Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Χ

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Χ



Μέσα έτσι οι Τρώες στο καστρί σα λάφια δειλιασμένοι
να ξεδιψάσουν έπιναν και στέγνωναν τον ίδρο
γυρμένοι απάς στα τεχνικά μπροστήθια· κι' οι Αργίτες
ζύγωναν τότες με γυρτά στις πλάτες τους τ' ασπίδια.
Μα απ' όξω αφτού τον Έχτορα η περιπαίχτρα η Μοίρα    5
να μείνει στο πορτί μπροστά τον πεδουκλώνει τότες.
Τότ' είπε στου Πηλιά το γιο ο φυλαχτής Απόλλος
« Γιατί, Αχιλέα, εσύ θνητός μού τρέχεις καταπόδι
» εμένα τ' άλιωτου θεού ; Μα τί λοιπόν, ακόμα
» θεός πως είμαι δε θωράς που κυνηγάς με πείσμα;    10
» Σκοπό μαθές δε θάχεις πια να δεκατίζεις Τρώες—
» αφτοί παν τρύπωσαν—για αφτό στ' απόμακρα αλαργέβεις.
» Μα εμένα δε μπορείς, γραφτό δε σούναι να με σφάξεις.»
Τότ' είπε του Μηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος
« Μ' έβλαψες, Φοίβο, εσύ θεέ πιο διαστρεμένε απ' όλους,    15
» που τώρα εδώ με γύρισες· ειδέ πριν μπούνε μέσα,
» πολλοί στο κάστρο ομπρός τη γης θάχαν δαγκάσει ακόμα.
» Έφκολα αφτούς τους έσωσες, και μούκλεψες εμένα
» δόξα τρανή, τι παιδεμό κατόπι δε φοβάσαι.
» Εγώ όμως ναι σε παίδεβα αν μούστεκε στο χέρι»    20
Έτσι είπε, και προς το καστρί περήφανα γυρίζει
πιλάλα, λες σαν άλογο μ' αμάξι αγωνοδρόμο
που χλωροκάμπια ανάλαφρο με δρασκελιές διαβαίνει·
έτσι έπαιζε κι' αφτός γοργά τα γόνατα και πόδια.
Πρώτος ο γέρο-Πρίαμος τον είδε που στον κάμπο    25
δρόμιζε κάτου, αστράφτοντας σαν άστρο που προβάλλει
τον τρυγητή, κι' από πολλά τριγυρισμένο αστέρια
χύνει το φως του αλάθεφτα μες στης νυχτός την πίσσα.
Σκύλο το κράζουν Κυνηγού και πιο λαμπρά 'ναι απ' όλα,
όμως στον ουρανό κακό σημάδι 'ναι στημένο,    30
τι θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ σα βγαίνει·
έτσι, σαν έτρεχε, ο χαλκός του ξάστραφτε απ' τα στήθια.
Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια
χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα
το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος    35
δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.
Κι' έκραξε ο γέρος, κι' άπλωνε σπαραχτικά τα χέρια
« Έχτορα, μη μου καρτεράς, παιδί μου, αφτό το σκύλο
» μονάχος έτσι αβοήθητος, μη χάσεις τη ζωή σου,
» παιδί μου, απ' το κοντάρι του, γιατί είναι ανότερός σου...    40
» τ' άγριο θεριό ! που έτσι οι θεοί τόση όση εγώ ναν τούχαν
» αγάπη ! Σκύλοι γλήγορα θαν τον ξεσκούσαν κι' όρνια
» νεκρό, κι' εδώ το βάρος μου θα μούβγαινε απ' τα στήθια,
» που γιους με στέρησε πολλούς, γιους στα χρυσά τους νιάτα
» που σκότωνε είτε σε νησιά απόκεντρα τους πούλαε ...    45
» Τι τώρα τον Πολύδωρο και το Λυκά, διο γιους μου,
» δε βλέπω εδώ που κλείστηκαν μέσα στο κάστρο οι Τρώες,
» τ' αγόρια που η αρχόντισσα μου γέννησε η Λαθόα.
» Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι
» τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου·    50
» μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη,    52
» για μας άχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα,
» μα ο άλλος κόσμος —τί θαρρείς;— μιά αβγή θαν τους θρηνήσει
» και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις.    55
» Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας
» είσαι ο σωτήρας, τι ύστερα —τί βγαίνει ; — θα δοξάσεις
» το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.
» Σπλαχνίσου με, όσο ακόμα ζω, τον άμοιρο κι' εμένα,
» αχ ο πικρός ! που στη μπασιά των γερατιών μου ο Δίας    60
» θα με ξοντώσει ανήμερα, πολλά αφού δω μαρτύρια,
» σφαγμένους γιους και στη σκλαβιά τις κόρες παγεμένες,
» στερνά κι' εμένα που σκυλιά του δρόμου θα με κάνουν    66
» κοψίδια ομπρός στα ξώθυρα, όταν κοντάρι ή σπάθα
» μου ρήξει κατά γης νεκρό το γέρικο κουφάρι.»
Είπε, και τράβαε τα ψαρά μαλλιά του οχ το κεφάλι    77
και τα μαδούσε· μα εκεινού δεν τούπειθε τη γνώμη.
Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο
κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο    80
σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα
« Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα,
» κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο,
» θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα
» έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος,    85
» τι αν σε σκοτώσει, ώ γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο
» δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα,
» μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας
» στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι.»
Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους    90
και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα·
μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μόν το γοργό Αχιλέα
καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας.    92
Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο    97
είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του
» Ώχου μου ! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα,
» άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος,    100
» πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο
» την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.
» Μα εγώ όχι τούπα... ά! θάβγαινα πολύ πιο κερδισμένος...
» Μα τώρα τόσο μου στρατό σαν πήρα στο λαιμό μου
» με τις περφάνιες μου, δειλιώ τους Τρώες ν' αντικρύσω,    105
» μήπως γυρίσει και μου πει κανείς χειρότερός μου
» 'Λαμπρή η αντριά του Έχτορα που ρήμαξε τον τόπο!'
» Έτσι θα πουν. Και κάλια μου εδώ ή τον Αχιλέα
» να σφάξω κι' έτσι νικητής στο κάστρο να γυρίσω,
» ή διαφεντέβοντάς το εγώ να πέσω και σαν άντρας.»    110
Αφτά στα νου 'χε κι' έστεκε, και φτάνει ο Αχιλέας,    131
φτάνει κοντά σα φονικός θεριακωμένος Άρης
σιώντας στη χούφτα τη δεξιά το φράξο το βουνήσο,
φριχτό, και γύρω του ο χαλκός σα φλόγα αντιφεγγούσε
καν φουντωμένης πυρκαγιάς καν ήλιου π' ανατέλλει.    135
Τον βλέπει ο Έχτορας, δειλιάει κι' αφτού πια πού να μείνει! ...
πίσω του αφίνει το καστρί και δρόμο αλαφιασμένος.
Τότες χοιμάει με γλήγορο ποδάρι ο Αχιλέας,
λες σα γεράκι στη λογγιά το πιο λεβέντικο όρνιο
που χύνεται και κυνηγάει δειλόκαρδη τρυγόνα,    140
και φέβγει εκείνη εδώ κι' εκεί, μα από κοντά στριγγλώντας
τ' όρνιο πλακώνει ακούραστο και θέλει ναν την πιάσει·
να πώς με πείσμα δρόμιζε, κι' ο Έχτορας μπροστά του
πιλάλαε κάτου απ' το καστρί γοργό κουνώντας γόνα.
Έτσι προς τη θεόρατη οξά και βίγλα πάντα    145
δρόμιζαν κάτου απ' το τειχί τη δημοσά ακλουθώντας,
ως που ως στις μάννες του νερού τις γάργαρες καθάριες
ζυγώσανε, όπου οι διο πηγές πηδούνε του Σκαμάντρου.
Η μιά αναβρύζει χλιό νερό κι' αχνούς ολόγυρά της
σκορπάει σα ναν τη ζέσταιναν καμιάς φωτιάς οι φλόγες·    150
η άλλη σα χαλάζι λες ψυχρή το καλοκαίρι
ή και σα χιόνι ή κρούσταλλο χαρίζει τα νερά της.
