Η 9η Ιουλίου του 1821
![]() | Χρειάζεται να αναφερθεί η αρχική πηγή αυτού του κειμένου ώστε να είναι μπορεί να επαληθευθεί το περιεχόμενο του. Ως αρχική πηγή νοείται κάποια επίσημη δημοσιεύση του κειμένου, έντυπη ή ηλεκτρονική, και όχι κατ' ανάγκη κάποιος άλλος ιστότοπος που απλώς φιλοξενεί το κείμενο. |
![]() | Αυτό το κείμενο χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: μορφοποίηση, ενότητες χωρίς χρήση = =, κτλ Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τη σελίδα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα. |
Η 9η Ιουλίου του 1821 Συγγραφέας: |
Ποίηση στην κυπριακή διάλεκτο. 1911. |
1 — 2 — 3 — 4 — 5 — 6 — 7 — 8 — 9 — 10 — 11 — 12 — 13 — 14 — 15 — 16 — 17 — 18 — 19 — 20 — 21 — 22 — 23 — 24 — 25 — 26 — 27 — 28 — 29 — 30 — 31 — 32 — 33 — 34 — 35 — 36 — 37 — 38 — 39 — 40 — 41 — 42 — 43 — 44 — 45 — 46 — 47 — 48 — 49 — 50 — 51 — 52 — 53 — 54 — 55 — 56 |
1
[Επεξεργασία]Ἁντὰν ἀρτζιέψαν οἱ κρυφοὶ ἁνέμοι τζι' ἐφυσούσαν
τζι' ἀρκίνησεν εἰς τὴν Τουρτζιὰν νὰ κρυφοσυννεφκιάζῃ
τζιαὶ ποὺ τὲς τέσσερεις μερκές τὰ νέφη ἐκουβαλούσαν,
ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζιαιρόν ν' ἀρκεύκῃ νὰ στοιβάζῃ,
εἴσιεν σγιὰν εἶχαν οὗλλοι τοὺς τζι' ἡ Τζιύπρου τὸ κρυφόν της
μεσ' στοὺς ἀνέμους τοὺς κρυφοὺς εἴσιεν τὸ μερτικόν της.
τζι' ἀντὰν ἐφάνην ἡ στραπὴ εἰς τοῦ Μοριὰ τὰ μέρη
τζι' ἐξάπλωσεν τζι' ἀκούστηκεν παντοῦ ἡ πουμπουρκά της,
τζι' οὗλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαὶ θάλασσα τζιαὶ ξέρη
εἴσιεν σγιὰν εἶχαν οὗλλοι τοὺς τζι' ἡ Τζιύπρου τὰ κακά της.
2
[Επεξεργασία]Μιὰν νύχταν, νύχταν σιανὴν, τζιαιρὸν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, ποὺ τ' ἄστρα μιλιούνια
ἐλάμπασιν ’ποὺ πανωθκιὸν τζὶ ἔν εὕρισκες ρουθοῦνιν
μέσα στῆς Χώρας τὰ στενὰ, στῆς Χώρας τὰ καντούνια,
σιανεμιὰ, ἔν ἄκουες δεντροῦδιν νὰ ταράξῃ
μήτε τοῦ σιύλλου λάξιμον, μὲ πετεινὸν νὰ κράξῃ.
ποὺ θάρειες πὼς χώνεται ’ποὺ τοῦ Θεοῦ τὴν κρίσην.
Σὲ τέθκοιαν νύχταν σιανὴν οἱ Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ' στὸ Σαράγιον εἴχασιν μεάλον μετζιηλίσιν.
3
[Επεξεργασία]Ἐγείραν τὰ μεσάνυχτα τζὶ ἐπῆρεν τὸ ξιφῶτιν,
τζὶ ὁ Κκιόρ-ογλους ποὺ ʹτουν καλὴ, πολλὰ καλ' ἡ ψυσιή του
ἐξέβην πώσσω του κρυφὰ τζὶ ἐπῆεν στὸν Δεσπότην,
τζὶ ἐξύπνησέν τὸν τζὶ ἔκατσεν κοντά του τζαὶ λαλεῖ του:
«Ἔν' ἔσσω μου, Τζιυπριανέ, τ' ἀμάξιν μου ζεμένον,
τ' ἀμάξιν μου, Τζιυπριανέ, ἔν' ἔσσω ἀντροσιασμένον,
τζὶ ἄν θέλῃς γιὰ νὰ ποσπαστῇς ’ποὺ σίουρην κρεμμάλλαν
τζὶ ἄν θέλῃς ’ποὺ τὸν θάνατον νὰ φύῃς νὰ γλυτώσῃς,
νὰ πᾶς μὲ τὸ χαρέμιν μου κρυφὰ‒κρυφὰ στὴν Σκάλαν,
τὰ κουσουλάτα ἔν' ἀννοιχτὰ, νὰ πάῃς νὰ τρυπώσῃς.
4
[Επεξεργασία]Ἦρτεν τοῦ Μουσελλὶμ-ἀγὰ φερμάνιν ’που τὴν Πόρταν
τζὶ ἐψὲς ἄρπα τζὶ ἀνόρπιστα ἐγίνην μετζιηλίσιν,
τζὶ ἔσιει πκιὸν εἰς τὸ σιέριν του τὴν μαύρην σας τὴν σόρταν,
στὸ σιέριν του τὸν θάνατον, στὸ σιέριν του τὴν κρίσην.
Νὰ μὲν ἀρκῇς, Τζιυπριανέ, νὰ χάννῃς τὸν τζιαιρὸν σου,
νὰ πάῃς νὰ φαραντζιστῄς ἄν θέλῃς τὸ καλόν σου.
Πρέπει νὰ πᾶς, εί δὲ τζὶ ἄν οὐ, ἐχάθης δίχως ἄλλον,
ἄν σ' εὕρ' ἡ μέρα τὸ πωρνὸν δὰ μέσα δὰ, ἔν νὰ ʹσαι
νεκρὸς εἰς τὴν κρεμμασταρκὰν εἴτε νεκρὸς στὸν πᾶλλον.
Ἀνοῦ νὰ πᾶμεν γλήορα, τ' ἀμάξιν καρτερᾶ σὲ!»
5
[Επεξεργασία]Ἔσιυψεν ὁ Τζιυπριανός τζὶ ἔμεινεν νάκκον ὥραν
τζὶ ἐδκιαλοΐστην νακκουρὶν τζὶ ἀννοίει τζαὶ λαλεῖ του:
«Δὲν θέλω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, ἐγιὼ νὰ φύω ’ποὺ τὴν Χώραν,
γιατὶ ἄν φύω, τὸ κακὸν ἔν' νὰ γινῇ περίτου.
Θέλω νὰ μείνω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, τζὶ ἄς πᾶ' νὰ μὲ σκοτώσουν,
ἄς μὲ σκοτώσουσιν ἐμὲν τζὶ οἱ ἄλλοι νὰ γλυτώσουν.
Δὲν φεύκω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, γιατὶ, ἄν φύω, ὁ φευκός μου
ἔν' νὰ γενῇ θανατικὸν εἰς τοὺς Ρωμιοὺς τοῦ τόπου.
Νὰ βάλω τὴν συρτοθηλειὰν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ κόσμου;
Παρὰ τὸ γαῖμαν τοὺς πολλοὺς ἔν' κάλλιον 'νοῦ 'πισκόπου.»
6
[Επεξεργασία]Λαλεῖ του πὰλ' ὁ Κκιόρ-ὀγλοῦς: «Λυποῦμαι σὲ, Δεσπότη,
νὰ μὲν σ' εὕρη ’ποὺ τὸ πωρνὸν ὁ ἥλιος μέσ' στὴν Χώραν,
γιατὶ εὐτὺς ἔν' νὰ κοπῇ ἡ τζιεφαλή σου πρώτη.
Ἕνας Μουρούζης τζὶ ἔφυεν ἔσιει τωρὰ μιὰν ὥραν,
ποὺ κρεμαλλίστην τοῦ τεισιοῦ τζὶ ἐξέβην εἰς τὴν στράταν,
τζαὶ πᾶ' κατὰ τὸν Λάρνακαν νὰ μπῇ στὰ Κουσουλάτα.
Ἐφέραν τοῦ τζὶ ἐφόρησεν μιὰν ἀλλαήν, 'πὸ τζιεῖνες
τοὺς Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμὶν—λιμὶν, σαλάταν,
τζαὶ σέρτουκα τζαὶ μέρτουκα στὰ πόδκια τοῦ ποδῖνες,
μὲν τύσιῃ τζὶ ἀγρωνίσῃ τὸν κανένας εἰς τὴν στράταν.»
7
[Επεξεργασία]«Εὐκαριστῶ σου, Κκιόρ-ὀγλοῦ» λαλεῖ του ὁ Δεσπότης.
«Θωρῶ σε μὲ καλὸν γάλαν πὼς εἶσαι βυζασμένος,
μὰ φύε, μὲν σὲ δοῦν τζαὶ ποῦν πὼς γένεσαι προδότης.»
