Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)
"Τὸ τέλος μου ἐπῆλθε ὄτε ἤμουν εὐτυχής.
Ὁ Ἐρμοτέλης μὲ εἶχε ἀχώριστόν του φίλον.
Τὲς ὕστατές μου μέρες, μ’ ὅλο ποῦ προσποιοῦνταν
πῶς δὲν ἀνησυχοῦσε, ἔνοιωνα ἐγὼ συχνὰ
τὰ μάτια του κλαμένα. Σὰν νόμιζε ποὺ λίγο
εἲχ’ ἀποκοιμηθεῖ, ἔπεφτεν ὡς ἀλλόφρων
στῆς κλίνης μου τὸ ἄκρον. Ἀλλ’ ἤμεθαν κ’ οἱ δυὸ
νέοι μιᾶς ἡλικίας, εἴκοσι τριῶ ἐτῶν.
Προδότις εἶναι ἡ Μοῖρα. Ἴσως κανένα πάθος
ἄλλο τὸν Ἐρμοτέλη νάπαιρνεν ἀπὸ μένα.
Τελείωσα καλῶς ˚ ἐν τῇ ἀμερίστῳ ἀγάπη."—
Τὸ ἐπιτύμβιον τοῦτο Μαρύλου Ἀριστοδήμου
ἀποθανόντος πρὸ μηνὸς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
ἔλαβα ἐγὼ πενθῶν, ὁ ἐξάδελφός του Κίμων.
Μὲ τὸ ἔστειλεν ὁ γράψας γνωστός μου ποιητής.
Μὲ τὸ ἒστειλ’ ἐπειδὴ ἤξερε συγγενὴς
ὅτ’ ἤμουν τοῦ Μαρύλου: δὲν ἤξερε ἄλλο τί.
Εἲν’ ἡ ψυχή μου πλήρης λύπης γιὰ τὸν Μαρύλο.
Εἴχαμε μεγαλώσει μαζύ, σὰν ἀδελφοί.
Βαθυὰ μελαγχολῶ. Ὁ πρόωρος θάνατός του
κάθε μνησικακίαν μου ἒσβυσ’ ἐντελῶς.....
κάθε μνησικακίαν γιὰ τὸν Μαρύλο —μ’ ὅλο
ποῦ μὲ εἶχε κλέψει τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐρμοτέλη,
ποῦ κι ἂν μὲ θέλει τώρα ὁ Ἐρμοτέλης πάλι
δὲν θάναι διόλου τὸ ἴδιο. Ξέρω τὸν χαρακτῆρα
τὸν εὐπαθῆ ποῦ ἔχω. Τὸ ἴνδαλμα τοῦ Μαρύλου
θάρχεται ἀνάμεσό μας, καὶ θὰ νομίζω ποὺ
μὲ λέγει, Ἰδοὺ εἶσαι τώρα ἱκανοποιημένος.
Ἰδοὺ τὸν ξαναπῆρες ὡς ἐποθοῦσες, Κίμων.
Ἰδοὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἀφορμὴ νὰ μὲ διαβάλλεις.