Ιλιάδα (Πολυλάς)/π

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Ραψωδία π


Καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸ καλόστρωτο καράβι ἐπολεμοῦσαν.
Καὶ ὁ Πάτροκλος ἐστέκονταν ἐμπρὸς στὸν Ἀχιλλέα
κι ἔχυνε δάκρυα θερμά, σὰν βρύση ὁποὺ κυλάει
ἐπάνω εἰς βράχον γλιστερὸν τὰ σκοτεινὰ νερά της.
Τὸν εἶδε καὶ συμπόνεσεν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας,
καὶ ἀμέσως τὸν ἐρώτησεν: «῏Ω Πάτροκλε, τί κλαίεις;
Κοράσι ὁμοιάζεις τρυφερὸ ποὺ ὀπίσω ἀπ’ τὴν μητέρα
τρέχει καὶ τὴν παρακαλεῖ στὸν κόρφο νὰ τὸ πάρη,
καὶ ἀπ’ τὴν ποδιά της τὴν κρατεῖ, ποὺ βιαστικὰ πηγαίνει,
καὶ ὡς νὰ τὸ πάρη τὴν κοιτᾶ μὲ μάτια δακρυσμένα·    10
ὁμοίως, Πάτροκλε, θερμὰ καὶ σὺ τὰ δάκρυα χύνεις.
Στοὺς Μυρμιδόνας ἢ σ’ ἐμὲ θὰ φανερώσης κάτι;
Ἢ κάποιο μήνυμα κρυφὸ σοῦ ἔφθασε ἀπ’ τὴν Φθίαν;
Ζῆ ἀκόμη ὁ Μενοίτιος, τοῦ Ἄκτορος, ὡς λέγουν,
ζῆ καὶ ὁ Πηλεὺς τοῦ Αἰακοῦ, στὴν γῆν τῶν Μυρμιδόνων,
ποὺ ἄκουσμα θά ᾽ταν θλιβερὸ σ’ ἐμᾶς ὁ θάνατός των˙
ἢ κλαίεις γιὰ τοὺς Ἀχαιούς, καθὼς παθαίνουν θραῦσιν
στὲς πρύμνες καὶ τ’ ἀδίκημα πλερώνουν τὸ δικό τους;
Λέγε, μὴ τό ᾽χης μυστικό, κι ἐγὼ νὰ τὸ γνωρίσω».
Πάτροκλ᾽, ἐβαρυστέναξες, ἱππόμαχε, καὶ τοῦ ᾽πες:    20
«Τῶν Ἀχαιῶν ὑπέρτατε, Πηλείδη Ἀχιλλέα,
πῶς νὰ μὴ κλάψω; Συμφορὰ μεγάλη τοὺς Ἀργείους
ἐβρῆκεν, ὅτι κείτονται στὲς πρύμνες λαβωμένοι
αὐτοὶ ποὺ ὡς τώρα ἐλέγονταν οἱ πρῶτοι πολεμάρχοι.
Κεῖ λαβωμένος κείτεται καὶ ὁ δυνατὸς Τυδείδης,
ὁ ᾽Οδυσσεὺς καὶ ὁ δοξαστὸς στὴν λόγχην Ἀγαμέμνων,
καὶ στὸ μερὶ λαβώθηκεν ὁ Εὐρύπυλος μὲ βέλος.
Καὶ πολυβόταν’ ἰατροὶ κοιτάζουν τὲς πληγές των
ἀλλὰ σὺ εἶσαι ἀμάλακτος, Πηλείδη· μὴ ποτέ μου
χολὴ μὲ πιάση ὡσὰν αὐτὴ ποὺ σὺ στὰ στήθη τρέφεις.    30
Ποιόν θὰ ὠφελήση ἀπόγονον ἡ ἄτυχή σου ἀνδρεία
ἂν τώρ’ ἀπὸ τὸν ὄλεθρον δὲν σώσης τοὺς Ἀργείους;
Σκληρέ· πατέρας σου ὁ Πηλεὺς δὲν ἦταν μήτε ἡ Θέτις
μητέρ᾽, ἀλλὰ σ’ ἐγέννησαν ἡ θάλασσα καὶ οἱ βράχοι,
τόσο εἶναι ἡ γνώμη ἀσύντριφτη μὲς στ’ ἄπονά σου στήθη˙
καὶ ἂν εἰς τὸν νοῦν σου ἔχεις χρησμόν, ποὺ ν’ ἀποφύγης θέλεις,
καὶ ἡ δέσποινα ἡ μητέρα σου σοῦ ἀνάφερε ἀπ’ τὸν Δία,
ἐμὲ κὰν στεῖλ’ εὐθὺς καὶ ὁμοῦ τοὺς Μυρμιδόνας ὅλους,
ἴσως μ’ ἐμένα ὀλίγο φῶς ἰδοῦν οἱ νικημένοι.
Καὶ τ’ ἄρματά σου δῶσε μου νὰ τὰ φορῶ στὴν μάχην,    40
ἲσως εἰποῦν πὼς εἶσαι σὺ καὶ ξεκοποῦν οἱ Τρῶες
ἀπὸ τὴν μάχην, ἄνεσιν νὰ λάβουν οἱ θλιμμένοι˙
τ’ ἀνάσαμα εἶν’ ἐλάφρωσις, ὅσον μικρὰ καὶ ἂν εἶναι.
Κι εὔκολα ἐμεῖς ἀκόπωτοι τὰ πλήθη κοπωμένα
θὰ διώχναμε, στὴν πόλιν τους νὰ φύγουν ἀπ’ τὰ πλοῖα».
Παρακαλοῦσεν ὁ τυφλὸς ὁλόθερμα, καὶ ὡστόσο
παρακαλοῦσε θάνατον κακὸν τῆς κεφαλῆς του.
Καὶ τοῦ ᾽πε μ’ ἀγανάκτησιν ὁ γρήγορος Πηλείδης:
«Πάτροκλε διογέννητε, ὀιμέ, ποιὸν λόγον εἶπες!
μήτε χρησμὸν λογιάζω ἐγώ, ποὺ νὰ γνωρίζω, μήτε    50
λόγον μοῦ ἔφερε ἡ σεπτὴ μητέρ’ ἀπὸ τὸν Δία·
ἀλλ’ εἶναι τοῦτ’ ὁποὺ βαθιὰ πληγώνει τὴν ψυχήν μου,
ἄνθρωπος τοῦ ὁμοίου του τὸ γέρας νὰ τοῦ πάρη
ὀπίσω, ὅτ’ εἶναι ἀνώτερος στὴν ἐξουσίαν μόνον·
μὲ ὅσα ὡς τώρα ὑπόφερα καὶ αὐτὸν τὸν πόνον ἔχω.
Τὴν κόρην ποὺ μοῦ διάλεξαν οἱ Ἀχαιοὶ βραβεῖον,
ποὺ ἐκείνην, ὅταν ἔριξα τῆς χώρας της τὰ τείχη,
ἔχει ἀποκτήσ’ ἡ λόγχη μου, μοῦ ἐπῆρε τώρα ὀπίσω
ὁ Ἀτρείδης, ὡς ἀτίμητος νὰ ἤμουν ἐδῶ ξένος.
Ἀλλ’ ὅ,τι ἐγίνη ἂς ἔγινε. Κι αἰώνια νὰ βαστάξη    60
δὲν ἠμποροῦσεν ἡ χολή˙ τωόντι στὸν θυμόν μου
εἶπα, ποὺ δὲν θὰ ἔπαυα, πρὶν στὰ δικά μου πλοῖα
τῆς μάχης φθάση ὁ βοητὸς καὶ βρόντος τοῦ πολέμου·
ἀλλ’ ἔπαρε καὶ ζώσου ἐσὺ τὰ ὑπέρλαμπρ’ ἄρματά μου
καὶ ὁδήγα τοὺς ἀτρόμητους στὴν μάχην Μυρμιδόνας
ὅτι ἀπὸ Τρῶας σύγνεφο κατάμαυρο ἔχει ζώσει
τὲς πρύμνες ὅλες κι οἱ Ἀχαιοὶ σπρωχθῆκαν στῆς θαλάσσης
τὴν ἄκρην ἄκρην καὶ κρατοῦν ἀκόμη ὀλίγον τόπον.
Καὶ ὅλη τῶν Τρώων ἔπεσεν ἐπάνω τους ἡ πόλις,
ξέθαρροι, ὁποὺ τοῦ κράνους μου τὸ μέτωπο νὰ λάμπη    70
κοντὰ δὲν βλέπουν˙ καὶ γοργὰ θὰ φεῦγαν νὰ γεμίσουν
νεκροὶ τοὺς λάκκους, ἂν σ’ ἐμὲ ἦταν ὁ Ἀτρείδης πράος˙
καὶ τώρα ἰδοὺ πῶς τὸν στρατὸν ἐζῶσαν τ’ ἄρματά τους.
Διότι ἀπὸ τὸν ὄλεθρον τοὺς Δαναοὺς νὰ σώση
ἡ λόγχη πλέον δὲν λυσσᾶ στὸ χέρι τοῦ Τυδείδη,
οὐδὲ τοῦ Ἀτρείδη ἀκούω πλιὰ τὸ μισητό μου στόμα,
ἀλλὰ τοῦ ῞Εκτορος βροντᾶ φωνὴ, τοῦ ἀνθρωποφόνου,
τὸ πρόσταγμα εἰς τοὺς Τρῶας του, ποὺ ὅλην τὴν πεδιάδα
πλημμύρισαν καὶ μὲ βοὴν συντρίβουν τοὺς Ἀργείους.
Ἀλλ’ ὅμως πέσ’ ἀπάνω τους, ὦ Πάτροκλε ἀνδρειωμένε,    80
πρόφθασε πρὶν ἀδάμαστην βάλουν φωτιὰ στὰ πλοῖα
καὶ κόψουν τῂν ἐπιστροφὴν στὴν ποθητὴν πατρίδα.
Καὶ ὅλον τὸν λόγον ποὺ θὰ εἰπῶ βάλε στὸν νοῦν καὶ πείθου˙
νὰ λάβω δόξαν καὶ τιμὴν ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἀργείους
θὰ κάμης καὶ τὴν ὄμορφην νὰ μοῦ ἀποδώσουν κόρην,
μὲ δῶρ’ ἀκόμα ὑπέρλαμπρα· καὶ ἀφοῦ μακρὰν τῶν πλοίων
τοὺς διώξης, γύρε παρευθύς· κι ἐὰν θελήσης δόξαν
νὰ σοῦ χαρίση,ὁ βροντητής, μὴ σὺ ἐπιθυμήσης
χωρὶς ἐμὲ ν’ ἀγωνισθῆς μὲ τ’ ἀνδρειωμένα πλήθη
τῶν Τρώων˙ καὶ ἀδοξώτερον θενὰ μὲ καταστήσης˙    90
μὴ στοῦ πολέμου τὴν φωτιὰν καὶ στὴν σφαγὴν τῶν Τρώων
μεθύσης καὶ ὡς τὴν ῎Ιλιον μὲ θάρρος προχωρήσης,
μὴ κάποιος ἀπ’ τὸν ῎Ολυμπον θεὸς ἐμπῆ στὴν μάχην,
ὅτι πολὺ τοὺς ἀγαπᾶ ὁ μακροβόλος Φοῖβος.
Ἀλλ’ ἅμα φέρης ἄνεσιν στὲς πρύμνες στρέψε ὀπίσω
εὐθύς, κι ἐκεῖνοι ἂς πολεμοῦν κατόπι στὴν πεδιάδα.
Δία πατέρα, καὶ Ἀθηνᾶ, καὶ Ἀπόλλων, χάρισέ μας
κανεὶς ἀπὸ τὸν θάνατον νὰ μὴ σωθῆ τῶν Τρώων
μηδὲ κανεὶς τῶν Ἀχαιῶν, νὰ μείνωμεν οἱ δύο
καὶ μόνοι ἐμεῖς νὰ ρίξωμε τὰ τείχ’ ἱερὰ τῆς Τροίας».    100
Τοὺς λόγους τούτους ἔλεγαν ἐκεῖνοι μεταξύ τους,
καὶ ὁ Αἴας πλιὰ δὲν ἔμενε, πνιμένος ἀπ’ τὰ βέλη˙
τοῦ Δία τὸν νικοῦσε ὁ νοῦς, τὰ τόξα ὁμοῦ τῶν Τρώων˙
τρομακτικὰ στοὺς μήλιγγες τὰ φάλαρα τὰ ὡραῖα
τοῦ κράνους ἀπ’ τὸ κτύπημα τῶν ἀκοντιῶν κροτοῦσαν,
καὶ ἀγανακτοῦσε ἡ ἀριστερή του πλάτη ὡς ἐκρατοῦσε
πάντοτε αὐτὸς ἀσάλευτην ἐμπρός του τὴν ἀσπίδα
μ’ ὅσα σ’ αὐτὴν καὶ ἂν στύλωναν ἀκόντια νὰ τὴν σπρώξουν.