Και γούρνες πάντα απ' τα νερά βαθιές πετροφτιασμένες
γιομίζουνε, όπου σύχναζαν οι κόρες κι' οι γυναίκες
των Τρώων τ' απαλόφαντα σκουτιά να καλοπλύνουν,    155
πριν, στης ειρήνης τους καιρούς, πριν φτάσουν οι Αργίτες.
Εκεί από δίπλα πέρασαν τρεχάτοι, κυνηγώντας,
φεβγάλα ο άλλος —κι' έφεβγε μπροστά 'να παλικάρι,
μα πιο παλικαράς πολύ τον κυνηγούσε πίσω—
με βιά, τι δα δεν είχανε σφαχτάρι ή βοϊδασπίδι
στο μάτι, που βραβεία οι νιοί στο τρέξιμο κερδίζουν,    160
μον έτρεχαν για την ψυχή του ξακουσμένου Εχτόρου.
Πώς τριποδούν στα τέσσερα γυρνώντας τα σημάδια
ιππόδρομο άτια και λαμπρό βραβείο 'ναι βαλμένο,
ή νιά ή λεβέτι τρίποδο, σα θάφτουν βασιλέα·
έτσι κι' αφτοί τρεις έτρεξαν κύκλω στο κάστρο γύρους    165
με πόδια φτεροσάλεφτα.
Κι' όλοι οι θεοί θωρούσαν,
κι' άρχισε τότες πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου
« Ω κρίμα, αγαπητό θνητό θωράω και λατρεμένο
» π' ομπρός στο κάστρο κυνηγούν, και μου θρηνάει η ψυχή μου
» τον Έχτορα, που στις κορφές της δασωμένης Ίδας    170
» μπούτια 'να πλήθος μούκαιγε βοδιώνε, κι' άλλα πάλι
» μέσα στης Τριάς τ' ακρόκαστρο· μα τώρα ο Αχιλέας
» τον έχει δες! κυνήγι ομπρός στη χώρα του Πριάμου.
» Μόν έλα λογαριάστε τα, θεοί, κι' ας δούμε τώρα,
» τί λέτε, κάλια να σωθεί, ή θέτε ο Αχιλέας    175
» ναν τον σκοτώσει, τέτιονε θεοφοβούμενο άντρα ; »
Τότες τ' απάντησε η θεά, η Αθηνά η Παλλάδα
« Πατέρα μαβροσύγνεφε, τί λες, αστραποβγάλτη;
» Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της Μοίρας,
» θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο ;    180
» Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε.»
Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας
« Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα
» με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω.
» Σύρε —σ' αφίνω— όπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε.»    185
Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι,
όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε·
κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.
Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του
δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας.
Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια
ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας,    190
και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και δεν το δει, όμως τρέχει
κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια·
έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.
Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει
κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους,    195
μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν,
γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε
κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.
Πώς σ' όνειρο να κυνηγάς δε δύνεσαι όπιον φέβγει—
κι' εσύ να πιάσεις δε μπορείς κι' ούτε να φύγει εκείνος—    200
το ίδιο δεν κατόρθωναν κι' οι διο τους πιλαλώντας
μήτε να πιάσει ο ένας τους μήτε να φύγει ο άλλος.    201
Κι' έγνεφε με την κεφαλή ο Αχιλιάς στους άντρες    205
κι' αμπόδαε σαϊτιές πικρές να ρήξουν, μήπως άλλος
προτύτερά του δοξαστεί τον Έχτορα βαρώντας.
Μα όταν και τέταρτη φορά περάσανε απ' τις βρύσες,
πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του,
και βάζοντάς της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου—    210
τη μιά για του Πηλιά το γιο, του Έχτορα την άλλη—
ζιάζει απ' τη μέση πιάνοντας, και κάτου του Εχτόρου    212
γέρνει το μάβρο ριζικό. Τότες στον Αχιλέα    214
τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα,
και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια    215
« Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα,
» με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια
» σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι.
» Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο ά θε χαλάσει    220
» ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.
» Μα στάσου εδώ κι' ανάσανε, κι' αφτόν εγώ παγαίνω
» και σου τον πείθω ατρόμητα να σ' αντικρύσει τώρα.»
Είπε, κι' αφτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του.
και στέκει απάς στο στομωτό ακουμπισμένος φράξο.    225
Και ξεκινώντας η θεά τον Έχτορα προφταίνει,
μ' όμια μορφή και μ' άσπαστη λαλιά σαν του Δηφόβου,
και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια
« Πολύ σε τυραγνά, αδερφέ, το βλέπω, ο Αχιλέας
» που έτσι τριγύρω στο καστρί σε κυνηγάει με πείσμα.    230
» Μόνε ας σταθούμε τώρα οι διο... και σαν κοπιάσει, βλέπει.»
Τότες της λέει ο Έχτορας, ο παινεμένος άντρας
« Δήφοβε, εσύ είσουνα και πριν το πιο μου αγαπημένο
» αδέρφι απ' όλους πούκανε με την Εκάβη ο γέρος·
» τώρα από πριν και πιο πολύ θα σ' έχω της καρδιάς μου,    235
» αφού στιγμή δε δείλιασες, σαν μ' είδες οχ το κάστρο,
» να βγεις βοηθός μου, κι' όλοι τους μένουν κλεισμένοι οι άλλοι.»
Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα
« Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας,
» πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας,    240
» να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου
» στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.
» Μόν ίσα τώρα απάνου του τραβάμε — τα κοντάρια
» μη λυπηθείς — κι' ας δούμε δα, θα σφάξει εδώ τους διο μας
» και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα πλοία πίσω,    245
» ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλο.»
Έτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.
Κι' όταν οι διο ζυγώσανε με τ' άρματα στο χέρι,
πρώτα άρχισε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε
« Γιε του Πηλιά, πια μη θαρρείς σαν πριν πως θα με σκιάξεις    250
» πούτρεξα κύκλω τρεις φορές, κι' όταν με τ' όπλο ορμούσες
» να σε προσμείνω δείλιασα· μα να σταθώ η καρδιά μου
» τώρα μου λέει, να μετρηθώ μαζί σου, ή σφάξω ή σφάξεις.
» Μόν έλα πρώτα τους θεούς ας κράξουμε μαρτύρους,
» τι αφτοί μαρτύροι οι πιο πιστοί και φύλακες των όρκων.    255
» Βάρβαρα εγώ όχι —ορκίζουμαι— δε θα σε βλάψω, αν θέλει
» νίκη να δώκει μου ο θεός και τη ζωή σού πάρω·
» μόν σα σε γδύσω απ' τ' άρματα, θα δώκω στους δικούς σου
» πίσω, Αχιλιά, το λείψανο. Έτσι κι' εσύ να κάνεις.»
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας    260
« Έχτορα, μή, φονιά άπιστε, μη λες μαρτύρους κι' όρκους.
» Αν όρκους έκαναν ποτές αθρώποι και λιοντάρια
» [αν είδες λύκους πουθενά κι' αρνιά συντροφιασμένους],    263
» πες τότες πως εγώ κι' εσύ θα φιλιωθούμε. Όχι ! Όρκους    265
» δεν έχει οι διο μας, πριν νεκρός ο ένας πέσει χάμου
» κι' αίμας μπουχτίσει ο λάρυγγας του λιμασμένου τ' Άρη.
» Βάλε όλα σου τα δυνατά, την επιστήμη βάλ' την·
» χριά πάσα να φανείς γερό κοντάρι κι' αντριωμένο.
» Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα    270
» θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι,
» κι' ως στο στερνό μιά κοπανιά τα πάθια των συντρόφων
» θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσα.»
Είπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο·
μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο,
τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου    275
και πέρα μπήχτηκε στη γης. Τότες του Δία η κόρη
τ' αρπάει, χωστά απ' τον Έχτορα, και του το δίνει πάλι.
