Ιλιάδα (Πολυλάς)/τ
←Ραψωδία σ | Ιλιάδα Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς Ραψωδία τ |
Ραψωδία υ→ |
῎Αφηνε τοῦ ᾽Ωκεανοῦ τὰ βάθ’ ἡ ροδισμένη
᾽Ηὼς νὰ φέρη τῶν Θεῶν τὸ φῶς καὶ τῶν ἀνθρώπων˙
κι ἔφερ’ ἡ Θέτις τοῦ θεοῦ τὰ δῶρ’ αὐτὰ στὰ πλοῖα.
Ἦβρε σιμὰ στὸν Πάτροκλο τὸν ποθητὸν υἱόν της
πικρὰ νὰ κλαίη, καὶ πολλοὶ τριγύρω του ἐθρηνοῦσαν
σύντροφοι, κι ἡ ἀσύγκριτη θεὰ σιμά τους ἦλθε.
Τὸ χέρι τοῦ ᾽πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι εἶπε:
«Παιδί μου, αὐτὸν ν’ ἀφήσωμε, μἐ ὅλο μας τὸν πόνο,
νὰ κείτεται ὡς τὸν δάμασε ἡ βουλὴ τῶν ἀθανάτων˙
τοῦ ῾Ηφαίστου τώρα δέξου ἐσὺ τ’ ἄρματα τὰ ὡραῖα 10
ποὺ ὄμοια δὲν ἐφόρεσε κανεὶς θνητὸς ἀκόμη».
Εἶπε καὶ καθὼς ἔθεσεν ἐμπρὸς στὸν Ἀχιλλέα
τ’ ἄρματα τὰ καλότεχνα, κεῖν’ ἀντηχῆσαν ὅλα.
Οἱ Μυρμιδόνες τρόμαξαν, κανεὶς νὰ τ’ ἀντικρίση
δὲν ἐτολμοῦσε κι ἔφυγαν˙ καὶ ἅμα τὰ εἶδ’ ἐκεῖνος
μέσα του ἐχόχλασε ἡ χολὴ βαθύτερα καὶ ἀστράψαν
ὡσὰν φωτιὰ τὰ μάτια του˙ κι εὐφραίνετο νὰ πιάνη
τὰ ὡραῖα δῶρα τοῦ θεοῦ καὶ ἀφοῦ νὰ τὰ θωράη
τὰ ἐξαίσια κεῖνα θαύματα μὲς στὴν ψυχή του εὐφράνθη,
εἶπε πρὸς τὴ μητέρα του: «Τ’ ἄρματα, ὦ μητέρα, 20
τέτοια τὰ χάρισε ὁ θεός, καθὼς νὰ εἶναι ἁρμόζει
ἔργα θεῶν, καὶ ὁποὺ θνητὸς δὲν τὰ κατασκευάζει.
Καὶ τώρα ἐγὼ θ’ ἀρματωθῶ· μόνον πολὺ φοβοῦμαι
μήπως εἱς τὸν ἀνδράγαθον υἱὸν τοῦ Μενοιτίου
στὲς ἀνοικτὲς λαβωματιὲς αἰσχρὲς βοηθήσουν μύγες
καὶ τὰ σκουλήκια γεννηθοῦν καὶ τὸν νεκρὸν νὰ φθείρουν,
ἀφοῦ τὸν ἄφησε ἡ ψυχή, καὶ ὅλο σαπῆ τὸ σῶμα».
Κι ἡ ἀσημόποδη θεὰ σ’ ἐκεῖνον ἀποκρίθη:
«Παιδί μου, αὐτὸν τὸν στοχασμὸν ποσῶς μὴ βάλη ὁ νοῦς σου.
Ἀπὸ τὲς μύγες, ἄγριες σπορὲς ποὺ κατοτρώγουν 30
τὸ σκοτωμένο μαχητήν, ἐγὼ θὰ τὸν φυλάξω·
κι ἐὰν σταθῆ κειτόμενος, ὅσο νὰ κλείση ὁ χρόνος,
ἄβλαπτο καὶ καλύτερο θὰ στέκεται τὸ σῶμα.
Κάλεσε ὡστόσο εἰς σύνοδον τῶν Ἀχαιῶν τοὺς πρώτους
καὶ βάλε κάτω τὸν θυμὸν ποὺ ἔχεις στὸν Ἀτρείδη,
κι εὐθὺς ρίξου στὸν πόλεμον καὶ περιζώσου ἀνδρείαν».
Εἶπε καὶ τὸν ἐγέμισεν ἀνδραγαθία καὶ θάρρος
καὶ στὰ ρουθούνια τοῦ νεκροῦ ρόδινο στάζει νέκταρ
καὶ ἀμβροσίαν, ἄφθαρτο τὸ σῶμα νὰ κρατήση.
Καὶ παίρνει τὴν ἀκρογιαλιὰν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας 40
καὶ μὲ κραυγὴ τρομακτικὴ σηκώνει τοὺς Ἀργείους.
Καὶ αὐτοὶ ποὺ πάντοτ’ ἔμεναν στὴν περιοχὴ τῶν πλοίων,
καὶ ὅσοι τὰ πλοῖα κυβερνοῦν καὶ στρέφουν τὸ πηδάλι,
οἱ οἰκονόμοι, οἱ μοιρασταὶ τοῦ σίτου, ἐτρέξαν ὅλοι
στὴν σύνοδον ποὺ ἐφάνηκε καὶ πάλιν ὁ Πηλείδης
ποὺ τόσον ἔλειπε καιρὸν ἀπ’ τὸν σκληρὸν ἀγώνα,
Μὲ χωλὸ πόδι ἐβάδιζαν τοῦ Ἄρη δυὸ βλαστάρια,
Τυδείδης ὁ ἀνδράγαθος καὶ ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας,
καὶ ἀκοῦμπαν στὰ κοντάρια τους, ὡς ἦσαν λαβωμένοι,
καὶ τῆς συνόδου ἐκάθισαν στὲς ἔδρες πού ᾽ναι οἱ πρῶτες. 50
Κατόπιν ἦλθεν ὕστερος ὁ μέγας Ἀγαμέμνων,
εἶχε κι ἐκεῖνος λάβωμα ποὺ στὸν σκληρὸν ἀγώνα
μὲ κονταριὰ τοῦ ἄνοιξεν ὁ Ἀντηνορίδης Κόων
καὶ ὡς ὅλοι ὁμοῦ συνάχθηκαν οἱ Ἀχαιοί, σηκώθη
στὴ μέση τους καὶ ὁμίλησεν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας:
«Ἀτρείδη, τάχα ὠφέλησεν ἐκεῖνο ἐμᾶς τοὺς δύο,
ἑσὲ κι ἐμέν᾽, ὅτ’ ἄναψε φαρμακερὴ διχόνοια
τὰ σωθικά μας καὶ ὁ θυμός, ἐξ ἀφορμῆς τῆς κόρης;
Νά ᾽χε την σβήσ’ ἡ Ἄρτεμις μὲ βέλος τὴν ἡμέρα
ποὺ ἐπόρθησα τὴν Λυρνησσόν, καὶ δούλη τὴν ἐπῆρα· 60
τότε δὲν θὰ ἐδάγκαναν τόσοι Ἀχαιοὶ τὸ χῶμα
κάτω ἀπ’ τὲς λόγχες τῶν ἐχθρῶν, κι ἦτ’ ὁ θυμός μου αἰτία.
