Θεία Κωμωδία/Κόλαση/Άσμα τέταρτο

Από Βικιθήκη
Θεία Κωμωδία
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Γεώργιος Καλοσγούρος
Κόλαση, Άσμα τέταρτο


Μούκοψε τὸ βαθὺ τὸν ὕπνο στὸ κεφάλι
ἕνας βαρὺς ἀχός, ὥστ’ ἐτινάχτηκ’ ὅλος
σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ξάφνου ἀθέλητα ξυπνάει.
Ἐσηκώθηκα ὁλόρθος κι ἔστρεψα τριγύρω
τ’ ἀναπαυμένο μάτι καὶ γοργὰ κοιτοῦσα,
γιὰ νὰ γνωρίσω σὲ ποιόν τόπον εὑρισκόμουν.
Ἀλήθεια εἶναι, πὼς εὑρέθηκα στὸν ὄχτο
τῆς πολυστέναχτης κοιλάδας τῆς ἀβύσσου,
ποὺ μέσα της ἀχὸ δέχετ’ ἀπείρων θρήνων.
Τρίσβαθη, σκοτεινή, καταχνιαστή ’ταν τόσο,
π’ ὅσο κι ἂν ἔχωνα τὰ μάτια μου στὸ βάθος,
δὲν ξεχώριζ’ ἀντικείμενο κανένα.
« Ἂς κατεβοῦμ’ ἐδῶ στὸν ἄφεγγο αὐτὸν κόσμο »
ἄρχισ’ ὁ ποιητὴς μ’ ἀποσβησμένην ὄψη
« θά ’μαι πρῶτος ἐγώ, σὺ δεύτερος θὲ νάσαι. »
Κι ἐγώ, ποὺ τῆς θωριᾶς δοκήθηκα τὸ χρῶμα,
εἶπα. « Πῶς θὰ ἠμπορέσω νάρθω, ἂν σὺ φοβᾶσαι,
»πούσαι στοὺς δισταγμούς μου ὁ θαρρευτής μου πάντα; »
Κι αὐτὸς εἶπε σ’ ἐμένα· « Ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων,
»πούναι δῶ κάτω, στὴ θωριά μου ζωγραφίζει
»τὴ σπλαχνοσύνη αὐτή, ποὺ σὺ λογιάζεις φόβο.
» Ἂς κινήσωμε· ὁ δρόμος ὁ μακρὺς μᾶς βιάζει. »
Εἶπε καὶ κίνησε κι ἐμένα ἔκαμε νάμπω
στὸν πρῶτο γύρο, ποὺ τὴν ἄβυσσο κυκλώνει.
᾽Εκεῖ, σ’ ὅσο μποροῦσ’ ἀπ’ ἀκοὴ νὰ κρίνω,
ὄχι κλάμ’, ἀλλὰ μόνο στεναγμοί ’ταν π’ ὅλον
τὸν αἰώνιο ἀέρα ἔκαναν νὰ τρέμη.
Κι ἦταν αὐτὸ ἀπὸ πόνο, ἀλλὰ χωρὶς μαρτύρια,
πού ’χαν τὰ πλήθη τὰ περίσσια καὶ μεγάλα
ἀπὸ μωρὰ παιδιὰ κι ἀπὸ γυναῖκες κι ἄντρες.
Κι ὁ καλός μου ὁδηγός· « Δὲ μὲ ρωτᾶς, μοῦ λέει,
»τί ψυχὲς εἶναι τοῦτες, ποὺ μπροστά σου βλέπεις;
»θέλω τώρα νὰ ξέρης, πρὶν ἐμπρὸς κινήσης,
»πὼς δὲν ἁμάρτησαν κι ἂν ἔχουν καλὰ ἔργα,
»δὲ φτάνει αὐτό, γιατὶ καὶ βάφτισμα δὲν εἶχαν,
»ποὺ τῆς θρησκείας εἶναι, ποὺ πιστεύεις, μέρος·
»κι ἂν ἔζησαν καὶ πρὶν ἀπ’ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.
»δὲν προσφέραν τιμὴ στὸν ῞Υψιστο, ὅπως πρέπει
»κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἕνας ἀπὸ τούτους εἶμαι.
