Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω/ζ

Από Βικιθήκη
Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ζ: Το τεχνητόν καλόν


Εάν η ανθρώπινη ψυχή δεν είχε την ιδιότητα ταύτην του μορφούσθαι, καθ' ας βλέπει εν τω Νω ιδέας, αποβαίνουσα αυτή λόγος ενεργών προς παραγωγήν έστω και αμυδρών εικόνων των εκεί θεαμάτων, ουδεμία των καλών τεχνών θα υπήρχε. Διότι ναι μεν ταλαντεύεται και επί τούτου του ζητήματος ο Πλωτίνος, επηρεασμένος υπό της προ αυτού διδασκαλίας, αλλ' επί τέλους απολήγει εις το συμπέρασμα, ότι, όπως πάσα ιδέα, ούτως υφίσταται εν τω νοητώ κόσμω και η έννοια της Τέχνης, ουχί ως αυτοτέχνη τις του Πλάτωνος αφηρημένη και αργή, αλλ' ως δύναμις μορφωτική, έχουσα προς τας εφ' ων επιδρά ψυχάς ως ο λόγος προς την ης επικρατεί ύλην. Όπως η ύλη γίνεται καλή μεθέξει λόγου, ή είδους, ούτως η ψυχή γίνεται καλλιτεχνική ψυχή καθ' όσον μετέχει της εν τω νοητώ τέχνης[1]. Αισθηταί δ' ενέργειαι ή εκδηλώσεις των ιδεών της τέχνης ταύτης εισίν αι μερικαί, οίον η κιθαρωδία, η ωδή κτλ. (Ενν. VI. 3. 16).

Αύτη είναι η καθ' αυτό πλωτίνειος περι τεχνών διδασκαλία· αλλ' ως είπομεν ο Πλωτίνος ούτε ανεπηρέαστος ούτε συστηματικώς την εκθέτει. Κοινόν μετά του Πλάτωνος και ιδία του Αριστοτέλους έχει την μεταξύ των τεχνών κατάταξιν των μαθηματικών επιστημών[2] και της αστρονομίας, τας οποίας τίθησιν εν τη αυτή μετά της θεωρίας της μουσικής μοίρα, ως ούσας, λέγει, αυτής της ψυχής πραγματείας προς το νοητόν[3]. Νοητόν δ' ενταύθα είναι οι λόγοι, δηλαδή τα όντως όντα, τα οποία, ως είδομεν εν τω πέμπτω κεφαλαίω, ταυτίζονται και παρά Πλωτίνω μετά των αριθμών. Αι μαθηματικαί λοιπόν επιστήμαι περί τας δυνάμεις των λόγων τούτων ενδιατρίβουσαι και ανεπηρέαστοι εκ της επί των μερικών περιπτώσεων εφαρμογής αυτών διατελούσαι, είναι τέχναι κατ' ουδέν ή ως ελάχιστα συγχρωτιζόμεναι τη ύλη, επομένως τέχναι, εν αις οι λόγοι διατηρούσι το αρχικόν αυτών κάλλος αναλλοίωτον. Δια τούτο και αποτελούσι την μετάβασιν από της ιδέας εις την πραγματικότητα της τέχνης. Επομένως και ημάς δεν μας ενδιαφέρουσιν ενταύθα ει μη ως μεσάζουσαι μόνον μεταξύ του κατ' ιδέαν και του εν αισθήσει τεχνητού κάλλους. Ότι θαυμαστή τις αρμονία και τελειότης υφίσταται εν τε τω όλω και τοις μέρεσιν εκάστου μαθηματικού θεωρήματος το αισθάνεται τις, εάν αναλογισθή τίνι τρόπω, εξ ολίγων αρχών και απλών τίνων μεταξύ αυτών σχέσεων, εξελίσσεται συνεπέστατα έκαστον θεώρημα, φυσικώς και αναγκαίως αναπτυσσόμενον εκ των εν ταις αρχαίς αυτου εκείναις υφισταμένων δυνάμεων, μέχρις ότου εκάστη τούτων, αυταρκεστάτη εν ταις προς τας λοιπάς σχέσεσιν αυτής, εξάσκηση το εαυτής κύρος εις βαθμόν, ουδέ προσθήκην ουδ' αφαίρεσίν τινα πλέον επιτρέποντα εις το άρτιον αποτέλεσμα της κοινής αυτών αλληλεπιδράσεως. Ο Πλωτίνος ονομάζων την γεωμετρίαν επιστήμην των νοητών και ανωτάτην περί το ον σοφίαν, δεν ηδύνατο να παρίδη το φαινόμενον τούτο, άλλως πώς κατέταξε μεταξύ των μαθηματικών επιστημών, ως ανωτάτην τέχνην και την μουσικήν, την περί ρυθμόν και αρμονίαν έχουσαν τα νοήματα; V.9.11. Αλλ' αφηρημένος υπό των θεοσοφικών αυτού ιδεών, κρίνει τας μαθηματικάς επιστήμας ουχί κατά την ακρίβειαν και αρμονίαν των εν αυταίς παρουσιαζομένων τυπικών σχέσεων το κάλλος των τελευταίων τούτων παραδέχεται ως εκ των προτέρων εξηγημένον, διά του ότι οι παράγοντες αυτό λόγοι δεν είχον να υπερνικήσωσιν ουδεμίαν υλικήν αντίστασιν εν τη διά των σχέσεων τούτων εκδηλώσει των.

Περί ποιήσεως ως τέχνης ουδαμού ποιείται ιδιαιτέραν τινά μνείαν ο Πλωτίνος, αν και πολλαχού δανείζεται εξ αυτής παραδείγματα και παρομοιώσεις και ουχί σπανίως αναφέρεται εις τας παρά ποιηταίς αλληγορίας· ουδέν λοιπόν τεχνικόν μανθάνομεν παρ' αυτού περί ποιήσεως, εκτός των όσα λέγει κατ' Αριστοτέλην περί της μεταξύ διαφόρων χαρακτήρων καταλλήλου διαιρέσεως των εν τω δράματι προσώπων, εκ των χωρίων, άτινα παρεθήκαμεν εν τοις προηγουμένοις.