Ἀγκομαχοῦσε φοβερὰ καὶ ἀπ’ ὅλα του τὰ μέλη
ἵδρωτας ἔρρεε πολὺς καὶ ἀνασασμὸν δὲν εἶχε˙    110
κακὸν ἐπάνω στὸ κακὸ τὸν ἔσφιγγε τριγύρω.
Μοῦσες ἀπὸ τὸν ῎Ολυμπον, διδάξετέ με τώρα,
πῶς ἐπρωτόπεσε ἡ φωτιὰ στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα.
Ὁ ῞Εκτωρ ἐπλησίασε καὶ μὲ τὸ μέγα ξίφος
ἐχώρισε τοῦ Αἴαντος τὸ φράξινο κοντάρι
κάτω ἀπ’ τὴν λόγχην· κι ἔσειε τὸ κολοβὸ κοντάρι
ὁ Αἴας ἀνωφέλητα· κι ἡ χάλκινή του λόγχη
μὲ βρόντον ἔπεσε μακράν· ἐρρίγωσεν ὁ Αἴας
καὶ μὲ τὴν ἄψεγην ψυχὴν ἐγνώρισε τὰ θεῖα
ἔργα, ὅτι κάθε μηχανὴν ἀφάνιζε τῆς μάχης    120
καὶ εἰς τοῦς Τρῶας ἔδιδε τὴν νίκην ὁ Κρονίδης.
Καὶ ἀπὸ τὰ βέλη ἐσύρθηκε· κι εὐθὺς ἐκεῖνοι ἐβάλαν
φωτιὰ στὰ πλοῖα καὶ ἄσβεστη μέσα του ἁπλώθ’ ἡ φλόγα.
Καὶ τὸ καράβι ἔζωνε τὸ πῦρ· τότε ὁ Πηλείδης
τὰ δυὸ μεριά του ἐκτύπησέ καὶ εἶπε τοῦ Πατρόκλου:
«Πάτροκλε διογέννητε, κινήσου ἀνδρειωμένε,
κίνημα βλέπω τοῦ πυρὸς κεῖ πέρα στὰ καράβια·
μὴ τὰ πατήσουν καὶ φυγῆς δὲν μείνη ἐλπίδα πλέον·
τ’ ἄρματα ζώσου, ὡστόσο ἐγὼ τὰ πλήθη συναθροίζω».
Εἶπε, κι ἐφόρει ὁ Πάτροκλος τ’ ἄρματα ποὺ ἀστράφταν.    130
Πρῶτα τὲς κνῆμες ἔζωσε μὲ τὲς λαμπρὲς κνημίδες
ποὺ ἦσαν μὲ ἀργυροκάρφωτες περόνες ἁρμοσμένες·
κατόπιν θώρακα λαμπρὸν ἀστερωτὸν στὰ στήθη
ἔβαλε, ὁποὺ ὁ φτερόποδος Αἰακίδης ἐφοροῦσε.
Ξίφος ἀργυροκάρφωτον ἐκρέμασε ἀπ’ τοὺς ὤμους
χάλκινο, κι ἔπειτα τρανὴν καὶ στερεὴν ἀσπίδα.
Εἰς τὴν γενναίαν κεφαλὴν καλὸν ἔθεσε κράνος
μ’ ἀλόγου χαίτην καὶ φρικτὸς σειόνταν ἐπάν’ ὁ λόφος.
Κι ἐπῆρε καλοφούκτωτα δυὸ δυνατὰ κοντάρια
καὶ ὄχι τὸ μέγα, τὸ βαρὺ κοντάρι τοῦ Ἀχιλλέως    140
ὁποὺ κανεὶς τῶν Ἀχαιῶν νὰ σείση δὲν ἠμπόρει
καὶ τό ᾽σειε μόνος ὁ Ἀχιλλεύς˙ ἀπὸ τὸ Πήλειον ὄρος
κομμένο φράξο πόδωκεν ὁ Χείρων τοῦ πατρός του
φόνον νὰ φέρη ἀφεύγατον εἰς τοὺς ἀνδρειωμένους.
Κι εἶπε στὸν Αὐτομέδοντα νὰ ζέψη εὐθὺς τοὺς ἵππους,
φίλον του ἐξόχως σεβαστὸν κατόπιν τοῦ Ἀχιλλέως,
στὴν μάχην ἑτοιμότατον εἰς κάθε προσταγήν του.
Καὶ ὁ Αὐτομέδων ἔζεψε τὸν Ξάνθον καὶ Βαλίον,
πουλάρι᾽ ἀνεμόποδα, τὰ γέννησε ἡ Ποδάργη
ἡ ῞Αρπυι’ ἀπὸ τὸν Ζέφυρον ὡς ἔβοσκε στὴν χλόην    150
στὰ τείχη τοῦ ᾽Ωκεανοῦ. Τοὺς ἔδεσε στὸ πλάγι
τὸν Πήδασον ἀσύγκριτον, πού ᾽χε ὁ Πηλείδης φέρει
ἀπὸ τοῦ ᾽Ηετίωνος τὴν πορθημένην πόλιν,
κι ἵππος συμβάδιζε θνητὸς μὲ ἀθάνατα πουλάρια.
Τοὺς Μυρμιδόνας σύνταζε και ἀρμάτωνε ὁ Πηλείδης
ὅλους ἀπ’ ὅλες τὲς σκηνές˙ καὶ ὡς ὠμοφάγοι λύκοι,
μὲ δύναμιν ἀδάμαστην, ἀφοῦ στὰ ὄρη ἐλάφι
κερατοφόρο ἐσπάραξαν μεγάλο καὶ τὸ φάγαν
καὶ εἶναι τὰ σιαγόνια τους κατάμαυρ’ ἀπὸ αἷμα·
κοπαδιαστὰ στὴ βρύση ὁρμοῦν τὴν δίψαν τους νὰ σβήσουν,    160
κι ἐνῶ μὲ γλῶσσες ἀχαμνὲς τὸ μαῦρο ρεῦμα γλείφουν
τοῦ φόνου ρεύγοντ’ αἵματα, καθὼς μέσα ἡ κοιλιά τους
ὀγκώνεται, ἀλλ’ ἡ ψυχὴ στὰ στήθη τους δὲν τρέμει·
ὅμοια κινοῦντ’ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Μυρμιδόνων γύρω
εἰς τὸν λαμπρὸν ἀκόλουθον τοῦ θείου Ἀχιλλέως.
Καὶ θάρρος ἔδινε ὁ Ἀχιλλεὺς στὴν μέσην τους ὁ ἀνδρεῖος
τῶν ἱππομάχων μαχητῶν καὶ τῶν ἀσπιδοφόρων.
Πενήντα ὁδήγησ’ ὁ Ἀχιλλεὺς ὀγρήγορα καράβια
στὴν Τροίαν, καὶ ἄνδρες κάθονταν πενήντα στὸ καθένα·
πέντε διόρισε ἀρχηγούς, ἕναν στὰ δέκα πλοῖα,    170
νὰ εἶναι ὅλ’ ὑπήκοοι στὴν προσταγὴν ἐκείνων,
καὶ αὐτὸς ὡς πρῶτος ἀρχηγὸς βασίλευεν εἰς ὅλους.
Τῆς σειρᾶς πρώτης ὁ λαμπρὸς Μενέσθιος ἀρχηγοῦσε˙
ἀπὸ τὴν κόρην τὴν καλὴν γεννήθη τοῦ Πηλέως
τὴν Πολυδώρην, ποὺ θνητὴ μ’ ἀθάνατον ἑνώθη,
τὸν Σπερχειόν, διογέννητο ποτάμι, ἀλλὰ πατέρας
τοῦ Περιήρους ὁ υἱός, ὁ Βῶρος ἐλεγόνταν,
ποὺ φανερὰ μὲ ἄπειρα δῶρα τὴν πῆρε νύμφην.
Τῆς δεύτερης ὁ Εὔδωρος ἦτο ἀρχηγός, ὁ ἀνδρεῖος·
τοῦ Φύλαντος ἀνύμφευτο κοράσ’ ἡ Πολυμήλη    180
τὸν γέννησ’ ἡ καλόχορη ποὺ στὸν χορὸν πιασμένην
τῆς χρυσοτόξου Ἀρτέμιδος μὲ συνομήλικές της
ἀγάπησεν ὁ ἀντίκακος ῾Ερμῆς ἅμα τὴν εἷδε.
Στ’ ἀνώγι ἀνέβηκε ὁ θεὸς καὶ κρυφοαγκαλιασθῆκαν
καὶ στὸν καιρόν του εἶδε τὸ φῶς ἀγόρι ζηλεμένο,
ὁ Εὔδωρος, στὸν πόλεμον καλὸς καὶ ἀνεμοπόδης.
Καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνον ἔβγαλε νὰ ἰδῆ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου
ἡ ὠδινοφόρα Εἰλείθυια, τότε τὴν Πολυμήλην
τὴν πῆρε νύμφην σπίτι του ὁ μέγας Ἀκτορίδης
ὁ ᾽Εχεκλής, μὲ ἄπειρα πού ᾽χε προσφέρει δῶρα.    190
Τὸν Εὔδωρον ἀνάστησε καὶ ἀνάθρεψε μὲ πόθον
ὁ γέρος Φύλας σπίτι του ὡσὰν παιδὶ δικό του.
Ὁ Μαιμαλίδης Πείσανδρος τῆς τρίτης ἀρχηγοῦσε
γιὰ τὸ κοντάρι ἀσύγκριτος στοὺς Μυρμιδόνας ὅλους
δεύτερ’ ἀπὸ τὸν Πάτροκλον τὸν φίλον τοῦ Ἀχιλλέως.
Τῆς τέταρτης ὁ γέροντας ὁ Φοίνιξ, καὶ τῆς πέμπτης
ἀρχηγὸς ἦταν ὁ λαμπρὸς Λαερκίδης Ἀλκιμέδων.
Καὶ ὅλους ἀφοῦ τοὺς ἔστησε σιμὰ στοὺς ἀρχηγούς των
μ’ ὡραίαν τάξιν, αὐστηρὸν εἶπε ὁ Πηλείδης λόγον:
«῏Ω Μυρμιδόνες, ὅλοι σεῖς, ἐνθυμηθῆτε πόσες    200
στὲς πρύμνες ἐφωνάζατε φοβέρες πρὸς τοὺς Τρῶας,
εἰς τοῦ θυμοῦ μου τὸν καιρὸν καὶ μοῦ ἐπαραπονεῖσθε:
«Κακὲ Πηλείδη, μὲ χολὴν θὰ σ’ ἔθρεψε ἡ μητέρα,
σκληρέ, ποὺ στανικῶς κρατεῖς στὲς πρύμνες τοὺς συντρόφους.
Ἀλλὰ νὰ τὸ πρυμνήσωμε γιὰ τὴν πατρίδα ὀπίσω
ἀφοῦ ὀλέθριος ἔπεσε θυμὸς εἰς τὴν ψυχήν σου».
Αὐτὰ μοῦ ἐλέγετε συχνά˙ αὐτός σας τώρα ὁ πόθος
γίνεται, ἰδοὺ σᾶς ἔφεξε δεινοῦ πολέμου ἡμέρα.
Ὅθεν καθεὶς ἂς ἀνδρειωθῆ τοὺς Τρῶας νὰ κτυπήση».
Καὶ στὴν φωνὴν ὡς ἄναψαν τοῦ βασιλέως ὅλοι    210
τὲς τάξες των ἐπύκνωσαν στενώτερ’ ἀπὸ πρῶτα.
Καὶ ὡς ὅταν τοῖχον ὑψηλῆς οἰκοδομῆς μὲ λίθους
δένουν πυκνούς, ἀκλόνητον εἰς κάθε ὁρμὴν ἀνέμου
ὁμοίως κράνη ἐδένονταν καὶ ἀσπίδες, καὶ ἄνδρας ἄνδρα,
κράνος τὸ κράνος στήριζε καὶ ἀσπίδα τὴν ἀσπίδα·
καὶ οἱ λαμπροὶ λόφοι ὡς ἔσκυφταν τὲς χαῖτες τους ἐσμίγαν,
τόσο δεμένα ἦσαν στενά˙ κι ἐμπρὸς τῶν Μυρμιδόνων
ἀρματωμένοι, πρόθυμοι στὴν μάχην ἄνδρες δύο
μὲ ψυχὴν μίαν, Πάτροκλος ἐλάμπαν καὶ Αὐτομέδων.