Ὁ ῞Εκτωρ ἀπ’ τὴν ἔχθραν μας ἐκέρδισε καὶ οἱ Τρῶες,
ἀλλ’ οἱ Ἀχαιοὶ πολὺν καιρὸν θαρρῶ θὰ τὴν θυμοῦνται.
Ἀλλ’ ὅ,τι ἐγίνη ἀφήνομεν, ἂν καὶ μᾶς ἔχει πλήξει
καὶ πρέπει νὰ δαμάσωμεν στὰ στήθη τὴν ψυχή μας.
Παύω ἐγὼ τώρα τὴν χολὴν ὅτι ποσῶς δὲν πρέπει
θυμὸν νὰ τρέφω αἰώνιον· σὺ μὴν ἀργῆς ὡστόσο
στὸν πόλεμον τοὺς Ἀχαιοὺς ἀμέσως νὰ σηκώσης·
ὅτι τοὺς Τρῶας ἄντικρυ θὰ δοκιμάσω ἂν θέλουν 70
νὰ ξενυκτοῦν στὰ πλοῖα μας· θαρρῶ ποὺ ὅσοι προφθάσουν
νὰ φύγουν ἀπ’ τὴ λόγχη μου καὶ ἀπ’ τὸν δεινὸν ἀγώνα
πολλὴ χαρὰ θενὰ αἰσθανθοῦν τὰ γόνατα νὰ κλίνουν».
Εἶπεν αὐτὰ κι ἐχάρηκαν οἱ Ἀχαιοὶ γενναῖοι
ποὺ ἄφησε ὁ μεγαλόψυχος Πηλείδης τὸ θυμό του.
Καὶ πρὸς αὐτοὺς ὁμίλησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων
ἐκεῖθεν ὅπου ἐκάθονταν, χωρὶς νὰ προχωρήση:
«Ἥρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες τοῦ Ἄρη,
ν’ ἀκούετ’ ἀνεμπόδιστος ὅποιος τὸν λόγον ἔχει
ἡ τάξις θέλει˙ κι ἔμπειρον ἡ διακοπὴ πειράζει· 80
νὰ εἰπῆ, ν’ ἀκούση ποιὸς μπορεῖ στὸν θόρυβον ποὺ κάνουν
τὰ πλήθη; Καὶ ψηλόφωνος δειλιάζει δικηγόρος.
Εἰς τὸν Πηλείδη τώρα ἐγὼ θὰ ἐξηγηθῶ κι οἱ ἄλλοι
Ἀργεῖοι κεῖνο ὁποὺ θὰ εἰπῶ καλὰ νοήσετ’ ὅλοι.
Πολλὲς φορὲς οἱ Ἀχαιοὶ μ’ ὀνείδισαν γιὰ τοῦτο,
ἀλλ’ αἴτιος δὲν εἶμ’ ἐγώ· ἀλλὰ εἶναι ὁ Ζεὺς κι ἡ Μοίρα
καὶ ἡ νυκτοπλάνητη ᾽Ερινύς, ποὺ τὴν ἀγρίαν Ἄτην
τότε μέσα στὴ σύνοδον ἐβάλαν εἰς τὸν νοῦν μου,
καὶ τοῦ Ἀχιλλέως πῆρα ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸ βραβεῖον.
Καὶ τί θὰ ἔκανα; Ὁ θεὸς τὰ πάντα κατορθώνει. 90
Σεβαστὴ κόρη τοῦ Διὸς ἡ Ἄτ’ ἡ ὀλεθρία
κατάρατη ἀερόποδη, τὸ χῶμα δὲν ἐγγίζει
ἀνάερ’ ἀπὸ τὲς κεφαλὲς γυρίζει τῶν ἀνθρώπων
γιὰ νὰ τοὺς βλάψη, καὶ ἄσφαλτα ἕν’ ἀπ’ τοὺς δυό τους δένει·
τὸν Δί’ ἀκόμη ἔβλαψε, ποὺ ὑπέρτατον τὸν λέγουν
καὶ οἱ θνητοὶ κι οἱ ἀθάνατοι· ὅμως καὶ αὐτὸν ἡ Ἥρα
ἀπάτησε ἂν καὶ ἀδύνατη μὲ δόλο τὴν ἡμέραν
ἐκείνην ὁποὺ ἔμελλε στὴν πυργωμένη Θήβην
τοῦ ῾Ηρακλῆ τὴν δύναμιν ἡ Ἀλκμήνη νὰ γεννήση.
Ὅτ’ εἶπε αὐτὸς καυχώμενος στοὺς ἀθανάτους ὅλους: 100
«Σεῖς όλοι ἀθάνατοι θεοί, θεὲς καὶ σεῖς, ἀκοῦτε
ὅ,τι στὰ στήθη μου ἡ ψυχὴ νὰ εἰπῶ παρακινεῖ με·
θὰ φέρη σήμερα στὸ φῶς ἡ ὀδυνοφόρα Εἰλείθυια
ἄνδρα ποὺ γύρω τῶν λαῶν θὰ βασιλεύση ὅλων·
κατάγεται ἀπ’ τὸ αἷμά μου καὶ ἀπὸ τὴν γενεάν μου».