Τας λοιπάς τέχνας χαρακτηρίζει ο Πλωτίνος ως μιμητικός, τηρήσας τον παρά Πλάτωνι και Αριστοτέλει όρον. Ως προς την σημασίαν όμως του όρου τούτου διαφέρει η θεωρία του Πλωτίνου πλείστον μεν της του πρώτου ουκ ολίγον δε και της του δευτέρου. Συνεπής προς την οντολογίαν αυτού, τίθησι τας τέχνας τας περί σώματα έχουσας και οργάνοις αισθητοίς και αισθήσει χρωμένας, ως υποδεεστέρας των όσαι εισίν αυτής της ψυχής πραγματείαι περί το νοητόν. Διότι ενώ αύται εκφράζουσι το καλόν αυτό καθ' εαυτό, εκείναι έχουσιν ανάγκην της ύλης ως εκδηλωτικού μέσου. Η ύλη όμως, και όταν ολοσχερώς υποταχθή εις τους μορφούντας αυτήν λόγους δεν δύναται να εκφράση, ει μη το ίχνος της των ειδών καλλονής. Είναι όπως και το κάτοπτρον: Όσω στιλπνόν και αν ήναι, δεν αντανακλά ει μη το φάσμα μόνον των επ' αυτού προσπιπτόντων αντικειμένων. Όσω λοιπόν ανεξαρτητοτέρα της ύλης είναι μία τέχνη, όσω πνευματικωτέρα τα προς εκδήλωσιν του εν αυτή καλού μέσα, τοσω ανωτέρα κατά την τάξιν τυγχάνει. Περί τούτου δεν αμφιβάλλει ο Πλωτίνος. Μόνον όπου εισέρχεται εις μερικότητας εκεί ταλαντεύεται υπό την επήρειαν της πλατωνικής διδασκαλίας, απορών τίνι τρόπω να συμβιβάση ταύτην προς τας εαυτού αρχάς, καθ' ας πάσα τέχνη είναι ποιητική του καλού δύναμις εν τω νοητώ υφισταμένη κόσμω. «Των δε τεχνών όσαι μιμητικαί, γραφική μεν και ανδριαντοποιία, όρχησίς τε και χειρονομία, ενταύθα που την σύστασιν λαβούσαι και αισθητώ προσχρώμεναι παραδείγματι και μιμούμεναι είδη τε και κινήσεις τας τε συμμετρίας ας ορώσι μετατιθείσαι, ουκ αν εικότως εκεί ανάγοιντο, ει μη τω ανθρώπου λόγω». Ταύτα λέγει εν Ενν. V. 9, 11. καθ' όσον αποβλέπει εις την παρά Πλάτωνι μίμησιν. Αναλαβών όμως εαυτόν αμέσως ο Πλωτίνος προσθέτει, ότι τα ειρημένα εφαρμόζονται επί των ανωτέρω τεχνών, μόνον εφ' όσον αύται ανέχονται να ήναι δουλικαί απομιμήσεις του εν χώρο θεατού και ουδέν πλέον. Ευθύς ως αι τέχναι ενθυμηθώσι τον φυσικόν αυτών προορισμόν, το πράγμα μεταβάλλεται. «Ει δε τις εξίς εκ της περί τα ζώα συμμετρίας όλων ζώων επισκοποίτο, μόριον αν είη δυνάμεως της κάκει επισκοπούσης και θεωρούσης την εν τω νοητώ περί πάντα συμμετρίαν». Τούτο είναι συμπλήρωσις της πλατωνικής διά της αριστοτέλειου θεωρίας, αλλά κατά το πνεύμα του Πλωτίνου πάντοτε.

Η παρά Πλάτωνι μίμησις, ούσα της εξωτερικής μόνον εμφανίσεως των αντικειμένων αντιγραφή, δεν δύναται να έχη την αρχήν αυτής εν τω κατ' ιδέαν κόσμω, αλλά το πολύ πολύ εν ταις δι' αυτών διεγειρομέναις εν ημίν παραστάσεσιν αλλά την μίμησιν ταύτην ο Πλωτίνος θεωρεί και εκτιμά ως προπαίδευσιν μόνον της αληθούς τέχνης, αναβαινούσης διά της επί των μερικών τελειοτήτων ασκήσεως εις την καθ' έξιν πλέον παραγωγήν ουχί του αφηρημένου γενικού αλλά του όντος, του ιδεώδους καλού· ακόμη και αυταί αι κατώταται τέχναι, η οικοδομική και τεκτονική, λέγει ο Πλωτίνος, «καθ' όσον συμμετρίαις προσχρώνται, αρχάς αν εκείθεν έχοιεν και των εκεί φρονήσεων» μόνον καθ' όσον συγκεραννύουσιν ταύτα τω αισθητώ «το όλον ουκ αν είεν εκεί ή εν τω ανθρώπω». Εισί δ' εν τω ανθρώπω και αύται ουχί απλώς, αλλ' ως διαθέσεις της ψυχής αυτού. Τας διαθέσεις όμως αυτής τας τοιαύτας έχει η ψυχή, ως είδομεν, αναλόγως των λόγων ή των ειδών, προς α βλέπει και καθ' α μορφούται, επομένως άπασαι αι τέχναι από τγς αϋλοτάτης θεωρίας της μουσικής μέχρι της υλικωτάτης εφηρμοσμένης αρχιτεκτονικής, την αρχή αυτών έχουσι και την αιτίαν τούτο μεν εν τη ιδιαιτέρα της ανθρωπίνης ψυχής κλίσει εις το να ατενίζη και εμφορήται υπό τούτων μάλλον παρά υπ' εκείνων των ιδεών, τούτο δε εις την επί των ψυχών εξασκουμένην υπό των ιδεών εκείνων γονιμοποιόν επίδρασιν.

Ότι ταύτα είναι εξήγησις της των τεχνών φύσεως πολύ ανωτέρα της παρά Πλάτωνι και Αριστοτέλει απαντώσης το βλέπει τις εκ πρώτης όψεως. Παρά Πλάτωνι, ενώ πάσα ανθρωπινή πράξις είναι άμεσος της ιδέας απομίμησις, μόνον αι καλαί τέχναι είναι απομιμήσεις ουχί της ουσίας των πραγμάτων και της φύσεως αλλά της εξωτερικής αυτών μόνον εμφανίσεως[4]. Πάσαι αι μιμητικαί τέχναι, μηδ' αυτής της ποιήσεως εξαιρουμένης, είναι ειδωλοποιητικαί[5]. Ο τέκτων, ο κλινοποιός, ο υποδηματοποιός είναι ανώτεροι του ζωγράφου, του γλύπτου και του ποιητού, διότι των τελευταίων αι τέχναι είναι φάσματος και ειδώλου, έστω τούτο και αρετής είδωλον, μιμήσεις, επομένως τρίται από της αληθείας· ενώ οι πρώτοι μιμούνται αυτήν την αλήθειαν, δηλαδή τας ιδέας, και παράγουσί τι πραγματικώς υφιστάμενον, έστω και ως αντιγραφήν των κατ' εξοχήν όντων[6]. Έπειτα, τέχναι οίαι αι ανωτέρω είναι ωφέλιμοι και χρήσιμοι, ενώ αι καλαί τέχναι όχι μόνον είναι παιδιαί τίνες προς ηδονήν και ουδέν άλλο εφευρημέναι, αλλ' είναι και επιβλαβείς παιδιαί, εφ' ων χρέος έχει να επαγρυπνή η πολιτεία με το μαστίγιον ανά χείρας[7].