Καὶ στὴν σκηνὴν ὁ Ἀχιλλεὺς πηγαίνει καὶ σηκώνει    220
τὸ σκέπασμ’ ἀπὸ λάρνακα λαμπρὴν ποὺ τοῦ ᾽χε βάλει
ἡ Θέτις ἡ ἀσημόποδη νὰ πάρη στὸ καράβι,
καὶ ὄμορφα τοῦ τὴν στοίβασε μὲ ἀντάνεμες χλαμύδες
μὲ τάπητες πολὺ δασεῖς καὶ μὲ καλοὺς χιτῶνες.
Εἶχε καὶ κούπαν πλουμιστὴν ὁποὺ κανεὶς μ’ ἐκείνην
ἄλλος κρασὶ δὲν ἔπινεν οὐδ’ εἰς θεὸν κανέναν
ὁ Ἀχιλλεὺς ἐσπόνδιζεν, ἢ στὸν πατέρα Δία·
τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐκάθαρε μὲ θειάφι καὶ κατόπι
μ’ ὡραῖο τό ᾽πλυνε νερό, καὶ αὐτὸς ἐχερονίφθη
καὶ ἀφοῦ κρασὶ τὸ ἐγέμισεν, ὀρθὸς εἰς τὴν αὐλήν του,    230
τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐσπόνδιζε κι εὐχόνταν·
καὶ στὴν φωνήν του ἐπρόσεχεν ὁ χαιρεβρόντης Δίας.
«Δία, θεὲ Πελασγικέ, προστάτη στὴν Δωδώνην
πέρα τὴν κακοχείμωνην, ὅπου ἀπὸ σὲ προσφέρουν
οἱ ἄλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοὶ ρήματα θεῖα,
ὡς ἔδωκες ἀκρόασιν εἰς τὲς εὐχές μου πρῶτα,
κι ἐπλήγωσες τοὺς Ἀχαιοὺς κι ἐτίμησες ἐμένα,
καὶ τώρα πάλιν τὴν ἑξῆς εὐχὴν εὐδόκησέ μου.
῞Οτι ἂν καὶ μένω ἐγὼ μακρὰν κλεισμένος στὰ καράβια,
ἰδοὺ στέλνω τὸν φίλον μου μὲ Μυρμιδόνων πλήθη·    240
δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, ἀπόστειλέ του,
θάρρος στὰ στήθη βάλε του, νὰ μάθη ὁ Πριαμίδης,
ὁ ἀκόλουθός μου, ἂν μοναχὸς νὰ πολεμῆ γνωρίζη
ἢ μόνον τότε μαίνονται τ’ ἀνίκητά του χέρια
ὅταν πετιοῦμ’ ἐγὼ μ’ αὐτὸν στοῦ Ἄρη τὸν ἀγώνα.
Καὶ ἅμα τῆς μάχης τὴν βοὴν μακρύνη ἀπὸ τὲς πρύμνες,
νὰ μοῦ γυρίση ἄβλαπτος μὲ ὅλα τ’ ἄρματά μου
στὰ πλοῖα μας καὶ οἱ σύντροφοι, κονταρομάχοι ἀνδρεῖοι».
Εὐχήθη καὶ τὸν ἄκουσεν ὁ πάνσοφος Κρονίδης·
Καὶ τῶν εὐχῶν του εὐδόκησε τὴν μίαν ὁ πατέρας˙    250
ν’ ἀπομακρύνη εὐδόκησε τὴν μάχην ἀπ’ τὰ πλοῖα,
ἀλλὰ τοῦ ἀρνήθη ἄβλαβος νὰ γύρη ἀπ’ τὴν μάχην.
Καὶ ἀφοῦ εὐχήθη μὲ σπονδές, ἐμπῆκε στὴν σκηνήν του
καὶ ἀπόθεσε στὴν λάρνακα τὸ θαυμαστὸ ποτήρι,
καὶ στὴν σκηνήν του ἐστάθη ἐμπρὸς μὲ προθυμιὰ νὰ βλέπη
τῶν Τρώων καὶ τῶν Ἀχαιῶν τὸν φοβερὸν ἀγώνα.
Μὲ τὸν γενναῖον Πάτροκλον ἐκεῖνοι συνταγμένοι
κινοῦνταν μεγαλόψυχα ὡς πόπεσαν στοὺς Τρῶας.
Κι ἐχύνονταν ὁρμητικά, καθὼς πετιοῦνται οἱ σφῆκες
ποὺ τὴν φωλιά τους ἔστησαν παράμερα τοῦ δρόμου,    260
πού, ὡς συνηθοῦν, ἀνόητα παιδιὰ τὲς ἐρεθίζουν
καὶ ἀπ’ ἀγνωσιά τους προξενοῦν κακὸ πολλῶν ἀνθρώπων˙
ποὺ ἂν τὲς ταράξη ἀθέλητα διαβάτης ξεπετιοῦνται
ὅλες μὲ ἀνδράγαθην ψυχὴν νὰ σώσουν τὰ μικρά τους.
Ὁμοίως τότε μὲ καρδιὰν ἀδάμαστην καὶ ἀνδρείαν
οἱ Μυρμιδόνες χύνονται ἐμπρὸς εἰς τὰ καράβια·
καὶ ἀλαλαγμὸς ἀσίγητος ἐβρόντα εἰς τὸν ἀέρα
κι ἔσυρε ὁ Πάτροκλος φωνὴν μεγάλην στοὺς συντρόφους:
«Ὦ Μυρμιδόνες, σύντροφοι τοῦ θείου Ἀχιλλέως,
ἄνδρες φανῆτε, μ’ ὅλην σας τὴν δύναμιν, ὦ φίλοι,    270
ὁ Ἀχιλλεὺς νὰ δοξασθῆ, ποὺ τῶν Ἀργείων ὅλων
αὐτὸς ἐξέχει ἀσύγκριτος καὶ οἱ σύντροφοί του ἀνδρεῖοι,
νὰ μάθη καὶ ὁ κραταιὸς Ἀτρείδης Ἀγαμέμνων
πόσο ἔσφαλε ποὺ ἀψήφησε τῶν Ἀχαιῶν τὸν πρῶτον».
Εἶπε καὶ εἰς ὅλους ἄναψε τὸ θάρρος τῆς ἀνδρείας
κι ἔπεσαν ὅλοι σύσσωμοι στοὺς Τρῶας, καὶ τὰ πλοῖα
ἀπ’ τὴν βοὴν τῶν Ἀχαιῶν τρομακτικὰ βροντῆσαν.
Εἶδαν οἱ Τρῶες στ’ ἄρματα ν’ ἀστράφτουν ἔμπροσθέν τους
ὁ Πάτροκλος ὁ ἀνδράγαθος μὲ τὸν θεράποντά του
κι ἐλάκτισε ἡ καρδία τους, καὶ οἱ τάξεις σαλευθῆκαν,    280
θαρρώντας ποὺ ἐξεθύμωσε κι ἔκαμε πάλι ἀγάπην
καὶ ἀπὸ τὲς πρύμνες ὅρμησεν ὁ ἀνίκητος Πηλείδης.
Καὶ ἀπὸ τὸν ὄλεθρον καθεὶς ἐκοίτα ποῦ νὰ φύγη.
Τὴν λόγχην πρωτοακόντισεν ὁ Πάτροκλος στὴν μέσην
ὁποὺ ἐκτυπιοῦνταν πάμπολλοι, στὴν ἄκρην στὸ καράβι
αὐτὸ ποὺ ὁ Πρωτεσίλαος εἶχε ὁδηγήσει ὁ μέγας,
καὶ τὸν Πυραίχμην, ἀρχηγὸν τῶν ἱππικῶν Παιόνων,
ποὺ ἀπ’ τὸν πλατύροον Ἀξιὸν στὴν Ἀμυδώνα πίνουν,
στὸν δεξιὸν ὦμον κτύπησε κι ἔπεσε αὐτὸς μὲ βόγγον.
Καὶ οἱ Παίονες ἐσκόρπισαν, ὡς εἶδαν τρομαγμένοι    290
ποὺ ὁ Πάτροκλος τοὺς φόνευσε τὸν μέγαν πολεμάρχον.
Καὶ ἀφοῦ τοὺς Τρῶας ἔδιωξεν ἀπὸ τὲς πρύμνες ὅλους,
σβήνει τὴν φλόγα μένει αὐτοῦ μισόκαυτο τὸ πλοῖον˙
σκορποῦν οἱ Τρῶες μὲ κραυγές, οἱ Δαναοὶ στὰ πλοῖα
τοὺς κυνηγοῦν, καὶ ἀλαλαγμὸς μεγάλος ἐσηκώθη.
Καὶ ὡς ὅταν σύγνεφο χοντρὸ σκεπάζη μέγα ὄρος,
ἂν τὸ σηκώσ’ ἡ δύναμις τοῦ ἀστραποβόλου Δία,
φαίνεται κάθε κορυφή, κάθ’ ἄκρη, κάθε πλάγι,
κι ἐσχίσθη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπέραντος ὁ αἰθέρας,
ἔτσι ἀφοῦ διῶξαν οἱ Ἀχαιοὶ τὸ πῦρ ἀπ’ τὰ καράβια,    300
ἀνάπνευσαν, ἂν καὶ ποσῶς δὲν ἔπαυσεν ἡ μάχη˙
διότι ἀκόμη ἀκράτητα μακρὰν ἀπ’ τὰ καράβια
ἀπ’ τοὺς ἀνδρείους Ἀχαιοὺς δὲν ἔφευγαν οἱ Τρῶες,
καὶ ἂν ἀπ’ τὲς πρύμνες στανικῶς ἀγάλι ἀναποδίζαν,
ὅμως ἀκόμη ἀντίστεκαν. Καὶ ἀφοῦ σκορπίσθ’ ἡ μάχη,
μονόμαχα κάθε ἀρχηγὸς ἕναν ἐφόνευσ’ ἄνδρα˙
μὲ λόγχην ὁ ἀνδράγαθος υἱὸς τοῦ Μενοιτίου
τρυπᾶ τὸν Ἀρηίλυκον, κεῖ ποὺ ἔμπροσθέν του ἐστράφη,
εἰς τὸ μερί, τὸ χάλκινο κοντάρι βγαίνει πέρα,
τοῦ σπᾶ τὸ κόκαλο καὶ αὐτὸς ἐπίστομα βροντάει.    310
Τὸν Θόαντα ὁ Μενέλαος στὸ στῆθος, ποὺ ἐγυμνώθη
ἀπ’ τὴν ἀσπίδα, ἐλόγχισε καὶ τοῦ ’λυσε τὰ μέλη.
Τοῦ Ἀμφίκλου κόφτει τὴν ὁρμὴν ὁ Μέγης καὶ μὲ λόγχην
τ’ ὀπίσω μέρος κτύπησε τοῦ σκέλους, ποὺ τοῦ ἀνθρώπου
ἐκεῖ χοντραίνει ὁ ποντικός˙ ὅλα τὰ νεῦρα ἡ λόγχη
ἔσχισε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἐσκέπασε μαυρίλα.
Καὶ οἱ Νεστορίδες - πέρασε τὴν λόγχην στοῦ Ἀτυμνίου
τὸν λάγγονα ὁ Ἀντίλοχος, κι ἐμπρὸς ἐκεῖνος πέφτει.
Τὸν Μάριν τότ’ ἐθύμωσεν ὁ φόνος τοῦ ἀδελφοῦ του,
κι ἐστήθη ἐμπρὸς εἰς τὸν νεκρὸν ἐνάντια τοῦ Ἀντιλόχου·    320
πρὶν τὸν κτυπήση ἐπρόφθασεν ὁ ἰσόθεος Θρασυμήδης
καὶ μὲ τὴν λόγχην εὕρηκε τὸν Μάριν εἰς τὸν ὦμον,
στὴν ἄκρην τοῦ βραχίονος, τοὺς ποντικοὺς τοῦ κόφτει
καὶ σπᾶ τὸ κλειδοκόκαλο· κάτω βροντᾶ καὶ σκότος
ἐσκέπασε τὰ μάτια του κι ἔτσι ἀπ’ ἀδέλφια δύο
δύο σταθῆκαν ἀδελφοὶ τοῦ ἐρέβους εἰς τὰ βάθη.