Κι ἡ Ἥρα τοῦ ᾽πε ἡ σεβαστὴ μὲ δόλον εἰς τὸν νοῦν της:
«Θὰ φανῆς ψεύτης, δὲν θὰ ἰδῆς ὁ λόγος σου νὰ γίνη.
Κι ὅρκον, ᾽Ολύμπιε, δυνατόν, ἂν θέλης ὄμοσέ μου
ποὺ ὅλων τριγύρω τῶν λαῶν θὰ βασιλεύση ἐκεῖνος
ποὺ μὲς στὰ πόδια γυναικὸς τὴν σήμερον θὰ πέση 110
ποὺ νά ᾽ναι ἀπὸ τὸ αἷμα σου καὶ ἀπὸ τὴν γενεάν σου».
Εἶπε καὶ δὲν ἐνόησεν ὁ Ζεὺς ποσῶς τὸν δόλον,
καὶ ὅρκον μέγαν ὤμοσε, καὶ αὐτὸ κακὸ τοῦ ἐγίνη.
Κι ἡ Ἥρ’ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ ᾽Ολύμπου ἐχύθη στ’ Ἄργος
τὸ Ἀχαίκόν, ποὺ ἐγνώριζεν ἐκεῖ τοῦ Περσηιάδου
Σθενέλου τὴν ἀσύγκριτη γυναίκα, ὁποὺ βαστοῦσε
μὲς στὴν γαστέρα της παιδὶ κι ἐμέτρα ἑπτὰ φεγγάρια·
καὶ ἂν καὶ λειπόμηνον στὸ φῶς τὸν ἔβγαλεν ἡ Ἥρα
καὶ τῆς Ἀλκμήνης κράτησε τὴ γέννα καὶ τοὺς πόνους
κι ἡ ἴδια τό ᾽πε τοῦ Διός: «Πατέρ’ ἀστραποφόρε, 120
ἄκουσε κάτι· πρόωρα ἄνδρας λαμπρὸς γεννήθη
ὁ Εὐρυσθεύς, ποὺ βασιλεὺς θὰ εἶναι τῶν Ἀργείων,
πατέρας του εἶναι ὁ Σθένελος καὶ πάππος ὁ Περσέας,
γένος σου˙ καὶ τοῦ στέκεται τὸ σκῆπτρο τῶν Ἀργείων».
Εἶπε· στὰ σπλάχνα τοῦ Διὸς δριμὺς ἐμπῆκε πόνος.
Τὴν Ἄτην ἅρπαξεν εὐθὺς ἀπ’ τὲς λαμπρὲς πλεξίδες
μὲ τὴν χολὴν εἰς τὴν καρδιὰ καὶ ὤμοσε μέγαν ὅρκον:
ποτὲ στ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ καὶ στὲς κορφὲς τοῦ ᾽Ολύμπου
ἡ Ἄτη, ὄλεθρος κοινός, στὸ ἑξῆς νὰ μὴν πατήση.
Εἶπε καὶ μὲ τὸ χέρι του τὴν πέταξε ἀπὸ τ’ ἄστρα 130
σφενδονιστὰ κι ἔφθασε αὐτὴ στοὺς τόπους τῶν ἀνθρώπων.
Πάντοτ’ ἐστέναζε ἀπ’ αὐτὴν ὅταν τὸν ποθητόν του
ἐβασανίζαν οἱ ἀπρεπεῖς ἀγῶνες τοῦ Εὐρυσθέως.
Ὁμοίως κι ἐγὼ πάντοτε ὅταν ὁ μέγας ῞Εκτωρ
ἀκράτητος ἐθέριζε στὲς πρύμνες τοὺς Ἀργείους,
ἡ Ἄτη, ποὺ μ’ ἐτύφλωσε δὲν ἔβγαινε ἀπ’ τὸν νοῦ μου.
Κι ἐὰν τότ’ ἐτυφλώθηκα καὶ ὁ Ζεὺς τὸ νοῦ μου ἐπῆρε
νὰ τὸ διορθώσω θέλω ἐγὼ μὲ ξαγορὰν πλουσίαν·
ἀλλὰ σήκω στὸν πόλεμον καὶ σήκωσε τὰ πλήθη.
Καὶ ὅλα τὰ δῶρα εἶν’ ἐτοιμα, κεῖνα ποὺ στὴ σκηνή σου 140
ἐχθὲς ποὺ ἦλθε σοῦ ᾽ταξεν ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας·
καί, ἂν θέλης, στάσου, κράτησε τῆς μάχης τὴν ὁρμή σου,
τὰ δῶρα οἱ θεράποντες ἀπ’ τὸ δικό μου πλοῖον
θενὰ σοῦ φέρουν γιὰ νὰ ἰδῆς ποὺ ἐξαίσια θὰ τὰ δώσω».
Καὶ ὁ πτεροπόδης Ἀχιλλεὺς σ’ ἐκεῖνον ἀποκρίθη:
«Τὰ δῶρα εἶναι στὸ χέρι σου νὰ δώσης, ὡς ἁρμόζει,
ἢ νὰ κρατήσης· τώρα ἐμεῖς στὴν μάχην ἂς χυθοῦμε˙
δὲν πρέπει ἐδῶ νὰ τρίβωμε μὲ λόγια τὸν καιρό μας·
τὸ μέγα ἔργον ἄπρακτον ἀκόμη μένει όπίσω·
καὶ ὅπως καὶ πάλι πρόμαχον θὰ ἰδῆτε τὸν Πηλείδην 150
νὰ κόβη μὲ τὴ λόγχη του τὲς φάλαγγες τῶν Τρώων,
μ’ αὐτὸ στὸν νοῦν ἀνδράγαθα καθεὶς ἂς πολεμήση».