Το ότι ο Πλάτων ανάγει την καλλιτεχνικήν ενέργειαν εις την έμπνευσιν, δεν αλλοιοί την περί των καλλιτεχνών καταφρονητικήν αυτού γνώμην[8]. Απεναντίας εις τας εμπνεύσεις ταύτας χρεωστούσιν αι τέχναι τον μειονεκτικόν αυτών χαρακτήρα. Διότι υπό την επήρειαν της κατεχούσης αυτούς μανίας οι τεχνίται δρώσιν άνευ συνειδήσεως της των πραγμάτων αξίας, άνευ επιστημονικής μεθόδου[9]. Αφού δε οι καλλιτέχναι δεν χωρούσι βαθύτερον εις την ουσίαν των όσα επεξεργάζονται, αλλά δρώσι μεν μηχανικώς και ουκ ειδότες μιμούνται δε διά της δράσεως αυτών την εξωτερικήν μόνον εμφάνισιν των αντικειμένων, εννοείται ότι δεν χρειάζονται πολλά τινα διά να ήναι τοιούτοι. Δύο υγιείς οφθαλμοί, δύο επιδέξιαι χείρες, ιδού παν ό,τι αποτελεί τα των γλυπτών και των ζωγράφων αναγκαία εφόδια. Μόνον ο σανδαλοποιός χρειάζεται προς τούτοις να έχη και γνώσιν της ουσίας, ήτοι της ιδέας, καθ' ην ποιεί τα σανδάλια του!

Ο Αριστοτέλης χωρεί πως προσωτέρω εν τη κατανοήσει της των τεχνών φύσεως. Και κατ' αυτόν αι τέχναι είναι μιμήσεις, αλλ' η τάσις προς το μιμείσθαι είναι ψυχολογικώτερον ητιολογημένη[10]. Μιμούνται δε παρ' Αριστοτέλει αι τέχναι γενικώς μεν την φύσιν, ιδιαιτέρως όμως τον άνθρωπον, ως το άκρον άωτον εν αύτη, και εν τω ανθρώπω πάλιν τας πράξεις και τα ήθη αυτού προ πάντων[11]· ως και η ορχηστική είναι μιμητική ηθών και παθών και πράξεων. Όπου όμως η τέχνη τελειοποιεί την φύσιν, ως η ορχηστική τας κινήσεις του σώματος, το άσμα την δύναμιν και ευστροφίαν της του αδόντος φωνής, ποιεί τούτο ουχί ως κύριον αυτής έργον, αλλ' ως συμβεβηκός μόνον, εκτός του προορισμού αυτής κείμενον[12].

Εν τούτοις ο Αριστοτέλης δεν μένει εις το σημείον τούτο. Περί των τεχνών έχει ευθύς εξ αρχής πολύ υψηλοτέραν ή ο Πλάτων ιδέαν· και ό,τι δεν ποιούσιν αυταί αφ' εαυτών εξ οικείας φύσεως το υπαγορεύει αυταίς εκείνος ως καθήκον, ούτινος η εκτέλεσις δεν ταις είναι ανέφικτος. Ουχί λοιπόν το εξωτερικόν μόνον των πραγμάτων οφείλουν αι τέχναι να μιμώνται, αλλά να εισδύωσιν εις την εσωτερικήν αυτών φύσιν, παριστώσαι τον γενικόν και αναγκαίον εν αυτοίς ουχί το μερικόν και τυχαίον. Αλλά και πέραν τούτου χωρεί ο Αριστοτέλης εν οις άξιοι μεν παρά της ποιήσεως να παριστά την πραγματικότητα ουχί ως έχει, αλλ' ως έδει να έχη, ομολογεί δε ότι οι καλοί εικονογράφοι, και άνευ της παρακελεύσεως αύτου ταύτης, εξωραΐζουσι την φύσιν των όσα μιμούνται, καθ' όσον ου μόνον ομοίους ποιούσιν, αλλά και καλλίους γράφουσι συγχρόνως τους ων τας μορφάς αποδίδουσιν[13]. Εν τούτοις η διά της τέχνης τελειοποίησις αυτή της φύσεως δεν υπερβαίνει κυρίως το αναγκαίον και το εικός. Ουχί το κατ' ιδέαν αλλά το γενικόν είναι το ιδιάζον εις τας τέχνας πρόβλημα[14].

Εάν εις τον γλύπτην του Πλάτωνος εχρειάζοντο μόνον οφθαλμοί και χείρες διά να ήναι καλλιτέχνης, ο του Αριστοτέλους έχει ανάγκην και της υψηλοτέρας εκείνης διανοητικής εργασίας, δι' ης οι άνθρωποι κατορθούμεν εκ μερικών τίνων τελειοτήτων εν διαφόροις σώμασι να σχηματίζωμεν γενικήν τινα ιδέαν σωματικής καλλονής, ακριβώς ως σχηματίζομεν τας αφηρημένας εννοίας, τας στερουμένας παντός περιεχομένου, και ουδαμού υπάρχουσας ει μη εν τη συγκρίσει των εξ ων προκύπτουσι μερικών παραστάσεων.

Φιλόσοφος οίος ο Πλωτίνος δεν ήτο δυνατόν να επαναπαυθή επί τοιούτων προηγουμένων και δεν ήτο δυνατον να μη εισδύση βαθύτερον εν τη κατανοήσει της καλλιτεχνικής δημιουργικότητος. Μεταξύ ταύτης και της παραγωγικής δυνάμεως του Αγαθού, το οποίον, ως είδομεν, άμορφον και ανείδεον αυτό, είναι όμως η αιτία πάσης μορφής και κάλλους[15], το οποίον, αόριστον και απειροδύναμον, αναγκάζεται να ορισθή εν τη ενεργείς αυτού, οσάκις παράγει τι νέον δημιούργημα, χωρίς όμως και να ελαττούται κατά την παραγωγικήν ταύτην δύναμιν, υφίσταται τόσον προφανής αναλογία, ώστε, και αν αυτός το παρεσιώπα, δεν θα ήτο δύσκολον να συμπεράνη τις, ότι το οντολογικόν αυτού σύστημα ο Πλωτίνος, ως προς την σχηματικήν διατύπωσιν, το χρεωστεί εις την βαθείαν και ορθήν κατανόησιν της δημιουργικής του ανθρώπου φαντασίας. Εν Ενν. V. 8.1, επιθυμών να καταδείξη τίνι τρόπω η εν τω νοητώ κόσμω καλλονή σχηματίζει τα μετ' αυτήν δημιουργήματα, αυτή μένουσα εν τω νω αμετάβλητος και καλλίων του κάλλους, όπερ μεταδίδει εις όσα μορφοί, φέρει ως παράδειγμα τον δρώντα καλλιτέχνην διά των εξής περίπου λέξεων.