Τοῦ Σαρπηδόνος σύντροφοι, λαμπροὶ κονταροφόροι,
τοῦ Ἀμισωδάρου ἀγόρϊα, ποὺ ἔθρεψε τὸ τέρας
τὸ λυσσερό, τὴν Χίμαιραν, κακὸ πολλῶν ἀνθρώπων,
τὸν Κλεόβουλον, ποὺ σκόνταψε στὴν ταραχὴν τῆς μάχης    330
ἔπιασ’ ὁ Ὀϊλείδης ζωντανόν, ἀλλὰ ἐκεῖ στὸν τόπον
τὸν πάταξε μὲ μάχαιραν στὸν σβέρκον, καὶ ὅλ’ ἡ σπάθη
ἀπὸ τὸ αἶμα ἐζέστανε, καὶ τοῦ ᾽κλεισαν τὰ μάτια
ἡ μοίρα ἡ παντοδύναμη καὶ τοῦ θανάτου ὁ σκότος.
Καὶ ὁ Λύκων καὶ ὁ Πηνέλεως πιασθῆκαν, ὅτι πρῶτοι
ὁ ἕνας τ’ ἄλλου ἀβόλετα τὲς λόγχες ἀκοντίσαν·
μὲ ξίφη πάλι πιάνονται˙ καὶ ὁ Λύκων εἰς τὸν κῶνον
τραβᾶ τοῦ κράνους καὶ ἡ λαβὴ τοῦ ἐκόπηκε τοῦ ξίφους·
στὸν σβέρκον ὁ Πηνέλεως τοῦ σέρνει, στὸ ριζαύτι,
καὶ ὅλο τὸ ξίφος βύθισε καὶ ἀπὸ τὸ δέρμα μόνον    340
δίπλα ἐκρεμάσθ’ ἡ κεφαλὴ - κι ἐλύθηκαν τὰ μέλη.
Καὶ ὁ Μηριόνης γρήγορα προφθάνει καὶ λογχίζει
στὸν ὦμον τὸν Ἀκάμαντα, ποὺ ἀνέβαινε στ’ ἁμάξι˙
πέφτει ἀπ’ τ’ ἁμάξι, καὶ ἅπλωσε στὰ μάτια του σκοτάδι.
Στὸ στόμα τὸν Ἐρύμαντα βαρεῖ μὲ τὸ κοντάρι
ὁ Ἰδομενεύς, κι ἐπέρασεν ἡ λόγχη ὡς ἀποκάτω
τοῦ ἐγκεφάλου κι ἔσπασε τὰ ἄσπρα κόκαλά του·
αἷμα τὰ μάτια γέμισαν, τὰ δόντια πεταχθῆκαν
κι αἷμα ἀπ’ τὸ στόμα ὁλάνοικτο φυσᾶ καὶ ἀπ’ τὰ ρουθούνια
καὶ αὐτοῦ τὸν ζώνει σύννεφον ὁλόμαυρο θανάτου.    350
Τοῦτ’ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Δαναῶν ἕναν καθένας ἄνδρα
ἐφόνευσαν· καὶ ὅπως χουμᾶν λύκοι, κακὰ θερία,
ρίφι’ ἄν ἰδοῦν ἢ πρόβατα στὰ πλάγια ξεκομμένα
ἀπὸ ἀγνωσιὰ τοῦ πιστικοῦ, καὶ ἀπ’ τ’ ἄνανδρά τους πλήθη
ἁρπακτὰ παίρνουν˙ ὅμοια κι οἱ Δαναοὶ στοὺς Τρῶας
χυμᾶν. Καὶ τούτων ἡ καρδιὰ νεκρώνει καὶ τοὺς παίρνει
ἡ καλοθόρυβη φυγή. Καὶ πάντοτ’ ἐζητοῦσε
στὸν Ἕκτορα τὴν λόγχην του νὰ ρίξη ὁ μέγας Αἴας
καὶ ἄξιος αὐτὸς πολεμιστὴς μὲ τὴν τρανὴν ἀσπίδα
σκέπει τοὺς ὤμους τοὺς πλατεῖς καὶ κάτω ἀπ’ τὸ χαλάζι    360
τῶν κονταριῶν καὶ τῶν βελῶν προφύλαγε τὸ σῶμα.
Κι ἐὰν καὶ καλῶς ἐγνώριζε πὼς εἶχε κλίν’ ἡ νίκη,
κοντόστεκε ὅμως κι ἔσωζε τοὺς ποθητοὺς συντρόφους.
Καὶ ὡς κάποτε εἰς τὸν οὐρανὸν τοῦ Ὀλύμπου ἀπ’ τὸν αἰθέρα
νέφος προβαίνει, ὅταν ὁ Ζεὺς θὰ φέρη ἀνεμοζάλην˙
ὅμοια κι ἐκεῖνοι μὲ βοὴν ἀτάκτως ροβολοῦσαν·
καὶ ὁ Ἕκτωρ, ὡς τὸν ἔπαιρναν τὰ γρήγορ’ ἄλογά του
ἄφηνε ὀπίσω τὸν λαὸν ποὺ ὁ λάκκος ἐκρατοῦσε.
Καὶ πάμπολ’ ἄλογα γοργὰ κεῖ μέσα τὸ τιμόνι
ἔσπασαν καὶ ἄφησαν αὐτοῦ τ’ ἁμάξια τῶν κυρίων·    370
καὶ μ’ ἄσπονδην ὁ Πάτροκλος φυγὴν τοὺς κυνηγοῦσε
κι ἐφώναζε τοὺς Δαναούς· καὶ σκορπισμέν’ οἱ Τρῶες
ὅλους τοὺς δρόμους γέμισαν· ἀνέβαινε ὡς τὰ νέφη
ἡ σκόνη ὡς ἐτανύζονταν τὰ γρήγορα πουλάρια
ἀπ’ τὰ καράβια, ἀπ’ τὲς σκηνές, ὀπίσω πρὸς τὴν πόλιν.
Κι ἐκεῖ ποὺ εἶδε πυκνότερο ν’ ἀδημονῆ τὸ πλῆθος
ὁ Πάτροκλος μὲ τὴν βοὴν τοὺς ἵππους σαλαγοῦσε
καὶ κάτω ἀπὸ τοὺς ἄξονες ἐπίστομα οἱ ἀναβάτες
ἔπεφταν ἀπ’ τὲς ἅμαξες ποὺ ἐτράνταζαν μὲ κρότον.
Κι οἱ ἀθάνατ’ ἵπποι, ποὺ οἱ θεοὶ χαρίσαν τοῦ Πηλέως,    380
διασκέλισαν τὸν χάντακα μὲ ὁρμὴν νὰ προχωρήσουν
ὡς λαχταροῦσε ὁ Πάτροκλος τὸν Ἕκτορα νὰ φθάση
νὰ τὸν κτυπήση, ἀλλ’ ἔπαιρναν αὐτὸν οἱ ταχεῖς ἵπποι.
Καὶ ὅπως μαυρίζει ὅλην τὴν γῆν ὁρμητικὸ καθούρι
σ’ ἡμέραν φθινοπωρινήν, ποὺ νεροπόντι χύνει
ὁ Ζεύς, ὁπόταν στοὺς θνητοὺς ἐπλήθυνε ὁ θυμός του,
ποὺ μὲ τὴν βίαν στὸν λαὸν στρεβλὰ τὲς δίκες κρίνουν,
καὶ μὲ ἀθεόφοβην ψυχὴν τὸ δίκαιον ἀποδιώχνουν
τότε στὸν τόπον πλημμυροῦν οἱ ποταμοί τους ὅλοι
ἀπὸ πολλὲς κόφτουν πλαγιὲς οἱ χείμαρροι τὸ χῶμα,    390
μὲ βόγγον ἀπὸ τὰ βουνὰ κατρακυλοῦν καὶ ρέουν
στὴν θάλασσα καὶ τῶν θνητῶν τοὺς κόπους ἀφανίζουν˙
ἔτσι ὡς ἐτρέχαν ἔβογγαν τῶν Τρώων οἱ φοράδες.
Καὶ ἀφοῦ τὲς πρῶτες φάλαγγες ἐθέρισε, τοὺς στρέφει
ξανὰ στὲς πρύμνες, φράζοντας τὸν δρόμον πρὸς τὴν πόλιν·
αὐτοῦ τοὺς σφάζει ὁ Πάτροκλος ὁρμητικὰ στὴν μέσην
τῶν πλοίων καὶ τῶν ποταμῶν καὶ τῶν ὑψηλῶν πύργων
καὶ ἀνταποδίδ’ ἡ λόγχη του τοὺς φόνους τῶν Ἀργείων.
Ἐλόγχισε τὸν Πρόνοον στὸ στῆθος, ποὺ ἐγυμνώθη
ἀπ’ τὴν ἀσπίδα, καὶ ἄψυχος ἐβρόντησε στὸ χῶμα.    400
Στὸν Ἠνοπίδην Θέστορα κατόπι εὐθὺς ἐχύθη,
ποὺ στὸ θρονὶ τῆς ἅμαξας καθόταν μαζωμένος
κι εἶχε ἀπολύσει τὰ λουριὰ τοῦ τρόμου ἀπὸ τὴν ζάλην.
Μὲ τὸ κοντάρι ἀπὸ σιμὰ τοῦ πέρασε ὡς τὰ δόντια
τὸ δεξιὸ σιαγόνι του καὶ αὐτὸν μὲ τὸ κοντάρι
ἐσήκωσε ἀπ’ τὴν ἅμαξαν, καθὼς ψαράς, στὸν βράχον
καθήμενος, ψάρι τρανὸ μὲ στιλβωτὸν ἀγκίστρι
σηκώνει ἀπὸ τὴν θάλασσαν˙ ὁμοίως ἀπ’ τὸ στόμα
τ’ ὁλάνοικτο τὸν σήκωσε μὲ τὸ λαμπρὸ κοντάρι
καὶ πίστομα τὸν ἄμπωσε στὴν γῆν νὰ ξεψυχήση·    410
καὶ τὸν Ἐρύλαον βαρεῖ, κεῖ ποὺ τοῦ ὁρμοῦσ’ ἐπάνω,
μὲ λίθαρο στὴν κεφαλήν, καὶ στὸ βαρύ του κράνος
εἰς δύο σχίσθ’ ἡ κεφαλή, καὶ προύμυτα στὸ χῶμα
πέφτει καὶ ὁ ψυχοθεριστὴς ὁ θάνατος τὸν ζώνει.
Τοὺς ἀνδρειωμένους ἔπειτα Τληπόλεμον, Ἐπάλτην
Πύριν, Ἐρύμαντ᾽, Εὔιππον, Ἀμφοτερόν, Ἰφέα
Ἐχίον τοῦ Δαμάστορος, Πολύμηλον τοῦ Ἀργέου,
ὄλους τοὺς σμίγει ἐπανωτοὺς στὴν νῆν τὴν πολυθρέπτραν.
Καὶ τότε ὁ μέγας Σαρπηδὼν ἅμ’ εἶδε τοῦ Πατρόκλου
ἀπὸ τὸ χέρ’ οἱ ἄζωστοι νὰ πέφτουν σύντροφοί του,    420
τοὺς ἰσοθέους φώναζε καὶ ὀνείδιζε Λυκίους:
«Λύκιοι, ποῦ φεύγετε; Ἐντροπή˙ εἶν’ ὥρα ν’ ἀνδρειευθῆτε·
τὸν ἄνδρα θ’ ἀντικρίσω ἐγώ, κι ἐγὼ θὰ μάθω πρῶτος,
ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τρομερὸς ποὺ ἀφάνισε τοὺς Τρῶας,
ποὺ ἀνδρείων τόσων μαχητῶν τὰ γόνατα ἔχει λύσει».
Εἶπε, καὶ μ’ ὅλα τ’ ἄρματα ἐπήδησε ἀπ’ τ’ ἁμάξι.
Καὶ ἅμα τὸν εἶδε ὁ Πάτροκλος ἐπήδησε κι ἐκεῖνος·
καὶ ὡς μάχονται κυρτόνυχοι, κυρτόμυτοι πετρίτες
ἐπάνω εἰς πέτραν ὑψηλὴν μὲ σκούξιμο μεγάλο,
ὅμοια κι ἐκεῖνοι μὲ κραυγὲς ἐπιάσθηκαν στὴν μάχην.    430
Εἶδε κι ἐπόνεσ’ ὁ υἱὸς τοῦ πρωτοβούλου Κρόνου
κι εἶπε στὴν Ἥραν σύγκλινην ὁμοῦ καὶ αὐτάδελφήν του:
«Ἄχ! τῶν θνητῶν ὁ Σαρπηδών, ὁ περιπόθητός μου.
Νὰ μοῦ τὸν σβήση ὁ Πάτροκλος, διόρισεν ἡ μοίρα!
κι εἰς δύο τώρα στοχασμοὺς χωρίζεται ἡ ψυχή μου,
θὰ τὸν σηκώσω ζωντανὸν ἀπ’ τὸν φρικτὸν ἀγώνα
καὶ θὰ τὸν θέσω εἰς τὸν λαὸν τῆς κάρπιμης Λυκίας,
ἢ θέν’ ἀφήσ’ ὁ Πάτροκλος νὰ σβήση τὴν ζωήν του».