»Γιὰ ἐλαττώματα τέτοια, ὄχι χειρότερ’ ἄλλα,
»εἴμαστ’ ἐμεῖς χαμένοι καὶ μᾶς βλάπτει μόνο,
»ποὺ στὴν ἐπιθυμία δίχως ἐλπίδα ζοῦμε. »
Πόνος πολὺς γρικώντας τὴν καρδιά μου ἐπῆρε,
ὅτι ἀνθρώπους πολλοὺς καὶ περισσῆς ἀξίας
ἐγνώρισα σ’ αὐτὸν τὸν ἅδη μετεώρους.
« Λέγε μου, δάσκαλέ μου, λέγε, κύριέ μου »
ἄρχισα ἐγώ, γιὰ νὰ στηρίξω στὴν ψυχή μου
τὴν πίστη ἐκείνη, ποὺ νικᾶ κάθε μας πλάνη
« βγῆκε ποτὲ κανείς, ἢ γιὰ δική του ἀξία
»ἢ ἄλλου, ποὺ μακάριος ἔπειτα νὰ γίνη; »

Κι ἐννοώντας αὐτὸς τὸ σκεπαστό μου λόγο,
ἄρχισε· « Νέος στὴν κατάσταση αὐτὴ ἤμουν,
»σὰν εἶδα κάποιον πολυδύναμο ἐδῶ μέσα
»νάρθη στεφανωμένος μὲ σημεῖο νίκης.
»Τὸν ἴσκιο ἔβγαλε τοῦ πρώτου μας πατέρα,
»τοῦ υἱοῦ του Ἄβελ τὴν ψυχὴν κι αὐτὴν τοῦ Νῶε,
»τοῦ θεοφοβούμενου Μωυσῆ, τοῦ νομοθέτη,
»καὶ τοῦ Δαβίδ· τὸν Ἀβραὰμ τὸν πατριάρχη,
»τὸν ᾽Ισαάκ, τὸν ᾽Ισραὴλ μὲ τὰ παιδιά του
»καὶ τὴν Ραχήλ του, ποὺ γι’ αὐτὴν ἔκαμε τόσα
»καὶ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ μακάριους ἔχει κάμει.
»Καὶ πρὶν αὐτοι σωθοῦν, θέλω νὰ ξέρης, ὅτι
»ψυχές ἀνθρώπινες δὲν ἦταν λυτρωμένες. »
Νὰ περπατοῦμε δὲν ἐπαύαμε ὡς λαλοῦσε,
ἀλλὰ διαβαίναμε τὸ δάσος ὁλοένα,
τὸ πυκνὸ δάσος λέγω ἀπὸ ψυχὲς περίσσιες.

Ὁ δρόμος μας ἀκόμα μακριὰ δὲν ἦταν
ἀπ’ τὸν τόπο τοῦ ὕπνου μιὰ φωτιὰ σὰν εἶδα,
ποὺ τὰ σκοτάδια πούταν γύρω της, νικοῦσε.
Ἤμαστε ἀκόμη λίγο μακριὰ ποκεῖθε,
ὅμως ὄχι καὶ ὥστε νὰ μὴ βλέπω κάπως,
πὼς ἄνδρες σεβαστοὶ τὸν τόπο αὐτὸν κρατοῦσαν.
« Ὦ, σὺ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τέχνης δόξα,
»ποιοί εἶναι, πές μου, αὐτοί, ποὺ τόσο σέβας ἔχουν,
»ποὺ ἀπ’ τὴν κατάσταση τῶν ἄλλων τοὺς χωρίζει; »
Κι αὐτός « Ἡ τιμημένη φήμη » μ’ ἀποκρίθη,
« ποὺ γι’ αὐτοὺς ἀντηχᾶ στὸν κόσμο τῆς ζωῆς σου,
»βρίσκει χάρη ψηλά, ποὺ τόσο τοὺς λαμπρίζει. »
Στὸ μεταξὺ τοῦτο φωνὴ νὰ λέγη ἀκούσθη·
« Τὸν ποιητὴ τὸν ὑψηλότατο τιμῆστε·
»ξανάρχεται ἡ σκιά του, ποὺ μᾶς εἶχε ἀφήσει. »
Ἅμα ἐστάθη ἡ φωνὴ κι ἐσίγησεν ὁ ἦχος,
τέσσερες σκιὲς εἶδα ἐμπρός μας νὰ προβαίνουν,
ποὺ μήτ’ ὄψη φαιδρὴ μήτε θλιμμένην εἶχαν.
