Κάτω η μόδα
Κάτω η μόδα Συγγραφέας: |
Ιούνιος 1882. |
Οἱ οἰκονομολόγοι τῆς Δύσεως φωνάζουν
τῶν κυριῶν τὰ λοῦσα νὰ πᾶνε νὰ χαθοῦν,
γιατὶ μ' αὐτὴ τὴ μόδα οἱ κύριοι τρομάζουν,
καὶ δὲν ἀποφασίζουν ν' ἀπογυναικωθοῦν.
Κι' ἅμα κανεὶς στὰ βρόχια τοῦ γάμου δὲν μπερδεύῃ,
μαραίνεται κι' ἡ φύσις κι' ὁ κόσμος λιγοστεύει.
Καλά σας ξυπνητούρια, ὦ οἱκονομολόγοι,
τόσον καιρὸ φωνάζω μονάχος μου γι' αὐτά,
μὰ πᾶνε στὰ χαμένα οἱ σοβαροί μου λόγοι
κι' ἡ μόδα ὅλο τρέχει ἀντὶ νὰ σταματᾷ.
Τώρα ξυπνᾶτε μόλις, σοφώτατοί μου ξένοι...
τόσον καιρὸ σᾶς εἶχαν τὴ γλῶσσα σας δεμένη;
Τὸ εἶπα καὶ τὸ λέγω! Σὰν θέλετε στὸ γάμο
γλυκειὰ νὰ βασιλεύῃ εἰρήνη καὶ μπουνάτσα,
αὐταῖς ἡ παλῃομόδαις νὰ κυλισθοῦνε χάμω,
κι' ἡ κάθε μιὰ κυρία νὰ βάλῃ κανναβάτσα.
Πρῶτος ἐγὼ τὸ εἶπα, μὰ δὲν μ' ἀκοῦν καθόλου·
γι' αὐτὸ κι' ὁ κόσμος πάει στραβὸς κατὰ διαβόλου.
Δὲν φθάνουν κάθε λίγο ἡ τόσαις συμφοραῖς μας,
θέ νἄχωμε καὶ τούτη;... ὦ! ποιὸς θὰ μᾶς γλυτώσῃ;
Τὶ λύσσα γιὰ τὴ μόδα πρὸ πάντων στῇς δικαῖς μας!
Εὑρίσκονται στοὺς δρόμους προτοῦ νὰ ξημερώσῃ.
Φαίνεται στὄνειρό τους δὲν βλέπουν τίποτ' ἄλλο,
παρὰ καμμιὰ κορδέλλα ἢ ντεκολτὲ γιὰ μπάλο.
Καὶ βλέπετε ἐμπρός σας τῶν γυναικῶν τ' ἀσκέρι
μ' ὀνείρατα καὶ μάτια ἀκόμη νυσταγμένα
πρωΐ πρωΐ νὰ στήνῃ στὰ μαγαζιὰ καρτέρι,
καὶ νὰ ξυπνᾷ τὸν κόσμο γιὰ τὰ νεοφερμένα.
Γυρνοῦν καὶ σὰν δὲν εἶναι ἡ τσέπη των γεμάτη,
γιὰ νὰ χορτάσουν μόδα καὶ μόνο μὲ τὸ μάτι.
Κυττάξετε τριγύρω τί λούσων ποικιλία!
κυττάξετε λουλούδια, κορδέλαις, τραχηλιαῖς!
μὰ πόσαις δὲν κυλιοῦνται γι' αὐτὰ στὴν ἀτιμία,
καὶ πόσαις γιὰ τὴν μόδα δὲν γουργουροῦν κοιλιαῖς!
Μὴ βλέπετε τὰ τόσα φτερὰ στὰ καπελῖνα!
ἂν μᾶς κτυποῦν στὰ μάτια, μὰ πέρνονται μὲ πεῖνα.
Εἰς τὸν βωμὸ τῆς μόδας καὶ τί καὶ τί δὲν καῖνε!
πόσαις γιὰ νἄχουν ἕνα μεταξωτὸ φουστάνι
τὸν ἄνδρα των στολίζουν μ' ἐκεῖνα, πῶς τὰ λένε...
Τιμὴ χωρὶς στολίδα καμμιὰ τιμὴ δὲν κάνει.
Καλὰ στολίσετέ μας γιὰ νὰ καμαρωθοῦμε,
κι' ἂν ἄλλο δὲν μᾶς μένῃ, τὰ κάλλη μας πουλοῦμε.