Λαλεῖ τ': «Ἄν μὲν θέλῃς πολλὰ νὰ ’σαι ξωμακρυσμένος,
ἀμμάγγου πᾶμεν ἔσσω μου, νὰ μὲν μείνῃς δαπάνω.»
«Ἐγιώνη θέλω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, νὰ μείνω τζὶ ἄς πεθάνω.»
Ὀ Κκιόρ-ὀγλοῦς ἐμάσιετουν νὰ κάμῃ καλωσύνην,
ἀμμὰ ἐπῆεν ἄδικα ὁ κόπος του χαμένος.
Περίτου ὥραν δὲν εἴσιεν τζὶ ἔν ἔπρεπεν νὰ μείνῃ,
τζὶ ἔφυεν πκιὸν περίλυπος τζαὶ παραπονημένος.
8
[Επεξεργασία]Ἡ νύχτα πκιὸν ἀρκίνησεν περίτου ν' ἀναρκώνῃ,
ἐγίνην ἡ ἀνατολή κροκότσιηνη περίτου,
ἄρτζιεψεν πκιὸν τὸ Σάββατον νὰ πικροξημερώννῃ
τζὶ ἀκούστηκεν τοῦ ξύλενου σημάντρου ἡ φωνὴ του.
Ἐξέβην ὁ Τζιυπριανός μὲ τζιεῖνον τὸν καμὸν του,
τζὶ ἐπῆεν εἱς τὴν ἐκκλησιὰν τζαὶ βάλλει τὸν σταυρόν του
τζὶ ἤτουν ὅσον τζὶ ἐκάμασιν ἀρκὴν τῆς λειτουργίας,
τζὶ ἐστάθηκεν περίλυπος τζαὶ σγιὰν νὰ δκιαλοίστην,
τζὶ ἐπῆεν τζὶ ἐγονάτισεν ὀμπρὸς τῆς Παναΐας
τζαὶ κάτι ἐψουψούρισεν τζὶ εὐτὺς ἐκλαμουρίστην.
9
[Επεξεργασία]Ἔμεινεν, δὲν ἐτάραξεν, οὗλλα ποὺ νὰ καρφώθην,
γονατιστὸς τζαὶ πληξιμιὸς μὲ σιέρκα σταυρωμένα,
ἀρτζιέψαν τὸ κοινωνικὸν τζαὶ τότες ἐσηκώθην,
τζὶ ἐστάθηκεν τζὶ ἐφαίνουνταν τ' ἀμμάδκια του κλαμένα,
τζαὶ προσκυνᾶ τρεῖς τέσσερεις φορὲς τὴν Παναΐαν,
ἐθάρρειες ποσιαιρετᾶ τζαὶ κόσμον τζὶ ἐκκλησίαν.
Ἐσυχχωρήθην μὲ τοὺς λὰς τζὶ ἔμπην μὲς στ' ἅγιον Βῆμαν,
ἔμπηκεν τζὶ ἐκοινώνησε τζὶ ἐξέβηκεν τζὶ ἐστάθην,
τζὶ ἔμοιαζεν οὗλλα τὸν νεκρὸν ποὺ βάλλουν εἱς τὸ μνῆμαν,
ἐθάρειες ’ποὺ πάνω του τὸ γαῖμαν πὼς ἐχάθην.
10
[Επεξεργασία]Ἐξέβην ’ποὺ τὴν ἐκκλησιὰν μὲ τὴν συνoπαρτζιὰν του,
τζαὶ Τούρτζ' εὐτὺς τοῦ Σαραγιοῦ ἐπλάστησαν ὀμπρὸς του.
Εὐτὺς ἔρριψεν πάνω τοὺς μιὰν ἄρκαν ἀμμαδκιὰν του
τζὶ ἐδήθηκεν τὸ βρύδιν τοῦ τζὶ ἐφάνην ὁ θυμὸς του.
Ἔμειναν τζὶ ἐθωρούσαν τον ὀμπρὸς τους θυμωμένον
τζὶ ἐθάρειες τὸ στόμαν τους πὼς ἤτουν πουμωμένον.
Λαλεῖ τους: «Πκοιὸς σᾶς ἔπεψεν πωρνὸν-πωρνὸν κοντὰ μου;
Πέτε μου τὸ, συντύσιετε τζαὶ μὲν βαρυκωλιῆτε,
ἄν ἔν τζὶ ἐλυπηθήκετε, ἔν πέτρα ἡ καρκιὰ μου,
πέτε μου, εἶντα θέλετε χωρὶς νὰ μ' ἀντραπῆτε.»
11
[Επεξεργασία]«Ἤρταμεν νὰ σὲ πκιάσωμεν, εἴμαστον προσταμένοι
ἀπὸ τὸν Μουσελλίμ-ἀγὰν τὸν ἄρκονταν τῆς χώρας.»
Λαλεῖ τους: «Μὲ καλόν γάλαν ἄν εἶστε βυζασμένοι,
σταθῆτε, καρτερᾶτε με πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας.»
(τζαὶ πκοιὸς ἠξέρ' εἶντά 'κρυφεν ’ποὺ μέσα στὴν καρδκιὰν του.)
Ἐξέβην πάνω βκιαστικὸς τζὶ ἐνέην στὸν νοτὰν του
τζὶ ἅψεν λαμπάδιν τζὶ ἔκρουσεν κάτι χαρκιὰ γραμμένα
τζὶ ὕστερα στράφην τζὶ εἶπεν τους: «Ἐλάτ', ἀντρειωμένοι,
τώρα πὼ ’χω τὰ πράματα σγιὰν θέλω τελειωμένα,
ἐπάρτε με νὰ πάμεντε σγιὰν εἶστε προσταμένοι.
12
[Επεξεργασία]Ἐπᾶρτε μὲ να πάμεντε ν' ἀδικοθανατήσω,
ἐπᾶρτε με, σκοτώστε με χωρὶς καμμιὰν αἰτίαν.»
τζὶ ἄλλοι δεξιὰ τζὶ ἄλλοι ζαβρὰ τζὶ ἄλλοι ὀμπρὸς τζαὶ πίσω
εὐτὺς ἐτριυρκάσαν τὸν τζὶ ἐπῆραν τον τζῖ ἐπῆαν.
Ὁ Μουσελλίμης κάθεται μὲ οὕλλους τοὺς ἀγάδες
μὲσ' στὸ Σαράγιον τζαὶ λαλεῖ τοὺς ἄλλους Δεσποτάδες:
«Ἄκουσα πὼς ἐσεῖς οἱ τρεῖς τζαὶ ὁ μιλλὲτ πασιὴς σας
τζὶ οἱ προεστοὶ τοῦ τόπου σας, τἀρκοντολόϊν οὗλον,
ἐτάξετε εἰς τοὺς Ρωμιοὺς τὸ μάλιν τῆς ζωῆς σας,
νὰ μὲν ἀφήκετε Ρωμιὸν εἰς τον ντοβλέττιν δοῦλον.»
13
[Επεξεργασία]Εἶπεν τζαὶ δὲν ἐτέλειωσεν ὁ ἄρκοντας τὸ πεῑ́ν του
τζὶ ἐφέραν τὸν Τζιυπριανὸν οἱ Τούρτζιοι ὀμπροστὰ του.
Ἔνεψεν μὲ τὸ δίκλημαν, ἔνεψεν μὲ τὸ δεῖν του
'νοῦ ’ποὺ τοὺς ἀσκερλῆες του τζὶ ἐπῆρεν τὸν κοντὰ του,
τζὶ ἔκλινεν τζὶ εἶπεν του στὸ 'φτὶν: «Σὲ δκυὸ λεφτὰ τῆς ὥρας
νὰ βαωθοῦν, νὰ κλειδωθοῦν τζὶ οἱ τρεῖς πόρτες τῆς Χώρας,
μὲν πᾶ τζαὶ φύουν οἱ Ρωμιοὶ στὰ ὄρη τζαὶ χωστοῦσιν·
ἀππεξωθκιὸν τοῦ Σαραγιοῦ νὰ μὲν ἔν παναΰριν,
μέσ' στὸ Σαράγιον οὕλοι τους νὰ διπλαρματωθοῦσιν,
τζιελλάτην τζαὶ κρεμμασταρκὰν νὰ τὰ 'σιετε χαζίριν.»
14
[Επεξεργασία]Τότες ἐστράφην τζαὶ λαλεῖ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου,
σιυφτός χαμαὶ δησόφρυδος τζαὶ καραμουτσωμένος:
«Πασσ' 'πίσκοπε Τζιυπριανὲ, μιλλέτ πασιή τοῦ τόπου,
ἐγύρεψά σε νὰ σοῦ πῶ πὼς εἶμαι προσταμένος
ἀποὺ την Πόρταν τζαὶ κρατῶ στὸ σιέριν μου φερμάνιν,
πὼς ἔχω μιάλην προσταὴν ’ποὺ τὸ ψηλὸν Διβάνιν
τ' αρκοντολόϊν τοὺς Ρωμιοὺς, τοὺς μιάλους τούν' τοῦ τόπου
νὰ τοὺς συνάξω μονομιᾶς τζαὶ νὰ τοὺς ἰ-σκοτώσω,
νὰ μὲν χαρίσω μπροεστοῦ ζωὴν μήτε 'πισκόπου
τζαὶ ὅ,τι λοῆς θάνατον θελήσω νὰ τοὺς δώσω.»