Υπόθες, λέγει, οτι έχεις ενώπιόν σου δυο λίθους εν όγκω, εξ ων ο μεν είναι αρρύθμιστος και τέχνης άμοιρος, ο δε, κατειργασμένος υπό της τέχνης, ανεδείχθη άγαλμα θεού, ή και τίνος ανθρώπου, «θεού μεν Χάριτος ή τίνος Μούσης, ανθρώπου δε μη τίνος, αλλ' ον εκ πάντων καλών πεποίηκεν η τέχνη». Ο τελευταίος ούτος λίθος θα σοι φανή βεβαίως καλός, λέγει ο Πλωτίνος, ουχί όμως διά την ιδιότητα ην έχει να ήναι λίθος· (διότι τότε καλός θα εφαίνετο και ο έτερος) αλλ' έχει το κάλλος αυτού παρά του είδους, ο ενήκεν εις αυτόν η τέχνη. Με άλλας λέξεις, το μάρμαρον χρεωστεί το εαυτού κάλλος εις την ιδέαν, ης την έκφανσιν επραγματοποίησε δι' αυτού η τέχνη. Τώρα, την ιδέαν ταύτην δεν την είχεν η ύλη του μαρμάρου, αλλ' υπήρχεν εν τω εννοήσαντι αυτήν και πριν ή έλθη εις τον λίθον. Ην δε εν τω δημιουργώ η ιδέα αύτη, ον καθ' όσον οφθαλμοί ή χείρες ήσαν αυτώ, αλλ' ότι μετείχε της τέχνης[16]. Εφ' όσον η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει το σύμφυτον πλεονέκτημα να εμφορήται εξαιρετικώς γονιμοποιημένη υπό των ιδεών της τέχνης, εις ουδέν τω χρησιμεύουσι πρόσκτητοι δεξιότητες ή άλλα διανοητικά προτερήματα. Δυνάμει των τελευταίων τούτων δυνατόν να ευδοκίμηση παντού άλλου, ουχί όμως εν τη τέχνη, ήτις δεν επιδρά εκ του νοητού κόσμου επί της ψυχής αυτού, ταύτην μόνον την ζωήν επιδαψιλεύουσα αυτή, την του καλλιτέχνου. Αληθώς, αφού αιτία της ζωής παντός άνθρωπου είναι η εν αυτώ ψυχή, η δε ψυχή ενός εκάστου γίνεται τουθ' όπερ βλέπει εν τω νω, και ζη άρα και ενεργεί κατά τούτο. Ο καλλιτέχνης λοιπόν έχει τας ιδέας της εαυτού τέχνης ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεως αυτού, το δ' εκφαίνειν αυτάς εν τοις εαυτού έργοις, δεν είναι, ειμή ο ιδιάζων τρόπος, καθ' ον η εν αυτώ ζωή εκδηλούται. Ακόμη και αυτός ο χορευτής, λέγει ο Πλωτίνος, κινείται υπό της ιδίας αυτού τέχνης ούτως, ώστε να φαίνηται, ότι ο χορός είναι ο φυσικός τρόπος της ζωής του (Ενν. III. 2. 16. σελ. 267).

Ενταύθα ηδύνατο να προστεθή ως συμπέρασμα, ότι οι τεχνίται ποιούσιν ουχί λογισμώ αλλ' ανάγκη, κατ' αναλογίαν της δημιουργούσης τον κόσμον ψυχής. Τούτο δε τόσω μάλλον καθ' όσον λογισμώ του δειν γενέσθαι ποιεί κατά Πλωτίνον ο τεχνίτης ο αφ' αυτού το ποιείν ουκ έχων, αλλ' επακτόν εκ του μαθείν λαβών τούτο· (III, 2.2.) και καθ' όσον «εν ταις τέχναις ο λογισμός απορουσί τοις τεχνίταις». (IV. 3.18). Ενώ διά τους γνησίους εξ αυτών το ποιείν είναι το κατά φύσιν αυτών έργον, όπως κατά φύσιν έργον αυτών έχουσι τα μουσικά των ζώων το άδειν η πέφυκεν. Ενν. I. 4. I. Εξακολουθών το ανωτέρω παράδειγμα ο Πλωτίνος εισέρχεται εις τας εξής ψυχολογικάς λεπτομέρειας επί του κάλλους της εν τη διανοία του ερμογλύφου ιδέας και του υπό του αγάλματος αυτού εκφραζομένου: Το τελευταίον τούτο δεν είναι αυτή αύτη η ιδέα ην ο καλλιτέχνης προσεπάθει να αισθητοποιήση λαξεύων το άγαλμα. Η ιδέα υφ' ης ορμήθη προς ενέργειαν μένει εν τη φαντασία αυτού ανέφικτος κατά την καλλονήν και τελειότητα μόνον δε το απαύγασμα της καλοποιού αυτής δυνάμεως ήλθεν εις τον λίθον. Διά τούτο το κάλλος του καλλιτεχνήματος υπολείπεται του κάλλους της ιδέας, ην ηβουλήθη να αισθητοποιήση. Ο Πλωτίνος λέγει, ότι ουχί το εν τη τέχνη κάλλος ήλθεν εις τον λίθον, αλλ' εκείνο μεν μένει, άλλο δε απ' εκείνης έλαττον εκείνου. Αλλά ουδέ τούτο έμεινε καθαρόν εν τω λίθω προσθέτει ο βαθυνούστατος ούτος φιλόσοφος, ουδέ οίον εβούλετο ο δημιουργός, αλλ' ηλαττώθη και ετροποποιήθη αναλόγως της μικράς ή μεγάλης αντιστάσεως ην αντέταξεν η ύλη εις την τέχνην.

