Ιστορία ενός πιθήκου
Ἱστορία ἑνὸς Πιθήκου Συγγραφέας: |
Πῶς συμβαίνει, ἀφοῦ ἀσπρίσωμεν νὰ ἐνθυμώμεθα, ὡς νὰ ἦσαν χθεσινά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρὶν ἀλλάξωμεν τοὺς γαλαθηνούς, κατὰ τὸ ἐπίθετον τοῦ κυρίου Κόντου, ὀδόντας µας, πολὺ δὲ ὀλιγότερον νὰ ἐνθυμώμεθα ὅσα ἠκολούθησαν ἀφοῦ ἀπεκτήσαμεν φρονιμἰτας, τοῦτο εἶνε ψυχολογιχὸν φαινόμενον, περὶ τοῦ ὁποίου ἔγραφαν οἱ σοφοὶ τόσα πολλά, ὥστε ἐπόμενον εἶνε νὰ μένῃ ἀκόμη σκοτεινόν. Δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ ἐπιχειρήσω τὴν λύσιν του, ἀλλὰ μόνον νὰ εἴπω ὅτι δὲν ἠμπορῶ μὲν νὰ ὁρίσω ἀκριβῶς τὴν χρονολογίαν τῶν ὅσα ἔχω νὰ διηγηθῶ, ἀλλ’ ἀφοῦ τὰ ἐνθυμοῦμαι καλὰ πρέπει κατ’ ἀνάγκην νὰ εἶνε παλαιά.
Πρὸ ἀμνημονεύτων λοιπὸν χρόνων, πρὶν ἀξιωθῶ νὰ γνωρίσω τὸν προκείμενον πίθηκον προσωπικῶς, ηὐτύχησα νὰ τὸν ἴδω εἰς καλλιτεχνικήν τινα ἔκθεσιν τοῦ Λιβόρνου ζωγραφιστόν. Ἡ εἰκὼν ἦτο ἀριστουργηματικὴ καὶ ἔφερε τὴν ὑπογραφὴν τοῦ ἐξόχου ζωγράφου Ἴζολα, ὁ ὁποῖος δὲν ἐσυνήθιζε νὰ ζωγραφίζῃ παρὰ μόνον θεούς, ἥρωες, ἀγγέλους καὶ παναγίας. Πῶς λοιπὸν ἐκαταδέχθη καταβαίνων ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον καὶ τὸν Χριστιανικὸν Παράδεισον νὰ εἰκονίσῃ πίθηκον; Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶνε ὅτι ὁ πίθηκος δὲν ἦτο φανταστικὸν ζῷον, ἀλλ’ ἀκριβὲς ἀντίγραφον ἀληθινοῦ τετραπόδου ἀνήκοντος εἰς αὐθέντην μυριόπλουτον, τὸν τραπεζίτην καὶ ἀρχαιολόγον Δημήτριον Κοῦστε, δαπανήσαντα τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα διὰ νὰ ζωγραφηθῇ ὁ πίθηκος ὑπὸ τοῦ πρώτου τῆς Ἰταλίας ζωγράφου, ἀπαραλλάκτως καθὼς καὶ ὅταν ἔπαθεν ὁ ῥηθεὶς πίθηκος κρυολόγημα, ἐκάλεσε τὸν πρῶτον τῆς Ἰταλίας ἰατρὸν Μπουφαλίνην διὰ νὰ ποτίσῃ τὴν μαϊμοῦ του χαμόμηλα, θηριακὴν καὶ θερμὸν οἶνον. Πλὴν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πίθηκον ἐνυπῆρχε πιθανῶς εἰς τοῦτον καί τις κλίσις, οὐχὶ ἀκριβῶς πρὸς ἐπίδειξιν ἀλλὰ πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι ἡδύνατο διὰ τῶν ἑκατομμυρίων του νὰ καταβιβάσῃ μέχρι τοῦ πιθήκου του τὰς κορυφὰς τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης.
