Καθαρμοί (Σικελιανός)
Καθαρμοί Συγγραφέας: |
Ο ύμνος στην Ελένη→ |
Από το Πάσχα των Ελλήνων (1918-1919) |
Ντυμένος το μυρόβλητον αθλητικό χιτώνα,
στης ηλικίας το πλήρωμα σαν ήρθα του Χριστού,
του πάνοπλου Έρωτα γυμνή την άμετρην εικόνα
τηρώντας, μες στου πόθου μου τα βάθη του μεστού,
στερνήν ωσά ν’ αντίκρισα φορά τον Ελικώνα·
κι ως ίσκιος δε μου μόλεψε τη σκέψη, ενός μιστού,
αλλά φτερά θεοήλατα μεμιάς μ’ ανασηκώνα’,
αλλά φτερά αμολόγητα πιο πλέρια του πιστού,
ο νους μου, την ανθρώπινη που κατασύντριψε έννοια
και την πρωτόπνοη θέριεψε μονάχα πιθυμιά,
ιερό πουλί π’ αδράχτηκεν από κλαδιά ατσαλένια
και στάθη και στοχάστηκε την άχραντη ερημιά,
στις άγιες χύθηκε κορυφές που εγαλανίσαν πάλι!
Στους μυστικούς, πασίφωτους δοσμένος καθαρμούς,
με του κορμιού μου, του Θεού που επάλεψε την πάλη,
λυμένους όλους στης ζωής, το πνέμα τους αρμούς,
στην άνθηση βυθίστηκε που σπαταλάει τα μύρα,
κι αντάμα πνέοντας πέλαγο, κοιλάδα, και βουνό,
καθώς το δρυ, των κλώνων του την πράσινη πλημμύρα
π’ αργοσαλεύει, ελίχνισε βουβά τον ουρανό!
Και πια η ψηλή βουνοκορφή που πνέω, καθώς το κύμα
που σπρώχνει τον κολυμπιστήν, απ’ τη βαθιά δροσιά,
σα χέρι, για να ιδεί τη γη που ολόκαρδα αποθύμα,
μου ξεσκεπάζει την κρυφήν αλήθεια ως τα νησιά.
Στέρεοι, μεγάλοι στοχασμοί μού πλένε όλη τη μέρα
μες στην γαλάζιαν άβυσσο, στο διάπλατο ουρανό,
σαν τα ξεφτέρια που άτρεμα γυρίζουνε στον αέρα
κύκλους ακέραιους, ήσυχους, απάνω απ’ το βουνό …
Λαμπρή γυναίκα το ψωμί, στο δυνατό ανηφόρι,
καθημερνά ανεβάζει μου στην άπειρη σιωπή,
γυναίκα Μούσα, ολόισα που υψώνει το αρτοφόρι:
στην κεφαλή της στέφανο, του ηλιού που καίει, σκεπή.
Μες στο λαμπρό, κατάλευκο, που σιγοτρέμει, αέρα,
στου ανήφορου το στρίψιμο, που πια κι ο ανασασμός
φουσκώνει, θάμα χύνεται μεγάλο η καλημέρα,
κ’ η φλόγα του προσώπου της στο νου μου ευτυχισμός!
Αδερφικό το σάλεμα του δυνατού χεριού της
σκορπίζει μέσα μου άξαφνα του ανθρώπου τον παλμό,
κι απ’ την ανάπνοια, απάνω της που εστάθη, του χωριού της,
ακούω στα σπλάχνα μου της ζωής ακέριο τον ψαλμό.
Μπροστά μου στέκει, απάρθενα κομίζοντας τα δώρα,
η απλή γυναίκα: το κρασί, το γάλα, το ψωμί.
Γυμνή η χαρά, στον άνεμο της θείας κορφής, Πανδώρα,
το πνέμα ακέριο αγνάντια μου, κι ακέριο το κορμί.