Τότ' είπε του Πριάμου ο γιος στο φοβερό Αχιλέα
« Βρήκες λαμπρά ! Κι' εγώ 'λεγα, παχιά καθώς μιλούσες,
» πως δα, καλέ μου, σούγνεψε το θάνατο μου ο Δίας.    280
» Μα εσύ του νου σου ψέματα και φαντασιές λαλούσες,
» για να δειλιάσω σαν παιδί, να με σαστίσει ο φόβος.
» Δε φέβγω εγώ όχι, τ' όπλο σου στη ράχη δε μου μπήγεις,
» μόν ίσα εδώ θα σου ρηχτώ, και τρύπα μου τα στήθια
» αν σ' τόταξε ο θεός. Μα δες να μου γλυτώσεις πρώτα    285
» απ' το χαλκό μου, που άχ ! στο κριάς να σου χωνέψει μέσα !
» Ας πας εσύ, και τότες πια σου δείχνω εγώ αν νικούνε
» οι Τρώες μου· τι η πιο βαριά κατάρα εσύ τους είσαι.»
Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι
και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα,    290
μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη
που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.
Και στέκει με βαριά καρδιά, τι άλλο δεν είχε φράξο,
και κράζει όσο μπορούσε αψά το Δήφοβο, ζητώντας
άλλο όπλο· μα πού Δήφοβος τέτια στιγμή κοντά του !    295
Τότε ένιωσε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε
« Ώχου, το βλέπω πια οι θεοί με κράζουνε στον Άδη !
» Τι είπα μαθές πως είχα εγώ το Δήφοβο κοντά μου·
» μα είταν παγίδα της θεάς, κι' είναι στο κάστρο εκείνος.
» Τώρα αφού ο χάρος πλάκωσε και πια δεν έχω ολπίδα,    300
» έτσι ας μην πέσω σα ραγιάς δίχως τιμή, μα ας δείξω    304
» καν άξια πριν παλικαριά που να βουήξει ο κόσμος !»    305
Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο
που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα,
κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο,
που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει
ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι·    310
έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.
Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του
γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα,
πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος
π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω    315
που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.
Πώς άστρο βγαίνει στης νυχτός την πίσσα μες στ' αστέρια,
ο Σείρης, τ' άστρο που ψηλά πιο στέκει ωραίο απ' όλα,
τέτια κι' η λάμψη απ' τ' όπλο του, που στο δεξύ το χέρι
τ' ανέμιζε έχοντας κακούς σκοπούς, και με το μάτι    320
θωρούσε τ' όμορφο κορμί που θ' ανοιχτεί πιο πρώτα.
Μα αφτό η χαλκένια αρματωσά τού τόκρυβε όλο τ' άλλο,
πανώρια, π' απ' τον Πάτροκλο την πήρε σφάζοντάς τον,
μά 'δειχνε εκεί που τα κλειδιά χωρίζουν σνίχι κι' ώμους,
στη γούβα, εκεί που η κονταριά πιο γλήγορα σκοτώνει·    325
εκεί τον κάρφωσε καθώς του ρήχνουνταν, κι' ως πέρα
βγήκε ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του
δίχως η άκρη η σουγλερή το λάρυγγα να αγγίξει.    328
Χάμου εκεί πέρα ο Έχτορας σωριάστηκε στις σκόνες,    330
κι' έσκουξε του Πηλέα ο γιος περήφανα από πάνου
« Έχτορα, εσύ ίσως έλεγες, σα μούσφαζες το βλάμη,
» δεν έχει φόβο, θα σωθείς, τι έτυχα εγώ μακριά σου...
» Άμιαλε ! πίσω ξοφλητής στα βαθουλά καράβια
» καρτέραε ένας πιο γερός, εγώ που εδώ με βλέπεις,
» εγώ που σ' έσφαξα. Σκυλιά τις σάπιες σου τις σάρκες    335
» θα φάνε κι' όρνια, μα Αχαιοί τον Πάτροκλο θα θάψουν.»
Τότες του λέει ο Έχτορας με την ψυχή στο στόμα
« Ξορκίζω σε, έτσι να χαρείς το φως σου τους γονιούς σου.