Ὁ πίθηκος ἐκεῖνος τοῦ εἴδους Chimpagi ἦτο μεσαίου μεγέθους καὶ ὁμοίαζεν ἐν συνόλῳ ὅλους τοὺς πιθήκους. Φαίνεται ἐν τούτοις ὅτι ἡ ὄψις του, εἶχε τι τὸ ἀριστοκρατικόν, ἀφοῦ ἐκ τῶν θαυμαστῶν τῆς εἰκόνος ἄλλος ἰσχυρίζετο ὅτι ὁμοίαζε τὸν Πρίγμαν Γίτζολη, ἄλλος πρὸς τὴν κόμησσαν Βαλστόκραν, καὶ τρίτος πρὸς τὴν ἔξοχον ποιήτριαν κόμησσαν Βαρθολόμην· κατὰ μὲν τοὺς ἀντιπολιτευομένους ἦτο ἡ εἰκὼν τοῦ ἀσχημοτάτου πρωθυπουργού, κατὰ δὲ τοὺς κυβερνητικοὺς τοῦ δημαγωγού Ματζούσα.
Ἐνῷ ἕκαστος ἐπειρᾶτο νὰ πιθηκοποιήσῃ ὅσους δὲν ἠγάπα, ἀντήχησεν αἴφνης πλησίον τοῦ ὁμίλου φωνὴ βαθυφώνου, τόσον ὅμως βαθεῖα, ὥστε ἐφαίνετο ἐκπορευομένη ἐκ τῶν ἐγκάτων τῆς γῆς.
«Ὁ πίθηκος αὐτός, κύριοι», ἔλεγεν ἡ φωνὴ ἡ ἀνήκουσα εἰς αὐτὸν τὸν τραπεζίτην καὶ κτήτορα του ζώου Κοῦστε, «δὲν ὁμοιάζει μὲ κανένα παρὰ μόνον μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἂν τὸν εὑρίσκετε αὐτὸν ἀνάξιον νὰ ζωγραφίζεται ἀπὸ τὸν Ἴζολαν καὶ νὰ ἱατρεύεται ἀπὸ τὸν Μπουφαλίνην, σᾶς προσκαλῶ νὰ ἔλθετε τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν οἰκίαν μου νὰ τὸν ἴδετε καὶ ἐλπίζω ν’ ἀλλάξετε γνώμην. Τὸν λέγουν Θωμᾶν καὶ εἶνε σήμερον ἡ ἑορτή του. Θὰ ἀδειάσωμεν μερικὲς φιάλας σαμπάνιαν εἰς τὴν ὑγείαν του.»
Πλὴν τῆς κενώσεως φιαλῶν καμπανίτου εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ πιθήκου, ἡ αἰφνιδία αὕτη πρόσκλησις οὐδὲν εἶχε τὸ ἀλλόκοτον ἢ τὸ παράτυπον. Τὸ Λιβόρνον εἶνε, ἢ τοὐλάχιστον ἦτο, μικρὸς τόπος καὶ ὅλοι ἐγνωρίζοντo ὡς καλόγηροι τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου.
Περιττόν νομίζω νὰ περιγράψω τὴν μεγαλοπρέπειαν τοῦ Κουστείου μεγάρου· τὸ κυριώτατον αὐτοῦ κόσμημα ἦσαν καλλοναὶ Ἑλληνορωμαϊκῶν ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἀκράγαντος καὶ τῶν Συρακουσῶν, καὶ ἰδίως τὸν νομισματικὸν μουσεῖον. Ἡ διπλὴ αὕτη ἰδιότης τραπεζίτου καὶ ἀρχαιολόγου δὲν θέλει φανῇ, ὡς πιστεύω, ἀσυμβίβαστος εἰς τοὺς ἀναγνώστας ἡμῶν, ἀφοῦ ἔχομεν καὶ ἐν Ἀθήναις ἀξιόλογον τοιοῦτον· ἑπόμενον ἄλλως εἶνε οἱ ἀγαπῶντες τὰ νομίσματα ν’ ἀγαπῶσιν ἐκτὸς τῶν νέων καὶ τὰ ἀρχαῖα.