Σ’ ἐκεῖνον ὁ πολύβουλος ἀπάντησε ᾽Οδυσσέας:
«῞Οσο καὶ ἂν εἶσαι ἀσύγκριτος, θεόμορφε Ἀχιλλέα,
μὴ πρὸς τὴν ῎Ιλιον νηστικοὺς στὸν πόλεμον κινήσης
τοὺς Ἀχαιούς, ὅτι καιρὸν δὲν θὰ βαστάξη ὀλίγον
ἡ μάχη, εὐθὺς ποὺ οἱ φάλαγγες πιασθοῦν τῶν ἀνδρειωμένων,
καὶ στὰ δυὸ μέρη ἕνας θεὸς φυσήση τὴν ἀνδρείαν·
ἀλλὰ νὰ φάγουν καὶ νὰ πιοῦν στὲς πρύμνες πρόσταξέ τους·
δύναμις εἶναι τὸ φαγὶ καὶ τὸ κρασὶ τοῦ ἀνθρώπου. 160
Ἄνδρας δὲν δύναται κανεὶς ὁλήμερα ὡς τὸ δείλι
τοῦ ἐχθροῦ ἀντίκρυ ἀφάγωτος ν’ ἀγωνισθῆ στὴν μάχην·
ὅσην καὶ ἂν ἔχη προθυμιὰ νὰ μάχεται ἡ ψυχή του,
σιγὰ-σιγὰ τὰ μέλη του βαραίνουν καὶ τὸν πιάνουν
πείνα καὶ δίψα καὶ δειλὰ τὰ γόνατά του τρέμουν·
ἀλλ’ ὅποιος πρῶτ’ ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ κρασὶ χορτάση
καὶ ὁλημερὶς ἂν πολεμᾶ μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀντίκρυ
τὸ θάρρος ἔχει στὴν ψυχήν, τὰ μέλη δὲν τοῦ κόβει
ὁ κόπος κι εἶναι ὁ ὕστερος τὸν πόλεμον ν’ ἀφήση.
Σκόρπισε τώρα τὸν λαὸν καὶ εἰπέ τους νὰ ἑτοιμάσουν 170
τὸ γεῦμα· ὡστόσ’ ὁ βασιλεὺς Ἀτρείδης ἂς σοῦ φέρη
τὰ δῶρα ἐδῶ στὴν σύνοδον νὰ τὰ θωρήσουν ὅλοι
οἱ Ἀχαιοὶ καὶ νὰ χαρῆς ἐσὺ μὲς στὴν ψυχήν σου.
Καὶ ὅρκον αὐτὸς νὰ σοῦ ὁρκισθῆ, στὴν μέσην τῶν Ἀργείων,
ποὺ δὲν ἀνέβηκε ποτὲ μαζί της εἰς τὴν κλίνην
ὅπως τὸ θέλει τῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ὁ νόμος.
Καὶ σὺ ὁ ἴδιος πράυνε στὰ βάθη τὴν ψυχήν σου.
Εἰς τὴν σκηνήν του μὲ λαμπρὸ τραπέζι ἂς σὲ ἡμερώση
τὸ δίκαιόν σου ἀνέλλειπα νὰ λάβης ὅπως πρέπει·
καὶ δικαιότερος στὸ ἑξῆς καὶ μ’ ἄλλους θά ᾽σαι, Ἀτρείδη. 180
῞Οτι ποσῶς κατάκρισιν δὲν ἔχει βασιλέας
ἐὰν κάποιον παραδίκησε νὰ τὸν καταπραΰνη».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:
«᾽Εχάρηκα ὅπως ἄκουσα τὸν λόγον σου, ᾽Οδυσσέα,
τὰ εἶπες ὅλα ὀρθότατα καὶ ὀπως τὰ θέλ’ ἡ τάξις·
αὐτὰ θὰ ὀμώσω πρόθυμος, ὡς καὶ ἡ ψυχή μού θέλει.
Οὐδὲ θὰ γίνω ἐπίορκος ἐμπρὸς τῶν ἀθανάτων.
Καὶ ἀπ’ τὴν ὁρμὴν ἂς κρατηθῆ τῆς μάχης ὁ Πηλείδης
καὶ ὅλοι ἐδῶ μείνετε μαζί, ὅσο τὰ δῶρα νά ᾽λθουν
ἀπ’ τὴν σκηνὴν καὶ κάμωμε τῶν ὅρκων τὴν θυσίαν. 190
Καὶ εἰς σὲ τὸν ἴδιον τοῦτο ἐγὼ νὰ κάμης παραγγέλλω.
Διάλεξε τῶν Παναχαιῶν τὰ πρῶτα παλικάρια,
τὰ δῶρα ὅσα ἐτάξαμεν ἐχθὲς στὸν Ἀχιλλέα
ἀπ’ τὴν σκηνήν μου φέρετε, καὶ ἀντάμα τὲς γυναῖκες.
Κι ἔτοιμον ὁ Ταλθύβιος ἀπ’ τὸ στρατόπεδόν μας
χοῖρον ἂς ἔχη νὰ σφαγῆ στὸν ῞Ηλιον καὶ στὸν Δία».
Καὶ ὁ πτεροπόδης Ἀχιλλεὺς σ’ ἐκεῖνον ἀπαντοῦσε:
«῟Ω ἀγαμέμνων ἀρχηγέ, τρισένδοξε Ἀτρεΐδη,
αὐτὰ νὰ συγυρίζετε θ’ ἁρμόζη σ’ ἄλλην ὦραν
ὅταν συμβῆ ξανάσαμα νὰ γίνη τοῦ πολέμου 200
καὶ νὰ μὴ καίη τόση ὁρμὴ τ’ ἀνδράγαθά μας στήθη.
Σφαγμένοι ἀπὸ τὸν ῞Εκτορα, ποὺ ἐδόξασεν ὁ Δίας,
κείτοντ’ ἐκεῖνοι καταγῆς, καὶ σεῖς νὰ εὐφρανθοῦμε
στὸ φαγοπότι θέλετε· καλύτερα νὰ ἠθέλαν
καὶ ὁλονήστικ’ οἱ Ἀχαιοὶ στὸν πόλεμον νὰ ὁρμήσουν
καὶ ἅμα βυθίσ’ ὁ ἥλιος, νὰ ἐτοιμασθῆ μεγάλο
συμπόσιον, ἀφοῦ τ’ ὅνειδος ἐκδικηθοῦμεν ὅλο·
ὅσο γιὰ μὲ δὲν γίνεται φαγὶ νὰ μοῦ περάση,
μήτε πιοτὸ κατέμπροσθεν τοῦ σκοτωμένου φίλου,
ποὺ στὴν σκηνήν μου κείτεται μὲ πόδια τεντωμένα 210
νεκρὸς ἐκεῖ στὰ πρόθυρα καὶ γύρω οἱ φίλοι κλαίουν.