» μη θες στον κάμπο το κορμί να μου ντροπιάσουν σκύλοι.
» Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει    340
» να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας,
» και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα
» να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώϊσσες κι' οι Τρώες.»
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας
« Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις !    345
» τι το κακό που μούκανες, άχ ας μπορούσα ο ίδιος
» έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.
» Έτσι όχι ! απ' τα σκυλιά άθρωπος την κάρα δε σ' τη σώζει,
» μηδέ κι' αν δέκα θησαβρούς κι' αν είκοσι μου φέρει
» κι' εδώ μετρήσει, και πολλά κατόπι κι' άλλα αν τάξει·    350
» μήτε κι' ακόμα ο Πρίαμος με μάλαμα αν σε ζιάσει,
» ναι κι' έτσι νεκροστόλιστο δε θα σε κλάψει η μάννα
» στο στρώμα απάνου εσένανε, των σπλάχνων της το θρέμμα,
» μόν όρνια κάθε σου μπουκιά και μούργοι θα μοιράσουν.»
Τότες του λέει ο Έχτορας, και τούβγαινε η ψυχή του    355
« Τί σου προσπέφτω που καλά σε ξέρω ; Ποιός θα πείσει
» τέτιο θεριό; Τί σίδερο σούναι η καρδιά στα στήθια.
» Θυμήσου με όμως, τι στοιχιό μιά μέρα θα σου γίνω,
» την ώρα που του Δία ο γιος κι' ο Πάρης θα σε σφάζουν
» εκεί στο Ζερβοπόρτι ομπρός, κιάς είσαι παλικάρι.»    360
Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου,
και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη,
κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη.
Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε
« Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος,    355
» σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν.»
Είπε και σέρνει απ' το κορμί το χαλκωτό κοντάρι
κι' εκεί κοντά παράμερα τ' αφίνει· και κατόπι
απ' την πανώρια αρματωσά ναν τον γυμνώνει αρχίζει
αίμας γιομάτη. Κι' έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε
σαν τι είταν τάχα ο Έχτορας, η όψη η λεβεντιά του    370
τα στήθια· τι έτσι αλάβωτοι πού πριν να παν κοντά του !
Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας
« Μπά! Πόσο τώρα ξέγνιαστα τον Έχτορα μαλάζεις,
» όχι όπως όταν με φωτιά μας έκαιγε τα πλοία.»
Έλεγε αφτά, και ζύγωνε κοντά και τον τρυπούσε.    375
Και τότες του Πηλέα ο γιος, τα όπλα σαν του πήρε,
στάθηκε εκεί μες στου στρατού τη μέση και τους είπε
« Τώρα όλοι ελάτε —ομπρός, παιδιά— τη νίκη τραγουδώντας    391
» σηκώστε αφτόν κι' ας σύρουμε στα βαθουλά καράβια.
» Μεγάλη η δόξα ! Σφάξαμε λαμπρό 'να παλικάρι,
» τον Έχτορα, που σα θεό τον λάτρεβαν στο κάστρο !»
Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει.    395
Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα
ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα,
και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι
χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι
βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος
χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα.    400
Κι' ανέβαινε —ενώ σέρνουνταν— ο κουρνιαχτός, μαδούσε
η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι,
κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας
ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.
Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε    405
τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα,
και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της.
Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω
θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι.
Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες    410
την Τριά τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.
Κι' οι φίλοι μόλις δύνουνταν το γέρο να βαστάξουν,
π' αντίστεκε όλο κι' ήθελε όξω να βγει οχ το κάστρο.
Κι' ενώ κυλιούνταν στα σβουνιά, τους ξόρκιζε όλους γύρω,
με τ' όνομά τους κράζοντας τους φίλους έναν έναν    415
« Ανοίχτε, αδέρφια... αφίστε με σας λέω, κιάς με λυπάστε,
» να βγω όξω εφτύς και μόνος μου να τρέξω ως στα καράβια
» να πέσω ομπρός στα πόδια του, σ' αφτό το σαρκοφάγο...
» α το φονιά... ίσως σεβαστεί τα χρόνια μου, ίσως νιώσει
» σπλαχνιά για τ' άσπρα μου μαλλιά. Κι' αφτός πατέρα γέρο    420
» έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει
» χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους,
» που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα.
» Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η ψυχή μου,
» όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του,    425
» τον Έχτορα. Ω, στα χέρια μου ας μούχε καν πεθάνει,
» που οι διο καν να χορταίναμε το μοιρολόϊ το κλάμα,
» εγώ κι' η μάβρη η μάννα του που τον πικρογεννούσε.»
Έτσι θρηνούσε, κι' έκλαιγαν μαζί του κι' όλοι οι Τρώες.
Τότε η Εκάβη αρχίνησε των γυναικών το κλάμα    430
« Ωχ γιε μου, εγώ η κακότυχη, τι πια να ζω στον κόσμο
» τώρα που εσύ μου πέθανες, της χώρας το καμάρι,
» της χώρας η παρηγοριά, π' όλοι, γυναίκες κι' άντρες,
» νύχτα και μέρα σα θεό σε λάτρεβαν στο κάστρο.
» Τι εσύ είσουν μόνη δόξα μας, εσύ είσουν μόνη ολπίδα,    435
» σα ζούσες· τώρα άχ θάνατος, τώρα σε πήρε χάρος.»
Έτσι έκλαιγε η γερόντισσα. Όμως ακόμα ως τότες
δεν είχε ακούσει τίποτα του Έχτορα η γυναίκα,
γιατί να πάει δε βρέθηκε σωστός μαντατοφόρος
να πει πως όξω απ' το καστρί τής έμενε ο καλός της,
μόν έφαινε άλικο σκουτί στου πύργου της τα βάθια    440
διπλό, και μέσα πλουμιστά τ' ανθοκεντούσε ξόμπλια.
Εκεί στις άξιες φώναξε τις σκλάβες μες στον πύργο
στη στια να βάλουν τρίποδο λεβέτι απ' τα μεγάλα,
για νάχει έτσι έτοιμο ζεστό λουτρό όταν κουρασμένος
πίσω γυρίσει ο Έχτορας στον πύργο του οχ τη μάχη ...
άχ έρμα, πού να φανταστείς π' αλάργα από λουτρά σου    445
τον έσφαξε η θεά Αθηνά μ' ένα κοντάρι οχτρού του !
Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες,
και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου.
Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες
« Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα.    450
» Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια
» τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.
» Κάπια θενάπεσε στους γιους του βασιλιά φουρτούνα...
» Μα, Δία, εμένα σώσε με από πικρά μαντάτα !»    454
Έτσι είπε, κι' όξω χύθηκε σαν παλαβή οχ το σπίτι    450
με σπλάχνα που της σπάραζαν, κι' οι σκλάβες ακλουθούσαν.
Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο,
ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα
που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα
τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι.    465
Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω
σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα,
κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή της—
στεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυ—
κεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη,    470
τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο
την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.
Κι' έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες,
και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος.
Κι' όταν ξανά συνέφερε και πήρε λίγη ανάσα,    475
στενάζει οχ την καρδιά βαθιά και μοιρολόγι αρχίζει
« Έχτορα, εγώ η κακότυχη ! Με μιά κι' οι διο μας μοίρα
» εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου,
» κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος,
» στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα    480
» μικρή μ' ανάσταινε ... άχ γιατί ποτές του να με κάνει;
» Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες
» μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα,
» έρμα νιά χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα
» που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα,    485
» Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. .
» γόϊ το παιδάκι μου ! που πριν στα γόνατα σου απάνου    500
» μεδούλι μοναχά έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι,
» κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια,
» τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας
» κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη·
» έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες,    505
» ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες,
» τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . .
» εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια
» σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους
« γυμνός· και θα σου κοίτουνται τα ρούχα πες στον πύργο,    510
» ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . .
» Μα αφτά όλα θάν τα κάψω εγώ, άχ δίχως όφελός σου,
» που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν.»    513
Έτσι έκλαιγε, κι' όλες μαζί θρηνούσαν οι γυναίκες.    515