15
[Επεξεργασία]Λαλεῖ του: «Μουσελλίμ-ἀγὰ, ποὺ 'σαι καλὸς ἰσλάμης,
αφὸ 'σιεις εἰς τὸ σιέριν σου τοῦ Διβανιοῦ φερμάνιν
τζὶ ἀφὸ 'σιεις ἔτσι προσταὴν, μπορεῖς ἀλλοιῶς νὰ κάμῃς;
Κάμε σγιὰν σὲ προστάσσουσιν ’ποὺ τὸ ψηλὸν Διβάνιν
τζαὶ κάψε μας, γιὰ κρέμμασ' μας, γιὰ κόψε τὸ λαιμὸν μας,
θέλομεν ὅμως νὰ μᾶς πεῖς εἶντα 'ν' τὸ φταίσιμόν μας.»
«Ἐμάσιεστουν μὲ τοὺς Ρωμιοὺς τοὺς ἄλλους νὰ σμιχτεῖτε,
τοὺς Τούρκους ’ποὺ τὲς τέσσερεις μερκὲς νὰ πολεμᾶτε,
ἐμάσιεστουν εἰς τἄρματα τζὶ ἐσεῖς νὰ σηκωθεῖτε,
γιὰ νὰ σμιχτεῖτε οὗλλοι σας τζαὶ τὴν Τουρτζιάν νὰ φᾶτε.»
16
[Επεξεργασία]«Ἔν τζὶ ἦρταν, Μουσελλίμ-ἀγὰ, πάνω στὸν τόπον ἄλλοι
τζὶ ἐφέραν ἅρματα κρυφὰ τζὶ ἔν νὰ μᾶς καταγνώσῃς.
Ἐδώκαμεν σου τ' ἅρματα οὖλοι, μιτσιοὶ τζαὶ μιάλοι
εὐτὺς ὅτι τζὶ΄ἐγύρεψες νὰ μᾶς ἰ-ξαρματώσῃς.
Εἶντα λοῆς ἐθέλαμεν ἐμεῖς ν' ἀρματωθοῦμεν
τζαὶ νὰ σμιχτοῦμεν μ' ἄλλους λὰς τζαὶ νὰ σᾶς πολεμοῦμεν;
Τζιεῖνος ποὺ σοῦ ψουψούρισεν τοῦτα τὰ λόγια οὖλλα,
ἄν ἔν τζαὶ τζιεῖνος Χριστιανὸς ὅμως ἐμᾶς μισᾶ μας:
πυρομασιεῖ τὸν πάντα τοῦ π' ἀππέσσω ἡ ἀζούλλα,
ἐμᾶς 'πὸ τοῦτα ποὺ λαλεῖς ἔν καθαρὴ ἡ καρδκιὰ μας.»
17
[Επεξεργασία]«Νὰ μὲν ἀρνιέσαι, 'πίσκοπε, τζὶ ἐσεῖς οἱ καλοῆροι,
εἴσιετ' ἀθθρώπους στὰ χωρκὰ, χαρκιὰ νὰ δκιαμοιράζουν,
ν' ἁρματωθοῦσιν οἱ Ρωμιοὶ νὰ 'ν' οὗλοι τοὺς χαζίρι
καὶ μὲ τὸν πρῶτον λόον σου ν' ἀρτζιέψουν νὰ μᾶς σφάζουν,
τζαὶ δὲν πιστεύκ' ὅ,τι μοῦ πεῖ τοῦ καθενοῦ τὸ στόμα,
τζὶ ἔχω ’πὸ τζιεῖνα τὰ χαρκιὰ, ἔσιεῖς νὰ πῇς ἀκόμα;»
Λαλεῖ του: «Μουσελλίμ-ἀγὰ, εἶπα σου τζαὶ λαλῶ σου:
'πὸ τοῦτα οὖλλα ποὺ λαλεῖς ἔν καθαρὴ ἡ καρδκιὰ μας,
τζαὶ πίστεψε, εἰ δὲ κἄν οὔ, τὸ κρῖμαν στὸν λαιμὸν σου,
μπορεῖ τζαὶ νὰ 'ν' καμμιὰ δουλειὰ ποὺ γίνηκεν κρυφὰ μας.»
18
[Επεξεργασία]«’πίσκοπε, 'γιὼ τὴν γνώμην μου ποττέ δὲν τὴν ἀλλάσσω,
τζὶ ὅσα τζὶ ἄν πῇς μὲν θαρευτῇς πὼς ἔν νὰ σοῦ πιστέψω.
Ἔχω στὸν νοῦν μου, ’πίσκοπε, νὰ σφάξω, νὰ κρεμμάσω,
τζὶ ἄν ἠμπορῶ ’ποὺ τοὺς Ρωμιοὺς τὴν Τζιύπρουν νὰ παστρέψω,
τζὶ ἀκόμα ἄν ἠμπόρεια τὸν κόσμον νὰ γυρίσω,
ἔθεν νὰ σφάξω τοὺς Ρωμιοὺς, ψυσιὴν νὰ μὲν ἀφήσω.»
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν φυλὴ συνότζαιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δὲν ἐβρέθηκεν γιὰ νὰ τὴν ἰ-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την ’ποὺ τὰ 'ψη ὁ Θεὸς μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν νὰ χαθῄ, ὄντες ὁ κόσμος λείψει!
19
[Επεξεργασία]Σφάξε μᾶς οὕλους τζὶ ἄς γενεῖ τὸ γαῖμαν μας αὐλάτζιν,
κάμε τὸν κόσμον ματζιελλειὸν τζαὶ τοὺς Ρωμιοὺς ταούλλια,
ἀμμὰ ξέρε πὼς ὕλαντρον ὄντες κοπεῖ καβάτζιν
τριγύρου τοῦ πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τὸ 'νὶν ἀντὰν νὰ τρώ' τὴν γῆν, τρώει τὴν γῆν θαρκέται
μὰ πάντα τζιεῖνον τρώεται τζαὶ τζιεῖνον καταλυέται.
Εἶσαι πολλὰ πικράντερος, ὅμως ἄν θὲν νὰ σφάξῃς,
σφάξε τοὺς λὰς ποὺ πολεμοῦν ἀλλοῦ ἁρματωμένοι.
Ἐμᾶς μὲ σιέρκα ὄφκαιρα γιατὶ νὰ μᾶς πειράξῃς,
ποὺ 'μαστον δίχως ἅρματα, τζὶ εἴμαστον νεπαμένοι;»
20
[Επεξεργασία]Τότες ὁ Μουσελλίμ-ἀγὰς ἐψήλωσεν τὸ δεῖν του,
τζὶ εἶδεν τὸν μ' ἕναν δεῖν γλυτζιὺν, τζὶ ἀννοίει τζαὶ λαλεῖ του:
«Ὅ,τι παθθαίν' ὁ ἄθθρωπος ἔν ’ποὺ τὴν τζιεφαλὴν του,
τοῦ βρένιμου ’ποὺ τὸ σπαθὶν ποσπάζετ' ἡ ζωὴ του,
τζαὶ σοῦ, ἄν εἶσαι βρένιμος, ποσπάζεις τὴν ζωὴ σου.»
«Μούλλωσε τζαὶ κατάλαβα πριχοῦ νὰ πῇς τὸ πεῖν σου,
μὲν μάσιεσαι τὴν θάλασσαν νὰ τὴν ἰ-ξηντιλήσεις.
Ἄδικα λόγια μὲν χάννεις τζὶ ἀρκεῖς εἰς τὴν δουλειὰν σου.
Τὸν ἥλιον μὲ τὸ φύσημαν μπορεῖς νὰ τὸν ἰ-σβήσεις;
Φώναξε τοῦ τζιελλάττη σου, σάσ' τὴν κρεμμασταρκάν σου!»
21
[Επεξεργασία]Ὁ Μουσελλίμης τζὶ οὗλλοι τοὺς οἱ Τούρτζ' ἀντὰν ἀκούσαν,
στραοπελέτζιν πάνω τους οὖλλα ποὺ ἔν νὰ ρίψῃ:
Ἔμειναν οὗλλοι τοὺς βριχτοὶ 'νοῦ τ' ἄλλου τζὶ ἐθωρούσαν,
καθένας τους ἐπάσκιζεν τὴν ἀντροπήν νὰ κρύψῃ.
Ὁ Μουσελλίμης εἶδεν πκιὸν πὼς χάννει ἀδίκως κόπους,
ἔταξεν τζὶ ἐσηκώσασιν π' ὀμπρός του τοὺς ’πισκόπους,
τζὶ επῆραν τοὺς στὴν φυλακὴν χωρὶς νὰ τοὺς χωρίσουν.