Πλὴν ὅμως ἀρχαιολογικοῦ ἦτο εἰς τὸ μέγαρον ἐκεῖνο καὶ ζῷολογικὸν μουσεῖον, ἢ μᾶλλον ἀληθὴς κιβωτός τοῦ Νῶε, διότι τὰ ζῷα ἦσαν ζωντανά. Εἶχεν εἰκοσιεπτὰ σκύλλους παντὸς εἴδους καὶ μεγέθους, ἀπὸ τοῦ ποιμενικού μολοσσοῦ τῶν Ἀπεννίνων μέχρι τοῦ κυναρίου τῆς Μάλτας καὶ τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Καρόλου, καὶ γάτας ἀναριθμήτους, τῆς Ἀγκύρας, τῆς Τάρμας, τριχρόους τῆς Ἱσπανίας καὶ χρυσότριχας τῆς Περσίας. Ὁ Κοῦστε δύναται νὰ θεωρηθῇ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τῆς σήμερον ἀκμαζούσης γατοφιλίας. Ἀλλὰ τὸ πρὸ πάντων ἀξιοθαύμαστον ἦτο ἡ ἐντὸς παραρτήματος τοῦ ὑαλοφράκτου θερμοκηπίου μοναδικὴ συλλογὴ παντοίων ὑπερποντίων πτηνῶν, ἀπὸ δύο μεγαλοπρεπών στρουθοκαμήλων μέχρι τῶν θαμβούντων τὴν ὅρασιν μικροσκοπικῶν κολυβρίων, τὰ ὁποῖα ἡδύνατό τις νὰ παρομοιάσῃ πρὸς πετώντας σμαράγδους καὶ σαπφείρους.
Ὅλον τὸ πτερωτόν, τὸ πτιλωτὸν τριχωτὸν τοῦτο γένος ἑτρέφετο καὶ ὑπηρετεῖτο δαπάνῃ ἰδιαιτέρου προϋπολογισμοῦ, ἀνερχομένου εἰς ἱκανὰς χιλιάδας λιρῶν, τὸν ὁποῖον παρουσίαζε κατὰ μῆνα ἰδιαίτερος ὑπάλληλος, φέρων τὸν τίτλον Ἐπιμελητοῦ τῶν ζώων, εἰς τὴν αὑτοῦ ἐξοχότητα τὸν βαρῶνον Κοῦστε.
Πίθηκον ὅμως εἶχε μόνον ἕνα, τὸν Θωμᾶν, ὅστις οὐδὲν εἶχε κοινὸν πρὸς τὰ τοῦ ζώου, ἀλλὰ συνεκατοίκει, συνέτρωγε καὶ συνδιεσκέδαζε μετὰ τοῦ κυρίου του, τὸ δὲ περιεργότερον εἶνε ὅτι καὶ συνειργάζετο μετ’ αὐτοῦ, ἐκτελῶν καθήκοντα βιβλιοθηκαρίου, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω. Εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀπενέμετο ἐνίοτε ἡ θέσις τοῦ βιβλιοθηκαρίου εἰς οἰκιακοὺς ὑπηρέτας, μόνον ὅμως τῶν ἰδιωτικῶν βιβλιοθηκῶν, ἐνῷ διὰ τὰς δημοσίας θεωρεῖτο τὸ ἀξίωμα ὡς μᾶλλον ἀρμόζον εἰς τοὺς λογίους. Ἐνδέχεται νὰ μετέβαλε κ’ ἐκεῖ τὰ πράγματα ὁ θρίαμβος τῶν κοινοβουλευτικῶν ἐθίμων. Ὅταν τὸ ἑσπέρας μετέβημεν εἰς τὸ Κούστειον μέγαρον, ἔσπευσε πλὴν τοῦ οἰκοδεσπότου νὰ δεξιωθῇ ἡμᾶς καὶ ὁ πίθηκος Θωμᾶς, τείνων κατά μίμησιν τοῦ κυρίου του εἰς ἕκαστον ἡμῶν τὴν χεῖρα. Διὰ τὸ ἐπίσημον τῆς ἡμέρας εἶχεν ἐνδυθῇ τὴν στολὴν τοῦ ἀξιώματός του, φράκον ἀπὸ κυανοῦν βελοῦδον, ἐρυθρὸν βρακίον καὶ λαιμοδέτην ἐκ τριχάπτου καὶ καμέλιαν εἰς τὴν κομβιοδόχην. Ὁ Θωμᾶς ὁμοίαζε πολὺ μὲ τὴν εἰκόνα του καὶ ἦτο ὅσον εὔμορφος δύναται νὰ εἶνε πίθηκος. Ἂν δὲν ἐφοβούμην νὰ μὴ θεωρηθῶ ἀντιφάσκων, θὰ ἔλεγα ὅτι ἦτο εύμορφος ἀσχημομούρης.
