Ιλιάδα (Πολυλάς)/φ

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Ραψωδία φ


Καὶ ὡς ἔφθασαν στὸ πέραμα τοῦ βαθυρρόου Ξάνθου,
τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἐγέννησεν ὁ ἀθάνατος Κρονίδης,
τοὺς χώρισε καὶ τοὺς μισοὺς κυνήγαε πρὸς τὴν πόλιν,
στὸ σιάδι, ποὺ μιὰ μέρα πρὶν τοῦ Ἕκτορος ἡ λύσσα
τρικύμιζε τοὺς Ἀχαιοὺς κι ἐφεῦγαν τρομασμένοι˙
καὶ ὡς ροβολώντας ἔφευγαν, ἡ Ἥρα τὸν ἀέρα
ἐθόλωνε γιὰ νὰ σταθοῦν, κι οἱ ἄλλοι στριμωμένοι
στὸν ποταμὸ ποὺ τ’ ἀργυρὰ καὶ τρίσβαθα νερά του
πέφτουν μὲ βρόντον φοβερόν, βαθιὰ βοοῦν τὰ ρεῖθρα,
ἀχοῦν οἱ ἀκροποταμιές, κι ἐκεῖνοι ἐπολεμοῦσαν    10
καὶ ἀλάλαζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ στὰ ρεύματ’ ἀφρισμένα.
Καὶ ὅπως φλόγ’ ἀνάερα σηκώνει τὲς ἀκρίδες
ἂν ἔξαφνα ξεσπᾶ φωτιά, καὶ στὸ ποτάμι ἐκεῖνες
ροβολᾶν κάτω νὰ κρυφθοῦν, ὁμοίως ἀπ’ τὴν λόγχην
τοῦ Ἀχιλλέως νὰ σωθοῦν ἄνδρες σωρὸς καὶ ἵπποι
ὅλον τοῦ Ξάνθου ἐγέμιζαν τὸ ρεῦμα ὁποὺ βροντοῦσε.
Καὶ ἄφησε ὁ διογέννητος στὴν ὄχθην τὸ κοντάρι
στοὺς κλάδους μίας μυρικιᾶς, καὶ μὲ τὸ ξίφος μόνον
πήδησε μέσα ὡσὰν θεός, κι εἶχε κακὸ στὸν νοῦν του·
κτυπᾶ δεξιά, κτυπᾶ ζερβὰ καὶ σφαζομένων βόγγος    20
βγαίνει φρικτός, καὶ τὸ νερὸ στὸ αἷμα κοκκινίζει.
Καὶ ὡς φεύγουν ἀπὸ δέλφινα μεγάλον τ’ ἄλλα ψάρια
καὶ φοβισμένα χύνονται σ’ ἀκύμαντο λιμάνι
στοὺς κόλπους, ὅτι ἁρπακτικὰ τρώγει ὅποιον φθάση ἐκεῖνος,
ὅμοια στὰ βράχη ἐκρύβονταν, στὸ φοβερὸ ποτάμι
οἱ Τρῶες· καὶ ὡς ἐκούρασε τὰ χέρια του στοὺς φόνους
ἀπ’ τὸ ποτάμι ζωντανὰ δώδεκ’ ἀγόρια πῆρε
τοῦ πεθαμένου ἀντίποινα, τοῦ ποθητοῦ Πατρόκλου˙
τὰ ἔβγαλ’ ἔξω ἀναίσθητα ὡσὰν ἐλαφομόσχια
καὶ τοὺς ὀπισθαγκώνισε μὲ τὰ καλοκομμένα    30
λουριὰ ποὺ ἐκεῖνοι στοὺς κλωστοὺς χιτῶνας ἐφοροῦσαν,
καὶ νὰ τοὺς πάρουν πρόσταξεν ἐκεῖθεν εἰς τὰ πλοῖα
καὶ αὐτὸς πετάχθη ὁλόθερμος νὰ ξαναρχίση φόνους.
Κι ἐμπρός του τὸν Λυκάονα τὸν Πριαμίδην ἦβρε
πόφευγε ἀπὸ τὸν ποταμόν, ποὺ ἕναν καιρὸν τὴν νύκτα
τὸν εἶχε πιάσει αἰχμάλωτον στὸν κῆπον τοῦ πατρός του,
ἐκεῖ ποὺ μιᾶς ἀγριοσυκιᾶς τὰ τρυφερὰ βλαστάρια
σκεπάρνιζε, τῆς ἅμαξας πλευρὰ νὰ τὰ μορφώση.
Ἐκεί, κακὸν ἀνέλπιστο, τὸν εὕρηκε ὁ Πηλείδης,
καὶ τότε τὸν ἐπούλησε καὶ ἀπόστειλε στὴν Λῆμνον    40
καὶ ἀπ’ τὸν υἱὸν τοῦ Ἰάσονος τὴν πληρωμὴν ἐπῆρε.
Κεῖθε ἀκριβὰ τὸν λύτρωσεν ὁ Ἴμβριος Ἠετίων,
φίλος του, καὶ τὸν ἔστειλε στὴν ἱερὴν Ἀρίσβην,
κι ἔφυγ’ ἐκεῖθε κι ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ πατρός του.
Ἕνδεκα μὲ τοὺς φίλους του χαροκοποῦσε ἡμέρες
ἀπὸ τὴν Λῆμνον νιόφερτος, καὶ μὲς στὴν δωδεκάτην
θεὸς πάλιν τὸν ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Ἀχιλλέως
ποὺ ἔμελλε καὶ ἀθέλητον στὸν Ἅδην νὰ τὸν στείλη.
Καὶ ἅμα τὸν γνώρισ’ ὁ Ἀχιλλεὺς γυμνὸν - ὅτ’ εἶχε ρίξει
κατὰ γῆς ὅλ᾽, ἀσπίδα του καὶ κράνος καὶ κοντάρι,    50
ὅτι τὸν ἔλιων’ ἵδρωτας, καθὼς ἀπ’ τὸ ποτάμι
ἔφευγε καὶ ἀπ’ τὸν κόπον του τὰ γόνατα τοῦ ἐτρέμαν˙
τότ’ εἶπε μὲ παράπονο στὴν ἀνδρικὴν ψυχήν του:
«Μέγα τὸ θαῦμα ὁποὺ θωροῦν τὰ μάτια τοῦτα ἐμπρός τους˙
ὡς φαίνεται θ’ ἀναστηθοῦν μἐσ’ ἀπ’ τὸ μαῦρο σκότος
οἱ Τρῶες μεγαλόψυχοι ποὺ ἡ λόγχη μου ἔχει σβήσει
ἀφοῦ καὶ τοῦτος γύρισεν ἀπ’ τὴν ἁγίαν Λῆμνον
ποὺ ζωντανὸν τὸν ἔστειλα, καὶ ἡ θάλασσα ποὺ τόσους
μακρὰν κρατεῖ δὲν μπόρεσε τὸν δρόμον νὰ τοῦ φράξη.
Ἀλλὰ τώρα τὴν λόγχην μας κι αὐτὸς ἂς δοκιμάση    60
γιὰ νὰ γνωρίσω ἂν ἀπὸ κεῖ ποὺ θὰ τὸν στείλω ὁμοίως
θενὰ γυρίσ’ ἢ ἂν ἡ γῆ θὰ τὸν κρατήσ’ ἡ θρέπτρα,
ποὺ καὶ τὸν γενναιότερον κρατεῖ στὸ μαῦρο χῶμα».
Μὲ τούτους τοὺς διαλογισμοὺς ἀνάμενε, ὥσπου ἐκεῖνος
σβησμένος τὸν πλησίαζεν, ἐμπρός του νὰ προσπέση,
νὰ μὴ τὸν ἔβρη θάνατος κακὸς καὶ μαύρη μοίρα.
Τὴν λόγχην σήκωσ’ ὁ Ἀχιλλεὺς αὐτοῦ νὰ τὸν πληγώση·
ἔσκυψ’ ἐκεῖνος, ἔτρεξε καὶ ἀπὸ τὰ γόνατά του
ἐπιάσθη καὶ ἀπὸ πίσω του περνώντας στέκ’ ἡ λόγχη
στὴν γῆν καὶ σάρκ’ ἀνθρώπινη ποθοῦσε νὰ χορτάση.    70
Καὶ μ’ ἕνα χέρι τοῦ ’πιανε τὰ χέρια ὡς ἱκέτης·
μὲ τ’ ἄλλο αὐτοῦ στὴν γῆν σφικτὰ κρατοῦσε τὸ κοντάρι:
«Ἄ! σ’ ἐξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Ἀχιλλέα,
ποὺ εἶμαι ἱκέτης σεβαστὸς ἀκόμη ἀπ’ τὴν ἡμέραν,
ποὺ μὲ σὲ πρῶτον γεύθηκα τῆς Δήμητρος τὸν σπόρον,
ὅταν ἀπὸ τὸν κῆπον μου αἰχμάλωτον μ’ ἐπῆρες,
καὶ ἀπ’ τὸν πατέρα μου μακρὰν καὶ ἀπὸ τοὺς ποθητούς μου
νὰ μὲ πουλήσουν μ’ ἔστειλες στὴν Λῆμνον τὴν ἁγίαν,
κι ἑκατὸ βόδι’ ἀπόκτησες· καὶ μ’ ἄλλα λύτρα τώρα
τρίδιπλα ἐξαγοράστηκα· καὶ δώδεκα ἔχω ἡμέρες    80
ποὺ ἀφοῦ παράδειρα πολὺ στὴν Ἴλιον ἐπανῆλθα.