Κι ἡ Ἥρα ἡ μεγαλόφθαλμη τοῦ ἀντεῖπε ἡ σεβασμία:
«Ποιόν λόγον τώρα ἐπρόφερες, ὦ φοβερὲ Κρονίδη!    440
ἄνδρα θνητὸν ποὺ ἀπ’ ἀρχῆς τὸν ἔχει δέσ’ ἡ μοίρα
ἀπ’ τὰ δεσμὰ τοῦ ἄχαρου θανάτου θ’ ἀπολύσης;
Κάμε το˙ ἀλλ’ ὅλοι οἱ ἐπίλοιποι θεοὶ δὲν θὰ τὸ στέρξουν.
Κι ἕν’ ἄλλο ἀκόμα θὰ σοῦ εἰπῶ, νὰ τὸ σκεφθῆς· ἂν στείλης
τὸν Σαρπηδόνα ζωντανὸν στὰ γονικά του ὀπίσω,
σκέψου μὴ καὶ ἄλλος τῶν θεῶν θελήση τὸν υἱόν του
νὰ στείλη ἀπὸ τὸν φονικὸν ἀγώνα στὴν πατρίδα.
Πολλὰ μάχονται ὁλόγυρα στοὺς πύργους τοῦ Πριάμου
παιδιὰ θεῶν, καὶ σὺ μ’ αὐτὸ χολὴν θὰ τοὺς γεννήσης.
Ἀλλ’ ἂν σοῦ εἶν’ ἀγαπητὸς καὶ ὀδύρεται ἡ καρδιά σου,    450
τώρ’ ἄφησέ τον στὸν φρικτὸν ἀγώνα ν’ ἀποθάνη,
ὡς θὰ τὸν σβήση ὁ Πάτροκλος ὁ υἱὸς τοῦ Μενοιτίου,
καὶ ἅμα ἡ ψυχή του καὶ ἡ πνοὴ ἔρμο τὸ σῶμ’ ἀφήσουν
νὰ τὸν σηκώση ὁ Θάνατος καὶ ὁ γλυκὸς Ὕπνος κάμε
ὥσπου νὰ φθάσουν στὸν λαὸν τῆς ἄμετρης Λυκίας,
ὅπου ἀδελφοὶ καὶ συγγενεῖς θὰ τοῦ σηκώσουν τάφον
καὶ στήλην, μόνο χάρισμα τοῦ πεθαμένου ἀνθρώπου».
Κι ἔστερξε ὅ,τι εἶπε, τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ὁ πατέρας.
Κι αἱματωμένες ἔβρεξε ρανίδες οὐρανόθεν
τιμώντας τὸν γλυκόν του υἱόν, ποὺ ἔμελλε στὴν Τροίαν    460
νὰ πέση ἀπὸ τὸν Πάτροκλον μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα.
Καὶ ὁπόταν ἐπροχώρησαν κι ἐβρέθηκαν ἀντίκρυ
τοῦ Σαρπηδόνος τὸν λαμπρὸν ἀκόλουθον ἀνδρεῖον
Θρασύμηλον ὁ Πάτροκλος κάτω ἀπὸ τὴν γαστέρα
κτύπησε καὶ ἄφησε νεκρόν· καὶ ὁ Σαρπηδὼν τὴν λόγχην
ἀκόντισε στὸν Πάτροκλον χαμέν’, ἀλλὰ τὸν ἵππον
ἐλάβωσε τὸ Πήδασον, στὴν δεξιάν του πλάτην˙
ἀγκομαχώντας βόγγησε καὶ ἔπεσε στὸ χῶμα
ἐκεῖνο κι ἐξεψύχησε, καὶ ὡς εἶδαν ἔμπροσθέν τους
νὰ κείτεται ὁ παράζυγος ξεσμίγουν τ’ ἄλλα δύο,    470
τρίζει ὁ ζυγὸς κι ἐμπλέκονται κακὰ τὰ χαλινάρια
κι ἦβρε τὸ τέλος τοῦ κακοῦ ὁ μέγας Αὐτομέδων·
τὸ μακρὺ ξίφος ἔσυρε ἀπ’ τὸ παχὺ μερί του,
ξεκόφτει τὸν παράσειρον ὡς ἀστραπὴ κι ἐκεῖνα
ἔσιασαν μὲς στοὺς χαλινούς, ὡς πρῶτα τανυσμένα.
Καὶ πάλιν ἔσμιγαν αὐτοὶ στὸν φονικὸν ἀγώνα.
Καὶ πάλιν ρίχνει ὁ Σαρπηδὼν χαμένα τὸ κοντάρι
καὶ τοῦ Πατρόκλου ἐξάκρισεν ἀριστερὰ τὸν ὦμον
ἡ λόγχη˙ δὲν τὸν λάβωσε˙ κατόπι μὲ κοντάρι
ἀκόντισεν ὁ Πάτροκλος, ἀλλ’ ὄχι αὐτὸς χαμένα,    480
ἀλλ’ ὅπου τὸ διάφραγμα συνέχει τὴν καρδίαν·
κι ἔπεσεν ὅπως πέφτει δρῦς ἢ λεύκα ἢ φουντωμένος
ὑψηλὸς πεῦκος, πόκοψαν τεχνίτες εἰς τὰ ὄρη
μὲ ἀξίνες νεοτρόχιστες, μ’ αὐτὸ νὰ στήσουν πλοῖον.
Ὅμοια ξαπλώθη αὐτὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ ζεμένο ἁμάξι
μὲ βογγητὸ κι ἐφούκτωσε τὸ αἱματωμένο χῶμα.
Καὶ ὡς ταῦρος μεγαλόψυχος, λεοντάρι ἂν τὸν ξεσχίζη
μὲ τὰ φρικτὰ σιαγόνια του, μέσα εἰς βοδιῶν ἀγέλην
μούγγρισμα βγάζει ὡς ξεψυχᾶ˙ παρόμοια τῶν Λυκίων
ὁ ἀρχηγός, ποὺ φόνευεν ἡ λόγχη τοῦ Πατρόκλου,    490
φυσομανοῦσε κι ἔκραζε κατ’ ὄνομα τὸν φίλον:
«Γλυκέ μου Γλαῦκε, ἀνίκητε μὲς στοὺς ἀνδρειωμένους,
ὥρα εἶναι τούτη νὰ φανῆς πολεμιστὴς γενναῖος,
τώρα μὲ πόθον ν’ ἀκουσθῆς τὸν τρόμον τοῦ πολέμου.
Καὶ τῶν Λυκίων πρῶτα εἰπὲ στοὺς πρώτους πολεμάρχους
ἐδῶ στὸν Σαρπηδόνα ἐμπρὸς τὴν λόγχην νὰ προβάλλουν,
μὲ τὸ κοντάρι σου καὶ σὺ πολέμα νὰ μὲ σώσης.
Αἰσχύνη καὶ ὄνειδος γιὰ σὲ θὰ εἶμαι ἐπὶ ζωῆς σου,
ἂν ἀφοῦ ἔπεσα νεκρὸς κατὰ τὰ κοῖλα πλοῖα
μοῦ πάρουν τ’ ἄρματα οἱ Ἀχαιοί˙ ἀλλ’ ἀνδρειέψου, φίλε,    500
καὶ ὅλα τὰ πλήθη ἐμψύχωσε». Τὰ μάτια ἐκεῖ τοῦ κλείει
καὶ τὰ ρουθούνια ὁ θάνατος˙ πατώντας τον στὸ στῆθος
μαζὶ μ’ ὅλους τοὺς πνεύμονας τὴν λόγχην ἀνασπάει,
τὴν ἄκρην ἔπειτα τραβᾶ καὶ ἀντάμα ἡ ψυχή του.
Καὶ οἱ Μυρμιδόνες κράτησαν τοὺς ἵππους ποὺ ἐφυσοῦσαν
νὰ φύγουν ἀφοῦ ἐρήμωσε τ’ ἁμάξι τῶν κυρίων.
Καὶ ὁ Γλαῦκος ὡς τὸν ἄκουσεν ἐράισε ἡ καρδιά του
τοῦ πόνου ὅτι δὲν δύνονταν νὰ δράμη βοηθός του
κι ἔπιανε τὸν βραχίονα σφικτὰ μὲ τὴν παλάμην,
ὅτι τὸν ἔκοφτε ἡ πληγὴ ποὺ ὁ Τεῦκρος μὲ κοντάρι    510
τοῦ εἶχε κάμει τὴν στιγμὴν ὁποὺ στὸ μέγα τεῖχος
ὁρμοῦσε ἀπὸ τὸν ὄλεθρον νὰ σώση τοὺς συντρόφους·
κι εὐχὴν τοῦ Φοίβου ἐπρόφερε: «Θεέ, συνάκουσέ με,
στὴν Τροίαν εἶσαι ἢ στὸν λαὸν τῆς κάρπιμης Λυκίας˙
ὅτι σὺ δύνασαι παντοῦ ν’ ἀκούσης τοὺς θλιμμένους,
κι ἐμένα τώρα φοβερὸ μὲ καταθλίβει πάθος.
Βαρεῖαν ἔχω ἐδῶ πληγήν, δριμεῖς μοῦ κόφτουν πόνοι
τὸ χέρι τοῦτ’ ὁλόβολο, τὸ αἷμα δὲν στερεύει,
καὶ ὡς πέφτει κάτω ἡ πλάτη μου, δὲν δύναμαι τὴν λόγχην
νὰ τὴν κρατήσω ἀσάλευτην, οὐδὲ νὰ πολεμήσω.    520
Καὶ ἄνδρας ἐχάθη ἀσύγκριτος, ὁ Σαρπηδών, ὁ γόνος
τοῦ Δία, ποὺ ἀβοήθητο καὶ τὸ παιδί του ἀφήνει.
Ἀλλὰ σὺ κλεῖσε, κύριε, τὴν φοβερὴν πληγήν μου,
τοὺς πόνους καταπράυνε καὶ σὺ δυνάμωσέ με
καὶ εἰς τὸν ἀγώνα θαρρετὰ νὰ σπρώξω τοὺς Λυκίους
κι ἐγὼ τὸν φίλον τὸν νεκρὸν νὰ σώσω πολεμώντας».
Εὐχήθηκε, καὶ τὴν εὐχὴν εἰσάκουσεν ὁ Φοῖβος.
Κι εὐθὺς τοὺς πόνους ἔπαυσε καὶ ἀπ’ τὴν πληγὴν τὸ αἷμα
σταμάτησε καὶ δύναμιν τοῦ ἔβαλε στὰ στήθη.
Τὸ αἰσθάνθη ὁ Γλαῦκος μὲ χαρὰν ποὺ τὴν εὐχήν του ὁ μέγα    530
θεὸς εἰσάκουσεν εὐθὺς καὶ γύρω τῶν Λυκίων
τοὺς πολεμάρχους φώναξε νὰ ᾽λθοῦν νὰ ὑπερμαχήσουν
στοῦ Σαρπηδόνος τὸν νεκρόν˙ κατόπιν εἰς τοὺς Τρῶας
μακροπατώντας ἔφθασεν ἐκεῖ ποὺ ὁ Πολυδάμας
ὁ Πανθοΐδης ἔστεκε καὶ ὁ θεϊκὸς Ἀγήνωρ,
ὁ Αἰνείας μὲ τὸν ῞Εκτορα καὶ πρὸς ἐκείνους εἶπε:
«῏Ω ῞Εκτορ, ἐλησμόνησες καθόλου τοὺς συμμάχους,
ποὺ ἦλθαν ἐδῶ γι’ ἀγάπην σου καὶ τὴν ζωήν τους φθείρουν
μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα των καὶ ἀπὸ τοὺς ποθητούς των,
καὶ σὺ δὲν εἶσαι πρόθυμος ποσῶς νὰ τοὺς βοηθήσης.    540
Κεῖται νεκρὸς ὁ Σαρπηδών, αὐτὸς ποὺ τὴν Λυκίαν
ἔσωζε δίκαιος κριτὴς καὶ μαχητὴς ἀνδρεῖος·
ὁ Ἄρης τὸν ὑπόταξε στὴν λόγχην τοῦ Πατρόκλου.
Δράμετε, ὦ φίλ’˙ εἶν’ ἐντροπή, τὰ ἄρματ’ ἄν τοῦ πάρουν
καὶ κακοσύρουν τὸ γυμνὸ κορμί του οἱ Μυρμιδόνες,
ἀπὸ χολὴν πόχουν σ’ ἐμᾶς γιὰ τόσους ποὺ ἐφονεῦαν
τῶν Δαναῶν οἱ λόγχες μας σιμὰ στὰ μαῦρα πλοῖα».