Καὶ τοιαῦτα μὲν ἦσαν τὰ ἐξωτερικά, τὰ δὲ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ προσόντα τοῦ Θωμᾶ ἦσαν πολὺ ἀνώτερα τούτων.
Ἀφοῦ μᾶς διηγήθη ὁ αὐθέντης του πῶς ἔτυχε νὰ τὸν εὕρῃ χειμερινήν τινα νύκτα εἰς τὸν δρόμον ἄστεγον καὶ πειναλέον, ἀπετάθη πρὸς αὐτόν: «Θωμᾶ», εἶπε, «διηγήσου εἰς τοὺς κυρίους τις ἦτο ὁ πρῶτος σου αὐθέντης καὶ διατί σ’ ἔρριψεν εἰς τὸν δρόμον.»
Ὁ πίθηκος ἔφερε σκαμνίον ἀντικρὺ τοῦ τοίχου, ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ὀπισθίων του, ἤρχισε νὰ περιστρέφῃ τὸ βλέμμα ἐπὶ τῶν προσκεκλημένων, ὡς νὰ ἤθελε νὰ τοὺς ἐπιθεωρήσῃ ὅλους, καὶ ἐπὶ τέλους προσήλωσεν αὐτὸ ἐπί τινα, τὴν ὡραίαν τῆς ὁμηγύρεως κυρίαν. Ἀφοῦ τὴν ἐκύτταξεν ἐπί τινας στιγμάς, ἔλαβε τὴν ἄκραν τῆς οὐρᾶς του μεταξὺ τῶν δακτύλων καὶ ἤρχισε νὰ περιφέρῃ αὐτὴν ἐπάνω εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἐπί τινα ὥραν ἐξηκολούθησε νὰ κυττάζῃ ἐναλλάξ τὸ πρωτότυπόν του καὶ νὰ μεταχειρίζηται ὡς χρωστῆρα τὴν οὐράν του.
«Ὡς βλέπετε, κύριοι», εἶπεν ὁ βαρώνος, «ὁ πρῶτος τοῦ Θωμᾶ αὐθέντης ἦτο ζωγράφος. Καὶ ἐκέρδιζε πολλά;» ἠρώτησε τὸν πίθηκον.
Ὁ ἐρωτώμενος ἐξύθισε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην τοῦ βραχίου του, τὴν ὁποίαν ἐξήγαγε καὶ ἀνέτρεψε, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι δὲν περιείχεν ἀπολύτως τίποτε· ἐκτύπησεν ἔπειτα δὶς καὶ τρὶς τὴν κοιλίαν του, διὰ ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ἦτο ὅσον καὶ ἡ τσέπη του κενὴ καὶ ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται τὴν πεῖναν διὰ παντομίμας ἱκανῆς νὰ ἐκπλήξη καὶ τὸν δόκτωρα Γαννὲρ τὸν νηστευτήν. Μετὰ ταῦτα ἔτρεξε πρὸς τὸ ἐντὸς τῆς αἰθούσης κρεμάμενον κορδόνιον τοῦ κωδωνίσκου καὶ ἤρχισε νὰ σύρῃ αὐτὸ κατὰ διαστήματα καὶ βιαίως.