῞Ωστε τὸν νοῦν μου δὲν κινοῦν ἐκεῖνα, ἀλλὰ μ’ ἀνάφτει
φόνος καὶ αἷμα καὶ βαρὺς τῶν σκοτωμένων βόγγος».
Σ’ αὐτὸν τότε ὁ πολύβουλος ἀντεῖπεν ᾽Οδυσσέας:
«Τῶν Ἀχαιῶν ὑπέρτατε, Πηλείδη Ἀχιλλέα,
ἐμὲ στὴν λόγχην ξεπερνᾶς τωόντι καὶ ὄχι ὀλίγο,
ἀλλ’ εἶμ’ ἐγὼ στὴν νόησιν πολὺ καλύτερός σου,
ὡς ἔχω χρόνια πλιότερα καὶ πλιότερα ἔχω μάθει˙
ὥστε σὺ στέρξε τὴν καρδιὰ στὰ λόγια μου νὰ κλίνης˙
τοῦ ἀνθρώπου γρήγορ’ ἔρχεται ὁ κόρος τοῦ πολέμου, 220
περισσὲς ὅπου οἱ καλαμιὲς κομμένες πέφτουν χάμου
καὶ ὀλίγος εἶναι ὁ θερισμός, ὁπόταν τοῦ πολέμου
ὁ οἰκονόμος πού ᾽ναι ὁ Ζεύς, τὴν πλάστιγγά του κλίνη
μὲ τὴν γαστέρ’ οἱ Ἀχαιοὶ νὰ κλάψουν τοὺς νεκρούς των
δὲν γίνεται˙ ὅτι ἀμέτρητοι στὴν μάχην κάθε ἡμέραν
πέφτουν· καὶ πότε θά ᾽χαμε ξανάσαμα τῆς λύπης;
Ἀλλ’ ὅσους πῆρε ὁ θάνατος θὰ θάπτωμεν καὶ δάκρυα
θὰ χύνωμεν ἀδείλιαστα ὁλόκληρην ἡμέραν.
Ἀλλ’ ὅσοι ἀπὸ τὸν πόλεμον τὸν μισητὸν ἐμεῖναν
αὐτοὶ θὰ φάγουν καὶ θὰ πιοῦν, ὅπως ἐμψυχημένοι 230
πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀδιάκοπα κρατήσωμε τὴν μάχην
μὲ τὰ καλά μας ἄρματα· μηδὲ κανεὶς θὰ στέκη
δεύτερην ἄλλη προσταγὴ στὸν πόλεμον ν’ ἀκούση·
ὀλέθρια παρακίνησις θὰ εἶναι εἰς ὅποιον μείνη
ὀπίσὼ εἰς τὰ καράβια μας· ἀλλ’ ὅλοι ἂς πεταχθοῦμε
ν’ ἀνάψωμε τὸν πόλεμον τῶν ἱπποδάμων Τρώων».
Καὶ ὡς εἶπ’ ἐκίνησαν μ’ αὐτὸν τοῦ Νέστορος τ’ ἀγόρια
καὶ ὁ Θόας καὶ ὁ Μελάνιππος καὶ ὁ Μέγης ὁ Φιλείδης
καὶ ὁ Μηριόνης καὶ μ’ αὐτοὺς ὁ Λυκομήδης, τέκνον
τοῦ Κρέοντος, καὶ στὴ σκηνὴν ἐπήγαιναν τοῦ Ἀτρείδη˙ 240
καὶ ὅπως εἰπώθη ὁ λόγος του τὸ ἔργον ἐτελέσθη˙
ἑπτὰ ἐφέρναν τρίποδες, ὅσους τοὺς εἶχε τάξει,
εἴκοσι λέβητες λαμπρούς, καὶ δώδεκα πουλάρια
κι ἐξαίσιες στὰ ἔργα τους κόρες ἑπτὰ καὶ ὀγδόην
τὴν Βρισηίδα τὴν καλήν· κι ἐζύγισ’ ὁ ᾽Οδυσσέας
χρυσάφι δέκα τάλαντα, κι ἐκίνησε αὐτὸς πρῶτος
καὶ ἔφερναν κατόπι του τὰ δῶρα οἱ πολεμάρχοι
καὶ τῆς συνόδου τά ᾽θεσαν στὴν μέσην· κι ἐσηκώθη
ὁ Ἀτρείδης· καὶ ὁ θεόφωνος Ταλθύβιος πλησίον
εἰς τὸν ποιμένα τῶν λαῶν τὸν χοῖρον ἐκρατοῦσε· 250
κι ἔσυρ’ ὁ Ἀτρείδης μάχαιραν ὁποὺ σιμὰ στὴν θήκην
τοῦ ξίφους εἶχε πάντοτε, καὶ ἀφοῦ ἀπαρχὲς τοῦ χοίρου
τὲς τρίχες ἔκοψε μ᾽ αὐτήν, κι ὑψώνοντας τὰ χέρια
πρὸς τὸν Κρονίδην εὔχονταν, καὶ ὅλοι τὸν βασιλέα
ἥσυχοι ἄκουαν αὐτοῦ μὲ τάξιν οἱ Ἀργεῖοι.
Καὶ αὐτὸς τὸν μέγαν οὐρανὸν κοιτάζοντας εὐχόνταν:
«Μάρτυς μου ὁ Δίας, τῶν θεῶν ὁ ἐξαίσιος, ὁ πρῶτος,
ἡ Γῆ καὶ ὁ ῞Ηλιος καὶ οἱ θεές, ὁποὺ στὰ καταχθόνια
τοὺς ἐπιόρκους, τιμωροῦν, οἱ μαῦρες ᾽Ερινύες,
ποὺ χέρι ἐγὼ δὲν ἅπλωσα στὴν κόρη τοῦ Βρισέως 260
τῆς κλίνης τὸ ἀγκάλιασμα, εἴτ’ ἄλλο ν’ ἀπολαύσω,
ἀλλ’ ἔμεινεν ἀμάλακτη κεῖ μέσα στὲς σκηνές μου,
καὶ ἂν ψεύδομαι, ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ πάθ’ ὅ,τι παθαίνει
ὁ ἀσεβὴς ποὺ ψεύτικα τὸ ὄνομά τους λέγει».