Ταύτα είναι παρατηρήσεις εκπλήττουσαι τόσω μάλλον διά την ορθότητα και την ακρίβειαν αυτών, καθ' όσον δεν γίνονται υπό συγχρόνου τινός του Φειδίου ή του Πραξιτέλους, αλλ' υπό φιλοσόφου ζώντος εν χρόνοις, καθ' ους εδικαιούτο τις να περιμένη εκείνην ακριβώς την παρεξήγησιν των τεχνών, ην απαντώμεν παρά Πλάτωνι κατά την εποχήν της υψίστης αυτών ακμής εν Ελλάδι. Ουδέ έμεινε παντελώς ασυγκίνητος ο Πλωτίνος εκ της προσβολής, ην υπέστησαν τότε αι τέχναι υπό του φιλοκαλλεστάτου των φιλοσόφων. Τας θεωρεί τούτ' αυτό ατιμασθείσας υπό του Πλάτωνος· και αφείς κατά μέρος το προς αυτόν σέβας διαμαρτύρεται κατά της αδικίας, καίπερ αποκρύπτων το όνομα του αδικούντος. «Ει δε τις τας τέχνας ατιμάζει, λέγει, ότι μιμούμεναι την φύσιν ποιούσι, πρώτον μεν φατέον και τας φύσεις μιμείσθαι άλλα». Τουθ' όπερ όμως σημαίνει κατά Πλωτίνον ουχί ότι η τέχνη είναι μίμησις της μιμήσεως, αλλ' ότι το εν τη φύσει κάλλος είναι άξιον και να χρησιμεύση εις τας τέχνας, ως υπόδειγμα διά τον λόγον, ότι έστι και εν τη φύσει λόγος κάλλους αρχέτυπος (V. 8, 3.) και ότι η φύσις προς το καλόν βλέπουσα ποιεί και προς το ωρισμένον βλέπει. III. 5. I

Έπειτα «δει ειδέναι, προσθέτει ο Πλωτίνος, ως ουχαπλώς το ορώμενον μιμούνται, (αι τέχναι) αλλ' ανατρέχουσιν επί τους λόγους εξ ων και η φύσις». Την αυτήν ορθοτάτην ιδέαν εκφράζει εν Ενν. V. 8, 5, λέγων ότι: «ο τεχνίτης πάλιν αυ εις σοφίαν φυσικήν έρχεται, καθ' ην γεγένηται, ουκέτι συντεθείσαν εκ θεωρημάτων, αλλ' όλην εν τι, ου την συγκειμένην εκ πολλών εις εν, αλλά μάλλον αναλυομένην εις πλήθος εξ ενός». Και διακρίνων έτι άπαξ τους επακτώ τέχνη ποιούντας, εκείνους δηλαδή, όσων η δεξιότης συνίσταται μόνον εις την δουλικήν εφαρμογήν των εν τοις τεχνολογικοίς βιβλίοις συνηθροισμένων κανόνων και θεωρημάτων μιας εκάστης των τεχνών, και τους εξ αυτών την τέχνην κεκτημένους, τα πρωτουργά δηλαδή εκείνα πνεύματα, ων τα έργα αναλυθέντα έδωκαν τους κανόνας, καθ' ους οι πρώτοι μηχανικώς και εκ των υστέρων συνθέτουσι τα εδικά των, εξακολουθεί ο Πλωτίνος: (ν,8,1). Προς τούτοις, «δει ειδέναι και ότι πολλά παρ' αυτών, ποιούσιν αι τέχναι. Και προστιθέασι γαρ ότω τι ελλείπει, ως έχουσαι το κάλλος· επεί και ο Φειδίας τον Δία προς ουδέν αισθητόν ποιήσας, αλλά λαβών οίον αν γένοιτο, ει ημίν ο Ζευς δι' ομμάτων εθέλοι φανήναι».

Τοιούτον το κατ' ιδέαν κάλλος εν τη τέχνη παρά Πλωτίνω. Οι τεχνίται λαμβάνουσιν αυτό εν νω, εις την του παντός αποβλέποντες φύσιν. Ενν. IV. 3. II, και ουχί εκ πολλών συνάγοντες τα εξ εκάστου κάλλιστα, ως εφρόνει ο Σωκράτης[17].

Διά των τελευταίων τούτων εξαγνίζει ο Πλωτίνος εαυτόν δι' όσα, χαριζόμενος τω Πλάτωνι, είπεν εν Ενν. IV. 3. 10, ότι η τέχνη υστέρα της φύσεως ούσα, «μιμείται αμυδρά και ασθενή ποιούσα μιμήματα, παίγνια άττα και ου πολλού άξια, μηχαναίς πολλαίς εις ειδώλων φύσιν προσχρωμένη». Όχι. Η τέχνη ειμπορεί να ήναι υστέρα κατά Πλάτωνα της φύσεως, αλλά το εν αύτη κάλλος είναι ανώτερον του εν τη φύσει όπως έχει αύτη προ των ημετέρων αισθήσεων. Δεν λησμονούμεν ότι τον φυσικόν κόσμον εγνώρισεν ημίν ο Πλωτίνος εν τω Ε' Κεφαλαίου, ως το κάλλιστον και τελειότατον, μετά τα υπέρ αίσθησιν, δημιούργημα. Αλλά το ύψιστον εκείνο και ανυπέρβλητον κάλλος το έχει μόνον εφ' όσον λαμβάνεται ως ενιαίον και αρμονικόν εν τη ποικίλη πολλαπλότητί του σύστημα, εφ' όσον είναι τουθ' όπερ λέγομεν το σύμπαν. Το σύμπαν όμως τούτο, ως σύνολον ουδείς δύναται να το αντιληφθή όπως απολαύση του κάλλους αυτού συλλήβδην άλλως ει μη διά του νου. Ό,τι προσπίπτει εις τας αισθήσεις ημών εκ της καλλονής αυτού είναι τεμάχια τίνα μόνον και μέρη του όλου. Περί τούτων όμως, όπως περί πάσης μερικής υπάρξεως επί γης, γνωρίζομεν, ότι το κάλλος αυτής ελαττούται αναλόγως της τάξεως εις ην ανήκει η εμψυχούσα αυτήν ιδέα, δηλαδή αναλόγως της από του νοητού κόσμου αποστάσεως της ψυχής και του βαθμού, καθ' ον οι αμυδροί αυτής λόγοι επεκράτησαν επί της προς ην εκοινώνησεν ύλης. Ενώ αι των τεχνητών ψυχαί διαφέρουσαι των άλλων τιμιότητι, (V. 9. 13) και τους λόγους αμέσως παρά της εν τω νω Τέχνης λαμβάνουσαι, ενεργούσι μορφούσαι την ύλην διά δυνάμεως πρώτης τάξεως. Διά τούτο όπου οι λόγοι της φύσεως εξασθενήσαντες απέτυχον του καλλυντικού αυτών προορισμού, της ύλης ανθισταμένης εις την τελείαν επ' αυτής επικράτησιν της ιδέας, εκεί έρχονται δι' ισχυροτέρων δυνάμεων αι τέχναι αναπληρούσαι τας ελλείψεις της φύσεως, τελειοποιούσαι τα δημιουργήματα της. Καθ' όσον δε ποιούσι τούτο αποβλέπουσαι ουχί εις τους καθ' έκαστα λόγους, ων το αίσχος έρχονται να καλλύνωσιν, αλλά εις τον αρχέτυπον εκείνον, καθ' ον εγένετο αυτό τω σύμπαν ολόκληρον, κατά τοσούτον τα έργα των τεχνών είναι αναμφισβητήτως τελειότερα και καλλίω των της φύσεως πλασμάτων. Τα καλλιτεχνήματα δεν είναι μέρη και τεμάχια τινα κόσμου, όπως είναι τα φυσικά φαινόμενα καθ' έκαστα, αλλ' είναι έκαστον καθ' εαυτό ολόκληρος μικρόκοσμος,