«Θέλει νὰ μᾶς εἰπῇ», ἡρμήνευσεν ὁ κύριός του, «ὅτι ὁ πρώην αὐθέντης του ἐδέχετο πολλὰς ἐπισκέψεις.»
Ὁ πίθηκος τότε ἤρχισε νὰ παρῳδῇ τὰς κινήσεις δανειστοῦ ζητοῦντος χρήματα παρὰ μὴ ἔχοντος καὶ ὀργιζομένου ὅτι δὲν τὸν πληρώνουν. Μετ’ ὁλίγον ἐξῆλθε τῆς αἰθούσης καὶ ἀμέσως ἐπέστρεμε φέρων ἐπὶ τῶν παρδαλῶν ἐνδυμάτων του μαῦρον ἐπανωφόριον, ὀμματοϋάλια εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του πῖλον τρικαντώ. Ἡ φυσιογνωμία του καὶ ἡ συμπεριφορά του εἴχε μεταβληθῇ ἐπὶ τὸ σοβαρώτερον καὶ ἀξιοπρεπέστερον. Ἐκράτει εἰς τὴν ἀριστερὰν φύλλον χάρτου καὶ ἐσάλευε τὴν οὐράν του ὡς γραφίδα. Ἐν τοιαύτῃ περιβολῇ περιῆλθε τὴν αἴθουσαν σταματῶν πρὸ ἑκάστου τῶν ἐπίπλων, τῶν ἀνακλίντρων, ἑρμαρίων, καθρεπτῶν, λαμπτήρων καὶ τῶν ἄλλων, τὰ ἐξήταζε δὲ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ὡς θέλων νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἀγοραίαν τιμήν των, τὴν ὁποίαν ἔσπευδεν ἔπειτα, ὡσεὶ νὰ σημειώσῃ ἐπὶ τοῦ χάρτου. Ἡ μίμησις δικαστικοῦ κλητῆρος ἐνεργοῦντος ἀπογραφὴν ἦτο τελεία καὶ κωμικῶς σοβαρά, ὥστε πάντες, μὴ ἐξαιρουμένου καὶ τοῦ παρισταμένου προέδρου τῶν Ἐφετῶν, ἐξεκαρδίζοντο διὰ τὴν ἐκφραστικωτέραν καὶ τῆς τοῦ περιωνύμου μίμου Σκέτζη παντομίμαν του πιθήκου.
«Πιστεύω, κύριοι», εἶπεν ὁ βαρῶνος, «ὅτι εἶναι περιττὸν νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω ὅσα σᾶς ἐξέθεσεν ὁ πίθηκός μου, πὼς δηλαδὴ κατεσχέθησαν καὶ ἐπωλήθησαν τὰ σκεύη τοῦ ζωγράφου καὶ εὑρέθη οὖτω εἰς τὸν δρόμον ὁ πίθηκος μου, ἄστεγος καὶ πειναλέος.»
Ἡ ἑσπερὶς ἐτελείωσε δι’ ἀφθόνου καταλύσεως ὄχι μόνον βανανῶν καὶ ἀνανάδων, ἀλλὰ καὶ κερασίων, τῶν ὁποίων ἡ παράθεσις κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ ἡδύνατο να θεωρηθῇ ὡς τὸ ἄκρον ἄωτον πολυτελείας καὶ ἡγεμονικότητας καισαρικῆς. Ἀλλὰ πρὸ πάντων ἀπαράμιλλοι ἦσαν τοῦ γυναικαρέσκου πιθήκου αἱ φιλοφρονήσεις πρὸς τὰς κυρίας, ἡ καθαριότης καὶ ἡ χάρις μὲ τὴν ὁποίαν ἐξεφλούδιζε καὶ ἐπρόσφερεν εἰς αὐτὰς τὰς βανάνας ἢ ἐκρέμα εἰς τὰ αὐτιά των δίδυμα κεράσια ἀντὶ ἐνωτίων ἢ τὰς ἐπροκάλει νὰ βρέξωσι τὰ ῥόδινα χείλη των εἰς τὸ νέκταρ τοῦ Βεζουβίου, τὸ ὁποῖον ἐπωνομάσθη δάκρυ τοῦ Χριστοῦ διὰ τὴν ἡδύτητα τῆς γεύσεως καὶ τοῦ ἀρώματος. Πολλαὶ δὲ ἐκκενώθησαν καὶ φιάλαι μαλβασίας καὶ καμπανίτου εἰς ὑγείαν τοῦ Θωμᾶ, ὅστις ηὐχαρίστει ὑποκλινόμενος καὶ ἀντέπινε σουμάδαν, τὴν ὁποίαν εἶχε τὴν ἀδυναμίαν νὰ προτιμᾷ παντὸς ἄλλου ποτού.
Κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀναχωρήσεως πρόπεμψε μέχρι τῆς κλίμακος πάντας τοὺς τιμήσαντας τὴν ἑορτήν, σφίξας τὴν χεῖρα τῶν κυρίων ὡς Ἄγγλος εὐπατρίδης καὶ ἀσπασθεὶς τὴν τῶν δεσποινῶν ὡς Γάλλος ἱππότης. Οὐδὲ παρέλειψε τὸ τελευταῖον τοῦτο δυσάρεστον καθήκον, διὰ τὸν λόγον ὅτι ὁ βαρῶνος Κοῦστε διεκρίνετο ὡς δεινότατος τῆς Τοσκανίας ἐραστής, ἐκτιμητὴς ὄχι μόνον μαρμάρων καὶ νομισμάτων, ἀλλὰ καὶ τῆς ζώσης γυναικείας καλλονῆς. Ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Θαλῆς, δὲν ἐνθυμοῦμαι, εἶχεν ἐπιγράψῃ ἐπὶ τῆς εἰσόδου τῆς σχολῆς αὐτοῦ: Οὐδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω, οὕτω καὶ ὁ βαρῶνος ἀπέκλειε τῆς αἰθούσης του πᾶσαν ἀσχημομούραν, ἔστω καὶ ἂν ἦτο ἀπόγονος τῶν Μεδίκων.
Καὶ τοιαῦται μὲν ἦσαν τοῦ Θωμᾶ αἱ διασκεδάσεις, ἡ δὲ ἐργασία του ἦτο, ὡς ἤδη εἴπομεν, ἡ ἀκριβὴς ἐκτέλεσις τῶν καθηκόντων τοῦ βιβλιοφύλακος. Ὁσάκις ὁ βαρῶνος ἐκλείετο εἰς τὸ σπουδαστήριον διὰ νὰ ἐργασθῇ, ὁ Θωμᾶς ἐγκαθιδρύετο ἐπὶ τῶν γιγαντιαίων τόμων τῆς ἀρχαιολογίας τοῦ Βισκόντι καὶ δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδον παρὰ εἰς μόνους τοὺς συναδέλφους τοῦ κυρίου του ἐν ἀρχαιολογία. Ὁσάκις ἤκουε κρουόμενον τὸν κώδωνα τῆς αὐλείου θύρας, ἔτρεχεν εἰς τὸ παράθυρον νὰ ἰδῇ τίς ἦλθε, καὶ ἔπειτα ἐπανερχόμενος, τόσον πιστῶς ἀπεμιμεῖτο τοῦ ἐπισκέπτου τὴν στάσιν καὶ τὰς κινήσεις, ὥστε ὁ κύριος αὐτοῦ, μαντεύων ἀσφαλῶς τί εἶνε ὁ ἐπισκέπτης, ἠδύνατο ἐγκαίρως νὰ εἴπῃ εἰς τὸν θαλαμηπόλον του νὰ τὸν εἰσάξῃ ἢ νὰ τὸν ἀποκλείσῃ. Τὰ ἑρμάρια τῶν βιβλίων ἔφθαναν μέχρι τῆς ὀροφῆς, ἀλλ’ ὁ Θωμᾶς, σπουδάσας πιθανῶς κατὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν τὴν ἀναρριχητικὴν τέχνην εἰς τοὺς ἑκατονταπήχεις κορμοὺς τῶν φοινίκων, τῶν ἀρτοκάρπων καὶ τῶν κοκκεδένδρων τῶν παρθένων δασῶν τῆς πατρίδος του, οὐδεμίαν ἠσθάνετο δυσκολίαν ν’ ἀναρριχηθῇ μέχρι τῆς κορυφῆς