Οἱ Τούρτζ' ὅτι τζὶ ἐμείνασιν τσιμπὶν τζὶ ἐδκιαλοούνταν,
εἶπαν νὰ φέρουν μαρτυρκὲς γιὰ νὰ τὸ μαρτυρήσουν
τζὶ ἐφέραν ἕναν ἀγαθὸν βοσκὸν ’ποὺ τὴν Μαλοῦνταν.
22
[Επεξεργασία]Λαλεῖ τ' ὁ Μουσελλίμ-ἀγὰς: «Δημήτρη, μὲν φοᾶσαι
τζὶ ἐγιώ ἐσέναν ἔχω σὲ σγιὰν ἄθθρωπον δικὸν μου.
Εἶνταν ποὺ θέλεις; ζήτα μοῦ τζαὶ μὲν ἰ-δκιαλοᾶσαι.»
«Θέλω, ἀφέντη, μανιχὰ νὰ πάω στὸ χωρκὸν μου,
ἔσιει π' ἀφήτης μ' ἔσιετε δὰ μέσα χαψωμένον,
ἔμεινεν τὸ κοπάδιν μου στοὺς κάμπους ἁπλωμένον.
Ἄησ' με μάγκου δκυὸ μέρες τζὶ ἔπαρ' μου τὴν ψυσιήν μου,
εἶντα 'παθεν το μάλιν μου; θέλω τζὶ ἐγιώ νὰ ξέρω,
τζαὶ πάλ' ἐγιώνη στρέφομαι, τζαὶ θέλει στὸ στραφῆν μου
μιὰν τόκκαν τζαὶ μιὰν ἄτροφην κανίσιην νὰ σοῦ φέρω.
23
[Επεξεργασία]Δὲν ἔχω, ἀφέντη, ἔσσω μου μὲ μισταρκὸν μὲ δοῦλον,
τζὶ εἶπαν μου πὼς τὰ γίδκια μου ψοφοῦσιν ’ποὺ τὴν πείναν.
Ἔσσω μου τζὶ ἔξω μόναν γιὸν τὸν εἶχα οὗλον-οὗλον
τζὶ εἶμαι τζαὶ τζιείνου δίχως του ἔσιει τώρα 'ναν μῆναν.
Μιὰν Τζιερκατζιὴν, ποὺ ἤμαστον οἱ δκυὸ τζιεῖνος τζὶ ἐγιώνη
τζὶ ἐπκιάνναμεν μὲ τὰ βερκὰ πουλιὰ μέσ' στὸ λαόνιν,
ἔταξα τον τὸν ἄχαρον νὰ πᾶ' νὰ παραλάσει,
τζὶ ἐπῆεν τζὶ ἔν ἐστράφην πκιὸν νὰ ἔν καῇ ἡ μέρα!
Εἶπάν μου πὼς ἐφύασιν ’πὸ τζιεῖ ’ποὺ τὸ Καρπάσιν
μιὰ κοπὴ παίδκιοι τοπκιανοὶ τζαὶ πὼς ἐπῆαν πέρα,
24
[Επεξεργασία]πέρα στοὺς λὰς ποὺ πολεμοῦν τζαὶ πᾶν κατὰ τὴν Πόλην.
Ἄν πολεμοῦν γιὰ τὸ καλὸν τζαὶ πολεμᾶ τζὶ ὁ γιὸς μου,
ἄς ἔν χαλάλιν τοῦ Θεοῦ, ἄν μοῦ τὸν φᾶ' τὸ βόλιν,
τζὶ ἄς πᾶ νὰ μείνω δίχως τοῦ, νὰ ζήσω μανιχός μου.
Εἰδέ τζὶ ἄν οὐ, τζαὶ μάχουνται νὰ κάμουν ἄλλ' ἀντ' ἄλλα,
χαρράμιν τοὺς ’ποὺ τὸν Θεὸν τῆς μάνας τους τὸ γάλαν.
Ἔσιει π' ἀφήτις ἔφυεν ’ποὺ λλόου μου ὁ γιὸς μου,
ἔμεινα μανιχούλλικος: μαντρίζω, ξημαντρίζω,
τζιοιμίζ' ὁ κακομάζαλος τζαὶ μπλίζω μανιχὸς μου
τζαὶ μανιχὸς μου στέκομαι στὸν λᾶκκον τζαὶ ποτίζω.
25
[Επεξεργασία]Μέσ' σ' τούντην χάψην ὥσποσον, ἀφέντη, πκιὸν; κανεῖ με,
ἐκαμέν μὲ δαμέσα δὰ ἡ πλήξη πολοιφάιν,
γιατὶ τὸ τρώω τρώει με, τὸ πίννω καταλυεῖ με,
’ποὺ τὸν καμὸν μου τὸν πολλὺν τούτ' ἡ καρδκιὰ μου 'κάην.
Ἐξύπνουν ’ποὺ τὸ χάραμαν, ποῦθεν νὰ πᾶ' νὰ μπλίσω,
τζαὶ δὲν ἐβάσταχνα ποττὲ χωρὶς νὰ τραουδήσω,
τζὶ οὖλλα τὰ πάντα θάρεια μιτὰ μου τραουδούσαν,
ἐβρύτζιζα ’ποὺ τὴν φωνὴν τὸν κόσμον νύχταν μέραν
τζὶ ἔπαιζα τὸ πιδκιαῦλιν μου, τζαὶ τὰ βουὰ ἀδονούσαν,
τὸ κλᾶμαν τζαὶ τὸ δάρκωμαν τὰ μμάδκια μὦν τὸ ξέραν.»
26
[Επεξεργασία]«Ἔν νὰ σ' ἀφήσω», εἶπεν του, «νὰ πᾶς τζὶ εἰς τὸ χωρκὸν σου,
τζαὶ τὸ μιρὶν σου ὡς ποῦ ζιῇς ἔν νὰ σοῦ τὸ χαρίσω,
τζὶ ἔν νὰ πκιερώσω, ἄν ἔσιῃς ρκος, ἀκόμα τζαὶ τὸ ρκος σου,
τζαὶ μεσ' στὴν φοῦχταν ἑκατὸν χρουσᾶ νὰ σοῦ μετρήσω.
Εἶπες πὼς οἱ ’πισκόποι σᾶς ἐθέλαν νὰ σηκώσουν
τοὺς Χριστιανοὺς κρυφὰ κρυφὰ, τοὺς Τούρκους νὰ σκοτώσουν.
Εἶπες πὼς οἱ ’πισκόποι σας ὡς τζὶ εἰς τὰ κοπελλούδκια,
στοὺς παίδκιους τζαὶ στοὺς γέροντες τζαὶ στὲς γυναῖκες κόμα
ἐδκιαμοιράζαν ἅρματα τζαὶ βόλια τζαὶ παρούδκια,
τζὶ ἀκούσαν τὰ τζὶ ἄλλοι τζὶ ἐγιώ ’ποὺ τὸ δικὸν σου στόμαν.»
27
[Επεξεργασία]«Ἐγιώ, ἀφέντη, μανιχὰ ἄκουσα νὰ λαλοῦσιν,
πὼς ἦρτεν ἕνας τοπκιανὸς καλόηρος ’ποὺ πέρα
τζὶ ἔφερεν κάμποσα χαρκιὰ ’πὸ τζιεῖ ποῦ πολεμούσιν
τζὶ ἔδωκεν τα τζαὶ χάθηκεν, δὲν ἔμεινεν μὲ μέραν,
τζαὶ τζιεῖνα οὗλλα τὰ χαρκιὰ πὼς ἦταν τοῦ πολέμου.
Τὰ ἄλλα οὗλλα ποὺ λαλεῖς ἔν τἄκουσα ποττὲ μου.»
«Εἶντα μας περιπαίζεις, βρὲ, εἴμαστον μισταρκοὶ σου;
Εἶπες το μὲ το στόμαν σου μέσ' σ' τόσον παναΰριν,
πὲ το, γιατὶ σκοτώννω σε, κόβκω τὴν τζιεφαλὴν σου.
Φέρτε μου τὸν τζιελλάττην δὰ, νὰ ’ν’ δαχαμαῖ χαζίριν!»
28
[Επεξεργασία]«Ὄι, ἀφέντη, μὲν κάμῃς πάνω μου μέναν γαῖμαν.
Λυπήθου μὲ τὸν ἄχαρον τζὶ ἔν κρῖμαν τζὶ ἁμαρτία,
ἄησ' με τζιαὶ λαλῶ σου τὸ: ἔν ἔν', ἀφέντη, ψέμαν.
(Ὁ φόος φέρνει κόλασιν, λαλεῖ τζὶ ἡ παροιμία)
Ἄς κάμω τὰ πικρὰ γλυτζιὰ τζιαὶ τὰ ζαβ' ἄς γισώσω
τζὶ ἄς πῶ κατὰ ποὺ θέλετε, ἀφέντη, νὰ γλυτώσω.
Τὰ εἶπες ἔν' ἀληθινὰ, ἀφέντη, μαρτυρῶ το,
εἶδα τζιαὶ μὲ τὰ μμάδκια μου τζὶ ἄκουσα μὲ τὰ φκια μου,
οὗλλα γινήκαν τζὶ εἶδα τὰ, τζὶ εἶπα τὸ τζιαὶ λαλῶ το.