Εἶπε, καὶ λύπη ἀβάστακτη τοὺς Τρῶας συνεπῆρε,
ὅτι, ἂν καὶ ξένος, στύλωμα τῆς χώρας ἦταν κι εἶχε
ἄνδρες πολλοὺς κι ἐπρώτευε σ’ αὐτοὺς ὡς πολεμάρχος.    550
Καὶ ὁλόισα στοὺς Δαναοὺς ὁρμοῦν, καὶ ὁ ῞Εκτωρ πρῶτος
θυμὸν γεμάτος πόπεσεν ὁ Σαρπηδὼν ὁ θεῖος,
Καὶ αὐτοῦ κινεῖ τοὺς Ἀχαιοὺς ἡ ἀνδρεία τοῦ Πατρόκλου
καὶ πρῶτα πρὸς τοὺς Αἴαντας ποὺ ὁλόψυχα ἐδιψοῦσαν
τὸν πόλεμον καὶ μόνος του, ἐστράφη καὶ τοὺς εἶπε:
«Αἴαντες, τώρα πρόθυμοι νὰ γίνετε βοηθοί μας
ὡς εἶσθε ὡς τώρ’ ἀτρόμητοι, καὶ κάτι ἀκόμη πλέον.
Ὁ ἄνδρας ποὺ τῶν Ἀχαιῶν πρωτόρμησε στὸ τεῖχος
κεῖται νεκρὸς ὁ Σαρπηδών˙ χαρά μας, ἂν τὸ σῶμα
τὸ κακοσέρναμε γυμνὸ κι οἱ λόγχες μας ἐσβήναν    560
κανέναν τῶν συντρόφων του ποὺ ὑπερμαχοῦν ἐμπρός του».
Εἶπε, κι ἐκεῖνοι ἐμάνιζαν καὶ μόνοι γιὰ τὴν μάχην.
Καὶ ὡς ἔσμιξαν τὲς φάλαγγες καὶ ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη ὁμοίως
οἱ Μυρμιδόνες καὶ οἱ Ἀχαιοί, οἱ Λύκιοι καὶ οἱ Τρῶες,
εἰς τὸν νεκρὸν ὁλόγυρα στὴν μάχην ἐπιασθῆκαν
μὲ ἀλαλαγμόν˙ καὶ τ’ ἄρματα τῶν μαχητῶν βροντοῦσαν.
Καὶ νύκτα ἐτέντωσε κακὴν ὁ Δίας στὸν ἀγώνα,
νὰ γίνη πόλεμος κακὸς γιὰ τ’ ἀκριβὸ παιδί του.
Καὶ τότε πρῶτοι ἔσπρωξαν τοὺς Ἀχαιοὺς οἱ Τρῶες˙
τὶ ἔπεσ’ ὄχι ἀψήφιστος τῶν Μυρμιδόνων ἄνδρας,    570
τοῦ Ἀγακλέους ὁ ᾽Επειγεὺς βλαστάρι, τοῦ γενναίου,
ὁποὺ στ’ ὡραῖο Βούδειον πρῶτ ἦταν βασιλέας,
κι ἐξαίσιον φόνευσε ἀνεψιόν, κι ἐπρόσπεσε στὴν Θέτιν
τότε τὴν ἀσημόποδην καὶ στὸν καλὸν Πηλέα˙
καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν ἀνίκητον τὸν στεῖλαν Ἀχιλλέα
στὴν ῎Ιλιον τὴν εὔιππην καὶ αὐτὸς νὰ πολεμήση.
Αὐτὸν μὲ πέτραν κτύπησε στὴν κεφαλὴν ὁ ῞Εκτωρ,
ὡς προσπαθοῦσε τὸν νεκρὸν νὰ πιάση καὶ ὅλη ἐσχίσθη
στὸ κράνος μέσα ἡ κεφαλή, καὶ εἰς τὸν νεκρὸν ἐπάνω
πέφτει καὶ ὁ ψυχοθεριστὴς ὁ θάνατος τὸν ζώνει.    580
Τότ’ ἐπληγώθη ὁ Πάτροκλος νὰ ἰδῆ νεκρὸν τὸν φίλον,
καὶ τοὺς προμάχους ἔσχισεν ὡσὰν γοργὸ γεράκι
ὅταν ψαρόνια διασκορπᾶ καὶ μαῦρες καλιακοῦδες.
Μὲ ὁρμὴν ὁμοίαν, Πάτροκλε, στὲς φάλαγγες τῶν Τρώων
καὶ τῶν Λυκίων ἔπεσες, θλιμμένος γιὰ τὸν φίλον.
Καὶ τοῦ ᾽Ιθαιμένους τὸν υἱὸν μὲ πέτραν εἰς τὸν σβέρκον
κτύπησε τὸν Σθενέλαον καὶ τοῦ ᾽σπασε τὰ νεῦρα.
Κι ἐσύρθηκαν οἱ πρόμαχοι καὶ ἀκόμη ὁ μέγας ῞Εκτωρ.
Καὶ ὅσο περνάει διάστημα στὸ πέταμά του ἀκόντι,
ὅταν καλὸς ἀκοντιστὴς τὸ ρίχν’ εἴτε σ’ ἀγώνα    590
ἢ καὶ στὴν μάχην ὅπου ἐχθροὶ τὸν σφίγγουν ἀνδροφόνοι,
τόσον ἐμπρὸς τῶν Ἀχαιῶν ἐσύρθηκαν οἱ Τρῶες.
Καὶ τῶν Λυκίων ὁ ἀρχηγὸς πρῶτος ἐστράφη ὁ Γλαῦκος,
καὶ τὸν γενναῖον Βαθυκλῆ φονεύει Χαλκωνίδην
ποὺ εἰς τὴν ῾Ελλάδα ἐγκάτοικος μέσα εἰς ἐξαίσιο σπίτι
στοὺς Μυρμιδόνας ἔλαμπε γιὰ πλούτη κι εὐτυχίαν.
Τοῦτον, ποὺ κυνηγώντας τον ἐκεῖ ἦταν νὰ τὸν πιάση
ὁ Γλαῦκος μ’ ἔξαφνην στροφὴν ἐλόγχισε στὸ στῆθος˙
καὶ ὅπως μὲ βρόντον ἔπεσεν ὁ ἐξαίσιος πολεμάρχος,
θλίψιν ἐπῆραν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ ἀγάλλιασαν οἱ Τρῶες    600
καὶ γύρω του ἐπυκνώθηκαν˙ ἀλλὰ δὲν ἐδειλιάσαν
οἱ Ἀχαιοὶ κι ἐπάνω τους μὲ δύναμιν χυθῆκαν.
Ἄνδρα τῶν Τρώων τολμηρὸν ἐφόνευσε ὁ Μηριόνης,
τὸν Λαόγονον τοῦ Ὀνήτορος, ποὺ τοῦ Διὸς ᾽Ιδαίου
ἱερέας ἦταν καὶ ὡς θεὸν ὁ κόσμος τὸν τιμοῦσε.
Κάτω ἀπ’ τ’ αὐτὶ τὸν κτύπησε καὶ ἀπ’ τὸ σιαγόνι καὶ ὅλο
τὸ σῶμα ἐλύθη καὶ ἄχαρο τὸν σκέπασε σκοτάδι.
Στὸν Μηριόνην ἔριξε τὴν λόγχην ὁ Αἰνείας
ἴσως τὸν ἔβρη, ὡς βάδιζε μὲ σκέπην τὴν ἀσπίδα.
᾽Εμπρὸς τηρώντας ξέφυγεν ἐκεῖνος τὸ κοντάρι·    610
καὶ ὡς αὐτὸς ἔσκυψε ἐμπρός, ὀπίσω του στὸ χῶμα
στηλώθ’ ἡ λόγχη κι ἡ οὐρὰ τινάζονταν ἐπάνω,
καὶ ὁ βαρὺς Ἀρης ἔσβησεν ἐκεῖ τὴν δύναμίν του
κι ἔπεσε τινακτὰ στὴν γῆν τοῦ Αἰνείου τὸ κοντάρι
ἀνώφελ’ ἀφοῦ πέταξεν ἀπ’ τ ἀνδρικό του χέρι.
Ὁ Αἰνείας τότ’ ἐχόλωσε κι ἐφώναξεν: «Ἄν κι εἶσαι,
ὦ Μηριόνη, χορευτὴς θαρρῶ, ποὺ ἂν σ’ εἶχε πάρει
ἡ λόγχη μου γιὰ πάντοτε θὰ σ’ ἔκανε νὰ μείνης».
᾽Εκείνου ἀντεῖπε ὁ δοξαστὸς στὰ ὅπλα Μηριόνης:
«Αἰνεία, πράγμα δύσκολον, ἀνδράγαθος ἂν κι εἶσαι,    620
τοῦ κάθε ἀνδρὸς ποὺ ἀντίκρυ σου μὲ τ’ ἄρματα προβάλη
ἐσὺ νὰ πάρης τὴν ζωήν˙ θνητὸς καὶ σὺ γεννήθης˙
ἐὰν ἀκόντιζα κι ἐγὼ καὶ σοῦ ἄνοιγα τὸ στῆθος
καὶ δυνατὸς καὶ θαρρετὸς εἰς τὴν ἀνδρειά σου ὡς εἶσαι,
θὰ εἶχα ἐγὼ τὸ καύχημα καὶ ὁ Ἄδης τὴν ψυχήν σου».
Αὐτὰ εἶπε καὶ ὁ Πάτροκλος τὸν ἀποπῆρε ὁ θεῖος:
«Τί λέγεις τοῦτ᾽, ἀνδράγαθος ὡς εἶσαι, Μηριόνη,
γιὰ λόγια, φίλε, ὑβριστικὰ οἱ Τρῶες δὲν θ’ ἀφήσουν
τὸ λείψανο ἂν κανένας τους τὸ χῶμα δὲν δαγκάση.
Ἀξίζει ὁ λόγος στὴν βουλήν, στὸν πόλεμον τὸ χέρι.    630
῞Οθεν ἐμπρὸς στὸν πόλεμον καὶ ἂς μὴ πολυλογοῦμε».
Εἶπ᾽, ἐκινήθη καὶ σ’ αὐτὸν κατόπι ὁ θεῖος ἄνδρας,
καὶ ὡς εἰς τὸ δάσος τοῦ βουνοῦ τῶν ξυλοκόπων κρότος,
σηκώνεται ἀκατάπαυστος καὶ ἀκούεται ἀπὸ πέρα,
παρόμοια καὶ τῶν μαχητῶν, ἀπὸ τῆς γῆς τὸ πλάτος,
βρόντον ἐσήκωνε ὁ χαλκὸς καὶ οἱ ταύρινες ἀσπίδες
μὲ ξίφη καὶ μὲ δίστομα κοντάρια ὡς ἐκτυπιόνταν
καὶ γνώστης δὲν θὰ γνώριζε τὸν θεῖον Σαρπηδόνα,
ὡς ἀπ’ ἀκόντι᾽, ἀπ’ αἵματα καὶ ἀπὸ τὴν σκόνην ὅλος
πατόκορφα ἐσκεπάζετο καὶ στὸν νεκρὸν ἐκεῖνοι    640
ὁλόγυρ’ ἀναδεύονταν, σὰν μύγες εἰς τὴν μάνδραν
βουίζαν ὁλοτρόγυρα σ’ ὁλόγεμες καρδάρες
τὸ καλοκαίρι ὁποὺ στ’ ἀγγειὰ τὸ γάλα ξεχειλίζει.
Τότε ἀπ’ αὐτοὺς, ποὺ ἐμάχονταν εἰς τὸν νεκρὸν τριγύρω
στιγμὴν ὁ Ζευς δὲν ἔστρεψε τα φωτερά του μάτια˙
αὐτὸς ἐτήρα πάντοτε καὶ ἀμφίβολος μετροῦσε
μέσα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τὸν φόνον τοῦ Πατρόκλου,
ἢ τώρ’αὐτοῦ στὸ λείψανο τοῦ θείου Σαρπηδόνος
ὁ ῞Εκτωρ μὲ τὴν λόγχην του τὸ σῶμα νὰ τοῦ σχίση
καὶ νὰ τοῦ πάρη τ’ ἄρματα, ἢ θὲ ν’ ἀφήση ἀκόμη    650
σ’ ἄλλους πολλοὺς τὸν ὄλεθρον νὰ φέρ’ ἡ δύναμίς του.