Μοίρα κακὴ στὰ χέρια σου μ’ ἔβαλε τώρα πάλιν
καὶ ὁ Ζεὺς ὁποὺ μ’ ἐμίσησεν, ὡς φαίνεται, ὁ πατέρας˙
ἐμένα ὀλιγοήμερον ἐγέννησε ἡ μητέρα,
ἡ Λαοθόη, κόρη αὐτὴ τοῦ γέροντος τοῦ Ἄλτου,
τοῦ Ἄλτου, ὅπου τῶν μαχητῶν Λελέγων βασιλεύει
στὴν Πήδασον τὴν ὑψηλὴν ποὺ βρέχει ὁ Σατνιόεις.
Ἀπὸ αὐτὴν ὁμόκλινην, μὲ ἄλλες, τοῦ Πριάμου
δυὸ γεννηθήκαμε, καὶ σὺ θὰ σφάξης καὶ τοὺς δύο.
Τὸν θεϊκὸν Πολύδωρον ἐκεῖ μὲς στοὺς προμάχους    90
ἐνέκρωσεν ἡ λόγχη σου· καὶ τώρα πάλι ἐμένα
ἐδῶ μοῦ μέλλεται κακὸ καὶ ἀφοῦ ἐμπρός σου ἡ μοίρα
μ’ ἔφερε, ἀπὸ τὰ χέρια σου θαρρῶ δὲν θὰ ξεφύγω.
Καὶ ἄλλο θὰ εἰπῶ νὰ τὸ σκεφθῆς· ἐμένα μὴ φονεύσης
διότι αὐτάδελφος ἐγὼ τοῦ Ἕκτορος δὲν εἶμαι,
ποὺ ἐφόνευσε τὸν φίλον σου τὸν ἀγαθὸν καὶ ἀνδρεῖον».
Μὲ τοῦτα τὸν ἱκέτευεν ὁ γόνος τοῦ Πριάμου,
ἀλλ’ ὅμως λόγον ἄσπλαχνον ἀντάκουσε ἀπὸ ἐκεῖνον:
«Μὴ μοῦ φλυαρῆς, ἀνόητε, καὶ λύτρα μὴ προβάλης,
ὅτι, πρὶν ἔβρη ὁ Πάτροκλος τῆς μοίρας του τὸ τέλος,    100
κάπως μοῦ τό ᾽δινε ἡ καρδιὰ νὰ λυπηθῶ τοὺς Τρῶας
καὶ ζωντανοὺς πῆρα πολλοὺς κι ἐπούλησα στὰ ξένα.
Ἀλλὰ τώρα τὸν θάνατον κανεὶς δὲν θὰ ξεφύγη
τῶν Τρώων, ποὺ στὰ χέρια μου στὴν Ἴλιον ἀποκάτω
βάλη ὁ θεός, καὶ μάλιστα τὰ τέκνα τοῦ Πριάμου.
Ἀλλά, ὦ φίλε, ἀπόθανε καὶ σύ˙ τί τόσο κλαίεις;
Ἀπέθανε καὶ ὁ Πάτροκλος, πολὺ καλύτερός σου·
δὲν βλέπεις πόσο εἶμαι καλὸς καὶ μέγας καὶ πατέρα
ἔχω ἀπὸ γένος καὶ θεὰν μητέρα καὶ ὅμως εἶναι
ἡ μοίρα ἡ παντοδύναμη καὶ ὁ θάνατος κοντά μου.    110
Αὐγὴ θὰ εἶναι ἢ δειλινὸ ἢ θά ’ναι μεσημέρι,
ὁποὺ κι ἐμένα τὴν ζωὴν κανένας θὰ μοῦ πάρη
μὲ τὸ κοντάρι ἀπὸ κοντὰ ἢ ἀπὸ μακριὰ μὲ βέλος».
Εἶπε· κείνου τὰ γόνατα κοπῆκαν καὶ ἡ καρδία·
τὴν λόγχην ἄφησεν αὐτοῦ καὶ ἁπλώνοντας τὰ χέρια
ἐκάθισε· κι ἔσυρ’ εὐθὺς τὸ ξίφος ὁ Πηλείδης
στὸν σβέρκον τὸν ἐκτύπησε, καὶ μέσα ἐμπῆκεν ὅλη
ἡ δίστομη λεπίδα του, κι ἐπίστομα ἐξαπλώθη
ἐκεῖνος καὶ κατάπινεν ἡ γῆ τὸ μαῦρον αἷμα.
Καὶ ἀπὸ τὸν πόδ’ ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν πιάνει καὶ τὸν ρίχνει    120
μὲς στὸ ποτάμι νὰ συρθῆ καὶ ὑπερηφάνως εἶπε:
«Κεῖ μὲ τὰ ψάρια πλάγιασε, τὸ αἷμα θὰ σοῦ γλείψουν
ἀπ’ τὴν πληγὴν ἀφρόντιστα· στὴν κλίνην νὰ σὲ κλάψη
δὲν θὰ σὲ βάλ’ ἡ μάνα σου, ἀλλὰ μὲ τὲς στροφές του
θὰ σὲ κυλήση ὁ Σκάμανδρος στὰ πλάτη τῆς θαλάσσης
καὶ ψάρια θὰ πηδοῦν ψηλὰ στὰ μαυροσουφρωμένα
κύματα, στοῦ Λυκάονος τὸ πάχος νὰ χορτάσουν.
Κακό σας, ὡς νὰ φθάσωμε στὴν Ἴλιον τὴν ἁγίαν,
φεύγοντας σεῖς καὶ ὀπίσω ἐγὼ νὰ σᾶς κατασυντρίβω·
μήτε τὸ καλοκύλητο ποτάμι θὰ σᾶς σώση    130
ποὺ πλῆθος ταύρων πάντοτε τοῦ σφάζετε καὶ μέσα
στὰ ρεύματα τὰ ζωντανὰ βυθίζετε πουλάρια.
Θὰ κακοθανατίσετε ὡς νὰ πληρώσετ’ ὅλοι
τὸν φόνον τοῦ Πατρόκλου μου καὶ τὴν σφαγὴν ποὺ τότε,
ποὺ ἔλειπα ἐγώ, τῶν Ἀχαιῶν ἐκάμετε στὰ πλοῖα».
Εἶπε καὶ τότε ὁ ποταμὸς χειρότερα ἐχολώθη,
κι ἐζήτα μὲ τὸν νοῦν του πῶς νὰ παύση τοῦ Ἀχιλλέως
τὴν λύσσαν καὶ ἀπ’ τὸν ὄλεθρον τοὺς Τρῶας νὰ φυλάξη.
Ὡστόσο μὲ τὸ ἀπέραντο κοντάρι του ὁ Πηλείδης
τοῦ Ἀστεροπαίου χύθηκεν υἱοῦ τοῦ Πηλεγόνος    140
ποὺ ἡ Περίβοια γέννησεν ὡραία θυγατέρα
ἡ πρώτη τοῦ Ἀκεσσαμενοῦ καὶ ὁ ποταμὸς ὁ μέγας
ὁ Ἀξιός, ποὺ ἐπλάγιασεν ἐρωτικὰ μ’ ἐκείνην.
Καὶ ὅπως ὁρμοῦσε ὁ Ἀχιλλεύς, ἐμπρός του ἀπ’ τὸ ποτάμι
ὁ Ἀστεροπαῖος στήθηκε κρατώντας δυὸ κοντάρια,
ὅτι τὸν ἐγκαρδίωσεν ὁ Ξάνθος χολωμένος
ποὺ τόσους ἔσφαξ’ ἄπονα στὸ ρεῦμα του ὁ Πηλείδης˙
καὶ ὁπόταν ἐπροχώρησαν κι ἐβρέθηκαν ἀντίκρυ,
πρῶτος ὁμίλησ’ ὁ Ἀχιλλεύς: «Ποιός εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῖον
ἀνθρώπων γένος ποὺ τολμᾶς ἐμπρός μου νὰ προβάλης;    150
Τέκνα γονέων δυστυχῶν τὴν ρώμην μου ἀντικρίζουν».