Ὁ ἀγαθὸς δάσκαλός μου ἄρχισε τότε κι εἶπε.
« Ἰδὲς αὐτὸν μ’ ἐκεῖνο τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
»ποὺ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐμπρὸς σὰ βασιλιὰς προβαίνει.
»Ὁ Ὅμηρος εἶν’ ἐκεῖνος, ποιητὴς μεγάλος,
»ὁ ἄλλος Ὁράτιος εἶναι ὁ σάτυρος κατόπι,
»᾽Οβίδιος εἶν’ ὁ τρίτος κι ὁ στερνὸς Λουκάνος.
»Καθὼς εἶν’ ὅμοιος ὁ καθένας τους μ’ ἐμένα
»στ’ ὄνομα, ποὺ ἡ φωνὴ μελέτησεν ἡ μία,
»μὲ τιμοῦν καὶ σὲ τοῦτο αὐτὸ ποὺ πρέπει, κάνουν ».
Ἔτσ’ εἶδα τὴ σχολὴ ν’ ἀρμόζουν τὴν ὡραία
οἱ δοξαστοί, ποὺ τ’ ἆσμα τ’ ἄφθαστον ἐψάλαν,
ποὺ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα σὰν ἀετὸς πετάει
Ἀφοῦ συντύχαν μεταξύ τους λίγην ὥρα,
σ’ ἐμένα ἐστρέψαν χαιρετώντας μὲ σημεῖο
κι ὁ δάσκαλός μου ἀπὸ χαρὰ χαμογελοῦσε.
Ἀλλὰ κι ἄλλη τιμὴ τρανότερη μοῦ κάμαν,
ποὺ μὲ κάμαν κι ἐμὲ τῆς συντροφιᾶς τους ἕναν
κι ἔγινα μεταξὺ τόσης σοφίας ἕκτος.
᾽Επερπατήσαμ’ ἔτσι ὡς ὅπου ἦταν ἡ λάμψη,
λέγοντας πράγματα πούν’ ὄμορφο νὰ κρύψω,
ὅσο τὸ νὰ εἰπωθοῦν ἦταν στὸν τόπο πούμουν.
Ἐφτάσαμε σιμὰ σ’ ἕνα λαμπρὸ καστέλι,
ποὺ ἑφτὰ φορὲς τειχιὰ ψηλὰ τὸ περιζῶναν
καὶ τὸ φύλαγε γύρω ποταμάκι ὡραῖο.
Τὸ περάσαμε αὐτό, σὰ νάταν στεγνὸ χῶμα,
ἑφτὰ θύρες μὲ τούτους τοὺς σοφοὺς ἐδιάβην
κι ἤρθαμε σὲ λιβάδι ἀπὸ δροσάτη χλόη.
Πολλοί ’ταν κεῖ μ’ ἀργὰ καὶ σοβαρὰ τὰ μάτια
κι εἶχαν ὅλοι πολὺ τὰ πρόσωπα σεβάσμια
καὶ μὲ λόγια γλυκὰ καὶ λίγα συντυχαῖναν.
Ἐτραβήξαμε ἀπ’ ἕνα ἀπ’ τὰ πλάγια ἐκεῖθε
σὲ μέρος ἀνοιχτὸ ψηλὸ καὶ φωτισμένο,
ἀπ’ ὅπου ὅλους κανεὶς μποροῦσε νὰ τοὺς βλέπη.
᾽Εκεῖ καταντικρὺ στὴν πράσινη πεδιάδα
τὰ μεγαλόψυχα τὰ πνεύματα μοῦ δεῖξαν,
ποὺ ὁ λογισμός μου ἀνιστορώντας μεγαλώνει.
Εἶδα μὲ περισσοὺς συντρόφους τὴν ᾽Ηλέκτρα
κι ἦταν κι ὁ Ἔκτορας ἀνάμεσα κι ὁ Αἰνείας
καὶ μὲ πύρινα μάτια ὁ Καῖσαρ ὁπλισμένος.