τῆς βιβλιοθήκης, νὰ λάβῃ τὸ ζητούμενον βιβλίον καὶ νὰ τὸ προσφέρῃ εἰς τὸν μελετῶντα, ἀφοῦ προηγουμένως ἐφύσα ἐπ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐτίνασσε πρὸς ἀπόσεισιν τοῦ κονιορτοῦ. Ἐν ἀρχῇ ἔπρεπεν ὁ αὐθέντης νὰ τοῦ δεικνύῃ διὰ τῆς ἄκρας καλαμίου τίνα τόμον θέλει, κατόπιν ὅμως συνηθίσας ὁ πίθηκος νὰ συνδυάζῃ τὸ ἄκουσμα τοῦ δεῖνος φωνήματος πρὸς τοῦτον ἢ ἐκεῖνον, τὸν μεγάλον ἢ τὸν μικρόν, τὸν δεμένον ἢ τὸν ἄδετον, τὸν ὑψηλὰ ἢ χαμηλά, τὸν πράσινον ἢ τὸν κόκκινον τόμον, οὐδέποτε ἐκόμιζεν ἄλλο σύγγραμμα ἐκτὸς τοῦ ζητηθέντος ἢ ἐτοποθέτει αὐτὸ εἰς ἄλλην πλὴν τῆς οἰκείας θέσιν μετὰ τὴν χρῆσιν.[1] Πράγματι ἡ ταχύτης τῆς προσαγωγῆς τοῦ βιβλίου καὶ ἡ ἀπόσεισις τοῦ κονιορτοῦ καὶ τοῦ θορύβου πατημάτων εἶνε τὰ πρῶτα καὶ ἀπαραίτητα πρὸς μελέτην ἐφόδια, προκαλῶ δὲ τὸν Ἔφορον τῆς Λαυρεωτικῆς νὰ μοῦ ἐπιδείξῃ ἕνα μόνον βιβλιοφύλακα δυνάμενον νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν ἰδικόν μου.
Ἐξ ὅλων ὅμως τῶν ὑπηρεσιῶν, τὰς ὁποίας ἀπέδωκεν εἰς τὸν αὐθέντην του ὁ Θωμᾶς, ἡ μεγίστη βεβαίως εἶνε ὅτι τοῦ ἔσωσε τὴν ζωήν. Ὁ βαρῶνος, καίτοι ἀπὸ πολλοῦ δὲν ἦτο νέος, ἐξηκολούθει ν’ ἀγαπᾷ τὰς εὐθύμους ἀγρυπνίας, τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀνανάδες, τοὺς φασιανοὺς καὶ τὰς καραβίδας. Ἐκ τούτων συνέβη νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν ἐπιοῦσαν καλοῦ δείπνου ἀνίκανος νὰ τὰ χωνεύσῃ, ἡ δὲ ἀνικανότης του ἀνθίστατο ἀπὸ τριῶν ἤδη ἡμερῶν εἰς ὅλα τὰ ἰατρικά. Ὁ τελευταῖος προσκληθεὶς Ἀσκληπιάδης ἐνεφανίσθη κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του φιάλην τοῦ πασιγνώστου δραστικοῦ, τὸ ὁποῖον μόνον ἠδύνατο νὰ σώσῃ, διὰ βιαίου κλονισμοῦ, τὸν πάσχοντα ἀπὸ ἀφεύκτου ἐπικειμένου θανάτου, ἡ συνείδησίς του ὅμως τοῦ ἐπέβαλλε νὰ δηλώσῃ ὅτι ὑπῆρχέ τις μικρὸς κίνδυνος μὴ δὲν δυνηθῇ ν’ ἀνθέξῃ ὁ ἀσθενὴς εἰς τοῦ κλονισμοῦ τούτου τὰς συνεπείας.