«Πηλείδη μεγαλόψυχε », τοῦ ἀντεῖπε ὁ Ἀστεροπαῖος,
«τὴν γενεάν μου τί ἐρωτᾶς; Ἀπὸ τὴν Παιονίαν
εἶμαι τὴν μεγαλόσβωλην τὴν ἀπομακρυσμένη
καὶ τῶν Παιόνων ἀρχηγὸς τῶν μακρολογχοφόρων˙
ἡ ἑνδεκάτη ἔφεξε αὐγὴ ποὺ ἔφθασα στὴν Τροίαν,
κατάγομαι ἀπ’ τὸν Ἀξιόν, πλατύρροο ποτάμι,
τὸ ὡραιότερο τῆς γῆς, καὶ ὁ Πηλεγὼν υἱός του,
περίφημος κονταριστής, ἐγέννησεν ἐμένα.
Καὶ τώρ’ ἂς πολεμήσωμε, λαμπρότατε Πηλείδη».    160
Εἰς τὲς φοβέρες σήκωσεν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας
τὴν λόγχην καὶ τὲς δύο του ὁ Ἀστεροπαῖος ἥρως,
ὅτι τοῦ ἐρχόνταν βολικὰ καὶ ἀπὸ τὰ δυό του χέρια.
Μὲ τὴν μιὰν λόγχην κτύπησε τὸν κύκλον τῆς ἀσπίδος,
ἀλλὰ τὴν κράτησε ὁ χρυσός, τὸ δώρημα τὸ θεῖο.
Κι ἡ ἄλλη λόγχη ἐχάραξε τὴν δεξιὰν ἀγκάλην,
κι ἔρρευσεν αἷμα· ἐπέταξεν ἐπάνω του κι ἐστάθη
στὴν γῆν ἡ λόγχη, πρόθυμη μὲ σάρκα νὰ χορτάση.
Τότε ὁ Ἀχιλλεὺς τὸ φράξινον, ἀλάθευτο κοντάρι
μὲ φόνου ὁρμὴν ἀκόντισεν εἰς τὸν Ἀστεροπαῖον·    170
καὶ ἀντὶ ἐκείνου ἐκτύπησε τοῦ ποταμοῦ τὴν ὄχθην,
καὶ ὡς εἰς τὴν μέσην ἔχωσε τὸ φράξινο κοντάρι
τὸ ξίφος ἔσυρεν εὐθὺς κι ἐπάνου του ὁ Πηλείδης
ἐπήδησεν ἀκράτητος· κι ἐκεῖνος τοῦ Ἀχιλλέως
τὸ φράξο δὲν ἐδύνατο νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν ὄχθην,
καὶ τρεῖς τὸ ἐτίναξε φορὲς μὲ τὸ βαρὺ του χέρι
καὶ τρεῖς τοῦ ἐκόπ’ ἡ δύναμις· κι ἐνῶ νὰ τὸ λυγίση
καὶ νὰ τὸ σπάση τέταρτην φορὰν ἐλαχταροῦσε,
τὸν πρόλαβε καὶ τὴν ζωὴν τοῦ ἐπῆρε μὲ τὸ ξίφος
στὸν ὀμφαλὸν κτυπώντας τον· τὰ ἔντερά του χάμου    180
χυθῆκαν· τὸν ἐσκέπασε στὸν ἀγκομαχητό του
θανάτου σκότος καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς πατώντας τον στὰ στήθη
τὸν ἔγδυσε κι ἐφώναξε: «Μεῖνε ἐκεῖ τώρα ὡς εἶσαι.
Ἦταν βαρὺ μὲ τοῦ Διὸς τοῦ μεγαλοδυνάμου,
ἂν καὶ ποταμογέννητος, τὰ τέκνα νὰ παλαίσης.
Ἂν ἀπὸ μέγαν ποταμὸν ἐσὺ γενοκρατιέσαι,
στὴν γενεὰν καυχῶμ’ ἐγὼ τοῦ ὑπερτάτου Δία˙
ὁ Αἰακίδης γέννησεν ἐμένα, ὁ βασιλέας
τῶν Μυρμιδόνων, ὁ Πηλεύς, τὸν Αἰακὸν ὁ Δίας·
καὶ ὡς εἶναι ὁ Ζεὺς τῶν ποταμῶν, ποὺ στὰ πελάγη ρέουν    190
ἀνώτερος, ἀνώτεροι γεννοῦντ’ οἱ ἀπόγονοί του.
Μέγαν κοντά σου ποταμὸν ἔχεις καὶ συμβοηθόν σου
ἂν ἠμποροῦσεν, ἀλλὰ ποιός μετριέται μὲ τὸν Δία;
Ποὺ μήτε ὁ μέγας πρὸς αὐτὸν συγκρίνεται Ἀχελῶος,
μήτ’ ἡ ὁρμὴ τοῦ ᾽Ωκεανοῦ μὲ τὸ βαθύ του ρεῦμα
ἀπ’ ὅπου ὅλες οἱ θάλασσες καὶ οἱ ποταμοὶ πηγάζουν
καὶ ὅλες οἱ βρύσες εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ βαθιὰ πηγάδια·
τρέμει καὶ αὐτὸς τὸν κεραυνὸν τοῦ φοβεροῦ Κρονίδου,
ὅταν βροντᾶ τρομακτικὰ ἀπὸ τὰ οὐράνια κάτω».
Εἶπε καὶ τὸ κοντάρι του ἀνάσπασε ἀπ’ τὴν ὄχθην    200
καὶ αὐτόν, ὁποὺ ἐθανάτωσε, ἀφῆκε αὐτοῦ στὸν ἄμμον
κειτάμενον νὰ βρέχεται ἀπὸ τὸ μαῦρο κύμα
καὶ χέλια τὸν τριγύρισαν καὶ ψάρια στριμωμένα
κι ἐκόφταν καὶ ἅρπαζαν γοργὰ τῆς νεφραμιᾶς τὸ πάχος.
Καὶ αὐτὸς στὸ πλῆθος ὅρμησε τῶν ἱππικῶν Παιόνων,
ποὺ ἅμ’ εἶδαν ἀπ’ τὸ κτύπημα τοῦ ξίφους τοῦ Ἀχιλλέως
νὰ πέση ὁ πρῶτος ἄνδρας τους ἐφεῦγαν τρομασμένοι
στὸν ποταμὸν ὁλόγυρα· κι ἐκεῖνος τοὺς ἀνδρείους
ἔστρωσ’ ἐκεῖ, Θερσίλοχον, Μύδωνα καὶ Θρασίο
καὶ Ἀστύπυλον καὶ Αἴνιον καὶ Μνῆσον καὶ ᾽Οφελέστην.    210
Καὶ πλῆθος ἄλλους Παίονας θὰ ἐφόνευε ὁ Πηλείδης
ἀλλ’ ἐχολώθη ὁ ποταμὸς καὶ ἀπὸ τὰ βάθη ἐφάνη
ὡσὰν θνητὸς κι ἐφώναξε: «Καθὼς εἶσαι, ὦ Πηλείδη,
στὴν ρώμην πρῶτος τῶν θνητῶν καὶ στ’ ἄδικα εἶσαι πρῶτος.
ὅτι θεοὶ σὲ βοηθοῦν· καὶ ἂν ν’ ἀφανίσης ὅλους
τοὺς Τρῶας σοῦ ᾽δωκεν ὁ Ζεύς, μέσ’ ἀπὸ τὰ νερά μου
διῶξε τους καὶ τὴν λύσσαν σου ξεθύμα στὴν πεδιάδα·
ὅτι νεκροὺς ἐγέμισαν τὰ πρόσχαρά μου ρεῖθρα,
καὶ δὲν μ’ ἀφήνουν οἱ νεκροὶ τὸ ρεῦμα νὰ προχύνω
στὴν θείαν θάλασσαν καὶ σὺ τρομακτικὰ φονεύεις.    220
῎Ελ’ ἄφησέ με, καὶ ἀπορῶ, μεγάλε πολεμάρχε».
Κι ὁ γοργοπόδης Ἀχιλλεὺς ἀπάντησέ του κι εἶπε:
«῏Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θὰ γίνη αὐτὸ πού θέλεις˙
νὰ σφάζω δὲν θὰ παύσω ἐγὼ τοὺς ἐπιόρκους Τρῶας
ὡς νὰ κλεισθοῦν καὶ ἀντίστηθα νὰ δοκιμάσω μόνον
τὸν ῞Εκτορα νὰ ἰδοῦμε ποιός ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ πέση».
