Η φυλακή

Από Βικιθήκη
Ἡ φυλακή
Συγγραφέας:


Α'
Ξεύρετε τ' εἶνε φυλακή; τὴν ἔχετ' ἀκουσμένα,
τὴ βλέπετε καμμιά φορὰ ἀπ' ἔξω σὰν περνᾶτε,
πλὴν δὲν τὴν ξεύρετε! Κρατεῖ στοὺς τοίχους της κλεισμένα
τὰ σκοτεινά της μυστικά· τί εἶναι μὴ ζητᾶτε...
Ἐμᾶς μόνο ρωτήσετε ποῦ μέσ' σ' ἐκείνη ζοῦμε,
ἐμᾶς ρωτᾶτε, φυλακὴ τί εἶνε νὰ σᾶς ποῦμε!

Εἶνε, πλὴν καὶ τὸ ἴδιο μας καλὰ-καλὰ τὸ στόμα
κι' αὐτό, κι' αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὸ εἰπῇ ἁκὸμα.
Τὸν ᾍδη σᾶς ζωγράφισε τοῦ Δάντη φαντασία,
πλὴν ἔπερνε τὸ χρῶμά του ἀπὸ τὴν ἐξορία,
καὶ ὄχι ἀπ' τῆς φυλακῆς τὸ ἄγριο σκοτάδι·
ποτέ, ποτὲ χωρὶς αὐτὴ δὲν δείχνουνε τὸν ᾍδη.

Ξεύρεις τί εἶνε φυλακή; ἄχ, φυλακή! Μὲ μόνη
αὐτὴ τὴ λέξι μοναχὰ τί εἶνε φανερόνει...
Λὲς τὄνομά της κι' ὅλα λὲς τὰ βάσανα σμιγμένα·
ὅλα σ' αὐτὴ εὑρίσκονται χωρὶς νὰ λείψῃ ἕνα.
Δίψα, καὶ πεῖνα, γύμνωσι, φωτιὰ σὲ πάγου κῦμα,
ζωὴ μὲ χάρου σάβανο καὶ χάρος χωρὶς μνῆμα!

Ἡ φυλακή! τρέμ' ἡ καρδιὰ μέσα σ' αὐτὴ σὰν φύλλο·
θάνατος εἶνε ζωντανός, ζωὴ ἀποθαμμένη·
ντροπὴ καὶ καταφρόνησι καὶ κάποτε καὶ ξύλο...
Ἀκοίμητο μαρτύριο, ψυχὴ μισοσβυσμένη·
τρέλλα μὲ νοῦ... νύκτα βαθειά, ποῦ φῶς δὲν τὴ χαράζει,
καὶ τὸ κακὸ ποῦ ἔκαμες τὸ σκότος της τριπλιάζει!

Ἄχ, ὅ,τι σοὔδωσ' ὁ Θεὸς μέσα σ' αὐτὴ τὰ χάνεις·
σοὔδωσε χέρια ἐλεύθερα, καὶ ἁλυσίδες πιάνεις·
σοὔδωσε πόδια ἐλαφιοῦ, καὶ σίδερα στὰ δένουν·
τ' ἀητοῦ τὰ μάτια, καὶ κλειστὰ ὀρθάνοικτ' ἀπομένουν·
δὲν βλέπεις καὶ δὲν περπατᾷς, οὔτε μιλεῖς ἀκόμα,
σοῦ πιάνετ' ἡ ἀναπνοή, βουβαίνεται ο στόμα!

Καὶ μέσα σ' ὅλα, μέσ' αὐτὴ τὴν κόλασι, τὸ φεῖδι
ἡ ἄκαρπη μετάνοια, ἡ ὄχεντρα ἡ τύψι,
ὁποῦ σοῦ τρώγει τὴν ψυχὴ καὶ χάρο δὲν σοῦ δίδει
καὶ ὁποῦ σ' ἀφήνει ζωντανὸ στῆς φυλακῆς τὴ σῆψι...
Ἡ τύψι· κάθε σου πνοὴ καὶ δάγκαμά της ἕνα,
κι' ἂν εἶν' τὰ μάτια σου κλειστὰ κι' ἂν εἶνε ἀνοιγμένα.
Καμμιὰ στὸν κόσμο κόλασις, στὸν κάτω, στὸν ἐπάνω,
καμμιὰ δὲν εἶνε σὰν κι' αὐτήν· ἀνίσως καὶ κλεισθοῦνε
τὰ θολωμένα μάτια σου, σ' ὄνειρο βλέπεις πλάνο
ἐκείνους ὅπου σκότωσες νὰ σὲ παρακαλοῦνε...
Κείνου ποῦ πῆρες τὸ ψωμὶ νὰ σὲ φωνάζῃ κλέφτη,
τὴν ἐκκλησιὰ ποῦ κούρσεψες ἀπάνω σου νὰ πέφτῃ!

Φοβᾶσαι νἆσαι ἔξυπνος, νὰ κοιμηθῇς φοβᾶσαι·
τὰ φοβερὰ ὀνείρατα τοῦ ὕπνου συλλογᾶσαι...
Διώχνεις τὸν ὕπνο πὤρχεται, καὶ τονὲ θέλεις πάλι·
σκιάζεται, τρέμει μιά φωνὴ τὸ στόμα σου νὰ βγάλῃ·
δὲν ἀνασαίνεις, πνίγεσαι καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα.
Ποῦ ν' ἀνασάνῃς, ποῦ νὰ βρῇς στὴ φυλακὴ ἀγέρα!

Κι' ἀλλοίμονο μέσα σ' αὐτὴ ἀνίσως ἀρρωστήσῃς·
σὰν σκύλος ὁλομόναχος τὰ μάτια σου θὰ κλείσῃς·
τὸ χῶμα θἄχῃς στρῶμά σου καὶ λύχνο τὸ σκοτάδι·
θὰ κατεβαίνῃς τρέμοντας σκαλὶ-σκαλὶ στὸν ᾍδη.
Θενὰ σὲ τρώγῃ ὁ πυρετός, ἡ δίψα θὰ σὲ πίνῃ
κι' ὁ Χάρος θενὰ σὲ τραβᾷ καὶ πάλι θὰ σ' ἀφήνῃ!

Ἄχ! εὔκολα στὴ φυλακὴ κανένας δὲν θὰ πεθαίνει·
ἄν δὲν σαπίσῃ τὸ κορμί, ψυχὴ ἐκεῖ δὲν βγαίνει.
Καὶ ξεψυχᾷς μέσα σ' αὐτὴ καιρούς,, ἡμέρας, χρόνια,
καὶ πότε εἶσαι στὴ φωτιά, καὶ πότε μέσ' στὰ χιόνια,
καὶ στὴ στιγμὴ τὴν ὕστερη, ποῦ σβεῖς σὰν νεκροκέρι,
δὲν βρίσκεται νὰ σοῦ κρατῇ τὸ μέτωπο ἕνα χέρι!