Θεὲ μου τζιαὶ συγχώρα μου, ἔν καθαρὴ ἡ καρδκιὰ μου.»
29
[Επεξεργασία]Εἶπεν τὰ τοῦτα ὁ βοσκὸς τζὶ ἐλούθηκεν στὸ κλᾶμαν.
Οἱ Τούρτζιοι ἐψουψουρίσασιν τότες ἀνέμεσόν τους
τζιαὶ πὰ' σὲ μιὰν κόλλαν χαρτὶν μαρτυρικὸν ἐκάμαν,
(τζιαὶ πκοιὸς ἤξερ' εἶντά ’γραφεν τζιεῖν’ το μαρτυρικὸν τους)
τζιαὶ ’φέραν του τὸ τοῦ φτωχοῦ Δημήτρη τζὶ ἔπκιασέν το
τζὶ ἔντζισεν τὸ δαχτῦλιν του πάνω τζὶ ἐμούζωσέν το.
Ὁ Μουσελλίμης τότε πκιὸν ἐγλυκοσύντυσιέν του,
τζὶ εἶπεν του: «Πάψε, μὲν κλαίῃς τζὶ ἔν νὰ σε ξαπολύσω.»
Εἶδεν τὸν τζιαὶ μὲ δεῖν γλυτζιὺν τζὶ ἐχαμογέλασέν του
τζὶ ἔνεψεν τους τζὶ επῆραν τον ’πὸ τζιεῖ τὰ ὧδε πίσω.
30
[Επεξεργασία]Τότες πκιὸν ἐσυντύχασιν οὗλοι κάμποσην ὥραν,
γιὰ τζιείνους πῶν νὰ κόψουσιν τζὶ ἀννοίξαν τὸ δεφτέριν
τζὶ εἴδασιν πόσοι ἔν π' αλλοῦ τζιαῖ πόσοι ’ποὺ τὴν Χώραν
τζιαὶ πόσοι γιὰ συρτοθηλειὰν τζιαὶ πόσοι γιὰ μασιαῖριν.
τζὶ εἴσιεν πέντ' ἕξι ποὺ ’πασιν πὼς ἔν πολλοὶ τζὶ ἔν κρῖμαν,
τζὶ ὁ Μουσελλίμης εἶπεν τους: «Ἔν οὗλλοι γιὰ τὸ μνῆμαν!»
Ὁ ἥλιος πκιὸν ἐστύλλωσεν, ἐγίνην μεσομέριν
τζὶ ἀκούστην εἰς τὸν μιναρὲν ὁ χότζας νὰ φωνάζῃ
τζὶ ἐπάψασιν τὴν συντυσιὰν τζὶ ἀφῆκαν τὸ δεφτέριν
τζὶ ἐσηκωθῆκαν οὗλοι τους τζὶ ἐπῆαν στὸ ναμάζι.
31
[Επεξεργασία]Εἴσιεν ἡ μαύρη φυλακὴ ἡ στενοκοπημένη,
ποὺ κάθουνταν οἱ τέσσερεις ’πισκόποι μανισιοὶ τους,
’ποὺ τὴν μερκὰν τοῦ περβολιοῦ μιὰν πόρταν σιερένην
τζὶ ακούετουν ἡ συντυσιὰ τζὶ ἡ χαμηλὴ φωνὴ τους.
Ἐλάλεν ὁ Λαυρέντιος: «Ἄ, τὸν εὐλοημένον
τζιεῖνον τὸν Θεοφύλαχτον, οὗλλα τὸν ἀππωμένον!
Ἔφερεν τζιεῖνα τὰ χαρκιὰ στραβὰ, χωρὶς νὰ ξέρῃ,
τζὶ ἐγέμωσεν ’ποὺ μιὰν μερκὰν ὡς ἄλλην τὸ νησσὶν μας,
τζὶ ἔδκιαν τὰ ὅπου τύχχαιννεν τζιαὶ μέραν μεσομέριν
τζὶ ἤρτασιν τοῦτα τὰ κακὰ τώρα στὴν τζιεφαλὴν μας.»
32
[Επεξεργασία]Λαλεῖ τους ὁ Μελέτιος: «Μισῶ τὴν ἀδικίαν
πὼς ἐβουλήθην ἄνθρωπος νὰ κάμῃ καλωσύνην,
νὰ τὸν κακολοήσωμεν πὼς ἦταν ἡ αἰτία;
Ἦτουν βουλὴ ’ποὺ τὸν Θεόν γιὰ νὰ γενεὶ τζὶ ἐγίνην.
Τὸν Χάρον ἔν τζιαὶ βκάλλουν τὸν ποττὲ πὼς ἔν φταισμένος,
πάντα λαλοῦν τὸ φταίσιμον πὼς τό ’σιει ὁ πεθαμένος.»
Λαλεῖ τοὺς ὁ Τζιυπριανὸς: «Ἔν λόγια παραπάνω,
ἔτσι τζὶ ἀλλοιῶς ἐτέλειωσεν, ἐμεῖς ἔν νὰ χαθοῦμεν,
ὅ,τι λοῆς τζὶ ἄν ἔτυχεν ξέρει ὁ Θεὸς ’ποὺ πάνω,
γιὰ τζιείνους πὦν νὰ μείνουσιν τζιείνους τώρα νὰ δοῦμεν.»
33
[Επεξεργασία]Τότες ἐκρώννοιξεν κρυφὰ τοῦ περβολιοῦ ἡ πόρτα
τζὶ ἐμπῆκεν παίδκιος ὄμορφος μακρὺς τζιαὶ στολισμένος
χαρούσιμος, τζὶ ἐφαίνετουν ’ποὺ γαῖμαν τζιαὶ ’ποὺ σόρταν,
τζὶ ἀνέσαινεν τζὶ ἐφαίνετουν πὼς ἦτουν ποσταμένος.
Ἐκρᾶτεν παστρικὸν ποξὰν γεμάτον στὴν μασκάλην,
τζὶ ἐπῆεν στὸν Τζιυπριανὸν τζὶ εἶπεν τοῦ γιᾶλι γιᾶλι:
«Ἔπεψέν με ὁ τζιύρης μου τώρα τζὶ ἦρτα βουρώντα
τζὶ ἔφερά σου μιὰν ἀλλαὴν δικήν του νὰ φορήσῃς,
νὰ πᾶμεν ἔσσω μᾶς τωρὰ, κρυφὰ κρυφὰ, χωστώντα,
χάιτε ντύθου γλήορα νὰ πᾶμεν, μὲν αρκήσῃς.»
34
[Επεξεργασία]«Γυιὲ μου, πκοιὸς ἔν ὁ τζιύρης σου; πὲς μοῦ τζιαὶ μὲν νὰ ξέρω.»
«Ὁ τζιύρης μὦν ὁ Κκιόρ-ὀγλοῦς, τζὶ εἶπεν μοῦ νὰ πασκίσω
νἄρτω νὰ σ' εὕρω γλήορα τζιαὶ ροῦχα νὰ σοῦ φέρω,
τζιαὶ νὰ σὲ πάρω ἔσσω μᾶς εὐτύς, νὰ μὲν σ' αφήσω.
Ντύθου νὰ πᾶμεν τζὶ ὁ Θεὸς ὀρπίζω νὰ ’ν μιτά μας,
ὁ τζιύρης μου ἔν ἔσσω τοῦ τωρὰ τζιαὶ καρτερᾶ μας.
Νὰ ρέξουμεν χωστὰ-χωστὰ 'ποὺ μέσα στὸ περβόλιν,
τζιαὶ ’ποὺ τὸν τοῖχον ὕστερα νὰ ππέσουμεν στὴν στράταν
τζὶ ἄν τύσιῃ σγιὰν πηαίννομεν τζιαὶ μπλάσει μᾶς τὸ κῶλιν,
γρῦ νὰ μᾶς ποῦν, μελίζω τους τζιαὶ κάμνω τοὺς σαλάταν.»
35
[Επεξεργασία]«Νὰ πάῃς, γυιὲ μου, νὰ τοῦ πῇς νὰ κάμνῃ τὴν δουλειὰν του
τζὶ᾽ εἶμαι πολλὰ καλλύττερα, πολλὰ, δὰ μέσα ποῦ ᾽μαι,
τζιαὶ πὼς τὴγ καλωσύνην του τζιαὶ τὴγ καλὴγ καρκιὰν του
ἀκόμα τζιαὶ κρεμμάμενος ἔν νὰ τὴν ἀθθυμοῦμαι.
Σιαιρέτα μοῦ τὸν ’ποὺ καρκιᾶς τζιαὶ νὰ τοῦ πεῖς ἀκόμα,
πὼς ἔν νὰ τὸν εὐκαριστῶ νεκρὸς ’ποὺ κά᾽ στὸ χῶμαν,
ἄγ κάμει μιὰν μιαλλύττερην ᾽πὸ τούτην καλωσύνην:
Στὸν τόπομ μας ᾽πὸ δὰ τζιαὶ δὰ νὰ κάμ' ὅ,τι μπορήσει
νὰ μὲγ γινῇ μιαλλύτερον κακὸν στὴρ Ρωμιοσύνην.