Εἶπε κι ἐχύθη ὡσὰν θεὸς τῶν Τρώων μὲς στὰ πλήθη˙
καὶ ὁ ποταμὸς τότε ὁ βαθὺς ἐφώναξε τοῦ Φοίβου:
«Διογέννητε, ἀργυρότοξε, τὴν θέλησιν τοῦ Δία
δὲν ἐσεβάσθης ποὺ θερμὰ σοῦ εἶχε παραγγείλει    230
τῶν Τρώων νά ᾽σαι ὑπέρμαχος, ὥσπου νὰ ᾽λθῆ τὸ δείλι
καὶ νὰ σκιάση τοὺς ἀγροὺς στὴν γῆν τὴν σιτοφόραν».
Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς στὸν ποταμὸν ἐπήδησε ἀπ’ τὴν ὄχθην,
καὶ ὁ ποταμὸς ἐνάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
βάζει ἄνω κάτω τὰ νερὰ καὶ τοὺς νεκροὺς ἀμπώθει
πολλοὺς ὁποὺ τοῦ ἐσώρευσαν οἱ φόνοι τοῦ Ἀχιλλέως˙
τοὺς ἔβγαλ’ ἔξω στὴν στεριὰν κι ἐμούγκριζε ὡσὰν ταῦρος
κι ἐφύλαγε τοὺς ζωντανοὺς στὰ ὄμορφα νερά του,
ποὺ τοὺς ἐκρύβαν θολωτὰ στὰ βάθη τῶν ρευμάτων.
Φρικτὸ σηκώθη φουσκωτὸ τὸ κύμα ὁλόγυρά του    240
κι ἐκτύπα τὴν ἀσπίδα του· ποῦ νὰ σταθοῦν δὲν εἶχαν
τὰ πόδια του· κι ἐπιάσθηκεν ἀπὸ φτελιὰ μεγάλον˙
τ’ ὡραῖο δένδρο σύρριζα κάτω βροντᾶ καὶ σέρνει
τὴν ὄχθην ὅλην κι ἔπιασε μἐ τὰ πυκνὰ κλαδιά του
τ’ ὡραῖο ρεῦμα κι ἔγινε γεφύρι στὸ ποτάμι˙
καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ὁ Ἀχιλλεὺς πετάχθη ἀπὸ τὸ κύμα
κι ἐχύθηκεν ἀκράτητος νὰ φύγη στὴν πεδιάδα.
Ἀλλ’ ὁ θεός, ὁ φοβερός, μαυροκορυφωμένος
ἀκράτητος ἐπάνω του ροβόλαε νὰ κόψη
τὴν φονικὴν ἐκείνου ὁρμὴν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ Τρῶες.    250
᾽Εκεῖθ’ ἐσκίρτησ’ ὁ Ἀχιλλεὺς ὅσο τ’ ἀκόντι φθάνει,
καθὼς ὁ μαῦρος ἀετὸς ὁ ἁρπακτικός, ποὺ στ’ ἄλλα
πετούμενα γιὰ δύναμιν καὶ γιὰ φτερὰ πρωτεύει.
Ὅμοια πετοῦσε καὶ ὁ χαλκὸς στὰ στήθη του βροντοῦσε
τρομακτικά, καὶ ὡς ξέφευγεν ἀνάμεσ’ ἁπ’ τὸ κύμα
κατάποδά του ὁ ποταμὸς μὲ κρότον ροβολοῦσε.
Καὶ ὡς ἀπὸ κεφαλόβρυσο κόβει νερὸ καὶ παίρνει
ὁ ποτιστὴς καὶ τ’ ὁδηγεῖ μὲς στὰ φυτὰ τοῦ κήπου
καὶ μὲ τὴν δίκοπη ἀφαιρεῖ τὰ μπόδι’ ἀπὸ τ’ αὐλάκι
καὶ ροβολᾶ μὲ τὸ νερὸ κάθε μικρὸ χαλίκι    260
κι ἐκεῖνο μὲ κελάδισμα τὸ πλάγι κατεβαίνει
τόσο γοργὸ ποὺ τ’ ὁδηγοῦ τὸ χέρι δὲν τὸ φθάνει,
ὁμοίως τὸν πτερόποδον ἐπρόφθανε Ἀχιλλέα
τὸ κύμα, ὅτι τῶν θνητῶν ἀνώτερ’ οἱ θεοί ᾽ναι.
Καὶ ὅσες φορὲς ὁ Ἀχιλλεὺς ἐστρέφονταν νὰ μείνη
ν’ ἀντισταθῆ, νὰ μάθη ἂν τὸν κατατρέχουν ὅλοι ·
οἱ ἐπουράνιοι θεοί, τόσες τὸ μέγα κύμα
τοῦ διογεννήτου ποταμοῦ στοὺς ὤμους τὸν κτυποῦσε.
Ἐπήδ’ αὐτὸς ἀνάερα μὲ τὴν καρδιὰ κομμένην
καὶ φουσκωτὸς ὁ ποταμὸς τὰ γόνατ’ ἀπὸ κάτω    270
τοῦ ᾽κοφτε καὶ ἀπ’ τὰ πόδια του τὸ χῶμα τοῦ ρουφοῦσε.
Κι ἐκοίταξε τὸν οὐρανὸ κι ἐκλαίετ’ ὁ Πηλείδης:
«Πατέρα Δία τῶν θεῶν, κανεὶς δὲν μ’ ἐλυπήθη
νὰ μὴ μὲ πάρη ὁ ποταμός! καὶ ἂς πάθαινα κατόπι.
Καὶ ἄλλος οὐρανοκάτοικος θεὸς σ’ ἐμὲ δὲν πταίει
ὅσο ἡ μητέρα μου ποὺ αύτὴ μὲ πλάνεσε ὄταν εἶπε
ποὺ ἐμπρὸς στὴν πόλιν πυργωτὴν τῶν χαλκοφόρων Τρώων
θὰ πέσω ἀπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος τὰ πτεροφόρα βέλη.
Ὁ ῞Εκτωρ θὰ μὲ φόνευεν, πολεμιστής των πρῶτος
ἀνδρεῖος κὰν θὰ ἐφόνευε, θὰ ἐγύμνωνεν ἀνδρεῖον    280
ἀλλὰ τὸ θέλ’ ἡ μοίρα μου νὰ κακοθανατήσω
ἀπὸ μεγάλον ποταμόν, καθὼς στὸ πέρασμά του
πνίγεται ἀπὸ νεροσυρμὴ χοιροβοσκοῦ κοπέλι».
Εἶπε κι εὐθὺς ὁ Ποσειδῶν κι ἡ ᾽Αθηνᾶ μὲ σῶμα
ἀνθρώπινο τοῦ στήθηκαν στὸ πλάγι καὶ τοῦ σφίξαν
τὸ χέρι, καὶ τοῦ ὁμίλησαν θάρρος σ’ ἐκείνους νά ᾽χη.
Καὶ ὁ κοσμοσείστης Ποσειδῶν τὸν λόγον εἶπε πρῶτος:
«Πηλείδη, μὴν ἀδημονῆς καὶ μὴ τρομάζης τόσο·
ἰδοὺ ποὺ εἴμαστε βοηθοὶ θεοὶ μεγάλοι δύο
ἐμεῖς, ἐγὼ κι ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ τοῦτο στέργει ὁ Δίας.    290
Δὲν θέλει ἀπὸ τὸν ποταμὸν ν’ ἀφανιστῆς ἡ μοίρα,
καὶ γρήγορα, θαρρῶ, θὰ ἰδῆς ἐκεῖνός νὰ λουφάξη˙
καὶ λόγον ἄκου φρόνιμον νὰ τὸν ἀκολουθήσης˙
μὴ παύσης ἀπ’ τὸν πόλεμον, ὅμοιο κακὸν εἰς ὅλους,
ὅσο τοὺς Τρῶας, στριμωχτούς, νὰ κλείσης εἰς τὰ τείχη.
Καὶ σὺ ἀφοῦ τὸν ῞Εκτορα,φοντύσης, γύρε ὀπίσω
στὰ πλοῖα καὶ σοῦ δίδομεν τὸ δόξασμα τῆς νίκης».
Εἶπαν καὶ ὀπίσω ἐγύρισαν στοὺς ἄλλους ἀθανάτους.
Καὶ θαρρετὸς στὸν λόγον τους κινήθη αύτὸς στὸ σιάδι
ποὺ ἀπὸ τὰ ξέχειλα νερὰ πλημμύριζε κι ἐπλέαν    300
ἄρματα πλῆθος λαμπερὰ καὶ λείψαν’ ἀνδρειωμένων.
Καὶ μὲ τὰ γόνατα ὑψηλὰ στὸ ρεῦμα ἐπάν’ ὁρμοῦσε.
καὶ ὅπως τὸν γέμισ’ ἡ Ἀθηνᾶ μὲ δύναμιν μεγάλην
δὲν τὸν κρατοῦσε ὁ ποταμὸς πλατὺς καὶ φουσκωμένος.