Την παρά Πλωτίνω υπεροχήν της τέχνης υπέρ την φύσιν ορθώς διέκριναν και ευγλώττως διηρμήνευσαν τόσον ο Zimmermann, (σελ. 141 και εξής) όσον και ο E. Müller (II. 312 και εξής). Εκ των όσα δε υπεσημείωσεν ο Brenning (σελ. 25. 3.) περί τούτου τα μεν αφορώντα τον τελευταίον συγγραφέα, ως εκλαβόντα δήθεν το τεχνητόν κάλλος περιπεφρονημένον υπό Πλωτίνου, βασίζονται προδήλως επί υπερεσπευσμένης κριτικής· ορθότατα όμως έχουσιν όσα λέγει περί της διαφοράς της φύσεως και της του τεχνίτου ψυχής εν τω δημιουργείν, τόσω μάλλον, καθ' όσον ο Brenning μένει πιστότερος των άλλων εις το του Πλωτίνου λεκτικόν.

Αληθώς ως προς την υπό νεώτερον πνεύμα ερμηνείαν του σημείου τούτου της πλωτινείου καλολογίας οι δύο προμνημονευθέντες συγγραφείς ουδεμίαν σχεδόν αφήνουσιν υπερβολήν εις τους μετ' αυτούς μελετώντας· ως προς την πιστήν όμως απόδοσιν της του Πλωτίνου γνώμης, κατά τον τρόπον του λέγειν αυτού του ιδίου, ειμπορεί τις να συμπλήρωση τόσον τα υπ' αυτών ενθουσιωδώς αναπτυχθέντα, όσον και τα υπό του Brenning διά βραχέων σημειωθέντα.

Εν Ενν. III, 8, 2, ερμηνεύων τίνι τρόπω δημιουργεί η φύσις ο Πλωτίνος λέγει, ότι όπως η εργασία των κοροπλαθών και πάντων εν γένει των τας τοιαύτας τέχνας μετερχομένων προϋποθέτει μίαν μόνιμον δύναμιν, δι' ης και καθ' ην παράγουσι τα εαυτών έργα οι τεχνίται, ούτω πρέπει και περί της δημιουργούσης φύσεως να εννοήσωμεν «ως μένειν δει και ενταύθα την δύναμιν, την ου διά χειρών ποιούσαν και πάσαν μένειν». Εν τούτοις η άνευ οργάνων εργαζομένη δημιουργική αύτη δύναμις συνοδεύεται εν τη εξασκήσει της υπό τόσης μόνον συναισθήσεως και συνέσεως του εαυτής έργου όση είναι η συναίσθησις και σύνεσις του υπνούντος παραβαλλομένη προς την του εγρηγορότος· (αυτόθι § 4). Τα μερικά της φύσεως προϊόντα αυξάνουσι και φθίνουσι, γεννώνται και παρέρχονται, όπως τα τερπνά του κοιμωμένου όνειρα, εκ του περιεχομένου μεν της εαυτού ψυχής λαμβάνοντα την ύπαρξιν και εις αυτό διαλυόμενα πάλιν, αλλ' άνευ της συνεκτικής του έχοντος αυτά συνειδήσεως, χωρίς της υψηλής επ' αυτών εποπτείας της νοήσεως, χωρίς της του νου ενεργητικής παρεμβάσεως, δι' ης και μόνης αι ασυνάρτητοι και συγκεχυμέναι του καθεύδοντος παραστάσεις θα υπήγοντο εις υψηλοτέραν τινά μορφήν και θα εγίνοντο σαφείς, αληθείς ιδέαι.

Διά τούτο, λέγει ο Πλωτίνος, τα καθ' ύπνον ταύτα θεωρήματα της φύσεως είναι αμενηνή τις ζωή και ασθενής παντάπασι, διότι «ασθενούσα θεωρία ασθενές θεώρημα ποιεί»[18]. Συνέπεια τούτου είναι, ότι τα εκ της φύσεως γεννηθέντα δεν δύνανται να παραγάγωσιν αφ' εαυτών τι χωρίς της νέας πάλιν επεμβάσεως της του παντός ψυχής.

Άλλως έχει το πράγμα ως προς την τέχνην. Την τέχνην παραβάλλει ο Πλωτίνος με την δημιουργικήν δύναμιν της πρώτης, της νοερωτέρας του παντός ψυχής, «ης η θεωρία και το φιλομαθές και το ζητητικόν και η εξ ων εγνώκει ωδίς και το πλήρες πεποίηκεν αυτήν θεώρημα παν γενομένην άλλο θεώρημα ποιήσαι». Διότι ούτω, λέγει, ποιεί η τέχνη «όταν εκάστη πλήρης η. Άλλην οίαν μικράν τέχνην ποιεί εν παιδίω ίνδαλμα έχοντι απάντων», (αυτόθι § 5).

Ουδέ ηδύνατο να έχη άλλως αφού πρόκειται ουχί περί της επακτού, αλλά περί της αληθούς τέχνης εκείνης, ήτις υπ' αυτών των ειδών πληρουμένη παραγωγικής δυνάμεως, ποιεί ουχί λογισμώ, αλλά νω. (Ενν. IV. 8.8.) Ακριβώς δηλαδή όπως είδομεν εν γένει την του παντός ψυχήν δημιουργούσαν. Εάν τώρα προσθέσωμεν ότι «ου ταύτον κάλλος επί μέρει και όλω και πάσι και παντί», (Ενν. II. 9,17) αλλ' ότι η μεν όλη του αισθητού κόσμου μορφή απόνως και ανεμποδίστως καλή έστι, εν τοις υστέροις όμως τα μέρη αυτού καθ' έκαστα, «δι' άλληλα εμποδίζοντα πολλάκις αποστερείται του τυχείν μορφής της οικείας, ην ο λόγος ο εν σμικρώ θέλει» Ενν. IV 3. 10. σελ. 380, συμπληρούμεν την διδασκαλίαν του Πλωτίνου ούτως, ώστε να φαίνηται μεν η υπεροχή του τεχνητού κάλλους ως προς το εν τη φύσει, να ορίζηται όμως το ειδικόν έδαφος, εφ' ου και μόνου δέδοται τοις τεχνίταις να εξασκώσι την καλοποιόν αυτών δύναμιν: Εν τω συνόλω των ενεργειών αυτής η φύσις είναι ανυπέρβλητος ανέφικτος αριστοτέχνης οικτρώς δε ναυαγεί και η υψίστη καλλιτεχνική μεγαλοφυία οσάκις συναγωνίζεται προς αυτήν, εξωπλισμένην δι' όλων αυτής των δυνάμεων συγχρόνως. Τούτο η εν γένει τέχνη το συνησθάνθη ανέκαθεν. Διό και ανέθηκε τον προορισμόν αυτής εις ειδικωτέρας τέχνας, εκάστη των οποίων σήμερον δι' απάντων αυτής των μέσων και των δυνάμεων ανταγωνίζεται προς μίαν ωρισμένην ή προς μερικάς τινας της φύσεως δυνάμεις. Μόνον τοιουτοτρόπως και μόνον εφ' όσον ο ανταγωνισμός ούτος γίνεται προς τα καθ' έκαστα του αισθητού κόσμου αι τέχναι είναι και θα ήναι ανώτεραι της φύσεως.