Κι ο πειρασμός τη σάρκα μου, θεϊκιά, και δεν τη ’γγίζει,
τι μέσα μου ζυγιάζεται μεγάλος ο σκοπός,
καθώς το δέντρο που την πνοή της άνοιξης στραγγίζει
κι ωσάν καρδιά τού αρχίνησε να φαίνεται ο καρπός!
Λόγια αγαθά στ’ αδέρφια της, στερέωμα της καρδιάς της,
στέλνω μονάχα μήνυμα, σα φεύγει σιωπηλή·
κόμπο τα δένει, μυστικό, στην άκρη της ποδιάς της,
σκύβει τα βλέφαρα άσειστα στη γη, και δε μιλεί …
Σε λίγο πάλι, στης κορφής τα πνέματα, τα χέρια
σηκώνω, ως σκώνει ο άνεμος του ελάτου τα κλαδιά,
και με τα πρώτα π’ αρχινάν να τρεμοσειώνται αστέρια
λαμπρή ανατέλλει μέσα μου και λεύτερη η καρδιά!
*
Με τη μορφήν ανάγυρτη, στη δυνατή μου κλίνη
π’ όλα βωδάει τα βότανα, γαλήνιος βυθισμός
ξάφνου τα μάτια μου, ανοιχτά στον ουρανό, όπως κλείνει,
και μοναχά στο στήθος μου βαθιός κυματισμός,
σε μονομιάς της άβυσσος ν’ αδειάζω τον κρατήρα,
ρυθμίζει από τα σπλάχνα μου, μεστά και γαληνά,
το σκότος μέσα μου αρχινά να βάφεται πορφύρα,
θρεμμένη στο αίμα δύναμη γιγάντια μού ξυπνά!
Τότε, καθώς κολυμπιστής που, μπρος στο μέγα κύμα,
απ’ τη στρωτήν ακρογιαλιά, γυμνός, και προχωρεί
με το γαλήνιο, στέρεο και αχτιδοβόλο βήμα
προς τη δροσιά που αγνάντια του κορφώνεται σκιερή,
ατάραχα βυθίζομαι μες στα γαλήνια σκότη
που μέσα μου χαράζουνε ιερά· κι απ’ την κορφή
στη φτέρνα, πλέρια απάνω μου λαμποκοπάει μια νιότη,
μεστή κι ακαταπόνετη στην αιωνίαν αφή!
Κι ωσάν οι γκιώνηδες που, ορθοί στα κυπαρίσσια μέσα,
στη μαύρη, κατασκότιδη κρυμμένοι φυλωσσιά,
ξάφνου αρχινάν ρυθμίζοντας του Ολύμπου την ανέσα·
ή, πώς μεγάλος άνεμος που αρχίζει να φυσά
αργά το βράδυ, ακούγεται το κύμα καθώς σπρώχτει
με απάντεχον αντίχτυπο σφοδρό, στη σιγαλιά,
ώσπου το πέλαο σύρρυθμο το βγάνει από την όχτη,
γλώσσες αφρού μακραίνοντας στην έρμη ακρογιαλιά:
για λίγο ακόμα, στου ύπνου μου τα πέρατα, ξυπνάνε,
με τη φωνήν ανάμεστη, του Ολύμπου οι στοχασμοί,
ώσπου όλα μέσα μου σιγάν, φλογίζονται, τερπνά ’ναι,
μ’ ένα παλμόν ολόκαρδο, καθώς οι αστερισμοί …
Κι ως άντρας, που στη δύναμην ώρμος, λαμπρός, και ξέρει,
και θέλει, και στην κλήρα του την όψη του να ιδεί
– γιατ’ είν’ ο σπόρος μέσα του πασίφωτο παιδί –
όμοια να παίρνει ο όνειρος την όψη της ευκής του
αρχίζει μες στον ύπνο του, μεστός και φωτεινός,
κ’ η αναπνοή του είναι ψυχή, κ’ είναι βουλή του Υψίστου,
κι ο πόθος μες στα φρένα του χορεύει ζωντανός:
περίλαμπρος και ο ύπνος μου, που με τα πάντα σμίγει
την καθαρή μου δύναμη στην άχραντη σιωπή,
της Πλάσης το νυφιάτικο το θάλαμο μού ανοίγει,
που όλο φωτάνε τα όνειρα τ’ αθάνατα καρποί!
