Και νεκρός ελεήμων

Από Βικιθήκη
Καὶ νεκρὸς ἐλεήμων
Συγγραφέας:


Α'
Ὡσὰν τὸ Δῆμο πλούσιος κἀνεὶς δὲν ἐγεννήθη·
τί εἶχε δὲν ἐγνώριζε· τὸ ἄμμο ποιός μετράει;
Ὅμως καὶ σπλαχνικώτερα κἀνεὶς δὲν εἶχε στήθη·
ὅ,τι κι' ἂν εἶχε τὤδωσε· γι' αὐτὸ ψωμοζητάει!
Άρρωστος τώρα, γέροντας καὶ μὲ κορμὶ σκυμμένο
στοὺς δρόμους τὸ χεράκι του ἁπλόνει τ' ἁγιασμένο·
ἀπὸ ἐκείνους πὤδινε ζητεῖ ἐλεημοσύνη·
ὅμως γιὰ κεῖνον δὲν ζητᾷ μονάχα· πάλι δίνει...
Ὁ μεγαλόδωρος πτωχὸς ἔχει πτωχοὺς ἀκόμα
καὶ τὸ ψωμὶ ποῦ τοῦ πετοῦν τὸ δίνει σ' ἄλλου στόμα.

Β'
Κι' ἂν βρέχῃ, κι' ἂν βοριᾶς φυσᾷ, κι' ἂν πέφτῃ ἀστροπελέκι,
τὸ γεροντάκι τὸ καλὸ στὸ σπιτι του δὲν στέκει·
πηγαίνει ἐδῶ, σύρνετ' ἐκεῖ, σὲ κάθε θύρα μπαίνει,
κι' ὅτι τοῦ δίνει ὁ Θεὸς στὸ σάκκι του δὲν μένει·
τρέχει νὰ εὕρῃ πειό πτωχούς... καὶ δίνει, δίνει, δίνει·
ἕνα κομμάτι μοναχὰ ψωμὶ γι' αὐτὸν ἀφήνει...
Μ' αὐτὸ δειπνᾷ χαρούμενος εἰς ἕνα ρημοκκλῆσι·
δὲν ἠμπορεῖ νὰ κοιμηθῇ χωρὶς νὰ ἐλεήσῃ!
….....................................................................
Μοιράζωντας νυχτώθηκε μιὰ μέρα· κουρασμένος
ὁ γέρος ἦταν· ὁ βοριᾶς φυσοῦσε λυσσασμένος·
πολὺ πεινοῦσε, βιάζουνταν νὰ πᾷ στὸ ρημοκκλῆσι,
μ' ἕνα κομμάτι ὁλόμαυρο ψωμάκι νὰ δειπνήσῃ,
ὅταν τοῦ ἐφάνη στεναγμὸ πῶς ἄκουσε πνιγμένο,
φωνὴ γλυκειά καὶ θλιβερὴ σὰν κείνου ποῦ πεθαίνει,
κ' ἔστρεψ' ὁ γέρος γρήγωρα· μπρὸς σὲ φανὸ ἀναμμένο,
εἶδ' ἕνα νειὸ κατάχλωμο σὲ μιὰ γωνιά νὰ μένῃ.
Στὴ μέση ἦταν τὰ χρυσᾶ μαλλιά του χωρισμένα
κ' εἶχε τὰ μάτια τοῦ ἀμνοῦ τὰ παραπονεμένα...
«Πεινῶ, τοῦ εἰπε· δόσε μου λίγο ψωμί, πεθαίνω!»
Δὲν εἶχε ἀκόμη ὁ πτωχὸς τὸ λόγο τελειωμένο,
καὶ τὸ κομμάτι τὸ ψωμὶ ποὖχε γιὰ κεῖνον μείνει,
ὁ Δῆμος ὁλοπρόθυμος στὸ χέρι του τ' ἀφήνει...
Γλυκὰ τοῦ νειοῦ τὸν κύτταξε τὸ λυπημένο μάτι·
«Καὶ σύ;» τοῦ εἶπε· «Ἔφαγα κ' εγὼ ἕνα κομμάτι...»
Ἆ, τέτοιο ψέμμα καὶ θεὸς μπορεῖ νὰ εἰπῇ ἀκόμα!