Υπό την έποψιν ταύτην ηδύνατο ισως να εξηγηθή τόσον το αξίωμα του Πλωτίνου, ότι «αισχίων ζων καλλίων του εν αγάλματι καλού», όσον και τα τήδε κακείσε παρ' αυτού λεγόμενα περί της εν γένει απουσίας του κάλλους από των νεκρών και αψύχων. Βέβαιον είναι, ότι η τέχνη εν τη απεικονίσει νεκρών σωμάτων δύναται να ποιήση θαύματα καλλονής, οία είσι λόγου χάριν η υπό του Δανιήλ da Vlotera αποκαθήλωσις του Χρίστου[19], ο υπό του Rubens [20] ή ο υπό του Van Dyk θρήνος επί του νεκρού του Σωτήρος[21], η Pieta του Μιχαήλ-Αγγέλου [22]κτλ. Αλλά τον διά τοιούτων αυτής έργων θρίαμβον κατα της ασχήμιας της φύσεως που τον οφείλει άρα γε η τέχνη; Δεν είναι η απουσία της ζωής η απαλλάττουσα αυτήν του ισχυρότατου της αντιπάλου και περιορίζουσα το πρόβλημα της εις το τίνι τρόπω να συναγωνισθή μόνον προς την υπολειπομένην αμυδράν έκφρασιν της χρωστικής και της πλαστικής δυνάμεως της φύσεως; και προς λύσιν του προβλήματος τούτου δεν είναι ο θάνατος ισχυρός αρωγός της αδυναμίας της τέχνης; Όπως δήποτε, όσω ζωτικώτερα τα καλλιτεχνήματα, τόσω δυνατότερα λογίζεται η τέχνη, και όπου ακόμη αυτή υπολείπεται ως προς την μορφήν και τους τύπους. Το ότι ο Τιτσιανός αμαρτάνει ενίοτε ως προς τας αναλογίας των σωματικών μελών δεν μας εμποδίζει να τον θαυμάζωμεν ως αριστοτέχνην της κατά ζωήν παραστάσεως· και η περί τους τύπους ακρίβεια κλασσικών τίνων δραματοποιούν του κόσμου δεν προβιβάζει την αξίαν αυτών απέναντι του υπερορώντος τους κανόνας Σαιξσπήρου.

Εν τούτοις ούτε ο περιλάλητος της Αλβίωνος κύκνος, ούτε οι άγνωστοι έτι αριστοτέχναι των Περγαμηνών μαρμάρων, με όλην την εν τοις έργοις αυτών ζωτικότητα, θα ισχύον να ικανοποιήσωσι τας καλολογικάς του Πλωτίνου αξιώσεις ως προς την της ζωής παράστασιν. Η τέχνη υπερνικά την φύσιν, είπομεν, μόνον καθ' όσον συναγωνίζεται προς μερικάς αυτής δυνάμεις· ζωή όμως είναι η αρμονική ενέργεια απασών αυτής των δυνάμεων συγχρόνως. Και όχι μόνον τούτο· η αρμονική των φυσικών δυνάμεων ενέργεια, προηγηθείσα της τέχνης, παρήγαγε τον αισθητόν κόσμον εν τε τω συνόλω και εν τοις μέρεσιν αυτού ούτως, ώστε ουδέν πλέον υπολείπεται εις το οποίον να δώση εκ του μηδενός η τέχνη ζωήν και ύπαρξιν. Ως προς ταύτα λοιπόν ούτε δύναται ούτε πρέπει ποτέ να συναγωνισθή μετά της φύσεως η τέχνη. Ό,τι θα τη συνεβούλευεν ο Πλωτίνος είναι ότι εν τοις έργοις αυτής τοις μερικοίς οφείλει να παριστά ολοσχερή την έκφρασιν της αρμονικής εκείνης συνεργασίας απασών των της ζωής δυνάμεων. Αληθώς ειπείν ο Πλωτίνος ουδεμίαν κληροδοτεί τοις τεχνίταις υποθήκην ως προς το πρακτικόν της εργασίας αυτών μέρος γνωρίζει μόνον ότι ο ποιητής αγάλματος «ο δει καλόν γενέσθαι, το μεν αφαιρεί, το δε απέξεσε το δε λείον το δε καθαρόν εποίησεν, έως έδειξε καλόν επί τω αγάλματι πρόσωπον»· (Ενν. I. 6. 9) και δεν αγνοεί, ότι όπως εν πάση περιπτώσει αρμονία είναι «εκάστου μέρους το αυτώ προσήκον ποιούντος», ούτω και εν τη μουσική «ου μόνον δει συνάδειν, αλλά και έκαστον καλώς το αυτού άδοντα οικεία μουσική». (Ενν. III. 6, 2). Επομένως ηδύνατο να τον εκλάβη τις υπολειπόμενον πολύ του παρά Ξενοφώντι Σωκράτους, όστις δίδει εις τον Παράσσιον και τον Κλείτωνα τας σοφάς εκείνας υποθήκας περί των καθ' έκαστα της τέχνης εκατέρου. (Άπομν. III. 10). Εντούτοις τούτο θα εποίει, μόνον όστις ήλπισε να εύρη παρά τω ημετέρω φιλοσόφω καλολογικόν σύστημα εκ προθέσεως τελειωθέν εν τε τω συνόλω και τοις μέρεσιν αυτού· αλλ' ημείς προελάβομεν να είπωμεν ότι τοιούτον τινα σκοπόν ο Πλωτίνος δεν επιδιώκει· επαναλαμβάναμεν δε ενταύθα, ότι τας περισσοτέρας περί των τεχνών θεωρίας αυτού συμπεραίνομεν εξ όσων εν παρομοιώσει λέγει περί αυτών προς εμπέδωσιν της μεταφυσικής και της οντολογίας αυτού κυρίως. Εάν τώρα η χρήσις τοιαύτης τινός μεθόδου δεν είναι όλως διόλου ασυγχώρητος, έχομεν να δείξωμεν τον Πλωτίνον και ως προς τούτο το σημείον ανώτερον των προ αυτού περί του καλού φιλοσοφησάντων.