᾽Πὲ τοῦ τὰ τοῦτα, τζὶ᾽ ὁ Θεὸς νὰ τὸν πολλογρονίσῃ.»
36
[Επεξεργασία]«Γιὰ τοῦτα οὗλλα ποὺ λαλεῖς τζὶʹ ἐγιὼ ἔν νὰ πασκίσω
τζιαὶ μέσ' στὰ φυλλοκάρδκια μου τὰ λόγια σου φυλάω,
τζιαὶ μόννω σοῦ στὴν πίστην μου νὰ μὲν τὰ λησμονήσω,
μὰ δίχως σοῦ στὸν τζιύρην μου ἀντρέπομαι νὰ πάω.»
Στὴν ἄλλην πόρταν μονομιᾶς κατσαρισμὸς ἀκούστην,
τζὶ εἴδασιν τὸ μαντᾶλιν της ’ποὺ πανωθκιὸν τζὶ ἐσούστην,
τζὶ ἀρκώθηκεν ὁ πέρκαλλος ὁ παίδκιος τζὶ ἔδοξέν του,
τζὶ ἡ φούχτα του σιερβόλιασεν στὴν κόξαν τὸ πιστόλιν,
ἐσκούλλισεν τὸν ὁ θυμὸς τζιαὶ πάλ' ἀνάδοξέν του,
τζὶ ἕναν λιγγοῦριν ἔκαμεν τζὶ εὑρέθην στὸ περβόλιν.
37
[Επεξεργασία]Ἡ πόρτα τότες ἄννοιξεν τζὶ ἐκούμπησεν στὸν τοῖχον,
τζὶ ἕνας ἐφέντης ἔμπηκεν ἀρκοντικὰ ντυμένος
τζὶ εἶπεν τοὺς: «Ἦρτα νὰ σᾶς δῶ, μιτὰ σὰς νὰ συντύχω,
γιατ' εῖμαι γιὰ τὸ χάλιν σας πολλὰ μαραζωμένος.
Ἔφερά σας τζιαὶ νακκουρὶν φαῒν τζιαὶ πκιεῖν νὰ φᾶτε,
γιατ' ἔν νὰ σᾶς γυρέψουσιν τωρὰ τσιμπὶν νὰ πᾶτε.
Ἔρεξα τζὶ εἶδα τωρὰ τρεῖς κρεμμασταρκὲς στημένες,
εἶχαν τὲς δκυὸ στον Πλάτανον τζιαὶ τζιείν' τὴν μιὰν τὴν ἄλλην
στὴν Συκαμιὰν, τζὶ ἤτουν τζὶ οἱ τρεῖς σγιὰν χάροι κουρτισμένες
τζὶ ἔπληξ' ἀππέσω μοῦ πολλὰ τζιαὶ δὲν μὤμεινε χάλιν.
38
[Επεξεργασία]Ἦρτα καταῦτις νὰ σᾶς πῶ νὰ παρηορηθεῖτε
τζὶ ἔν νὰ πασκίσω σήμμερον νὰ κάμ' ὅ,τι μπορήσω
νὰ ρίξω τὲς κρεμμασταρκὲς τζιαι σεῑς νὰ ποσπαστῆτε,
τζιαὶ τὰ χαρκιὰ ποὺ γράψασιν ἐγιὼ 'ν νὰ τοὺς τὰ σιήσω,
νὰ κάμω τὰ πικρὰ γλυτζιὰ τζιαὶ τἄρκα νὰ μερώσω
τζιαὶ βουλετὸν τἀβούλετον γιὰ νὰ σᾶς ἰ-γλυτώσω.
Τέσσερεις στύλλοι σγιὰν τζὶ ἐσᾶς, τζιεφάλια τοὺν τοῦ τόπου
δὲν εἶναι κρῖμαν τζὶ ἄδικον νὰ πᾶ' νὰ κρεμμαστεῖτε;
’πο οὖλλα τὸ γλυκόττερον ἔν ἡ ζωὴ τἀθρώπου,
ἕνας σας λόος μανιχὰ κανεῖ νὰ ποσπαστεῖτε.»
39
[Επεξεργασία]Τότες Ἀρχιεπίσκοπος ἐποτυλίχτην πάνω
τζὶ εἶπεν τοῦ: «Τούρτζιε, βρῖξε πκιὸν, κανεῖ νὰ συντυχάννῃς
τζιαὶ δὲν θέλω ’ποὺ λλόου σου ν' ἀκούσω παραπάνω.
Πάψε τζὶ ἔν κρῖμαν τζὶ ἄδικον τὰ λόγια σου νὰ χάννῃς,
ἄνου νὰ φύῃς γλήορα, νὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειὰν σου,
τζὶ ὀ Χάρος ἔν γλυκόττερος ἀποὺ τὴν συντυσιὰν σου.»
Ὀ Τούρκος ὅτι τζὶ ἄκουσεν ἐστάθην μουρρωμένος
τζὶ εἶδεν τζὶ ἐπίστεψεν πὼς πᾶν τὰ λόγια του χαμένα,
τζὶ ἔμεινεν σγιὰν περίλυπος τζιαὶ σγιὰν ἀντροπιασμένος·
τζὶ ὕστερα ξέβην τζὶ ἔφυεν μὲ δκυὸ σιείλη καμένα.
40
[Επεξεργασία]Ὁ Τοῦρκος ὅτι τζὶ ἔφυεν τζὶ ἐμείναν μανισιοὶ τους,
ἐγονατίσαν οὗλλοι τοὺς γιὰ νὰ προσευκηθοῦσιν,
τζι οὗλλοι ἐκλαμουριστήκασιν, τζιαὶ τζιείν' ἡ προσευκὴ τους
ἤτουν ’ποὺ μέσα στὴν καρδκιὰν τὴν ὥραν ποὺ πονοῦσιν.
Στὴν ὑστερκὰν τῆς προσευκῆς ἔτσι γονατισμένοι
εἶπαν κλαμένοι σιανὰ τζιαὶ μὲ φωνὴν κομμένην:
«Θεὲ μου, τζιαὶ συχχώρησε τοὺς λὰς ποὺ μᾶς μισοῦσιν,
Θεέ μου, τζιαὶ ξησκλάβωσε τὴν ἄχαρην φυλὴν μας,
Θεὲ μου, τζιαὶ στερέωννε τοὺς λὰς ’ποὺ πολεμοῦσιν,
Θεὲ μου, τζιαὶ συχχώρα μᾶς τζιαὶ δέχτου τὴν ψυσιὴν μας!»
41
[Επεξεργασία]Οἱ ἄλλοι πού 'τουν στὴν τζιαμὴν ὅτι τζὶ ἐποσπαστήκαν
ἐστάθηκαν τζὶ ἐκάμασιν τσιμπὶν τὴν συντυσιὰν τους
τζὶ εἰς τὸ Σαράγιον οὗλοι τοὺς ἐξανασυναχτήκαν
τζὶ ἀρτζιέψαν νὰ τελειώσουσιν τὴν ἄχαρην δουλειὰν τους.
Γιὰ πεῖσμαν τοῦ Τζιυπριανοῦ τζιαὶ γιὰ φοϊτσασμὸν του
φέρνουν τὸν ἀρκιδκιάκον του τζιαὶ τὸν γραμματικὸν του
τζιαὶ βκάλαν τοὺς κάτι δουλειὲς, δουλειὲς σαντανωμένες,
τζὶ ἐπέψαν τζὶ ἐκρεμμάσαν τους ἀξάγκωνα δημμένους
στὸν Πλάτανον, ποὖταν οἱ δκυὸ κρεμμασταρκές στημένες,
τζὶ ἀφῆκαν τοὺς τζιεῖ πάνω τζιεῖ καταῦτις κρεμμασμένους.
42
[Επεξεργασία]Ὕστερα 'πέψασιν καμμιὰν δωδεκαρκὰν ἀθθρώπους
τοῦ Σαραγιοῦ, τζὶ ἐτάξαν τοὺς νὰ διπλαρματωθοῦσιν,
τζὶ ἐφέραν ’ποὺ τὴν φυλακὴν τοὺς τέσσερεις ’πισκόπους
τζὶ ἤτουν οὗλοι μονόβουλοι νὰ τοὺς τὸ ξαναποῦσιν
γιὰ τέλεια ὕστερην φορὰν πὼς πᾶ' ἡ τζιεφαλὴ τους.
Εὐτὺς ὁ Μουσελλίμ-ἁγὰς ἀννοίει τζιαὶ λαλεῖ τους:
«Τζελλάττης τζιαὶ κρεμμασταρκὰ ἔν τζιαὶ τὰ δκυὸ χαζίριν,
ἡ ὥρα σας ἐκόντεψεν τζὶ ἔν καρτερῶ περίτου,
ἔχω τζινούρκαν προσταὴν τώρα ’ποὺ τὸν Βεζύρην.»