Καὶ τοῦτο μὲς στὸν λογισμὸν προτίμησεν ὁ νοῦς του,
πάλι ὁ λαμπρὸς ἀκόλουθος τοῦ θείου Ἀχιλλέως
τοὺς Τρῶας καὶ τὸν ῞Εκτορα νὰ κυνηγήση ὀπίσω
κατὰ τὴν πόλιν καὶ πολλοὺς νὰ θανατώση ἀνδρείους.
Μ’ ἄνανδρο πνεῦμα ἐπάγωσε τοῦ ῞Εκτορος τὰ στήθη˙
στ’ ἁμάξι ἀνέβη κι ἔφευγε κι ἐφώναζε τῶν ἄλλων
νὰ φύγουν ὡς ἐγνώρισε τὲς πλάστιγγες τοῦ Δία.
Καὶ οὔτε οἱ γενναῖοι Λύκιοι σταθῆκαν ἀλλ’ ἐφύγαν
ὅλοι, τὸν βασιλέα τους ὡς εἶδαν νεκρωμένον    660
κάτω ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν νεκρῶν, ὅτι πολλοί ᾽χαν πέσει
ἐπάνω του στὸν ἄσπονδον ποὺ ἄναψε ἀγώνα ὁ Δίας.
Κι ἐκεῖνοι ὡστόσον ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Σαρπηδόνα
τ’ ἄρματα τὰ περίλαμπρα, καὶ τά ᾽φεραν στὰ πλοῖα
καθὼς τοὺς εἶπε ὁ ἀνδράγαθος υἱὸς τοῦ Μενοιτίου.
Καὶ εἶπε τότε ὁ βροντητὴς τοῦ Φοίβου: «Ἄμε, γλυκέ μου
Φοῖβε, ἀπ’ τὰ βέλη σήκωσε τὸν Σαρπηδόνα, πρῶτα
ἀπὸ τὰ μαῦρα αἵματα νὰ τὸν καθάρης ὅλον
στοῦ ποταμοῦ τὰ ρεύματα μακρὰν καὶ ἀφοῦ τὸν χρίσης
μὲ ἀμβροσίαν, ἄφθαρτα ἐνδύματα ἔνδυσέ τον,    670
καὶ στεῖλε τον μὲ ὁδηγοὺς ταχεῖς τὰ διδυμάρια
τὸν ῞Υπνον καὶ τὸν Θάνατον νὰ τὸν ξεπροβοδήσουν,
ὡς νὰ τὸν θέσουν στὸν λαὸν τῆς κάρπιμης Λυκίας,
ὅπου ἀδελφοὶ καὶ συγγενεῖς θὰ τοῦ σηκώσουν τάφον
καὶ στήλην, μόνον χάρισμα ποὺ τῶν νεκρῶν ἀνήκει».
Εἶπε, καὶ δὲν παράκουσεν ὁ Ἀπόλλων στὸν πατέρα
καὶ μὲς στὴν μάχην ἔπεσεν ἀπὸ τὰ ὄρ’ ᾽Ιδαῖα·
μέσ’ ἀπ’ τὰ βέλη ἐσήκωσε τὸν θεῖον Σαρπηδόνα,
στὸν ποταμὸν τὸν ἔλουσε, τὸν ἔχρισε ἀμβροσίαν,
κι ἐνδύματα τὸν ἔνδυσε, ποὺ εἶναι ἄφθαρτα ὑφασμένα˙    680
κι ἔστειλε αὐτὸν μὲ ὁδηγοὺς ταχεῖς, τὰ διδυμάρια
τὸν ῞Υπνον καὶ τὸν Θάνατον, ποὺ τὸν ξεπροβοδῆσαν
καὶ τὸν ἐθέσαν στὸν λαὸν τῆς κάρπιμης Λυκίας.
Τότ’ εἶπε τοῦ Αὐτομέδοντος ὁ Πάτροκλος νὰ σπρώξη
τὸ ἁμάξι αὐτοῦ κατάποδα τῶν Τρώων καὶ Λυκίων˙
ποιά τύφλωσις! ἂν φύλαγε τὸν λόγον τοῦ Ἀχιλλέως,
τὴν μοίραν θὰ ἐξέφευγε τὴν μαύρην τοῦ θανάτου.
Ἀλλὰ τοῦ Δί’ ἀξίζει ὁ νοῦς πλιότερο ἢ τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ εὔκολα καὶ ἄνδρ’ ἀτρόμητον δειλιάζει καὶ τὴν νίκην
τοῦ ἀφαιρεῖ καὶ ἄλλην φορὰν τὸν σπρώχνει αὐτὸς στὴν μάχη    690
ὄπως τότ’ ἔβαλε φωτιὰ στὰ στήθη τοῦ Πατρόκλου.
Ποιόν πρῶτον καὶ ποιόν ὕστερον ἐγύμνωσες στὴν μάχην,
Πάτροκλε, ὁπόταν οἱ θεοὶ σ’ ἐκάλεσαν στὸν Ἅδην;
῎Επεσε πρῶτα ὁ Ἄδρηστος· ὁ Αὐτόνοος κατόπιν,
ὁ ᾽Επίστωρ, ὁ Μελάνιππος, ὁ Πέριμος Μεγάδης,
ὁ ῎Εχεκλος, ὁ ῎Ελασος, ὁ Μούλιος καὶ ὁ Πυλάρτης,
κι οἱ ἄλλοι ἐδειλοψύχησαν κι ἐφύγαν ὅλοι ἐμπρός του.
Θά ᾽παιρναν τότ’ οἱ Ἀχαιοὶ τὴν ὑψηλὴν Τρωάδα,
τόσο τριγύρω ἐμάνιζεν ἡ λόγχη τοῦ Πατρόκλου,
στὸν πύργον ἂν δὲν ἔστεκεν ὁ Φοῖβος, ποὺ τῶν Τρώων    700
ὑπέρμαχος, τὸν ὄλεθρον ἐκείνου ἐμελετοῦσε.
Καὶ τρεῖς ἐσκάλωσε φορὲς ὁ Πάτροκλος στὸ τεῖχος
καὶ τρεῖς τὸν ἐξετίναξεν ὁ Φοῖβος μὲ τὰ χέρια
τ’ ἀθάνατα κτυπώντας του τὴν φωτεινὴν ἀσπίδα.
Ἀλλ’ ὅτε ὡς δαίμων τέταρτην φορὰν ἐχύθη ὁ ἥρως,
φοβερὴν τοῦ ᾽βαλε κραυγὴν ὁ Ἀπόλλων καὶ τοῦ εἶπε:
«Πάτροκλε διογέννητε, δὲν ἔχει ὁρίσ’ ἡ μοίρα
τῶν ἀποτόλμων Τρώων σὺ τὴν πόλιν νὰ πορθήσης,
οὐδ’ ὁ ᾽Αχιλλεύς, εἰς τὴν ἀνδρειὰ περίσσ’ ἀνώτερός σου».
Εἶπε, κι εὐθὺς ὁ Πάτροκλος μακρὰν ἐσύρθη ὀπίσω    710
γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν ὁρμὴν τοῦ μακροβόλου Φοίβου.
Κι ἔμεν’ ὁ ῞Εκτωρ στὲς Σκαιὲς μὲ τὰ γοργὰ πουλάρια·
κι ἐρεύνα ὁ νοῦς του ἂν θὰ στραφῆ στὴν ταραχὴν τῆς μάχης
ἤ θὰ φωνάξη στὸν λαὸν ν’ ἀποκλισθῆ στὸ τεῖχος.
Καὶ τοῦτο ἐνῶ στοχάζονταν ἦλθεν ἐμπρός του ὁ Φοῖβος·
ἄνδρας ἐφάνη στὴν μορφὴν καλὸς καὶ ρωμαλέος,
ὁ Ἄσιος, ὁποὺ θεῖον του τὸν εἶχε ἀπ’ τὴν ῾Εκάβην,
κι ἦταν υἱὸς τοῦ Δύμαντος, ποὺ πέρα εἰς τῆς Φρυγίας
τὰ μέρ’ ἦταν ἐγκάτοικος κεῖ ποὺ ὁ Σαγγάριος ρέει.
᾽Εκείνου ἐπῆρε τὴν μορφὴν καὶ τοῦ ᾽πε τότε ὁ Φοῖβο:    720
«῞Εκτορ ἀπὸ τὸν πόλεμον τὶ ἀπέχεις; Δὲν σοῦ πρέπει.
῎Αμποτε ἀντὶ κατώτερος νά ᾽μουν ἀνώτερός σου,
ἐλεεινὴν ἀνάπαυσιν θὰ εἶχες ἀπ’ τὴν μάχην.
Ἀλλ’ ἔλα, κὶνα τ’ ἄλογα στὸν Πάτροκλον ἐπάνω
ἴσως τὸν πάρ’ ἡ λόγχη σου καὶ ὁ Φοῖβος σὲ δοξάση».
Εἶπε κι ἐστράφηκε ὁ θεὸς στὸν θόρυβον τῆς μάχης,
καὶ τὸν ἀνδρεῖον! πρόσταξεν ὁ ῞Εκτωρ Κεβριόνην
εὐθὺς κατὰ τὸν πόλεμον τοὺς ἵππους νὰ ραβδίση.
Κι ἔβαλε τάραχον κακὸν ὁ Φοῖβος στοὺς Ἀργείους,
τῶν Τρώων καὶ τοῦ ῞Εκτορος τὴν νίκην νὰ χαρίση.    730
Καὶ ὁ ῞Εκτωρ δὲν ἐφρόντιζε τοὺς ἄλλους νὰ φονεύη
ἀλλὰ τοὺς ἵππους ἔσπρωχνε στὸν Πάτροκλον ἐπάνω.
Καὶ ἀπὸ τ’ ἁμάξι ὁ Πάτροκλος ἐπήδησε κρατώντας
τὴν λόγχην μὲ τ’ ἀριστερό, κι ἐφούκτωσε μὲ τ’ ἄλλο
χοντρὸ λιθάρι δοντερὸ καὶ ἀντιστυλωμένος
τό ᾽ριξε καὶ τὸν ῞Εκτορα ἐκτύπησε ἀπ’ ὀλίγο.
Ἀλλ’ ὅμως τὸν ἡνίοχον τὸν Κεβριόνην ἦβρε,
ποὺ ἦταν νοθογέννητος τοῦ δοξαστοῦ Πριάμου,
ἐνῶ κρατοῦσε τὰ λουριά, μὲς στὸ μεσόφρυδό του.
Καὶ ὁ τραχὺς λίθος σύντριψε τὰ φρύδια, καὶ ὅλο ἐσπάσθη    740
τὸ κόκαλο, καὶ καταγῆς ἐπέσαν οἱ ὀφθαλμοί του
αὐτοῦ ἐμπρὸς στὰ πόδια του˙ καὶ ἀπ’ τὸν λαμπρόν του θρόνον
ἔπεσε κάτω ὡς βουτηχτὴς κι ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.
Καὶ τότε τὸν ἀνάπαιξες, ὦ Πάτροκλε ἱππομάχε.
«῎Ω, κοίτα! πόσο εἶν’ ἐλαφρὸς ποὺ εὔκολα βουτάει!
μὲς στὸ ἰχθυοφόρο πέλαγος ἂν τύχαινεν ἐκεῖνος,
καὶ μέσα στ’ ἄγρια κύματα θὰ ἐπήδ’ ἀπὸ τὴν πλώρην
νὰ ψάξη στρείδια καὶ πολλοὺς μ’ ἐκεῖνα νὰ χορτάση·
τόσο εὔκολ’ ἀπ’ τὴν ἅμαξα στὸ σιάδι αὐτὸς βουτάει˙
εἶναι κι οἱ Τρῶες βουτηχταὶ πιδέξιοι, καθὼς βλέπω».    750
Εἶπε, κι εὐθὺς ἐχύθηκε στὸν ἥρωα Κεβριόνην,
τὴν ὁρμὴν εἶχε λεονταριοῦ, ποὺ ταύρους ἀφανίζει
ὥσπου στὸ στῆθος τὸ κτυποῦν κι ἡ ἀνδρειά του τὸ φονεύει˙
μὲ λύσσαν τέτοιαν, Πάτροκλε, τοῦ ἐχύθηκες ἐπάνω.
Καὶ ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος πήδησεν ὁ Ἕκτωρ ἀπ’ τ’ ἁμάξι˙
κι ἐκεῖν’ οἱ δύο πιάσθηκαν εἰς τὸν νεκρὸν ἐπάνω
σὰν δυὸ λεοντάρια στὸ βουνό, τῆς πείνας λυσσιασμένα
μάχονται μεγαλόψυχα γιὰ σκοτωμένο ἐλάφι.