Ἐχαμογέλασε τοῦ νειοῦ τὸ πικραμένο στόμα,
κ' εἶπε· «πριχοῦ σ' ἀφήσω,
ἤθελα κἄτι, γέροντα, κ' ἐγὼ νὰ σοῦ χαρίσω·
ξέρω τί θέλεις...» ἔλαμψε μὲ μιᾶς ἡ φορεσιά του
κ' ἔγινε φῶς ἡ ὄψι του κι' ἀκτῖνες τὰ μαλλιά του...
«Ἀμήν, ἀμήν, λέγω εἰς σέ· καὶ ὅταν ἀποθάνῃς,
καὶ τότε πάλι θὰ μπορῇς κι' ἄλλα καλὰ νὰ κάνῃς!»
Εἶπε καὶ ἀναστέναξε καὶ στὸ σκοτάδι ἐχάθη·
ὁ γέρος, κεῖ ποῦ βρέθηκε, γονατιστὸς ἐσταθη,
κι' ὅπου τὸ πόδι τοῦ πτωχοῦ προτήτερα πατοῦσε,
ἐκεῖ μὲ χείλη τρέμοντα τὸ χῶμα ἐφιλοῦσε,
γιατ' ἔννοιωσε ὅτι ὁ νειός, ὁ ζήτουλας ἐκεῖνος,
ἦταν ὁ ἅγιος ἀμνός, τοῦ Γαβριὴλ ὁ κρίνος.
.......................................................................
Ὅταν μιλᾶτε μὲ πτωχό, προσέχετε· ποιός ξέρει
ἄν δὲν μιλᾶτε μὲ Θεό, κι' ἂν τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι
δὲν πιάνετε, σὰν δίδετε παιδιά μου ἐλεημοσύνη;
Μεγάλη πρέπει προσοχὴ καθένας ὅταν δίνῃ!
Γιατί... ὁ ἅγιος Θεός, ὅταν μᾶς δοκιμάζῃ,
κορῶνες καὶ βασιλικὰ φορέματα δὲν βάζει...
.........................................................................
Λίγος ἐπέρασε καιρὸς ἀπὸ τὴ νύκτα ἐκείνη,
κι' ὁ Δῆμος πάντα ἐλεεῖ κι' ὁ Δῆμος πάντα δίνει·
μὰ μιὰν αὐγὴ δὲν φάνηκε στ' ἀγαπητό του μέρος
ὁ ἁγιασμένος γέρος!
Κ' ἐπέρασε κι' ἄλλη αὐγή, ἐπέρασε καὶ ἄλλη
καὶ δὲν ἐφάνη πάλι...
Στὸ ρημοκκλῆσι ἔτρεξαν ἀνησυχ' οἱ πτωχοί του
κ' ἐκεῖ τὸν βρήκανε νεκρό... τὸ ὑστερνὸ ψωμί του
κρατοῦσε σὰν νὰ τὤδινε· τὸ θᾶμμα εἶχε ἀρχίσει·
ὁ χάρος δὲν ἐμπόρεσε τὸ χέρι του νὰ κλείσῃ!...
Ἕνας φτωχὸς τὸ φίλησε, τὸ ἔκαμε κομμάτια
καὶ τὤδωσε ἀντίδωρο μὲ βουρκωμένα μάτια...

Γ'
Λάκκο τοῦ ἔσκαψαν βαθὺ στ' απάτητο χορτάρι·
μὰ βρῆκαν κεῖ ποῦ ἔσκαβαν, ὀπίσ' ἀπ' τ' ἅγιο-Βῆμα,
φλουρὶ γεμᾶτο ἕνα μικρὸ παμπάλαιο πιθάρι·
 ἄχ, ἔμοιαζε τὸ χέρι του τὸ σπλαχνικό του μνῆμα...
Μὲ δάκρυο ἐθάψανε τὸ ἅγιο κορμί του
καὶ μαῦρο τοῦ ἐστήσανε σταυρὸ στὴν κεφαλή του.