Θρύψαλα
Θρύψαλα Συγγραφέας: |
Νέα Εστία, τ.11 |
Καὶ τὰ μνημεῖα τοῦ παρελθόντος καὶ τὰς τοποθεσίας καὶ τοὺς παλαιοὺς δρόμους, ὁ κατέχων τὰ σχετικὰ ἐφόδια τὰ χρησιμοποιεῖ ὡς σελίδας ἀνεκδότων συγγραμμάτων, ἐκ τῆς μελέτης καὶ τῶν ἐντυπώσεων τῶν ὁποίων πλουτίζει τὸ «λεξιλόγιον ὀνομάτων καὶ πραγμάτων» τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ καταρτίζη, πρὸς χρῆσιν του. Τὸ γνωστὸν συμβολικὸν παράγγελμα τῶν ἀρχαίων, ὅτι ἀπὸ τὰς δέκα ὥρας τῆς κυρίως καθημερινῆς ζωῆς «ἐργάζου τὰς ἕξ, τὰς δὲ ἐπιλοίπους τέσσαρας (Ζ, Η, Θ, καὶ Ι΄) ζῆθι», ἂν μετατοπίσῃ κανεὶς ἐπὶ τοῦ ἀνωτέρω ἐδάφους, θὰ κληροδοτήσῃ τὴν συμβουλὴν εἰς τοὺς νεωτέρους του: «κατὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μελέτᾷ καὶ κατὰ τὰ τυχὸν ἑπόμενα νὰ παίρνῃ τοὺς δρόμους, διὰ νὰ βλέπῃ καὶ νὰ ἀκούῃ».
Ἄν ἔχῃ ἡ μυθολογία συναξάρια ποὺ διαβάζονται μόνον, ἂν ἔχῃ ἡ Ἐκκλησία συναξάρια ποὺ καὶ λειτουργοῦνται, ἠμποροῦν νὰ μελετοῦν οἱ σσφοὶ ἐκεῖνα καὶ νὰ ψάλλουν οἱ πιστοὶ αὐτά. Ὁ λαὸς ἀσυνειδήτως, ἀδιαφορῶν καὶ διὰ τὰ δύο αὐτὰ τῶν συνεξαρίων εἴδη, ἔχει τὰ. δικά του: τὰς δοξασίας καὶ τὰς παραδόσεις. Αὐταὶ ἀποτελοῦν τὴν πραγματικήν, τὴν φυσικὴν καὶ τὴν αὐτόχθονα θρησκείαν του, τὴν μὴ προσκομισθεῖσαν ἔξωθεν οὐδὲ ἐπιβληθεῖσαν, διὰ τοῦτο δὲ καὶ συνεχῆ καὶ θρυλικῶς αἰωνόβιον.
Ἡ ἡμέρα τῆς ἐργασίας καὶ τῆς δράσεως ἔληξε, καὶ ἡ νύχτα δὲν ἐπῆλθεν ἀκόμη νὰ τὴν ἐξαφανίσῃ ἀπὸ τὰς ἐντυπώσεις μας. Τὸ ἀπόβραδον—τὸ βραδάκι τῶν ἑπτανησίων— ὡς χρονικὸν σημεῖον, καὶ τὸ μούχρωμα ὡς φῶς, δημιουργεῖ μία νέαν, μίαν ἀντίστροφον κίνησιν. Ὅλοι σπεύδουν: ἄλλοι κἄτι νὰ πιοῦν, ἄλλοι κἄτι νὰ παίξουν, ἄλλοι κἄποιους γνωστοὺς συμφλυάρους νἀνταμώσουν.
Καὶ δὲν εἶνε μόνον ὁ ἥλιος ποὺ ἀπηρνήθη τὴν γῆν, παραλαβὼν τὸ φῶς του καὶ βυθιζόμενος εἰς τὸ ἄγνωστον σὰν πληγωμένος θεός· μαζὶ μ’ αὐτὸν ἐξέλιπε καὶ κάθε γυαλάδα τῆς φύσεως. Ὅλα τὰ χρώματα ὠχρίασαν φοβισμένα. Ὅλα τὰ ἀνοικτὰ ἐμισόκλεισαν, ὅλα τὰ ἐπὶ ποδὸς ἔγυραν. Καὶ αὐτὴ ἡ φωνὴ ἤρχισε νὰ τρεμουλιάζῃ καὶ οἱ ἄλλοι ἦχοι παρακολουθοῦν τοὺς φευγαλέους ἴσκιους ποὺ δειλὰ δειλὰ ἐμφανίζονται. Καὶ τώρα ἡ ψυχὴ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος, φωνάζει: «ἢ δῶσέ μου πάλι τὸ φῶς ἢ βύθισέ με εἰς τὸ βαθὺ σκοτάδι. Ἡ πίεσις ποὺ μοῦ φέρνει τὸ ὀλιγόχρονα σκιόφως μὲ θανατώνει ἀπὸ μαρασμόν. Σκότωσέ με καλύτερα». Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ σπεύδουν κἄτι νὰ πιοῦν, κἄτι νὰ παίξουν, κἄποια συντροφιά των ν’ ἀνταμώσουν, δὲν γνωρίζουν ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κάμνουν διὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν ψυχήν των, ὅπως κάμνουν μὲ προσποιητὴν εὐθυμίαν διὰ κἄποιον γνωστόν των ποὺ ἔχασε πρόσωπον προσφιλές.
Εἰργάσθησαν οἱ ἀρχαῖοι ποιηταὶ διὰ τὴν λατρείαν τοῦ ὡραίου· εἰργάσθησαν καὶ οἱ χριστιανοὶ ὑμνογράφοι διὰ τὴν λατρείαν τοῦ σεμνοῦ. Οἱ ἀρχαῖοι, ἀνυψώσαντες τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχήν, ἐξύμνησαν τὸ γυμνόν· οἱ χριστιανοὶ τὸ κρυμμένον: — «μὴ γιὰ τὸ Θεό, καὶ φανῇ κομμάτι κρέας! » Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ αἱ Ἁγιογραφίαι, ὅσαι δὲν ἔχουν ὑπ’ ὄψιν των ἀρχαῖα πρότυπα, ἐν ᾧ εἶνε θαυμάσιαι εἰς πρόσωπα καὶ ἐνδύματα, ὑστεροῦν εἰς τὴν διαγραφὴν τοῦ σώματος. Ἡ αἰδὼς ἐφυλάκισεν ἐντὸς στυγνοῦ σώματος τὴν ψυχὴν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν κατηγορῇ ἔξω τῶν κιγκλίδων. Ἀπὸ εὐσπλαχνίαν δέ, κἄπου κἄπου, σἄν ψωμὶ καὶ νερό, τὴν παρηγορεῖ μὲ τὴν δευτέραν παρουσίαν, μὲ τὴν μέλλουσαν ζωήν.
Ἀλλὰ καὶ τὸ σεμνὸν σῶμα δὲν ἔμεινεν ἥσυχον. Φόβῳ πιθανῆς συνεννοήσεως τοῦ δεσμοφύλακος αὐτοῦ μὲ τὴν καθειργμένην, τὸ χιλιοβασανίζουν, τὸ δέρνουν, τὸ νηστεύουν καὶ διαρκῶς ἀπειλοῦν τὸν τυχὸν παραβάτην.
Καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως:
«Νυφοῦλα λαχταρόκορμη καὶ καμπανοφρυδοῦσα!
παπᾶς σὲ εἶδε κι’ ἔσφαλε, διάκος καὶ δαιμονίστη
κ’ ἕνα μικρὸ διακόπουλλον ἔπεσε καὶ τσακίστη».
Δ. ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