Τῆς μόδας ἡ ἀρρώστεια κάθε ἀγάπη σβύνει,
γι' αὐτὴ πολλαῖς ξεχάνουν κι' αὐτά των τὰ παιδιά,
αὐτὴ τῆς ξεντροπιάζει καὶ κούκλαις τῇς ἀφίνει,
μὲ ἄδειο τὸ κεφάλι καὶ ἄδεια τὴν καρδιά.
Πατρίς, σεμνότης, ἔρως καὶ νυμφικὸ στεφάνι,
ποδοπατοῦνται ὅλα, γιὰ τί;... γιὰ τὸ φουστάνι.
Ἄ! τί φρικτὴ ἀρρώστεια, τί μαρασμὸς καὶ φθίσις!
Τόσοι καρποὶ ἱδρώτων ἐντίμου ἐργασίας
σκορπίζονται στῆς μόδας τὰς νέας ἀπαιτήσεις,
ἀντὶ ζωὴ ν' ἀνοίξουν χαρᾶς καὶ ἁρμονίας.
Ἡ μόδα, ἄ! ἡ μόδα! τί τσέπαις ξεροστίβει
καὶ πῶς ἀπογυμνόνει καὶ ξέσκεπο καλύβι!
Ἂν θέτε Παυσανίου κι' Οὐάσιγκτων μητέρας,
ἂν ἔρωτας ζητῆτε σεμνοὺς καὶ παρθενιά,
ἂν θέλετε ἀγάπης καὶ μουσικῆς ἡμέρας,
τὴν ἄνοιξι τ' Ἀπρίλη καὶ ὄχι παγωνιά,
θυμώσετε, γενῆτε Φελλάψοι, Ἀραμπῆδες,
κι' ἔξω ἡ μόδα, πῆτε, κι' ἀπὸ τῇς Ἑλληνίδες.
Κάτω λοιπόν, γιὰ μόδαις καμμιὰ ἂς μὴ ξοδεύῃ,
ἂς γίνουν πυραμίδες μὲ γυναικῶν φουστάνια,
καὶ δώσετέ τους φόκο, ποὺ ὁ καπνὸς ν' ἀνέβῃ
ὡς μάρτυς μετανοίας ἐπάνω στὰ οὐράνια.
Νὰ παύσουν πιὰ νὰ λένε παντοῦ γιὰ φιγουρίνια,
γιὰ τρίχαπτα, γιὰ φιόγκους, γιὰ φούνταις, γιὰ σκαρπίνια.
Ἂς βάλουν κανναβάτσα καὶ πέδιλα ἀρχαῖα,
ἂν θέλουν, ἂς φορέσουν κι' ἐκείναις ἀνδρικά,
ἂς ἔρχωνται μαζί μας στὸν καφενὲ παρέα,
γιὰ νὰ μιλοῦμε λίγο γιὰ τὰ πολιτικά.
Ἂς παίζουνε μπιλιάρδο, ἂν θέλουν, κι' ἂς καπνίζουν,
ἂς γράφουν ἄρθρα, στίχους, ἀκόμη κι' ἂς ψηφίζουν.
Ἂς γίνουν, ἂν μπορέσουν, κι' αὐταῖς Πρωθυπουργίναις,
μὲς στὴ Βουλὴ ἂς φέρουν σωροὺς Νομοσχεδίων,
φθάνει νὰ λείψουν μόνο ἡ μόδαις των ἐκείναις,
καὶ ὅλα τὰ ἀχρεῖα Ζουρνὰλ τῶν Παρισίων.
Ἁπλῆ κι' ἀθῷα πάντα ἡ ὠμορφιὰ νὰ στέκῃ,
καὶ ἔτσι τῇς καρδιαῖς μας στὸ δίκτυ της νὰ μπλέκῃ.
Ἀλλοιῶς ἂν ἐπιμένῃ τῶν κυριῶν τὸ φῦλο
τὸ κάλλος ν' ἀσχημίζῃ μὲ λοῦσα δανεικά,
καλό, νομίζω, εἶναι ν' ἀρχίσωμε τὸ ξύλο,
ἴσως καὶ φρονιμέψουν μ' αὐτὸ τὰ θηλυκά.
Ξύλο, ἀφοῦ τ' αὐτιά των ἀπὸ φωναῖς δὲν πέρνουν,
πρὶν βγάλουν κι' ἄλλη μόδα ν' ἀρχίσουν νὰ μᾶς δέρνουν.