*
Την ώρα π’ όλο το βουνό, μονόφωτο υψωμένο,
στη φλόγα την ατάραχη που καίει του δειλινού,
κρυφωριμάζει, ασάλευτο κι ωσά μεγαλωμένο,
όλη τριγύρα τη βουλή του διάπλατου ουρανού,
κι από ψηλά το πέλαγο διαφέγγει ώσμε τα σπλάχνα,
θαμπωτικά λαμπάζοντας σε βάθη αστραφτερά,
και τα καράβια ολάρμενα, μέσα στη σύχλιαν άχνα,
μ’ όλα ανοιγμένα τα πανιά, κοιμώνται στα νερά,
στ’ άγριο ρουμάνι, όθε φωτάν της άβυσσος τα μάκρη,
καθώς ψυχής, τριγύρα μου δεν πνέει ανασασμός,
ευφραίνομαι έτσι ατάραχος να κάθομαι άκρη άκρη
κει που κρεμάει, στα πόδια μου, πεντάβαθος γκρεμός!
Ολούθε η ανεκύμαντη με περιζώνει φλόγα
και ως σε καρπό στα σπλάχνα μου βουνίσιον έχει μπει,
καθώς η αχτίδα διαπερνά των σταφυλιών τη ρώγα
κ’ ισκιώνει ο σπόρος, ξάστερος, στο διάφανο τσαμπί!
Κι ως ο ψαράς που ασάλευτος, κρατώντας το καλάμι,
γλαρώνει στην ακύμαντη αγνάντια του αντηλιά,
το ψάρι περιμένοντας να σύρει απ’ το θαλάμι,
σα θησαυρό που αγνώριστος φωλιάζει σε σπηλιά,
στη ζέστα μέσα, προσδοκώ με βλέφαρα κλεισμένα,
και μοναχά το μέτωπον ολάκερο αγρυπνά,
με τα μηλίγγια ανάλαφρα στα πλάγια του ιδρωμένα,
χρυσά φτερά που είν’ έτοιμα να σαλευτούν τερπνά!
Κι ακούω του κόρακα κρωγμό, πολύ σιμά μου πρώτα,
που φεύγει, λαχανιάζοντας, ξοπίσω απ’ τα βουνά,
και στου πελάγου, που αρχινούν να σβήνουνε, τα χνώτα,
τα μάτια ανοίγω και κοιτώ το γλάρο που κινά …
Τότε, ως τραντάζει, στου ψαρά το γλάρωμα, το γνέμα,
κ’ αιφνίδια κλει τη φούχτα του στον άγριο σπαραγμό
που σει το ψάρι απόβαθα, όλον ορμώντας το αίμα
μες στην καρδιά μου ακράτητο, σ’ εκείνον τον κρωγμό,
στο ρόδινο το διάνεμα του γλάρου στο μπουγάζι
οπού αρμενίζει αδιάκοπα γαλήνιο και σειστό,
απ’ το βυθό του πέλαγου, στα φρένα μού ανεβάζει
γλυκό ρυθμόν ανάλαφρο, ψιλό, συγκρατητό …
Θαρρώ σαλεύουν τα νησιά· θαρρώ σκιρτά η κοιλάδα·
άξαφνα εκεί στα πόδια μου κοιτάζω, και θαρρώ
σαν ένα κύμα σκώθηκεν αθάνατο η Ελλάδα,
σέρνει τα πέλαα, τα βουνά, κι αρχίζει ένα χορό!