Τότες Αρχιεπίσκοπος ἀννοίει τζιαὶ λαλεῖ του:
43
[Επεξεργασία]«Σκοτῶστε μᾶς τζιαὶ γράψετε τζὶ ἐμᾶς τὸν σκοτωμόν μας.
Μὰ τοῦτοι οὗλ' οἱ σκοτωμοὶ ἔν οὗλοι γιὰ κακὸν σας,
ἐσεῖς θαρκέστ' ἀννοίετε τὸ μνῆμαν τὸ δικὸν μας,
τζὶ ἔν τὸ πεισκάζετε πὼς ἔν τὸ μνῆμαν τὸ δικὸν σας.
Ἐσεῖς σιειροττερεύκετε τὰ πράματα θωρῶ τα,
στὴν Πόλην ἐκρεμμάσετε τὸν Πατριάρχην πρῶτα
τζιαὶ ταπισὼν ἄλλους πολλοὺς ’πισκόπους τζιαὶ παπάες.
Σκοτῶστε ὅσους θέλετε, ἀμμ' ἔν νὰ σᾶς ἰ-βλάψῃ,
τὸ γαῖμαν ποὺ σιονώννετε ’ποὺ μᾶς τοὺς δεσποτάες
ἔν λάιν εἰς τὴν λαπρατζιὰν π' ἁφταίννει νὰ σᾶς κάψῃ.»
44
[Επεξεργασία]Λαλεῖ τ' ὁ Μουσελλὶμ-ἀγὰς: «Ἠ ὥρα ἔν περασμένη,
χαζίριν εδειλίνωσεν τζιαὶ πάει νὰ νυχτώσῃ,
ἔν καρτερῶ, γιατ' ἡ δουλειὰ τωρὰν ἀρκινημένη
τζὶ ἔχω τζιαὶ δκυὸ κρεμμάμενους τζιαὶ πρέπει να τελειώσῃ.
Ἔχω τὸν ἀρκιδκιάκον σου τζιαὶ τὸν γραμματικόν σου,
τζὶ ἔν νὰ τοὺς δεῖς τζιαὶ σοῦ τωρὰ κρεμμάμενους ὀμπρός σοῦ.
Ἄν ἔσιεις τίποτε νὰ πῇς γιὰ τὸ καλὸν σᾶς, λάλε,
νὰ ποσπαστοῦμεν γλήορα, γιατ' ἔν νὰ νυχτωθοῦμεν,
τζιαὶ παίρνω νάκκον πομονὴν, εἰ δὲ κἄν οὐ, τζιαὶ πάλε...»
«Βρῖξε τζὶ ἐμεῖς τὸ πεθυμᾶς εὐτὺς νὰ σοῦ τὸ ποῦμεν:
45
[Επεξεργασία]Βκιάστου τζιαὶ κάμε γλήορα τζιαὶ τέλειωσ' τὴν δουλειάν σου,
πρόσταξε τὸν τζελλάττην σου νὰ κόψῃ τὸν λαιμὸν μας,
φερ' τὸ σπαθὶν σου γλήορα τζιαὶ τὴν συρτοθηλειὰν σου,
ἔτο ποὺ σοῦ τὸ εἴπαμεν εἶνταν' γιὰ τὸ καλὸν μας.»
Ὀ Μουσελλίμης μ' ἕναν δεῖν σγιὰν νἄδειξεν φοέραν,
τζ' ὅ,τις λοῆς τζ' ἄν ἔνεψεν τοὺς λὰς ποὺ τοὺς ἐφέραν
οὗλ' ἐνεκατωθήκασιν, τζὶ ευτὺς μὲ μιὰν κατζίαν
ἀρπάξαν οὗλλοι βκιαστικὰ τζιαὶ σγιὰν τοὺς θυμωμένους
τζὶ ἐδήσαν τους, μιὰν σταλαμὴν τζὶ ἐπῆραν τοὺς τζὶ ἐπῆαν
τζὶ ἐστῆσαν τοὺς ἀππεξωθκιὸν τοῦ Σαραγιοῦ δημμένους.
46
[Επεξεργασία]Τότες ὁ Μουσελλὶμ-ἀγὰς εἶπεν εἰς τοὺς ἀγάδες:
«Ὁ θάνατος ἔν χάκκιν τοῡ κάθε κακοῦ αθθρώπου.
Πᾶ' νὰ ποτζιεφαλίσωμεν τώρα τοὺς δεσποτάδες
τζιαὶ τὸ πωρνόν ν' ἀρτζιέψωμεν τοὺς μπροεστοὺς τοῦ τόπου,
τζιείνους ποὺ σγάφφαν τῆς Τουρτζιᾶς κρυφὰ-κρυφὰ τὸ μνῆμαν.
Ἔν προσταὴ τοῦ Διβανιοῦ τζιαὶ δὲν ἔχουμεν κρῖμαν.
Ποὺ τὴν πελλάραν τοὺς τραβοῦν τζιαὶ τοῦτοι τζὶ ἡ φυλὴ τους
τζὶ ἀκόμα ἔν νὰ πάθοῦσιν μὲ τοὺν τὸν νοῦν περίτου,
οἱ ἴδιοι τὰ κάμασιν ἄς τἄβρ' ἡ τζιεφαλὴ τους.»
Σηκώννεται ὁ Κκιόρ-ὀγλοῦς τζὶ ἀννοίει τζιαὶ λαλεῖ του:
47
[Επεξεργασία]«Ἔσιεις ψυσιὴν, Μεχμὲτ-ἀγὰ, εἰς τὸν Θεὸν νὰ δώσῃς,
ὄπκοιος τὸν ὅρκον του πατᾶ, κολάζει τὴν ψυσιὴν του,
τὸν Πάσ' πίσκοπον ἔμοσες νὰ μὲν τὸν ἰ-σκοτώσεις,
ἔμοσες τοῦ νὰ μὲν κόψῃς ποττὲ τὴν τζιεφαλὴν του.»
«Δὲν θέλω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, ἐγιὼ παραγγελιὰν ’πὸ σέναν.
Ὅρκον ἄν τὤμοσα ἐγιὼ τζιείν' ἔν δουλειὰ μου μέναν.
Ἀντὰν τοῦ ὁρκωμόθηκα, ἐσοὺ 'ν εἴσεις χαπάριν,
ἀρνήθην τζὶ ἔν ἐδέχτηκεν τὴν χάρην μου ἐμέναν,
εἶπεν μου: Μουσελλίμ-ἀγὰ, ἄν θὲν νὰ κάμῃς χάρην
νὰ μὲν πειράξῃς τίποτε στὸν τόπον μᾶς κανέναν.
48
[Επεξεργασία]Ἔτσι τὴν χάρην δέχομαι, εἰ δὲ κἄν οὐ, λαλεῖ μου,
ἄν βουληθῇς τζὶ ἕναν μιτσὺν, μωροῦδιν νὰ πειράξῃς,
νὰ πάῃ πρῶτα στὸ σπαθὶν ἐμέν' ἡ τζιεφαλὴ μου,
τζιαὶ δὲν θέλω τὴν χάρην σου, ἐμέν' πρῶτα νὰ σφάξῃς.
Ὄμως θαρρεῖς τὴν γνώμην μου πὼς ἔν νὰ τὴν ἀλλάξω;
Τὸν ὅρκον ποὺ τοῦ ἔμοσα πάλ' ἔν νὰ τὸν φυλάξω.
Ἔμοσα τοῦ νὰ μὲν κόψω ποττὲ τὴν τζιεφαλήν του,
'μμα 'ν ἄλλον κόβκω τζιεφαλὴν τζὶ ἔν ἄλλον τὸ κρεμμάζω,
ἔν τζὶ ἔμοσα τοῦ τζὶ εἶπα τοῦ χαρίζω τὴν ζωὴν του,
τὸ πνίω ἔσιει δκιαφορὰν πολλὴν ἀποὺ τὸ σφάζω.»
49
[Επεξεργασία]Τότες λαλεῖ ὁ Κάρκ-ὀγλοῦς: «Τοῦτον τοὺς δεσποτάες
φοοῦμαι μὲν τζιαὶ φέρει μᾶς νεκατωσιὰν στὴν χώραν
μὲν τζὶ ἀναδόξει τοὺς Ρωμιοὺς τζὶ ἔν νὰ 'χουμεν πελάες,
νὰ βάλουμεν κώλια πολλὰ τζιαὶ θέμι ’που τὰ τώρα.
Μπορεῖ νὰ δισπιρκάσουσιν τζιαὶ νὰ νεκατωθοῦσιν,
σὰν δοῦν τὰ κώλια μας πολλὰ, τοτ' ἔν νὰ φοηθοῦσιν.»
Λαλεῖ τους ὁ Μεττές-ἀγὰς: «Ἀφήστε τὲς φοβέρες,
γιὰ τοὺς πισκόπους τὴν δουλειὰν δὲν πρέπει νὰ βκιαστοῦμεν,
πρέπει νὰ μείνῃ νὰ δκιαβοῦν ἀλλό-πεντέξι μέρες,
νὰ ξομακρίσῃ ἡ δουλειὰ τζιαὶ νὰ δκιαλοϊστοῦμεν.