Εἶπε, τὸν χοῖρον ἔσφαξε μὲ τὴ σκληρὴ λεπίδα
καὶ στοὺς ἀφροὺς τῆς θάλασσας, τὰ ψάρια νὰ τὸν φάγουν,
τὸν ἔριξε ὁ Ταλθύβιος· καὶ ἀμέσως ὁ Ἀχιλλέας
ὀρθὸς σηκώθη κι ἔλεγε στὴ μέση τῶν Ἀργείων:
«Δία πατέρα, τοὺς θνητοὺς πόσο κακὰ τυφλώνεις˙
ἀλλέως δὲν θ’ ἀγρίευε στὰ βάθη τὴν ψυχή μου 270
ὁ Ἀτρείδης, καὶ στὸ πεῖσμα μου δὲν θά ᾽παιρνε τὴν κόρη
στὴν θέλησίν του ἀμάλακτος˙ ἀλλ’ ἤθελεν ὁ Δίας
νὰ μᾶς θερίση ὁ θάνατος πολλοὺς ἀνδρειωμένους·
φάγετε τώρα κι ἔπειτα στὴ μάχη θὰ χυθοῦμε».
Αὐτά ᾽πε καὶ τὴν σύνοδον ἀπόλυσε κι ἐκεῖνοι
ἐδῶ κι ἐκεῖ σκορπίσθηκαν καθένας στὴ σκηνή του.
῾Ωστόσον ἐσυγύριζαν τὰ δῶρα οἱ Μυρμιδόνες
καὶ εἰς τὸ καράβι τά ᾽φεραν τοῦ θείου Ἀχιλλέως˙
τὰ δῶρα ἐθέσαν στὲς σκηνὲς καὶ ἔμπασαν τὲς κόρες
κι ἐπῆραν οἱ θεράποντες τοὺς ἵππους στὴν ἀγέλην. 280
Καὶ ἡ Βρισηίς, ποὺ τῆς χρυσῆς ὁμοίαζε Ἀφροδίτης,
ἄμ’ εἶδε αὐτοῦ τὸν Πάτροκλον σφαγμένον τοῦ ἐχύθη
ἐπάνω μὲ ξεφωνητό, καὶ τὴν καλὴν μορφή της,
τὰ λευκὰ στήθη ξέσχιζε, τὸν ἁπαλὸν λαιμό της,
κι εἶπε ἡ θεόμορφη γυνὴ στὰ δάκρυα της πνιγμένη:
«Πάτροκλ᾽, ἐμὲ τῆς ἄμοιρης, ὦ πολυαγαπημένε,
σ’ ἄφησα ὀιμένα ζωντανὸν ὅταν ἀναχωροῦσα,
γυρίζ᾽, ὦ βασιλέα μου, νὰ σ’ ἔβρω ἀπεθαμένον.
Ἀπὸ κακὸ σ’ ἄλλο κακὸ μὲ κατατρέχ’ ἡ μοίρα·
τὸν ἄνδρα ὁποὺ μοῦ ἔδωκαν οἱ σεβαστοὶ γονεῖς μου 290
τὸν εἶδα ἐμπρὸς στὰ τείχη μας αἱματοκυλισμένον,
καὶ τῆς μητρός μου τρεῖς υἱούς, ἀδέλφι’ ἀγαπητά μου,
μοῦ τὰ ἐπῆρεν ὅλα ὁμοῦ τοῦ ὀλέθρου ἡ μαύρ’ ἡμέρα
κι ἐνῶ τὸν θεῖον ἄνδρα μου, τὸν Μύνητα, ὁ Πηλείδης
μοῦ φόνευε καὶ πάτησε τὴν πόλιν του, σὺ μόνος
νὰ κλαίω σὺ δὲν μ’ ἄφηνες, καὶ νύμφην νὰ μὲ κάμης
τοῦ Ἀχιλλέως μοῦ ᾽λεγες, στὴν Φθίαν νὰ μὲ φέρης
νὰ γίνουν οἱ χαρὲς αὐτοῦ, ποὺ οἰκοῦν οἱ Μυρμιδόνες·
γι’ αὐτήν σου τὴν γλυκύτητα τόσο πικρὰ σὲ κλαίω».
Εἶπε˙ μαζί της ἔκλαιαν τὸν Πάτροκλον κι οἱ ἄλλες 300
καὶ ἀντὶ ἐκείνου ἡ καθεμιὰ θρηνοῦσε τοὺς νεκρούς της·
καὶ ὁλόγυρά του οἱ βασιλεῖς τροφὴν νὰ πάρη ὀλίγην
τὸν παρακάλουν· ἀλλ’ αὐτὸς στενάζοντας ἀρνεῖτο:
«Ἄν μ’ ἀγαπᾶτε, φίλοι μου, μὴ μὲ στενοχωρεῖτε
μὲ τὸ πιοτό, μὲ τὸ φαγὶ νὰ εὐφράνω τὴν καρδιά μου,
ἐνῶ ἀκόμη φοβερὴ μὲ καταθλίβει λύπη,
καὶ νὰ ὑποφέρω εἶμαι καλός, ὁ Ἥλιος ὡς νὰ δύση».