Παρόμοια ποῖος τὸν νεκρὸν νὰ πάρη Κεβριόνην
ὁ ῞Εκτωρ καὶ ὁ Πάτροκλος, μάχης δεινοὶ τεχνίται,    760
μὲ τὸν ἀλύπητον χαλκὸν ν’ ἀντισφαγοῦν ζητοῦσαν.
Μὲ πεῖσμ’ ἀπὸ τὴν κεφαλὴν ὁ ῞Εκτωρ τὸν κρατοῦσε
ὁ ῞Εκτωρ καὶ ὁ Πάτροκλος· κι ἐπάνω των οἱ ἄλλοι,
οἱ Τρῶες καὶ οἱ Δαναοὶ σφοδρὴν κρατοῦσαν μάχην.
Καὶ ὅπως μ’ ἀγών’ ἀντίζηλον ὁ Εὖρος μὲ τὸν Νότον
στὸ ὄρος δάσος πολεμοῦν βαθὺ καὶ φουντωμένο
ἀπὸ πολύφλουδες κρανιὲς καὶ φράξα καὶ μελέγους
ποὺ σμίγουν ὅλ᾽, ἀντικτυποῦν τὰ μακριὰ κλαδιά τους,
καὶ ὅπως συντρίβονται πολὺς ὁ βρόντος ἀντηχάει,
ὅμοια μὲ ἀντίθετην ὁρμὴν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ Τρῶες    770
σφάζονταν καὶ τὴν ἄνανδρην φυγὴν στὸν νοῦν δὲν εἶχαν,
καὶ ὡς μάχονταν ὁλόγυρα ἐκεῖ στὸν Κεβριόνην
λόγχες ἐμπήχθηκαν πολλὲς καὶ φτεροφόρ’ ἀκόντια
καὶ ἀσπίδες σκούντησαν πολλὲς λιθάρια φουκτωμένα.
Καὶ αὐτὸς στὸ μέσο ἀπέραντος στὸν στρόβιλον τῆς σκόνης
κοιτάμενος τοὺς ἱππικοὺς ἀγῶνες λησμονοῦσε.
Καὶ ὅσον ὁ ἥλιος ἔλαμπε στὰ μεσουράνια μέρη
κτυπιόνταν κ ἔπεφταν πολλοὶ καὶ ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη ὁμοίως˙
καὶ ἅμ’ ἔγειρεν ὁ ἥλιος, ὅταν τὰ βόδια λυῶνται,
τότ’ ἐνικοῦσαν οἱ Ἀχαιοὶ χωρὶς νὰ θέλ’ ἡ μοίρα.    780
Καὶ ἀπὸ τ’ ἀκόντια ξέσυραν τὸν ἥρωα Κεβριόνην
μακρὰν τῶν Τρώων, κι ἔπειτα τὸν γδύσαν ἀπ’ τὰ ὅπλα.
Στοὺς Τρῶας πέφτει ὁ Πάτροκλος ἀφανισμὸν νὰ φέρη
καὶ τρεῖς φορὲς κραυγάζοντας τρομακτικῶς ἐχύθη
καὶ ἄνδρες ἐννέα τὴ φορὰ ροβόλησαν στὸν Ἅδη.
Ἀλλ’ ὅταν τετάρτη φορὰν ὡσὰν θεὸς ὁρμοῦσε,
τότε σοῦ ἐφάνη, Πάτροκλε, τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου·
ὅτι στὴν μάχην σοῦ ᾽λθ’ ἐμπρὸς τρομακτικὸς ὁ Φοῖβος.
Καὶ δὲν τὸν εἶδε, ὡς ἔρχονταν, στὴν ταραχὴν τῆς μάχης
μὲς στὴν κατάχνια ὁλόκλειστος˙ τοῦ ἐστήθη ὀπίσω ὁ Φοῖβος    790
μὲ τὴν παλάμην πετακτὴν τοῦ ἐπάταξε τοὺς ὤμους
καὶ ὅλην τὴν ράχην· κι ἔστριψαν τὰ μάτια τοῦ Πατρόκλου.
Καὶ ὁ Φοῖβος ἀπ’ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐπέταξε τὸ κράνος,
ποὺ ἀντήχησε, ὡς ἐκύλησε στὰ πόδια ἐκεῖ τῶν ἵππων·
καὶ ἡ χαίτη του στὰ χώματα μολύνθη καὶ στὸ αἷμα.
Καὶ ὡς τότ δὲν ἐγίνετο νὰ μολυνθῆ στὸ χῶμα
ὁ κῶνος λαμπροφούντωτος, ποὺ ἔσκεπε τ’ ὡραῖο
μέτωπο καὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ θείου Ἀχιλλέως·
καὶ τότε τό ’δωκεν ὁ Ζεὺς τοῦ ῞Εκτορος νὰ σκέπη
τὴν κεφαλην του κι ἔφθανε σ’ αὐτὸν ἡ μαύρ’ ἡμέρα.    800
Κι ἐκόπη τὸ μακρόσκιο κοντάρι στὴν παλάμην
τὸ λογχοφόρο, τὸ βαρύ, καὶ τοῦ ᾽πεσε ἀπ’ τοὺς ὤμους
μ’ ὅλον τὸν τελαμώνα της ἡ κροσσωμένη ἀσπίδα.
Καὶ ὁ Φοῖβος, τοῦ Διὸς υἱός, τὸν θώρακα τοῦ λύει.
᾽Εθεοκρούσθη ὁ Πάτροκλος, τοῦ ἐλύθηκαν τὰ μέλη
καὶ θαμπωμένος ἔμεινε· καὶ ὀπίσω μὲ τὴν λόγχην
τὸν κτύπησ’ ἕνας Δάρδανος τῶν ὤμων εἰς τὴν μέσην,
ὁ Πανθοΐδης Εὔφορβος, ποὺ ἐπρώτευε τῶν ἄλλων
στὴν λόγχην, εἰς τὸ τρέξιμο καὶ στὴν ἱππομαχίαν.
῞Οταν πολέμου ἀμάθητος πρωτῆλθεν ἱππομάχος,    810
εἴκοσι ἄνδρες μόνος του κατέβασε ἀπ’ τοὺς ἵππους.
Αὐτὸς πρῶτος σ’ ἐλόγχισεν, ὦ Πάτροκλε ἱππομάχε,
καὶ δὲν σὲ φόνευσε, κι εὐθὺς τὴν λόγχην ἀπ’ τὸ σῶμα
ἅρπαξε καὶ μὲς στὸν στρατὸν ἐσύρθη, δὲν ἐστάθη
ν’ ἀντιταχθῆ στὸν Πάτροκλον, ἂν καὶ ξαρματωμένον,
ἀλλ’ ὡς τὸ χέρι τοῦ θεοῦ τὸν δάμασε καὶ ἡ λόγχη
πρὸς τοὺς συντρόφους ἔστρεφε τὴν μοίραν νὰ ἀποφύγη.
Καὶ ὁ ῞Εκτωρ ἀπ’ τὲς φάλαγγες ἅμ’ εἶδε τὸν γενναῖον
Πάτροκλον ν’ ἀποσύρεται κονταροπληγωμένος,
προχώρησε, τοῦ ἐστήθη ἐμπρός, καὶ μέσα εἰς τὸ λαγγόνι    820
τὴν λόγχην ὅλην ἔμπηξε κι ἡ ἄκρη ἐβγῆκε πέρα.
Ἔπεσε καὶ κατήφεια στοὺς Ἀχαιοὺς ἐχύθη.
Καὶ ὡς λέοντας καὶ ἀδείλιαστος ἀγριόχοιρος στὸ ὄρος
μάχονται μεγαλόψυχα γιὰ μιὰ μικρὴ βρυσούλα,
ὅτι νὰ πιοῦν θέλουν καὶ οἱ δυὸ μὲ λύσσαν, ὥσπου ὁ χοῖρος
ἀσκομαχώντας ξεψυχᾶ στὸν λέοντ’ ἀποκάτω˙
ὁμοίως τὸν ἀνδράγαθον υἱὸν τοῦ Μενοιτίου,
πολλῶν φονέα μαχητῶν ὁ Πριαμίδης ῞Εκτωρ
μὲ λόγχην ἐθανάτωσε κι ἐπάνω του ἐκαυχήθη:
«Τὴν πόλιν μας, ὦ Πάτροκλε, θαρροῦσες ν’ ἀφανίσης,    830
καὶ δοῦλες στὴν πατρίδα σου νὰ πάρης τὲς γυναῖκες,
ἀνόητε! καὶ ἀκούραστα γι’ αὐτὲς ἐτρικυμίζαν
τ’ ἄλογα τὰ φτερόποδα τοῦ ῞Εκτορος, κι ἐκεῖνος, -
ποὺ εἶμαι πρῶτος μαχητὴς τῶν φιλομάχων Τρώων,
καὶ δὲν θὰ ἰδοῦν, ἐνόσω ζῶ, τὴν δουλικὴν ἡμέρα
καὶ τώρα σέ τὰ ὄρνεα θὰ φάγουν εἰς τὴν Τροίαν.
Ἄθλιε! δὲν σὲ ὠφέλησεν ὁ ἀνδρεῖος Ἀχιλλέας·
θὰ σοῦ παράγγελνε πολλὰ τὴν ὥραν ποὺ ἐκινοῦσες:
«Νὰ μὴ γυρίσης, Πάτροκλε ἱππόμαχε, στὰ πλοῖα
πρὶν σχίσης εἰς τοῦ ῞Εκτορος τὰ στήθη τὸν χιτώνα    840
βαμμένον εἰς τὸ αἷμα του »· αὐτὰ θὰ εἶπ’ ἐκεῖνος
καὶ αὐτὰ τὰ λόγια σ’ ἄρεσαν, ἀνόητος ὡς εἶσαι».
Καί, Πάτροκλε, τοῦ ἀπάντησες μὲ τὴν ψυχὴν στὸ στόμα:
«῞Εκτορ, καυχήσου ὅσο ἠμπορεῖς, τώρα ποὺ ὁ Ζεὺς καὶ ὁ Φοῖβος
τὴν νίκην σοῦ ἐχάρισαν - καὶ αὐτοὶ μὲ καταβάλλουν
εὔκολ᾽, ἀφοῦ μοῦ ἀφαίρεσαν τὰ ὅπλ’ ἀπὸ τοὺς ὤμους.
Κι εἴκοσιν ὅμοιοι μὲ σὲ νὰ εἶχαν ἔλθει ἐμπρός μου
ὅλοι νεκροὶ θὰ ἔπεφταν στὴν λόγχην μου ἀποκάτω.
᾽Εμένα ἡ μοίρα ἐφόνευσεν ἡ μαύρη μὲ τὸν Φοῖβον
καὶ ἀπ’ τοὺς θνητοὺς ὁ Εὔφορβος· τρίτος ἐσὺ μὲ γδύνεις.    850
Καὶ ἄκουσε ἀκόμα τί θὰ εἰπῶ καὶ βάλε το στὸν νοῦν σου·
ὀλίγες εἶν’ οἱ μέρες σου· καὶ ἰδοὺ σὲ παραστέκει
ἡ μοίρα ἡ παντοδύναμη κι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου,
ὁποὺ ἀπ’ τὸ χέρι ἀδάμαστο θὰ πέσης τοῦ Ἀχιλλέως».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγι’ ἀπέθανε˙ καὶ κλαίοντας θλιμμένη
τὴν μοίραν, ποὺ νεότητα καὶ ἀνδρείαν τῆς ἐπῆρε,
ἀπὸ τὰ μέλη του ἡ ψυχὴ κατέβηκε στὸν Ἅδη.
Νεκρὸν τὸν ἐπροσφώνησεν ὁ λαμπροφόρος ῞Εκτωρ:
«῏Ω Πάτροκλε, τὸν θάνατον γιατὶ μοῦ προμαντεύεις;
Ποιός ξέρει μήπως ὁ Ἀχιλλεύς, τῆς Θέτιδος ὁ γόνος,    860
χάση αὐτὸς πρῶτος τὴν ζωὴν στὴν λόγχην μου ἀποκάτω; »
Εἶπε καὶ μέσ’ ἀπ’ τὴν πληγήν, πατώντας τον, τὴν λόγχην
ἀνέσπασε καὶ ἀνάσκελον τὸν ἔσπρωξε στὸ χῶμα.
Κι εὐθὺς στὸν Αὐτομέδοντα μὲ τὸ κοντάρι ἐχύθη,
ποὺ εἶχε ὰκόλουθον λαμπρὸν ὁ ἀσύγκριτος Πηλείδης,
νὰ τὸν κτυπήση, ἀλλ’ ἔπαιρναν αὐτὸν οἱ ταχεῖς ἵπποι,
οἱ ἀθάνατοι ποὺ οἱ θεοὶ χαρίσαν τοῦ Πηλέως.