50
[Επεξεργασία]Νὰ ξανανεκουτρέψομεν εἰς τοὺς Ρωμιοὺς νὰ δοῦμεν
μὲν τζὶ ἔχουν τζὶ ἄλλα ἅρματα στὰ σπίδκιὰ τους χωσμένα.
τζὶ ὅτι σκοπήσουμεν καλὰ τζιαὶ σιουραριστοῦμεν
νἄμαστον τότες ἄνενοιας, νἄμαστον νεπαμένοι.»
Ἐπολοήθην τζιαὶ λαλεῖ ὁ Μουσελλίμης τότες:
«Κανέναν φόον δὲν ἔχω ἀποὺ τοὺς Τζιυπριῶτες.
Θωροῦν εἰς τὴν Καραμανιὰν πὼς ἡ Τουρτζιὰ 'ν λιμποῦριν,
τέλεια κοντὰ π' ἀκούονται τζὶ οἰ σιύλλ' ἀντάν νὰ λάξουν,
μὲ μιὰν σφυρκὰν πετάσσουνται ποδῶθθ' ἕναν λιγγοῦριν
τζὶ οὕλους μέσα σὲ μιὰν ὥραν μποροῦν νὰ τοὺς ἰ-σφάξουν.
51
[Επεξεργασία]Ἀποὺ τὴν ἄλλην ἔχουσιν κοντὰ τοὺς τὸ Μισίριν.
Ἄν πεῖς καράβκια; δὲν ἔχουν, ἔν τοῦ ἀλέτρ' ἀθθρώποι.
Μὲ τοῦτα οὗλλα δὲν μποροῦν νὰ κάμουσιν χαΐριν
τζὶ ἐβάλαν τὰ ’ποὺ μιᾶς άρκῆς στὸν νοῦν τοὺς οἱ πισκόποι,
εἰ δὲ κἄν οὐ, ἐκάμναν μᾶς τζιαὶ τοῦτοι τὸ δικὸν τους,
τζιαὶ πάλε τζιεῖ ποῦ πολεμοῦν ἔχουν τὸ μερτικὸν τους.
Δὰ κάτω τοῦτοι ἔν πολλὰ, πολλὰ ξωμακρισμένοι,
περνοῦν μηνᾶδες τζὶ ἔν ἔχουν χαπάριν ’ποὺ τὰ ξένα
τζιαὶ θέμι ἔν ’ποὺ την Τουρτζιὰν στενὰ τριυρκασμένοι.
Δὰ κάτω τοῦτ' ἔν σὰν τἀρνιὰ πὦν χώρκα μαντρισμένα.
52
[Επεξεργασία]Ἀρκήσαμεν, ἀνοῦτε πκιὸν νὰ πάμεντε τζὶ ἔν δείλις
τζιαὶ ’ποὺ καμμιὰν νεκατωσιὰν στὴν Τζιῦπρον μὲν φοᾶστε,
τζιαὶ δὲν γίνεται τίποτες, ἐγιὼ εἶμαι βεκκίλης,
γιὰ τοὺν' τὴν δουλειὰν τίποτες νὰ μέν-ἰ-δκιαλοᾶστε.»
Οὗλλοι τότες συλλόβρωτοι εὐτύς εσηκωθῆκαν
τζὶ ἀππεξωθκιὸν τοῦ Σαραγιοῦ ἐπῆαν τζὶ ἐσταθῆκαν.
Ἦτουν δεξιὰ στὸν Πλάτανον οἱ δκυὸ οἱ κρεμμασμένοι
τζὶ ἦτουν ζαβρὰ στὴν Συκαμνιὰν κρεμμασταρκὰ χαζίριν,
τζὶ οἱ δεσποτάδες τζιεῖ χαμαῖ ἀξάγκωνα δημμένοι
τζὶ ἤτουν τζιαὶ τὸ Μουσουρμανιὸν τριγύρου παναΰριν.
53
[Επεξεργασία]Ἐφαίνουνταν περίλυποι οἱ Τοῦρτζ' οἱ Τζιυπριῶτες,
γιάτ' ἤτουν οὗλλοι τοὺς βριχτοὶ τζιαὶ σγιὰν δκιαλοϊσμένοι.
Ἐπρόσταξεν χαρούσιμος ὁ Μεσελλίμης τότες,
τζὶ ἐπῆραν τὸν Τζιυπριανὸν, δκυὸ-τρεῖς ἁρματωμένοι
’ποὺ κάτω ’ποὺ τὴν Συκαμνιὰν, κοντὰ στὸν θάνατόν του
τζὶ ἐφάκκαν ἡ συρτοθηλειὰ πάνω στὸ μέτωπόν του.
Ὕστερα γονατίσασιν τοὺς ἄλλους τρεῖς πισκόπους
κατὰ τὴν δύσην τζιαὶ τοὺς τρεῖς ἀράδαν, τζὶ ὀμπροστὰ τους
ἤτουν οἱ τρεῖς τζελλάττηδες οὗλλα τοὺς ἀρκαθρώπους
τζὶ ἐλάμνασιν ’πουπανωθκιὸν τζὶ ἐπαῖζαν τὰ σπαθκιὰ τους.
54
[Επεξεργασία]Τότες, Ἀρχιεπίσκοπος ἐψήλωσεν τὸ δεῖν του
στὸν οὐρανὸν, τζὶ ἐφάνησαν τὰ μμάδκια του κλαμένα,
ἐφάνην πὼς ἐπόνησεν ’ποὺ μέσα στὴν ψυσιὴν του,
τζὶ εἶπεν τὰ τούν' τὰ δκυὸ λόγια μὲ δκυὸ σιείλη καμένα:
«Θεὲ, ποὺ νάκραν δὲν ἔσιεις ποττὲ στὴν καλωσύνην,
λυπήθου μᾶς τζιαὶ δῶσε πκιὸν χαρὰν στὴν Ρωμιοσύνην».
Τζὶ ἐτρέξασιν τὰ 'δρώματα ἀποὺ τὸ πρόσωπόν του,
ἀποὺ τοῦ ἤλιου τὴν πολλὴν τὴν καψερὴν τὴν αὔραν
τζὶ ἐβάλαν τὴν συρτοθηλειὰν εὐτὺς εἰς τὸν λαιμὸν του
τζιαὶ τζιεῖ πκιὸν ἐτελειώσασιν τὰ κάστια ʹποὺ ταύραν.
55
[Επεξεργασία]Ὕστερα οἱ τζελλάττηδες μὲ μιὰν ψηλὴν μανιέραν
ἐκόψασιν τοὺς ἄλλους τρεῖς ’ποὺ 'τουν γονατισμένοι
τζιαὶ τὸν Δημήτρην τὸν βοσκὸν, εὐτὺς ποὺ τὸν ἐφέραν,
τζὶ ἐστάθησαν μὲ τὰ σπαθκιὰ τζὶ οἱ τρεῖς ματζιελλεμένοι.
Τὸ γαῖμαν ἐκολύμπωσεν χαμαῖ στὴν γῆν τζὶ ἐππέσαν
τζὶ ἐλαχταροῦσαν τὰ κορμιὰ τζὶ οἱ τζιεφαλάδες μέσα.
Τὸ ματζιελειὸν ποὺ γίνηκεν τζὶ οἱ Τοῦρτζ' ἐλυπηθήκαν,
δὲν εἴσιεν πλᾶσμαν πὦν εἶπεν ἀποὺ καρδκιᾶς: ἔν κρῖμαν.
Ἀκούστην εἰς τὸν μιναρὲν δείλις τζὶ ἐποσπαστῆκαν,
τζὶ ἐφύασιν τζὶ ἀφῆκαν τοὺς δίχως θαφκιὸν τζιαὶ μνῆμαν.
56
[Επεξεργασία]Ὕστερα πκιὸν ποὺ τὸ κακὸν ἀκούστην μὲσ' στὴν Χώραν,
τζιαὶ ’ποὺ τὸ κλᾶμαν ἄρτζιεψεν ἡ Χώρα πκιὸν νὰ βράζῃ,
ὕστερα ’ποὺ τὸ βούττημαν τοῦ ἥλιου νάκκον ὥραν,
τέλεια πκιὸν, ὅτι τζὶ ἔκαμεν αρκὴν νὰ σουρουπκιάζῃ,
ἐπήασιν δκυὸ μπροεστοὶ τζιαὶ τέσσερεις παπάδες
τζὶ εἶπαν τοῦ Μουσελλίμ-ἀγὰ: «Δώσ' μᾶς τοὺς δεσποτάδες
τζιαὶ τὸν Δημήτρην γιὰ θαφκιὸν, νὰ μὲν μείνουν τζὶ ἔν κρῖμαν.»
τζὶ εἶπεν μὲ κάμποσους θυμοὺς τζιαὶ κάμποσες φοβέρες:
«Φύετε τζὶ ἔν σᾶς δκιῶ τώρα κανέναν γιὰ τὸ μνῆμαν,
θέλω νὰ μείνουν τζιεῖ χαμαῖ ἄθαφτοι τρεῖς ἡμέρες!»