Εἶπε τοὺς ἄλλους βασιλεῖς ἀπόλυσε, κι ἐμεῖναν
οἱ Ἀτρεῖδες, ὁ ᾽Ιδομενεὺς καὶ ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας,
ὁ Νέστωρ μὲ τὸν Φοίνικα, καὶ τὸν παρηγοροῦσαν 310
μὲ λόγια φρόνιμα, ἀλλ’ αὐτὸς παρηγοριὰ δὲν εἶχε
ἢ μὲς στὸν λάρυγγα νὰ μπῆ τοῦ αἱματηροῦ πολέμου·
καὶ στεναγμὸς βγῆκε βαθὺς ἀπ’ τὴν ψυχή του κι εἶπε:
«Ἄλλοτε, ἄμοιρε καὶ σύ, ὦ φίλε τῆς καρδιᾶς μου,
ἐδῶ τὸ γεῦμα εὐτρέπιζες γρήγορος καὶ ὅπως πρέπει,
ὅταν ἐβιάζοντ’ οἱ Ἀχαιοὶ νὰ ὁρμήσουν καὶ νὰ φέρουν
τὸν Ἄρη τὸν πολύθρηνον στοὺς ἱπποδάμους Τρῶας˙
τώρα σὺ κείτεσαι νεκρὸς κι ἐμένα δὲν ἀφήνει
ὁ πόθος σου μήτε φαγὶ μήτε πιοτὸ νὰ πάρω,
ὅτι κακὸ χειρότερο νὰ πάθω δὲν μποροῦσα 320
καὶ ἂν ἄκουα ν’ ἀπέθανεν ὁ γέρος μου πατέρας,
ὁποὺ στὴν Φθίαν τήκεται στὰ δάκρυα, ποὺ τοῦ λείπει
τέτοιος υἱός, κι ἐγὼ μακριά, νὰ πολεμῶ τοὺς Τρῶας
μένω στὰ ξένα ἐξ ἀφορμῆς τῆς μισητῆς ῾Ελένης
ἢ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνατρέφεται στὴν Σκύρον, τὸ παιδί μου
ὁ θεῖος ὁ Νεοπτόλεμος, ἐὰν μοῦ ζῆ ἀκόμη.
Ἄλλην ἐλπίδα ἔτρεφα ἐγὼ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου,
μόνος νὰ πέσω ἐγὼ μακρὰν ἀπ’ τὸ ἱπποτρόφον Ἄργος
ἐδῶ στὴν Τροίαν, καὶ νὰ πᾶς ὀπίσω ἐσὺ στὴν Φθίαν
καὶ ἀπὸ τὴν Σκύρον τὸ παιδὶ νὰ βγάλης εἰς τὸ πλοῖον 330
μαζί σου νὰ τὸν ὁδηγῆς καὶ νὰ τοῦ δείξης ὅλα,
τὸ εἶναι μου, τοὺς δούλους μου καὶ τὸ ὑψηλὸ παλάτι.
Ὅτι φοβοῦμαι ποὺ ὁ Πηλεὺς ἢ πεθαμένος εἶναι
ἢ ἔχ’ ἡμέρες μετρητὲς καὶ λύπη τὸν μαραίνει
καὶ τὰ κακὰ γεράματα, καὶ πάντοτε ἀναμένει
εἴδησις τοῦ θανάτου μου νὰ πλήξη τὴν καρδιά του».
῎Ελεγε κλαίοντας, καὶ ὁμοῦ καὶ οἱ βασιλεῖς στενάζαν,
θυμούμενος καθένας τους στὸ σπίτι τ’ εἶχε ἀφήσει.
Εἶδε καὶ τοὺς συμπόνεσεν ὁ Ζεὺς ὁποὺ θρηνοῦσαν
κι ἔλεγε πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ: «῏Ω τέκνον μου, τελείως 340
τὸ πρόσωπόν σου ἔστρεψες ἀπὸ τὸν θεῖον ἄνδρα;
Τωόντι πλέον εἰς τὸν νοῦν δὲν ἔχεις τὸν Πηλείδη;
Τὸν βλέπεις ὁποὺ κάθεται κατέμπροσθεν στὰ πλοῖα
καὶ κλαίει γιὰ τὸν φίλον του˙ κι οἱ ἄλλοι ἀναχωρῆσαν
νὰ γευματίσουν· καὶ τροφὴν νὰ πάρη αὐτὸς δὲν θέλει.
Ἀλλὰ κατέβα, τὴν γλυκιὰ νὰ στάξης ἀμβροσίαν
καὶ νέκταρ μὲς στὰ στήθη του, νὰ μὴν τὸν πνίξ’ ἡ πείνα».
Καὶ ὅ,τ, εἶπ’ ὁ Ζεὺς ἡ Ἀθηνᾶ τὸ ἐπιθυμοῦσε πρώτη˙
καὶ ὅμοια μὲ πλατύπτερο ψιλόφωνο γεράκι
τινάζετ’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸν καὶ σχίζει τὸν αἰθέρα 350
κι εὑρέθη ἐκεῖ ποὺ ὁπλίζονταν οἱ Ἀχαιοὶ στὴν μάχην·
καὶ μὲς στὰ στήθη τὴν γλυκιὰ τοῦ ἔσταξε ἀμβροσίαν
καὶ νέκταρ, μὴ τὰ γόνατα τοῦ κόψ ἡ μαύρη πείνα,
καὶ στοῦ πατρός της γύρισε τοῦ μεγαλοδυνάμου
τὸ δῶμα καὶ ἀπ’ τὲς πρύμνες των ἐχύνονταν ἐκεῖνοι.
Καὶ ὡς τοῦ Διὸς χιονοβολὲς πυκνὲς πυκνὲς πετιοῦνται
ὁποὺ ὁ αἰθερογέννητος ἐπάγωσε Βορέας,
ὅμοια πυκνὲς ἀστράφτοντας οἱ περικεφαλαῖες
ἀπὸ τὲς πρύμνες χύνονταν κι οἱ ὀμφαλωτὲς ἀσπίδες,
οἱ θώρακες οἱ ἀσύντριφτοι, τὰ φράξινα κοντάρια 360
καὶ ὁ τόπος ὅλος ἄστραφτεν ἀπ’ τοῦ χαλκοῦ τὴν λάμψιν
ἕως τὰ ὕψη τ’ οὐρανοῦ, καὶ τῶν ποδιῶν ὁ κτύπος
ἐβρόντα, καὶ στὴν μέσην τους ὁπλίζετ’ ὁ Ἀχιλλέας.
Τρίζαν τὰ δόντια του φρικτά, φωτιὰ τὰ μάτια ἐκαῖαν,
θλίψις μεγάλη ἐβάρυνε τὰ στήθη του καί, ὡς ἦταν
νὰ ξεθυμάνη ἀκράτητος τὸ μίσος του εἰς τοὺς Τρῶας,
τὰ ἄρματά του ἐζώνονταν, δῶρα τοῦ Ἡφαίστου θεῖα.
Πρῶτα τὲς κνῆμες μὲ λαμπρὲς κνημίδες περικλείει,
ὁποὺ ἐθηλυκώνονταν μὲ ὁλάργυρες περόνες.
Τὰ στήθη ἐσκέπασ’ ἔπειτα μὲ θώρακα ποὺ λάμπει 370
χάλκινο, ἀργυροκᾴρφωτον ἐκρέμασε ἀπ’ τοὺς ὤμους
ξίφος κι ἐπῆρε τὴν τρανὴν καὶ στερεὴν ἀσπίδα
ποὺ ἔριχνε πέρ’ ἀναλαμπὴν ὡς στρογγυλὸ φεγγάρι.
Καὶ ὡς ὅταν στοὺς θαλασσινοὺς μακρόθεν ἀπὸ ὅρος
φέγγει φωτιὰ ποὺ ἄναψαν στὴν στάνην οἱ ποιμένες,
ἀλλὰ στὸ μέγα πέλαγος τοὺς σέρν’ ἡ ἀνεμοζάλη
μακρὰν ἀπὸ τοὺς ποθητούς· παρόμοια στὸν αἰθέρα
ἔφθαν’ ἡ λάμψη τῆς καλῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως.
᾽Εσήκωσε κι ἐφόρεσε τὴν περικεφαλαίαν
τὴν στερεήν, καὶ ἡ χήτη της ὡς ἄστρο ἐσπιθοβόλα, 380
καθὼς τριγύρω ἐσείονταν πυκνὲς χρυσὲς πλεξίδες,
ποὺ ὁ ῎Ηφαιστος ὁλόγυρα στὸν λόφον εἶχε σύρει.
Κι ἐδοκιμάσθη στ’ ἄρματα ὁ θεῖος Ἀχιλλέας
ἐλεύθερ’ ἂν τοῦ ἅρμοζαν πρὸς τὰ λαμπρά του μέλη·
καὶ αὐτὰ σηκῶναν τὰ φτερὰ τὸν μέγαν πολεμάρχον·
καὶ ἀπὸ τὴν θήκην ἔσυρε τὸ πατρικὸ κοντάρι
βαρύ, μεγάλο, στερεό, ποὺ ἄλλος δὲν μποροῦσε
νὰ σείση ἀπὸ τοὺς Ἀχαιούς, ἢ μόνος ὁ Ἀχιλλέας,
φράξο ἀπ’ τὸ Πήλιο βουνό, ποὺ τοῦ πατρός του ὁ Χείρων
εἶχε χαρίσει φονικὸ νὰ εἶναι τῶν ἡρώων. 390
Ὁ Αὐτομέδων ἔζευε καὶ ὁ Ἄλκιμος τοὺς ἵππους˙
τοὺς ἔζωναν μὲ ὄμορφα ζυγόλουρα κι ἐβάλαν
στὰ στόματα τοὺς χαλινοὺς καὶ ὀπίσω πρὸς τὴν ἔδραν
τὰ χαλινάρια τέντωσαν· κι ἐπάνω στὸ ζευγάρι
μὲ τὴν ὡραίαν μάστιγα ἐπήδησε ὁ Αὐτομέδων.
᾽Οπίσω ἀνέβη ὁλόλαμπρος ὡς ἥλιος ὁ Ἀχιλλέας
κι ἐφώναξε τρομακτικὰ στοὺς ἵππους τοῦ πατρός του:
«Ξάνθε, Βαλίε, θρέμματα θαυμάσια τῆς Ποδάργης,
τώρα τὸν κυβερνήτην σας καλύτερα σκεφθῆτε
ὁπίσω νὰ τὸν σώσετε στῶν Δαναῶν τὰ πλήθη 400
ὅλην ἀφοῦ χορτάσωμεν τὴν δίψαν τοῦ πολέμου,
ὄχι ὡς τὸν Πάτροκλον νεκρὸν αὐτοῦ νὰ τὸν ἀφῆστε».
Τοῦ ἀντεῖπε κάτω ἀπ’ τὸν ζυγὸν ὁ γοργοπόδης Ξάνθος
τὴν κεφαλήν του κλίνοντας βαθιὰ καὶ ὅλ’ ἡ χαίτη
ἀπὸ τὴν ζεύγην ξέπεσε καὶ ἔφθανε στὸ χῶμα·
φωνητικὸν τὸν ἔκαμεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα:
«Γιὰ τώρα θὰ σὲ σώσωμεν, ἀνδράγαθε Ἀχιλλέα,
ἀλλ’ εἶναι ἡ ὥρα σου κοντά, δὲν πταῖμ’ ἐμεῖς ἀλλ’ εἶναι
μέγας θεὸς ὁ αἴτιος κι ἡ ἀνίκητ’ εἶναι ἡ μοίρα˙
καὶ ὄχι ἀπὸ ἀμέλειαν ποτὲ καὶ ὀκνηριὰ δική μας 410
ἀπ’ τ’ ἄρματα τὸν Πάτροκλον ἐγύμνωσαν οἱ Τρῶες·
ἀλλ’ ὁ ἐξαίσιος τῶν θεῶν τὸν φόνευσεν, ὁ Φοῖβος,
μὲς στοὺς προμάχους κι ἔδωσε στὸν Ἕκτορα τὴν δόξαν˙
καὶ τοῦ Ζεφύρου τὴν πνοὴν ὁποὺ γοργότατ’ εἶναι,
μποροῦμ’ ἐμεῖς νὰ φθάσωμεν· ἀλλὰ καὶ σένα ἡ μοίρα
ἀπὸ θεὸν καὶ ἀπὸ θνητὸν διόρισε νὰ πέσης».
Καὶ ὡς εἶπε τούτου τὴν φωνὴν τοῦ κόψαν οἱ ᾽Ερινύες.
Ἐβάρυνεν ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ τοῦ ᾽πε: «Προμαντεύεις
Ξάνθε, σ’ ἐμὲ τὸν θάνατον; Καὶ μόνος τὸ γνωρίζω,
ὅτι νὰ πέσω ἐδῶ μακρὰν τῶν ποθητῶν γονέων 420
ἡ μοίρα μου διόρισεν˙ ἀλλ’ ὅμως δὲν θὰ παύσω,
πρὶν ἢ τοὺς Τρῶας ἀρκετὰ στὴν μάχην τρικυμίσω».
Εἶπε κι ἐκίνα μὲ κραυγὴν τὰ δυνατὰ πουλάρια.