. Αυτά, όμως όλα, πώς να τα ξεστομίσει με τρόπο που να μην αποτρελαθούν από τη χαρά τους οι μυριοβασανισμένοι οι γονιοί της, αυτό ως την ώρα ο Μυλόρδος δεν το καλοσυλλογίστηκε τόσο λίγο ίσως το ’λπιζε να τους βρει.
Αποφάσισε λοιπό να τους καλονυχτίσει και να συχάσει αυτή τη νύχτα, αφού είπε και ξαναείπε της κερα-Φωτεινής πως καλά κάμνει κι ελπίζει πάντα.
Τ’ αποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή.
— Να πάρεις τ’ άλογο κι ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσεις αυτό το γράμμα, και να τους φέρεις εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.
— Μα σαν τι μαθές να τρέχει; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός.
— Σαν τι να τρέχει; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν το ’νοιωσες ακόμα πως η κερα-Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είναι Κρητικιά, και πως είναι η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε τ’ αυτί σου τ’ όνομά της τότες που τήνε φώναζε ο άντρας της να πει να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;
— Μεγάλος πως είναι ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είναι τώρα μ’ αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμεις ώσπου να γυρίσουμε πίσω;
— Βλέπω κι έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο. Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, ήταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ωστόσο μη χάνεις καιρό εσύ.
Έφυγε ο Σφακιανός με τ’ άλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέσει το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.
— Να με συμπαθήστε που πρέπει να καρτερέψω καμιά δυο μέρες εδώ, τους είπε απάνω στον καφέ ο Μυλόρδος, ώσπου να γυρίσει ο οδηγός μου με μερικούς συνταξιδιώτες που πρέπει να σας δουν και να σας γνωρίσουν. Είναι ένας άλλος Άγγλος κι η γυναίκα του, ρωμιοπούλα όμως αυτή, και μάλιστα Κρητικιά.
— Άμε στο καλό, άνθρωπε μου, φωνάζει μ’ ολόφεγγο πρόσωπο η Προεστίνα, που με κάμνεις και περνούνε λογιώ λογιώ στοχασμοί από το νου μου! Δε λέω πως δε θα μας ξανάρθει η Καλλίτσα, ο Εγγλέζος όμως αυτός —
— Ορίστε μας πάλε πρωί πρωί! μουρμουρίζει ο κυρ-Αλεξαντράκης.
— Καλέ αφήστε τη να ελπίζει και να προσμένει, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είναι η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είναι και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου;
— Να το! Δε σου το ’λεγα τόσα χρόνια; Ξεφωνίζει αφήνοντας τον καφέ της χάμου η κερα-Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελαμένη. Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει.
— Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ-Μυλόρδε, και καλύτερα να μη την πειράζετε έτσι.
— Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είναι αυτή που θα ’ρθει μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κι είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.
Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή κι οι δυο τους, πατέρας και μάνα.
Ώσπου όμως να ξανανοίξει το στόμα του ο Μυλόρδος, που έτρεμε μην τύχει και τους παραταράξει, βρέθηκε τ’ αντρόγυνο αγκαλιαστό, κι άλλο πια τώρα δεν άκουγες παρά κλάψες κι αναρρουφήματα.
— Να σας πω τώρα και κάτι άλλο, κάνει ο Μυλόρδος, να μη χασομεράτε και πολύ. Η κόρη σας τώρα είναι καλομαθημένη, έξι χρόνια στο σκολειό, κι άλλα δυο στην Αγγλία. Και ν’ αρχίστε αμέσως κιόλας να τοιμάζετε. Έχουν και δούλους. Κρεβάτια όσα μπορείτε. Να πάρτε μάλιστα και το σπίτι το διπλανό για καμιά βδομάδα. Από χρήματα να μη νοιάζεστε.
— Μια βδομάδα! Χριστέ και Παναγιά! Να το κουνήσουν δεν έχουν πια από δω πέρα! φωνάζει η κερα-Φωτεινή.
— Αυτά τα βολεύετε και σαν έρθουν. Ίσως σας πάρουν κι εσάς μαζί τους στην Αγγλία. Δουλειά τώρα. Εγώ πηγαίνω ως το Καστρί να γυρέψω αντίκες, και δε θα με ξαναδείτε ως μεθαύριο. Γεια σας.
— Μια στιγμή, να μου ζήσεις, Μυλόρδε, που μας έφερες τέτοια νεκρανάσταση! Μια στιγμή, να μας πεις τι λογής έτυχε αυτό το πρωτάκουστο! Από το χαρέμι μαθές την πήρε;
— Την πήρε από τα χέρια του Θεού και σας τη φέρνει τώρα. Τ’ άλλα τα μαθαίνετε από την ίδια σαν έρθει.
Και ξεκίνησε ο Μυλόρδος κατά το αγαπημένο του το Καστρί.
Μετά μερικές μέρες, εκεί που κοίταζαν και καμάρωναν κι έκοβαν κι έραβαν από μακριά οι καταχαρούμενοι οι Αποδουλιώτες περπατούσανε στο βασίλεμα του ήλιου κατά τα ξώχωρα του Αποδούλου δίπλα στο Ψηλορείτη, και σεργιάνιζαν τις ομορφιές ολοτρόγυρα, η περήφανη η Φωτεινή με την πεντάμορφη κόρη της, και κάπου σιμά τους κι ο Μπάρτλεης με το Μυλόρδο. Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κι οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες.
Ο κυρ-Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού.