Η χτυπημένη
Η χτυπημένη Συγγραφέας: |
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αττικόν Μουσείον (Χριστούγεννα 1890). |
Εις του Γιάννη της Παντελούς το στενό έβγαινε μία Καντίνα με τον λευκόν φερετζέν και το γιασμάκι της, και τούτο πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μήνα. Την είδε δύο φορές με τα μάτια της η γριά Παντελού, και ο υιός της ο Γιάννης, και διάφοροι άλλοι γείτονες. Ήτον ένα κατάλυμα, παλαιά οικία καταρρεύσασα, χωριζόμενη δια του στενού από της οικίας εν η κατώκει η γραία μετά του υιού της και της νύμφης της, είτα ένας αυλόγυρος έρημος, μ’ ένα φούρνον τον οποίον από πολλού έπαυσε να κολλά η γερόντισσα, και δύο ετοιμόρροποι οικίσκοι ακατοίκητοι, όλα έρημα και σκοτεινά.
Της νύμφης της, της Γιάνναινας, «της είχεν έρθει άτυχα», εβεβαίου η γριά Παντελού. Μίαν εσπέραν όπου είχε καταβεί εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει άξαφνα την Καντίναν λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κι εκάθητο ως καλή νοικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι! Ήτον άλλως η μόνη οικοκυρά του μέρους, διότι αφού ο χώρος είχε μείνει από ετών έρημος ανθρώπων, επόμενον ήτο να ευρεθεί μία Καντίνα να λάβει κατοχήν. Η παράδοσις έλεγεν ότι, το πάλαι, ότε είχον οικήσει Τούρκοι εν τη νήσω, ο χώρος ούτος και πολλά κύκλω οικόπεδα ανήκον εις έναν αράπην, όστις έτρεφεν ουκ ολίγας γυναίκας, και το κατάλυμα τούτο ήτον ακριβώς το χαρέμι του. Είναι αληθές ότι των Τούρκων οι νεκροί γίνονται την νύκτα ζωντανοί σκύλοι, αλλ’ ίσως η μία των γυναικών του αράπη να ήτον εις το κρυφόν χριστιανή, και αν και εξεβαπτίσθη διά της μετά του απίστου κοινωνίας, δεν είχε κατορθώσει να γίνει εντελώς Τούρκισσα.
Άμα είδε το απίστευτον θέαμα η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμάμενην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κι έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθεί. Και δεν τής επήρε μεν η Καντίνα την μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν εδυνήθη ν’ αρθρώσει κραυγήν, αλλ’ έμεινε τραυλή διά βίου. Επί τρεις μήνας και πλέον την εδιάβαζεν ο ιερεύς της Παναγίας της Κεχρεάς, και κατ’ αρχάς αι φωναί της ήσαν ακατάληπτοι. Ύστερον όμως ο τραυλισμός εμετριάσθη, και ηδύνατο μετά δυσκολίας να εκφράζει τι επεθύμει. Αλλά πέπλος βαθύς ηπλώθη επί της διανοίας της, όμοιος μ’ εκείνον όστις έκρυπτε τους χαρακτήρας της μορφής της Καντίνας.
Η πενθερά της «την είχε ’μόσιμο», τόσο πολύ την ηγάπα. Και την ηγάπα δημόσια, εις το φανερόν, δεν το έκρυπτεν. Η γειτόνισσά της η γρηά Περμάχου, ηγανάκτει και διεμαρτύρετο κατά της τόσης αδυναμίας της ομήλικός της προς την ασθενήν νύμφην. Διότι η πτωχή Γιάνναινα, τριακοντούτις γυνή, ωχρά, αναιμική εξ αρχής, εφύλαττε την στρωμνήν επί μήνας, επί μήνας πολλούς, μετά την όψιν του φαντάσματος. Της έλεγεν «ε! σαν πεθάνει, και τι τάχα; θα ξελευτερωθεί….» Αλλ’ η γραία Παντελού ούτε αστεϊσμού χάριν ηδύνατο ν’ ακούσει τοιαύτην ευχήν εκφερομένην. Ν’ αποθάνει η νύμφη της; Μη γένοιτο! Και είχεν άλλην νύμφην ;
Και όμως μ’ όλους τους απαίσιους κρωγμούς της γριάς Περμάχους, η Παντελού δεν έπαυε να την έχει έμπιστον, να της λέγει όλα τα μυστικά της. Μιαν πρωίαν, έλθουσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει τη νύκτα πολύ άσχημα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά-σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβει, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη. Αλλ’ ότι ακόμη είναι φόβος, φόβος και κίνδυνος.
Στρέψασα τότε η γριά Περμάχου πολυσήμαντον βλέμμα προς την συνηλικιώτιν και ομότριχά της, τής λέγει:
- Σα σ’ ακούω γειτόνισσα! Θα φάει κι άλλη ψωμί!
Εντούτοις η ταλαίπωρος γυνή υπέφερε και ήτον αξία οίκτου. Έπασχεν από συνεχή πνιγμονήν, είχε λήρους, λιποθυμίας, παραμιλήματα, έκλαιε κι εκόπτετο άνευ αιτίας, παννυχί, υπό τον σκληρόν εφιάλτην. Ετραύλιζεν, ετραύλιζε πάντοτε. Εφώναζε αίφνης: «Να την! την βλέπω!». Εφαντάζετο ότι βλέπει πάντοτε την Καντίνα με τον φερετζέν και με το τσιμπουκάκι της. Έκραζεν, έξυπνος ή κοιμώμενη, την κόρην της, παιδίσκην επταετή: «Έλα, μικλό μου! Κατελνιώ μου! καλδιά μ’ πονεί…» Και η μικρά ήρχετο πλησίον της και την ενηγκαλίζετο. Η κορασίς αυτή ήτο απαράλλακτον αντίτυπον της μητρός της, μικρογραφία της αυτής εικόνος. Μακρά, ισχνή, λευκοτάτη, κηρόπλαστος. Εν τούτοις η μάμμη της δεν την ηγάπα. Επροτίμα τον αδελφόν της, τον μικρόν Πολυχρονάκην, τετραετές παιδίον «με τέσσερα μάγουλα», ακριβές αντίγραφον του πατρός του.
Ο χρηστός ούτος νοικοκύρης, γεωργοκτηματίας εκ των πρώτων της νήσου, επαρχιακός σύμβουλος, βραχύσωμος, παχύς, προγάστωρ, επανήρχετο πάντοτε την εσπέραν από το χωράφι (συνήθως ήρχετο πολύ μετά την δύσιν του ήλιου, ενίοτε δύο-ώρες-νύχτα ), κουρασμένος, πεινασμένος, ολιγόλογος, αλλ’ όχι και οργίλος ούτε παράξενος. Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είναι άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχει παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνει ημεροκάματα. Είχε δύο τρείς ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κι εύρισκε τους δανειστάς προθύμους. Εφαντάζετο ότι η προθυμία αυτή ήτο εκ σεβασμού και αβροφροσύνης προς αυτόν, ως πρόκριτον εκ καλής οικογενείας του τόπου. Όλον τον χρόνον δεν του έλειπαν οι εργάται. Είχε δύο βουνά ολόκληρα να καλλιεργήσει. Είχε να ξανοίξει, να ξεσκαλώσει, να θάμνέψει, να βοτανίσει, να φυτέψει, να θηλιάσει, να οργώσει. Έπειτα είχε να συγκομίσει τους καρπούς, να εκθλίψει τα έλαια, να πατήσει τας σταφυλάς. «Καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι». Εδανείζετο λοιπόν κι επλήρωνε. Έλεγε «παίρνοντας και δίνοντας». Συνήθειαν δεν είχε να λογαριάζεται ποτέ, αν και έδιδεν εις τους τόκους ό,τι του επερίσσευεν. Οι δανεισταί του, ως εκ της οφειλομένης αβροφροσύνης προς αυτόν, ως εκ προγόνων προεστώτα του τόπου, δεν τω έλεγαν ποτέ: «Έλα να λογαριασθείς». Δεν εφαντάζετο ότι όλα και όλα τα χρέη του θα υπερέβαινον ποτέ τα χίλια τάλληρα. Εις την πρώτην ελαιοφορίαν είχε σκοπόν να τα εξοφλήσει όλα. αλλά μίαν εσπέραν πολύ δυσαρέστως εξεπλάγη όταν, επανελθών από το χωράφι, εύρεν εις την θύραν του τοιχοκολλημένην αγωγήν «περί πληρωμής δραχ. 19,892 και 85% εντόκως, από της επιδόσεως μέχρι εξοφλήσεως». Ο αυθάδης κλητήρ, όστις μόνος αυτός ετόλμησε να λησμονήσει την οφειλομένην προς τον απόγονον των προεστώτων αβρότητα, παρεπονέθη ότι δεν εύρισκε ποτέ τον εναγόμενον, ότι ήτον αιωνίως εις το χωράφι, ότι ποτέ ούτε κατά Κυριακήν δεν κατέβαινεν εις την αγοράν, και επειδή αι γυναίκες δεν ήξευραν να υπογράψουν ούτε ήθελαν να δεχθούν το έγγραφον, προεικάζουσαι ότι θα ήτο φοβερόν τι, εκόλλησε την αγωγήν επί της θύρας, κι επήγε να πίει το ορεκτικόν του.
Και είναι παραδεδεγμένον ότι μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της. Μόλις είχε παρέλθει μην από του ανεξηγήτου παθήματος της γυναικός του, και η αγωγή τού εκοινοποιήθη. Εννοείται ότι, αν και ήτο επαρχιακός σύμβουλος, δεν ενόει τίποτε από δικαστικά πράγματα, και οι δικολάβοι τον εξεμεταλλεύοντο όπως ήθελαν αυτοί. Έπαυσε τους εργάτας δια να πληρώνει τους δικηγόρους. Η γριά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήσει ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την σκληράν επωδόν˙ «Θα φάει κι άλλη ψωμί!»
Και αυτή, την νύμφην της, «την είχε ’μόσιμο». Ηδύνατο ν’ ακούει τοιούτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ημέραν έχασε την υπομονήν και της λέγει˙ «Γιά να σου πω γειτόνισσα, δε μ’ αρέσει να μ’ το λες αυτό». Τότε η γραία στραφείσα τής απεκρίθη˙ «Το ξέρω δα πως αμώνεις στ’ όνομά της, γειτόνισσα˙ μα ησύχασε, το όνομα της δε θα χαθεί!»
Ήτον ημέρα Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και η γριά Παντελού, επιστρέψασα εκ της λειτουργίας, όπου είχεν ακούσει τες «γενεές δεκατέσσαρες» ανέβη εις την οικίαν. Η ασθενής ανέκειτο επί της στρώμνης παρά την εστίαν, και η μικρά Αικατερίνη καθημένη παρά το προσκέφαλόν της τής εκράτει την χείρα. Η γριά Περμάχου είχεν έλθει να κάμει την συνήθη πρωϊνήν επίσκεψιν, να δώσει κανέν ψευτογιατρικόν εις την πασχούσαν και να πίει την φασκομηλιά της με το πετιμέζι˙ οκλάζουσα εις μίαν γωνίαν αντίκρυ της εστίας, ομοία με την κουκουβάγια, προσήλου τους μεγάλους οφθαλμούς της επί την ασθενή, και κατεμέτρει τους προϊόντας βαθμούς της φθοράς επί του προσώπου της. Είτα ηγείρετο και κατέβαινεν εις την καλύβην της, και η γριά Παντελού, την προέπεμπε συνήθως μέχρι της κλίμακος. Τότε η Περμάχου επανελάμβανε ταπεινή τη φωνή την προφητείαν της, «ότι θα φάει κι άλλη ψωμί», η δε γραία διεμαρτύρετο ασθενώς κατά της επιμονής της.
Και την ημέρα εκείνην το αυτό συνέβη, και το παράδοξον, ότι μόλις εσηκώθη η Περμάχου, ευχομένη «περαστικά» κατά το σύνηθες, και η ασθενής εστήλωσε τα ώτα, προσβλέπουσα δια της ημικλείστου μεινάσης θύρας προς τον εξώστην, καθ’ ην διεύθυνσιν εξήλθον αι δύο γραίαι. Ήκουσε τους ψιθυρισμούς των, και η όψις της έγινε πελιδνοτέρα ή όσον ήτο. Διέκρινεν άρα την δύσηχον φράσιν της γραίας κακομάντιδος;
Στραφείσα τότε προς την κόρην της, μετά κόπου και δυσκολίας της είπε τραυλίζουσα˙
- Αχ ! παιδί μου, εγώ έχω ως τώλα πεθελά, και συ από δω κι εμπλός θα έχεις… Και εστάθη.
- Τι θα έχω ; ηρώτησε μετά παιδικής περιέργειας η παιδίσκη.
Η ασθενής ανένευσεν, ως να ήθελε να είπει· «Άφησέ τα τώρα, δεν είναι καιρός». Αλλ’ η μικρά επέμεινε.
- Τι θα έχω, μητέρα;
- Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει.
Ίσως ήθελε να είπει «μητρυιάν», αλλά δεν είχε το θάρρος ν’ αρθρώσει την λέξιν.
- Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ’ ευχαριστημένη. Και δε σ’ αγαπάει η μαμμίτσα μου ;
Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν , αλλά δεν είπε λέξιν.
- Η μαμμίτσα μου, μητέρα, την ακούω εγώ πολλές φορές, που λέει της θεια-Περμάχους πως σ’ έχει ’μόσιμο. Δεν μου λες, μητέρα, τι θα πει αυτό, να έχει κανείς έναν άνθρωπο ’μόσιμο;
- Θα πει, παιδί μου, εμορμύρησεν η ημίπληκτος, πως αμώνει τάχα στ’ όνομά του.
Η κορασίς δεν ενόησεν εντελώς.
- Και τι θα πει ν’ αμώνει στ’ όνομά του;
- Θα πει να παίλνει όλκο στ’ όνομά του, πώς λένε καμπόσοι μα το Θεό, μα την Παναγιά….
- Α! κι η μαμμίτσα μου αμόνει στ’ όνομά σου ;
- Θεός ξέλει….
- Την άκουσα, μητέρα, να το λέει της θεια-Περμάχους, κι η θεια-Περμάχου της έλεγε… Η ασθενής έκαμε κίνημα όχι περιεργείας ή ανυπομονησίας δια ν’ ακούσει, αλλά μάλλον αποτροπιασμού όπως μη ακούσει τα λεγόμενα. Η μικρά εξηκολούθησε χωρίς να εννοήσει:
-… Της έλεγε: «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάει κι άλλη ψωμί….» Δε μου λες, μητέρα, τι θα πει να φάει κι άλλη ψωμί; Αλλ’ η δύστηνος γυνή είχε γίνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει βασίλεμα των ματιών, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι.
- Τι έχεις, μητέρα, τι εχεις ; έκραξεν η Αικατερίνη.
Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της.
- Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθεί. Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονο. Εβίασεν εαυτήν να μειδιάσει προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της. Η γραία επανέλαβε και πάλιν:
- Δεν έχεις τίποτε. Κουράγιο νυφούλα μου, κουράγιο !