Ὁ βαρῶνος ἐδίσταζε ν’ ἀναρρίψη τὸν κύβον καὶ ὁ ἰατρὸς παρέτασσε ἐπιχειρήματα ὅτι προτιμοτέρα βεβαίου θανάτου ἦτο ἡ μεγίστη πιθανότης νὰ σωθῇ, ὅταν ὁ πίθηκος ἥρπασεν ἀπὸ τῆς τραπέζης τὸ ἱατρικόν, ἀνέβη ἐπὶ ἑρμαρίου καὶ ἤρχισε νὰ παρατηρῇ αὐτὸ μετὰ προσοχῆς, νὰ τὸ ὀσφραίνεται καὶ ἔπειτα ν’ ἀποστρέφῃ τὸ πρόσωπον μετ’ ἀηδίας, νὰ κυττάζῃ τὸν ἀσθενῆ καὶ νὰ σείῃ τὴν κεφαλὴν ὡς συμβουλεύων αὐτὸν νὰ μὴ λάβῃ τὸ δύσοσμον ἰατρικόν. Ἐπὶ τέλους, ἤρχισε νὰ κινῇ τὴν φιάλην ἄνω καὶ κάτω, ὡς ἂν εἶχεν ἀναγνώσῃ ἐπὶ τῆς ἐπιγραφῆς αὐτῆς τὸ στερεότυπον: Ἀνακίνησον πρὶν ἢ λάβῃς.
Ἡ παντομίμα ἦτο εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ἐκφραστικὴ καὶ ὑπερφυῶς κωμική, ὥστε δύο ἐκ τῶν παρισταμένων φίλων τοῦ ἀσθενοῦς κατελήφθησαν ὑπὸ γέλωτος ἀκρατήτου καὶ σπασμωδικοῦ. Ὁ γέλως οὗτος ἐξερράγη ὡς βόμβα, μετεδόθη ὡς πυρκαϊά, κατέλαβε τοὺς προσελθόντας ὑπηρέτας καὶ ἐπὶ τέλους καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιθανάτιον βαρώνον, τόσον ἀκράτητος καὶ σφοδρός, ὥστε ἤρκεσε νὰ προκαλέσῃ τὸν ἐπιδιωκόμενον διὰ τοῦ δραστικοῦ κλονισμὸν καὶ νὰ σώσῃ τὸν ἀσθενή.
Ὁ βαρῶνος ἔζησεν ἀκόμη χάρις εἰς τὸν Θωμᾶν πέντε ἔτη καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ μὴ τὸν λησμονήσῃ εἰς τὴν διαθήκην του. Ἐκληροδότησεν αὐτὸν εἰς τὸν φίλον του Καρπέτην, διευθυντὴν τοῦ Ζῳολογικού Κήπου μετὰ τρισχιλίων φράγκων εἰσοδήματος πρὸς συντήρησιν αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον ἔζη, καὶ περιπλέον διακοσίας χιλιάδας πρὸς πλουτισμὸν τοῦ Κήπου. Ἡ πρὸς τὸν Θωμᾶν στοργὴ καὶ μητρικὴ πρόνοια τοῦ μακαρίτου ἦτο τοιαύτη, ὥστε δὲν ἐξέχασε νὰ σημειώσῃ εἰς τὴν διαθήκην του καὶ μέχρι τίνος βαθμοῦ πρέπει νὰ θερμαίνεται τὴν νύκτα τὸ κατάλυμά του, καὶ τίνα νὰ παρατίθενται εἰς αὐτὸν φαγητά, μὴ λησμονήσας οὐδὲ τὴν σουμάδαν.
- ↑ Ὁ τοιοῦτος συνδυασμὸς ὡρισμένου τινὸς ἤχου πρὸς ὡρισμένον ἀντικείμενον δὲν ὑπερβαίνει τὴν νοημοσύνην οἰκοσίτων τινῶν ζώων, κατὰ τὰς παρατηρήσεις τοῦ Δαρβίνου κλπ.