Δὲν ἔπαυ’ οὐδ’ ὁ Σκάμανδρος, ἀλλ’ αὔξαινε ὁ θυμός του
στὸν Ἀχιλλέα καὶ ὑψηλὰ κορύφωνε τὸ κύμα,
κι ἔβαλε στὸν Σιμόεντα φωνὴν νὰ τὸν καλέση:
«῎Ελ’ ἂς κρατήσωμε, ἀδελφέ, τούτου τοῦ ἀνδρὸς τὴν λύσσαν
πρὶν ἢ τὴν μεγαλόπολιν πατήση τοῦ Πριάμου,
κι ἐμπρός του οἱ Τρῶες δύσκολα κρατοῦν εἰς τὸν ἀγώνα.    310
Γρήγορα βόηθ᾽, ἀπὸ πηγὲς τὸ ρεῦμα σου ἂς πληθύνη,
ξεκίνα κάθε χείμαρρον καὶ ὄρθωσε μέγα κύμα˙
κύλα μὲ τάραχον σφοδρὸν καὶ λίθαρα καὶ ρίζες,
νὰ σβήσωμε μὲ δύναμιν τοῦ ἀνδρὸς αὐτοῦ τοῦ ἀγρίου
ποὺ ὡσὰν θεὸς ὑπερνικᾶ καὶ κρατημὸν δὲν ἔχει.
Ἡ ρώμη μήτ’ ἡ ὀμορφιὰ δὲν θὰ τὸν σώσουν μήτε
ἐκεῖνα τὰ λαμπρ’ ἄρματα, ποὺ θὰ ταφοῦν στὸ βάθος
τῆς λίμνης, μὲς στὸν βοῦρκο της, κι ἐκεῖνον θὰ τυλίξω
στὴν ἀμμουδιὰ σωρεύοντας χώματα καὶ κοχλάδια.
Οὐδὲ θὰ φθάσουν οἱ Ἀχαιοὶ νὰ ἐβροῦν τὰ κόκαλά του˙    320
μὲ τόσες λάσπες τρίσβαθα ἐγὼ θὰ τὸν σκεπάσω.
Αὐτὸ θά ᾽ναι τὸ μνῆμα του καὶ ἄλλο δὲν θά ᾽ναι χρεία
νὰ τοῦ σηκώσουν οἱ Ἀχαιοὶ ὁπόταν θὰ τὸν θάψουν».
Εἶπε καὶ ὀρθώθη φουσκωτὸς ἐπάνω στὸν Πηλείδην
κι ἐξέρνα μουρμουρίζοντας άφρόν, κορμιὰ καὶ αἷμα.
Καὶ ὁλόμαυρο σηκώνετο τὸ κύμα μανιωμένο
τοῦ διογεννήτου ποταμοῦ νὰ σύρη τὸν Πηλείδην.
Κι ἡ ῞Ηρα τότ’ ἐβόησε φοβούμενη γιὰ κεῖνον
μήπως τὸν πάρη ὁ ποταμὸς βαθύρροος καὶ μέγας.
Κι ἐστράφη πρὸς τὸν ῞Ηφαιστον, τὸν ποθητὸν υἱόν της:    330
«Σηκώσου, τέκνο μου χωλό· τό ᾽χουμε εἰπεῖ ποὺ ὁ Ξάνθος
θὰ ἦταν, ὁ βαθύρροος, καλὸς ἀντίμαχός σου·
βόηθα γοργά, φανέρωσε τὲς φλόγες ὅσες ἔχεις.
Κι ἐγὼ θὰ πάω τὸν Ζέφυρον νὰ ἔβρω καὶ τὸν Νότον
νὰ φέρω ἀπὸ τὴ θάλασσαν κακὴν ἀνεμοζάλην
νὰ σπρώχνη ἐμπρὸς τὲς φλόγες σου καὶ τ’ ἄρματα νὰ καίη
τῶν Τρώων καὶ τὲς κεφαλές στὲς ὄχθες σὺ τοῦ Ξάνθου
τὰ δένδρα καῖε, φλόγιζε καὶ αὐτὸν καὶ μὴ σὲ κάμουν
ἥμερον τὰ γλυκόλογα καὶ οἱ παρακάλεσές του.
θ’ ἀκολουθῆς ἀδάμαστος, καὶ μόν’ ὅταν μ’ ἀκούσης    340
φωνὴν νὰ βάλω, τοῦ πυρὸς τὴν δύναμιν νὰ παύσης».
Εἶπε καὶ πῦρ θεόφλογον ὁ ῞Ηφαιστος ἀνάβει
στὸ σιάδι πρῶτα κι ἔκαιε τὰ λείψανα ποὺ ἐπλέαν
πολλά, ποὺ μὲς στὸν ποταμὸν ἐσώριασε ὁ Πηλείδης.
Καὶ ὅλο τὸ σιάδι ἐξέρανε κι ἐστάθηκε ἡ πλημμύρα.
Καὶ ὅπως στεγνώνει μονομιὰς νεοποτισμένον κῆπον
Βορέας φθινοπωρινός, χαρὰ τοῦ γεωργοῦ του·
ὅμοια τὸ σιάδι ἐστέγνωσε καὶ οἱ νεκροὶ καῆκαν,
κι ἔστρεψε αὐτὸς στὸν ποταμὸν τὴν φλόγα τὴν μεγάλην˙
καὶ οἱ φτελιάδες καίονταν, οἱ ἰτιὲς καὶ τὰ μυρίκια,    350
ἐκαίονταν ἡ κύπερη, τὸ βοῦρλο, τὸ τριφύλλι,
ποὺ στοῦ ὡραίου ποταμοῦ τὲς ἄκρες ἐβλαστοῦσαν˙
καὶ μὲς στὰ βάθη ἐπάθαιναν κι ἐδῶ κι ἐκεῖ σκιρτοῦσαν
χέλια καὶ ψάρι’ ἀπ’ τὴν πνοὴν τοῦ πολυβούλου ῾Ηφαίστου·
καὶ ἡ δύναμις τοῦ ποταμοῦ καιόνταν, ὥσπου ἐκεῖνος
φώναξε κι εἶπεν: «῞Ηφαιστε, κανεὶς θεὸς σὲ σένα
δὲν δύναται νὰ μετρηθῆ˙ κι ἐγὼ στὴν φλογερήν σου
φωτιὰ δὲν ἀντιστέκομαι· καὶ παῦσ’ ἐδῶ τὴν μάχην,
καὶ ἂς διώξη εὐθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς Τρῶας ἀπ’ τὴν πόλιν.
Τί θέλω ἐγὼ νὰ πολεμῶ καὶ ὑπέρμαχος νὰ γίνω; »    360
Εἶπε καὶ ὡστόσο ἐκόχλαζαν τὰ ὄμορφα νερά του.
Καὶ ὅπως στὴν φλόγα π’ ἄναψαν ξύλα πολλὰ φρυμένα
βράζει λεβέτι λιώνοντας τρυφεροῦ χοίρου πάχος
καὶ ὅλο κοχλάζει μέσα του ἀπὸ τὴν φλόγα, ὁμοίως
ἀνάβραζαν καιόμενα τὰ ὄμορφά του ρεῖθρα
καὶ νὰ κυλᾶ δὲν ἤθελεν˙ ἔστεκε αὐτοῦ σβημένος
ἀπὸ τὴν ἄχνα τὴν καυτὴ τοῦ πολυβούλου ῾Ηφαίστου
ὅσο ποὺ αὐτὸς ὁλόθερμα τῆς ῞Ηρας ἐδεήθη:
«Ἥρα, γιατὶ τὸ τέκνο σου νὰ πέση ν’ ἀφανίση
ξεχωριστὰ τὸ ρεῦμα μου· καὶ τόσο ἐγὼ δὲν πταίω    370
ὅσον οἱ ἄλλοι ἀθάνατοι ποὺ βοηθοῦν τοὺς Τρῶας.
Θὰ παύσω ἐγὼ τὸν πόλεμον, ἂν τοῦτο ἐσὺ προστάζης,
καὶ ἂς παύση τοῦτος ἐν ταυτῶ· καὶ ὅρκον ἐγὼ θὰ ὀμόσω,
τοὺς Τρῶας ἀπ’ τὸν ὄλεθρον ποτὲ νὰ μὴ φυλάξω,
μήδ’ ὅταν σύρριζα καῆ καὶ στάκτη γίν’ ἡ Τροία
καμένη ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν τὰ χέρια τ’ ἀνδρειωμένα».
Ἅμα ἡ θεὰ τὸν ἄκουσεν, ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα,
ἐφώναξε τὸν ῞Ηφαιστον τὸν ποθητὸν υἱόν της:
«῞Ηφαιστε, στάσου, δοξαστὸ παιδί μου, καὶ δὲν πρέπει
θεὸς τόσο νὰ κρούεται γι’ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων».    380
Τότε τὲς φλόγες ἔσβησεν ὁ Ἥφαιστος καὶ ὀπίσω
στὸν ποταμὸν ἐκύλησαν τὰ πρόσχαρα νερά του.