Πτωχή γυνή! Υπέφερεν ως μάρτυς. Είχε γίνει θύμα της άγαν ταύτης φιλοστοργίας της πενθεράς της. Τόσον την ηγάπα, ώστε την είχεν απομακρύνει από τους εξ αίματος συγγενείς της. Δεν επέτρεπεν εις την μητέρα και τας αδελφάς της να έλθωσι να την νοσηλεύσωσιν. Αυταί αι ίδιαι παρεπονούντο πικρώς κατά της ομαίμονος, την απεκάλουν ξεχωρισμένην. Έλεγαν ότι η πενθερά της κατώρθωσε να την ξεχωρίσει από τον κόσμο. Η γραία έβαλε μαναφούκια και εις τα δύο μέρη. Εις εκείνας έλεγεν ότι η νύμφη της δεν τας θελει να έρχονται και ότι είναι μία παράξενη, μία ανάποδη… Εις ταύτην παρίστα ότι η μήτηρ της και αι αδελφαί της την εδυσφήμουν πάντοτε, και διά τούτο τας κατηράτο εξ όλης ψυχής. «Οι λοχεμένες, οι στειρεμένες, οι αχρόνιαστες. Αντί να χαρούν που μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την εζηλοφθονούσαν κτλ.» Την νύκτα η γραία έρρεγχε, καθώς ο Ιωνάς εν καιρώ της τρικυμίας, και δεν εσηκώνετο να δώσει το ιατρικόν εις την νύμφην της, ή να της ψήσει τουλάχιστον εν θερμόν ποτόν. Τον υιόν της τον είχε πείσει ότι δεν ήτο ανάγκη να καλέσει τον ιατρόν εις την οικίαν. «Οι γιατροί δεν ξέρουνε τι τους γίνεται, καλύτερα τα καταφέρνουν οι γυναίκες. Με τα ψευτογιατρικά είδαμε πολλούς να γιατρεύτούνε». Και ήρχοντο καθ’ έκαστην τρείς ή τέσσαρες ψευτογιάτρισσες εις την οικίαν, ων μία ήτο η γραία Περμάχου, ήτις έλεγεν ότι με τας αλοιφάς θεραπεύονται αυτά τα νοσήματα, και όχι με τας επωδάς και τα περίαπτα, καθώς ισχυρίζονται αι άλλαι. Και σχεδόν καθ’ εκάστην την έτριβε με κηραλοιφήν, και της ήλειφε τα πλευρά, επιφωνούσα: « Κηραλοιφίτσα να το γιάνει! »
¯
Θλιβερά ανέτειλαν τα Χριστούγεννα δια την μικράν Αικατερίνην. Ο κόσμος εώρταζε και η μήτηρ της εψυχομαχούσε! Και ο πατήρ της δεν έπαυσε να δικάζεται με τους δανειστάς, και άφησε την οικίαν άνευ οψωνίων, δια να πληρώση τους δικολάβους. Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάσει τη νυφούλα της, όπου την είχε ’μόσιμο!» Και η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήσει επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάει κι άλλη ψωμί!»
¯
Εκοιμήθη η δυστυχής υπό την κυπάρισσον αντικρύ του ωραίου περιβολιού του συζύγου της, του συγκειμένου εξ ελαιώνος, αμπέλου και κήπου, το οποίον οι δανεισταί θα εξέθετον μετά ένα μήνα εις πλειστηριασμόν. Ουδέν ήττον η γριά Περμάχου, διακαώς ποθούσα να εύρει παρηγορίαν διά την λευκότριχον φίλην της (ήτις έχασε την νυφούλα της, όπου την είχε ’μόσιμο) ήρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, προς αναζήτησιν συζύγου διά τον Γιάννη της Παντελούς. «Και αν εφοβέριζαν να βγάλουν τα υποστατικά του στη δημοπρασία, τάχα τι; Αυτός είχε πολύ βιο, ήτον και προκομμένος….» Και η μικρά Αικατερίνη είχεν ακριβώς τόσην ηλικίαν, όση ήρκει διά να αισθάνεται την δυστυχίαν της και να κλαίει. Η μήτηρ της, δια των πραγμάτων, δεν είχε βραδύνει να της δώσει απάντησιν εις την αφελή ερώτησίν της περί του «τι θα πει να φάει κι άλλη ψωμί».