Καὶ ἅμα ἐδαμάσθ’ ἡ δύναμις τοῦ Ξάνθου, ἐκεῖνοι ἐπαῦσαν
καθὼς ἡ ῞Ηρα ἠθέλησεν, ἂν κι ἦταν χολωμένη˙
τότ’ ἔχθρα ἔπεσε βαριὰ στοὺς ἄλλους ἀθανάτους
κακὴ καὶ μέσα ἔπνεε διχόγνωμα ἡ ψυχή τους.
Καὶ ὡς ἔπεσαν νὰ συγκρουσθοῦν, βρόντησε ἡ γῆ καὶ γύρω
σάλπισε ὁ μέγας οὐρανός, τοὺς ἄκουεν ὁ Δίας
καθήμενος στὸν Ὄλυμπον κι ἐγέλασε κι ἐχάρη
νὰ βλέπη κάτω ποὺ οἱ θεοὶ μὲ πεῖσμα ἐπολεμοῦσαν˙    390
καὶ ὥραν πολλὴν δὲν ἔμειναν μακράν· καὶ ἀρχὴν ὁ Ἄρης
ὁ ἀσπιδοσπάστης ἔκαμε καὶ μὲ βαρὺ κοντάρι
ἐχύθηκε στὴν Ἀθηνᾶ, ὀνείδισέ την κι εἶπε:
«Σκυλόμυγα, τί στοὺς θεοὺς ν’ ἀνάψης μάχην πάλιν
σ’ ἔφερε ἡ ἀδιάντροπη καὶ ἀκράτητη ψυχή σου;
Ἤ δὲν θυμᾶσαι πόβαλες ἐπάνω τὸν Τυδείδην
νὰ μὲ λαβώση κι ἔπιασες σ’ ὅλους ἐμπρὸς τὴν λόγχην;
Κι ἴσια σ’ ἐμὲ τὴν ἄμπωσες καὶ τὸ λαμπρό μου σῶμα
ἐχάραξες· καὶ ὅσά ᾽καμες θὰ μοῦ πλερώσης τώρα».
Εἶπε καὶ τὴν ἐκτύπησε στὴν κροσσωτὴν αἰγίδα    400
φρικτήν, ποὺ μήτε τοῦ Διὸς ὁ κεραυνὸς τὴν σχίζει·
ἐκεῖ τὴν λόγχην ἄμπωσεν ὁ ἀνδροφόνος Ἄρης.
᾽Εσύρθη αὐτὴ κι ἐσήκωσε μὲ τὸ βαρύ της χέρι
ἕνα λιθάρι ἀπὸ τὴν γῆν μαῦρο, τραχύ, μεγάλο,
π’ ἄνδρες ἀρχαίας γενεᾶς γιὰ τέρμινα εἶχαν στήσει·
μὲ αὐτὸ τὸν Ἄρην κτύπησε στὸν σβέρκον, καὶ τὰ μέλη
τοῦ ἔλυσε, καὶ πέφτοντας ἐγέμισε ἑπτὰ πλέθρα,
χωμάτιασ’ ὅλ’ ἡ κόμη του καὶ ἠχῆσαν τ’ ἄρματά του.
᾽Εγέλασεν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὑπερηφάνως εἶπε:
«Μωρότατε, ὅταν θέλησες νὰ μετρηθῆς μ’ ἐμένα,    410
δὲν τὸ ἐσκέφθης ποὺ εἶμ’ ἐγὼ πολὺ καλύτερή σου.
Τὲς ᾽Ερινύες μ’ ὅλα αὐτὰ πλερώνεις τῆς μητρός σου,
ποὺ σὲ ξετρέχει ἀπὸ χολήν, ποὺ ἠθέλησες ν’ ἀφήσης
τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ βοηθεῖς τοὺς ἐπιόρκους Τρῶας».
Εἶπε καὶ ὀπίσω ἐγύρισε τὰ φωτεινά της μάτια
κι ἡ Ἀφροδίτη τὸν θεὸν ὁδήγ’ ἀπὸ τὸ χέρι
ποὺ μόλις ἐψυχόπιανε καὶ θλιβερὰ βογγοῦσε·
καὶ ἅμα ἡ θεὰ τὴν νόησεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα
τὴν Ἀθηνᾶ προσφώνησε μὲ λόγια φτερωμένα:
«῎Ω, κοίτα, κόρη ἀδάμαστη τοῦ αἰγιδοφόρου Δία,    420
πάλ’ ἡ σκυλόμυγα ὁδηγεῖ τὸν ἀνδροφόνον Ἄρην
μέσ’ ἀπ’ τῆς μάχης τὴν βοήν· καὶ δράμε νὰ τοὺς φθάσης».
Εἶπεν, ἐχάρ’ ἡ Ἀθηνᾶ, κι ἐπάνω τους ἐχύθη,
στὰ στήθη τὴν ἐκτύπησε μὲ τὸ βαρύ της χέρι
καὶ αὐτῆς ἐδείλιασε ἡ καρδιά, τὰ γόνατα ἐκοπῆκαν,
καὶ οἱ δύο κείτονταν αὐτοῦ στὴν γῆν τὴν πολυθρέπτραν.
Τότ’ ἐκαυχήθ’ ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὑπερηφάνως εἶπε:
«Μὲ τούτους τώρα νά ᾽μοιαζαν ὅλ’ οἱ βοηθοὶ τῶν Τρώων,
ὁπόταν τοῦτοι πολεμοῦν τοὺς θωρηκτοὺς Ἀργείους
καὶ ψυχεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, καθὼς ἡ Ἀφροδίτη    430
ἦλθε τοῦ Ἄρη βοηθὸς στὴν ρώμην μου ἐναντία·
θά ᾽χαμε ρίξει πρὸ πολλοῦ τοὺς πύργους τῆς ᾽Ιλίου
καὶ τώρα θὰ ἡσυχάζαμεν ἐμεῖς ἀπ’ τὸν ἀγώνα».
Εἶπε, κι ἐγλυκογέλασεν ἡ λευκοχέρα ῞Ηρα.
Καὶ τότε ὁ μέγας Ποσειδῶν προσφώνησε τὸν Φοῖβον:
«Φοῖβε, τί μένομεν ἐμεῖς; Δὲν βλέπεις πὼς οἱ ἄλλοι
κάμαν ἀρχήν, κι εἶν’ ἐντροπὴ στὸν ῎Ολυμπον ὀπίσω
νὰ γύρωμε ἀπολέμητοι, στὸ δῶμα τοῦ Κρονίδου.
Ἄρχισε, ὡσὰν νεώτερος· σ’ ἐμένα δὲν ἁρμόζει,
ὡς εἶμαι μεγαλύτερος στὰ χρόνια καὶ στὴν γνῶσιν.    440
Τί ἔκανες, ἀνόητε! καὶ δὲν θυμᾶσαι πόσα
ἐμεῖς ἐπάθαμε κακὰ στὴν ῎Ιλιον τριγύρω
μόνοι ἀπ’ ὅλους τοὺς θεούς, ὁπόταν τὸν ἀνδρεῖον
Λαομέδοντα ἐδουλώσαμε σταλμένοι ἀπὸ τὸν Δία
γιὰ χρόνον ἕναν μὲ ρητὸν μισθόν, στοὺς ὁρισμούς του.
Κι ἐγὼ τῶν Τρώων ἔκτισα τεῖχος πλατὺ καὶ ὡραῖο
ὁλόγυρα στὴν πόλιν τους, ἀπόρθητη νὰ γίνη·
καὶ σὺ στὰ πλάγια τὰ πολλὰ τῆς δενδρωμένης Ἴδης
ἔβοσκες τὰ στριφτόποδα κερατοφόρα βόδια.
Καὶ ὅταν τὸ τέλος ἔφεραν οἱ χαροδότρες ὧρες,    450
δυναστικῶς μᾶς κράτησεν ἐκεῖνος τὸν μισθόν μας,
ὁ πάγκακος καὶ μὲ φρικτὲς μᾶς ἔδιωξε φοβέρες˙
φοβέριζε χερόποδα νὰ μᾶς ἁλυσοδέση
καὶ νὰ μᾶς στείλη εἰς μακρινὰ νησιὰ νὰ μᾶς πουλήση
καὶ νὰ μᾶς κόψη καὶ τ’ αὐτιὰ μὲ χάλκινην λεπίδα.
Κι ἐμεῖς ὀπίσω ἐγύραμε μὲ σπλάχνα χολωμένα,
ποὺ τὸν μισθὸν δὲν πλέρωσε πού ᾽χε δεχθῆ νὰ δώση.
Καὶ τώρα σὺ χαρίζεσαι πρὸς τοὺς λαοὺς ἐκείνου
ἀντὶ μ’ ἐμᾶς νὰ προσπαθῆς ν’ ἀφανισθοῦν οἱ Τρῶες
οἱ ἄδικοι, ὅλοι σύρριζα, γυναῖκες καὶ παιδιά τους».    460
Σ’ ἐκεῖνον τότε ὁ τοξευτὴς ἀπάντησεν ὁ Φοῖβος:
«῏Ω Ποσειδῶν, γιὰ φρόνιμον, θαρρῶ, ποὺ δὲν θὰ μ’ ἔχης,
ἂν γιὰ τοὺς ἄμοιρους θνητοὺς μὲ σένα πολεμήσω˙
ποὺ ὡσὰν τὰ φύλλα πρόσκαιροι πότε φωτιὰ γεμάτοι
χαίρονται τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, καὶ πότε νὰ μαραίνουν
τοὺς βλέπεις ὥσπου σβήνονται· κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν μάχην
ἂς παύσωμε, καὶ μόνοι τους ἂς πολεμοῦν ἐκεῖνοι».
Εἶπεν αὐτὰ κι ἐστράφη ἀλλοῦ· τὸ σέβας τὸν κρατοῦσε
ἐπάνω στὸν πατράδελφον τὸ χέρι νὰ σηκώση.
Κι ἡ ἀδελφή του τῶν θεριῶν θεὰ προσκυνημένη,    470
Ἄρτεμις, ἡ ἀγριοκάτοικη, πολὺ τὸν ἀποπῆρε:
«Φεύγεις, τοξότη, ἄφησες τοῦ Ποσειδῶνος ὅλην
τὴν νίκην καὶ τὸν ἔκαμες ἀδίκως νὰ καυχᾶται˙
ἀνόητε τὸ τόξο αὐτὸ φορεῖς εἰς τὰ χαμένα·
νὰ μὴ σ’ ἀκούσω στὸ ἑξῆς στὸ δῶμα τοῦ πατρός μας
νὰ τὸ καυχᾶσαι, ὡς ἔκανες, ἐμπρὸς τῶν ἀθανάτων,
ποὺ εἶσαι καλὸς ν’ ἀντισταθῆς ἐσὺ στὸν Ποσειδώνα».
Εἶπε καὶ δὲν ἀπάντησεν ὁ μακροβόλος Φοῖβος,
κι ἡ σεβασμία τοῦ Διὸς ὁμόκλινη ἐχολώθη
καὶ τὴν τοξεύτραν Ἄρτεμιν ὀνείδισε καὶ εἶπε:    480
«῏Ω σκύλ’ ἀδιάντροπη, τολμᾶς σὺ νὰ σταθῆς ἐμπρός μου;
Κακὰ μετριέσαι σὺ μ’ ἐμὲ καὶ ἂς εἶσαι τοξοφόρα,
ἀφοῦ σὲ διόρισεν ὁ Ζεὺς λεοντάρι στὲς γυναῖκες,
καὶ νὰ φονεύης σοῦ ᾽δωκεν ὅποιαν ἐσὺ θελήσης.
Καλύτερό σου στὰ βουνὰ ἀγρίμια κι ἐλαφίνες
νὰ ρίχνης ἢ νὰ μάχεσαι μὲ τοὺς καλύτερούς σου.
Καὶ ἂν πάλιν θέλης πόλεμον, δοκίμασε νὰ μάθης
σὺ ποὺ μ’ ἐμὲ συγκρίνεσαι, πόσ’ εἶμαι ἀνώτερή σου».
Εἶπε καὶ αὐτῆς τὰ χέρϊα μὲ τὸ ζερβί της πιάνει
μὲ τ’ ἄλλο τὴν τοξοσκευὴν τῆς παίρνει ἀπὸ τοὺς ὤμους    490
καὶ στὰ ριζαύτια τὴν κτυπᾶ γελώντας μὲ τὰ βέλη˙
κι ἐστρέφετ’ ὅλη κι ἔπεφταν τὰ βέλη ἀπ’ τὴν φαρέτραν.
Κλαίοντας ἔφυγε ἡ θεά, καθὼς πετᾶ τρυγόνα
ἀπὸ γεράκι φεύγοντας εἰς χαραμάδα βράχου,
ὅτι γι’ αὐτὴν δὲν ἔφθασεν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου·
ὁμοίως ἔφυγε ἡ θεὰ καὶ ἀφῆκε αὐτοῦ τὰ βέλη.
Καὶ τῆς Λητοῦς ὁ μηνυτὴς ὁμίλησ Ἀργοφόνος:
«Λητώ, δὲν πολεμῶ μ’ ἐσέ˙ καὶ ποῖος μὲ γυναῖκες
θέλει στὰ χέρια νὰ πιασθῆ τοῦ βροντοφόρου Δία.
Ἀλλὰ σ’ ἀφήνω νὰ χαρῆς ἐμπρὸς τῶν ἀθανάτων,    500
νὰ καυχηθῆς ποὺ ἐνίκησες ἐμένα κατὰ κράτος».
Εἶπε, κι ἐσύναζε ἡ Λητὼ τὰ κυρτωμένα τόξα,
ποὺ ἦσαν πεσμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ στὸν στρόβιλον τῆς σκόνης.
Κι ἔφυγ’ ἐκείνη παίρνοντας τῆς κόρης της τὰ τόξα·
καὶ τούτ’ ἦλθε στὸν Ὄλυμπον στὸ δῶμα τοῦ Κρονίδη,
καὶ στοῦ πατρὸς τὰ γόνατα ἐκάθισε νὰ κλαίη,
κι ἔτρεμεν ὅλο ἐπάνω της τ’ ἀμβρόσιον ἔνδυμά της.
Τὴν δέχθηκε στὸν κόλπον του κι ἐγέλασε ὁ πατέρας,
κι ἐρώτα: «Ποῖος τῶν θεῶν σοῦ ᾽καμε αὐτά, παιδί μου,
ὡς νά ᾽χε σ’ ἔβρει φανερὰ κάποιο κακὸ νὰ πράξης; »    510
Σ’ αὐτὸν ἡ καλοστέφανη ἀντεῖπε κυνηγήτρα:
«Ἡ ῞Ηρα σου ἡ λευκόχερη μὲ ἔπληξε, πατέρα,
καὶ τὴν διχόνοιαν ἔσπειρεν αὐτὴ στοὺς ἀθανάτους».
Τοὺς λόγους τούτους ἔλεγαν ἐκεῖνοι ἀνάμεσόν τους·
ἀλλὰ στὴν θείαν ῎Ιλιον ἐμπῆκε τότε ὁ Φοῖβος,
ὅτι ἐφοβεῖτο οἱ Δαναοὶ μὴ πρόμοιρα πατήσουν
τὴν πόλιν τὴν καλόκτιστην ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Κι οἱ ἄλλοι ἀθάνατοι θεοὶ στὸν Ὄλυμπον ἐγύραν,
ἄλλοι μὲ πολλὴν ἔπαρσιν καὶ ἄλλοι χολωμένοι,
σιμὰ στὸν μαυρονέφελον πατέρα τους καὶ ὡστόσο    520
τοὺς Τρῶας καὶ τοὺς ἵππους των ἀφάνιζε ὁ Πηλείδης·
καὶ ὡς ὅταν χώρα χάνεται, καὶ ὡς τ’ οὐρανοῦ τὸν θόλον
καπνίζ’ ἡ φλόγα, π’ ἄναψεν ἡ ὀργὴ τῶν ἀθανάτων,
καὶ ὅλους παθιάζει καὶ πολλοὺς εἰς τὴν καρδιὰ πληγώνει,
ὅμοια τοὺς Τρῶας πάθιαζε κι ἐπλήγωνε ὁ Πηλείδης.
Τότε ὁ σεβάσμιος Πρίαμος ἀπὸ τὸν θεῖον πύργον
νόησε τὸν θεόρατον Πηλείδη καὶ τοὺς Τρῶας
ποὺ μὲ ροπὴν ἀκράτητην ἐφεῦγαν ἔμπροσθέν του.
Καὶ ἀπὸ τὸν πύργον βόγγοντας χάμω κατέβη ὁ γέρος
τοὺς θυρωροὺς ποὺ φύλαγαν τὰ τείχη νὰ διατάξη:    530
«Ἀνοίξετε καὶ ὁλάνοικτον κρατεῖτε τὸν πυλώνα,
ὅσο ποὺ νά ᾽μπουν οἱ λαοί· κι ἐγγὺς εἶναι ὁ Πηλείδης
τοῦτος ὁποὺ τοὺς κυνηγᾶ˙ μέγα κακὸ προβλέπω.
Καὶ ἅμ’ ἀναπνεύσουν οἱ λαοί, στὰ τείχη τὲς σανίδες
σεῖς πάλιν συναρμόσετε· ὅτι πολὺ φοβοῦμαι
μὴ φθάση μὲς στὰ τείχη μας νὰ πέση τὸ θηρίον».
Καὶ αὐτοὶ τὲς πύλες ἄνοιξαν κι ἐσήκωσαν τοὺς σύρτες
κι ἦβραν τὰ πλήθη ἀνάσασιν· καὶ ὁ Φοῖβος πήδησ’ ἔξω
τοὺς Τρῶας ἀπὸ τὴν ὁρμὴν νὰ σώση τοῦ Ἀχιλλέως,
ποὺ σκονισμένοι ἔτρεχαν, φρυμένοι ἀπὸ τὴν δίψαν    540
κατὰ τὴν πόλιν φεύγοντας καὶ τὰ ὑψηλά τους τείχη·
κι ἐπάνω τους ἀκράτητος λυσσομανοῦσ’ ἐκεῖνος
μὲ τὸ κοντάρι καὶ πολὺ διψοῦσε γιὰ τὴν νίκην.
Τότε θὰ ἐπαῖρναν οἱ Ἀχαιοὶ τὴν πυργωμένην Τροίαν,
ἂν τὸν λαμπρὸν Ἀγήνορα δὲν ἐκινοῦσε ὁ Φοῖβος,
ἐξαίσιον τοῦ Ἀντήνορος υἱὸν ἀνδρειωμένον.
Τοῦ ᾽βαλε θάρρος στὴν καρδιά, κι ἐστήθη αὐτὸς σιμά του
μὴ βάλουν χέρι ἐπάνω του οἱ μοῖρες τοῦ θανάτου.
Κι εἰς ἕνα φράξο ἀκούμπησε σ’ ὁμίχλη τυλιγμένος.
Καὶ ἅμ’ ὁ Ἀγήνωρ νόησε τὸν πορθητὴν Πηλείδην    550
ἐστάθη καὶ στὰ στήθη του τρικύμιζε ἡ καρδιά του.
Καὶ εἶπε μὲ παράπονον στὴν ἀνδρικὴν ψυχήν του:
«῍Ω συμφορά μου, ἂν φύγω ἐμπρὸς τοῦ δυνατοῦ Πηλείδου,
ὅπου φευγάτοι ροβολοῦν οἱ ἄλλοι, θὰ μὲ πιάση
τόσο καὶ τόσο καὶ ὡς δειλὸν θὰ μ’ ἀποκεφαλίση,
Κι ἐὰν αὐτοὺς νὰ βάζη ἐμπρὸς ἀφήσω τὸν Πηλείδην,
καὶ ἀπὸ τὰ τείχη ξέμακρα στὸ ᾽Ιλιακὸ πεδίον
πετάξω καὶ τὰ πόδια μου μὲ φέρουν εἰς τὰ πλάγια
τῆς ῎Ιδης, μέσα νὰ κρυφθῶ στὰ φουντωτά της δάση,
τὸ βράδυ τότε θά ᾽λουα τὸν ἵδρω στὸ ποτάμι    560
καὶ θὰ κινοῦσα ἥσυχος στὴν ῎Ιλιον νὰ γυρίσω.
Ἀλλὰ τί διαλογίζεται τοῦτα ἡ ψυχή μου τώρα;
Καὶ ἂν μὲ νοήση ἐνῶ ἀπ’ ἐδῶ πετιοῦμαι στὴν πεδιάδα,
θὰ μοῦ χυθῆ σὰν ἀστραπὴ καὶ ἀφεύκτως θὰ μὲ πιάση
καὶ τότε ἀπὸ τὸν θάνατον κανεὶς δὲν θὰ μὲ σώση.
῞Οτ’ εἶναι αὐτὸς στὴν δύναμιν ὁ πρῶτος τῶν ἀνθρώπων.
Κι ἐὰν στὴν πόλιν ἔμπροσθεν ἀντίμαχός του μείνω,
εἶναι στὸ σῶμα λαβωτὸς ἀπ’ τὸν χαλκὸν κι ἐκεῖνος
καὶ μίαν ἔχει τὴν ψυχὴν καὶ ὅλοι θνητὸν τὸν λέγουν·
μόνον ποὺ ὁ Ζεὺς τὸν προτιμᾶ καὶ δόξαν τοῦ χαρίζει.    570
Εἶπ᾽, ἐμαζώχθη ἀκλόνητος ἐμπρὸς στὸν Ἀχιλλέα
καὶ ἄναφτε γιὰ πόλεμον ἡ ἀνδράγαθη ψυχή του.
Καὶ ὅπως ἡ πάρδαλις ὁρμᾶ τοῦ λόγγου ἀπὸ τὸ βάθος
ἐνάντια στὸν κυνηγόν, καὶ μέσα στὴν ψυχή της
δὲν τρέμει τ’ ἀλυκτίσματα τῶν σκύλων ἂν ἀκούση˙
καὶ ἂν τὴν λογχίση ὁ κυνηγὸς ἢ καὶ τὴν ἀκοντίση
καὶ μὲ τὸ βέλος στὸ κορμί, δὲν παύει ἀπὸ τὴν μάχην
ὡς νὰ πιασθῆ πρῶτα μ’ αὐτὸν ἢ πέση σκοτωμένη·
ὁμοίως ὁ λαμπρὸς υἱὸς τοῦ Ἀντήνορος νὰ φύγη
δὲν ἤθελεν πρὶν δοκιμὴν νὰ κάμη τοῦ Ἀχιλλέως.    580
Κι ἐπρόβαλε κι ἐκράτει ἐμπρὸς τὴν κυκλωτὴν ἀσπίδα,
κι ἐκραύγαζ’ ἐνῶ σκόπευεν αὐτὸν μὲ τὸ κοντάρι:
«Θαρροῦσες ὅτι θά ’παιρνες, λαμπρότατε Ἀχιλλέα,
σήμερα τὴν ἀκρόπολιν τῶν ἀγερώχων Τρώων·
κι ἐκείνη, ἀνόητε, πολλοὺς θὰ καταθλίψη ἀκόμη.
Ὅτι τὴν Ἴλιον πολλοὶ φυλάγομε ἀνδρειωμένοι,
νὰ σώσωμε τοὺς γέρους μας γονεῖς καὶ τὲς γυναῖκες
καὶ τὰ παιδιά μας· καὶ σὺ ἐδῶ θὰ βρῆς τὸν θάνατόν σου,
καὶ φοβερὸς καὶ ἀτρόμητος πολεμιστὴς ὡς εἶσαι».
Εἶπε· τὴν λόγχην ἔριξε μὲ τ’ ἀνδρειωμένο χέρι,    590
τὴν κνήμην τοῦ ἐκτύπησε στὸ γόνα του ἀποκάτω·
βρόντησε ἡ κασσιτέρινη νεόχυτη κνημίδα
καὶ τοῦ θεοῦ δῶρο καὶ αὐτὴ σταμάτησε τὴν λόγχην
κι ἡ λόγχη ὀπίσω ἐγύρισε ἀπ’ ὅπου εἶχε κτυπήσει·
στὸν θεῖον τότε Ἀγήνορα ἐχύθηκε ὁ Πηλείδης
καὶ ὁ Φοῖβος δὲν τὸν ἄφησε τὴν δόξαν ν’ ἀποκτήση·
σήκωσε τὸν Ἀγήνορα μὲ νέφος τυλιγμένον,
κι ἥσυχον τὸν προβόδησε νὰ φύγη ἀπὸ τὴν μάχην,
καὶ ἀπ’ τὸν λαὸν ἐμάκρυνε μὲ τέχνην τὸν Πηλείδην·
ὁμοιώθηκε ἀπαράλλακτα τοῦ Ἀγήνορος κι ἐμπρός του    600
ἔμενε καὶ ὄρμησε ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσε·
κι ἐνῶ αὐτὸς κατόπι του στὸ κάρπιμο πεδίον
τὸν ἔστρεφε ἀκροπόταμα τοῦ βαθυρρόου Ξάνθου,
καὶ ὀλίγο τοῦ ἐπρότρεχε νὰ τὸν πλανέση ὁ Φοῖβος
γιὰ νὰ θαρρεύη πάντοτε πὼς θὰ τὸν καταφθάση,
οἱ ἄλλοι Τρῶες φεύγοντας περίχαροι ἐχυθῆκαν
στὴν πόλιν ποὺ ὅλη ἐγέμισε· καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος
κανεὶς δὲν ἐπερίμενε τὸν ἄλλον διὰ νὰ μάθη
ποιός ἔπεσε στὸν πόλεμον, ποιός πρόφθασε νὰ φύγη,
ἀλλὰ στὴν πόλιν νὰ κλεισθοῦν περίχαροι ὅλοι ὁρμῆσαν    610
ὅσοι ποδιῶν τοὺς ἔσωσε γοργότης καὶ γονάτων.