Εν Ενν. IV. 4 23, επιθυμών ο Πλωτίνος να δείξη τίνι τρόπω με όλας τας εν τοις καθ' έκαστα σκιάς και ατελείας, υφίσταται φυσική και αβίαστος η λαμπρά και αρμονική του σύμπαντος ζωή, παραβάλλει τον όλον κόσμον προς την όρχησιν εκείνην, περί ης εν τοις προηγουμένοις είδομεν, ότι είναι τρόπον τινά η κατά φύσιν ζωή του ορχουμένου· «αλλά τα μέρη του την όρχησιν παρεχομένου καθ' έκαστον σχήμα εξ ανάγκης ουκ αν ωσαύτως δύναιτο έχειν, των μελών του σώματος ταύτη συνεπομένων και καμπτομένων, και πιεζόμενου μεν έτερου, ανιεμένου δε άλλου, και του μεν πονούντος, του δε αναπνοήν τινά εν τω διαφόρω σχηματισμώ δεχόμενου, και η μεν προαίρεσις του ορχουμένου προς άλλο βλέπει, τα δε πάσχει τη ορχήσει επομένως και υπουργεί τη ορχήσει και συναποτελεί την πάσαν, ώστε τον εμπειρόν ορχήσεως ειπείν αν, ως τω τοιούτω σχηματισμώ αίρεται μεν υψού τοδί μέλος του σώματος, συγκάμπτεται δε τοδί, τοδί δε αποκρύπτεται, ταπεινόν δε άλλο γίνεται, ουκ άλλως του ορχηστού προελομένου τούτο ποιείν, αλλ' εν τη του όλου σώματος ορχήσει θέσει ταύτην αναγκαίαν ισχόντος τούδε του μέρους του την όρχησιν διαπεραίνοντος» λέγει ο Πλωτίνος εν τω ανωτέρω χωρίω, και είτα προσθέτει: «Τούτον τοίνυν τον τρόπον και τα εν ουρανώ φατέον ποιείν». Την τελευταίαν ταύτην φράσιν εάν τις ήθελε μεταβάλει εις το: τούτον τοίνυν τον τρόπον και τους τεχνίτας φατέον ποιείν», θα εξέφραζε νομίζομεν ορθότατα το πώς ο Πλωτίνος εννοεί την σύστασιν των αληθών καλλιτεχνημάτων. Νομίζομεν δε τούτο ουχί εξ απλού προς τον άνδρα θαυμασμού, αλλά διότι μας υπαγορεύεται υπ' αυτής της φύσεως της αυτού καλολογίας. Αφού η του παντός ψυχή παράγει το σύμπαν όπως ο γλύπτης εν άγαλμα, και αφού η τέχνη δημιουργεί τα εαυτής έργα προς την του παντός αποβλέπουσα φύσιν, επόμενον είναι τα έργα του τεχνίτου να ήναι εν τη μερικότητι αυτών, ό,τι είναι το σύμπαν εν τη ολότητί του· να ήναι δηλονότι, ως και προηγουμένως είπομεν εντελείς και άρτιοι μικρόκοσμοι. Μόνον τοιουτοτρόπως εννοείται διατί το τεχνητόν κάλλος, καίτοι στερείται φυσικής ζωής, τίθεται όμως υπό του Πλωτίνου ανώτερον τής εν τη φύσει καλλονής και εκτιμάται αξιώτερον, παρ' ό,τι τουτο συμβαίνει εν τοις διαλόγοις του Πλάτωνος. Εν τοις μερικοίς της φύσεως δημιουργήμασι το κάλλος υφίσταται σπανίως και ούτως ειπείν κατ' εξαίρεσιν, ουδέποτε όμως ως ανελλιπής της ιδέας έκφρασις. Οι μορφωτικοί των υλικών στοιχείων λόγοι, αποστάντες του νοητού κόσμου, εγένοντο αμυδρότερα κάλλη και ασθενέστεραι δυνάμεις. Εν τοιαύτη δε καταστάσει ερχόμενοι εις επαφήν μετά της ύλης, ούτε απάντων των στοιχείων αυτής ισχύουν να επικρατήσουν, ούτε το αρχικόν της ιδέας κάλλος* αντιπροσωπεύσουν αισθητοποιούμενοι. Άλλως έχει το πράγμα ως προς την τέχνην. Αύτη επιλαμβανομένη της ύλης διά της του τεχνίτου ψυχής, ην ελόγωσε, δεν απέστη και της μετά του νου συνάφειας. Αλλ' ενώ οι λόγοι δι' ων μορφούνται τα μερικά του αισθητού κόσμου φαινόμενα κατάγονται εκ της δευτέρας, της ασθενεστέρας του παντός ψυχής, αι ιδέαι δι' ων αι ψυχαί των τεχνιτών εμφορούνται και καθ' ας δημιουργούσιν, είναι τα άμεσα του νοητού κόσμου απαυγάσματα. Αφού δε η τέχνη είναι ιδέα ήτις δεν εξέπεσε της αρχικής αυτής τελειότητος, άρα και το καλόν το οποίον παράγει είναι η δυνατή έκφρασις αυτού εκείνου του νοητού κάλλους, προς ο αποβλέπει ποιούσα. Διά τούτο και το τεχνητόν καλόν χρησιμεύει παρά Πλωτίνω ως εθιστικόν της των ανθρώπων ψυχής μέσον, δι' ου τις ανάγεται από της αγάπης του εν σώμασιν, εις την αγάπην του ηθικού, και είτα του νοητού κάλλους. (Ενν. I. 3. 2. και I. 6. 9). Πλην ενταύθα επατήσαμεν το σύνορον ένθα λήγει η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω και άρχεται η ηθική αυτού και η θεοσοφία.

Ο Πλωτίνος αναχωρών εκ της αρχής, ότι «το πρώτον ποιούν πάν καθ' αυτό κρείττον είναι δει του ποιούμενου»[23] επιστρέφει από του κάλλους το οποίον ο τεχνίτης επάγει εις τα εαυτού έργα προς το κάλλος το οποίον, ως είδομεν, ην εν τω εννοήσαντι πριν ελθείν εις τον λίθον, και θεωρεί το τελευταίον τούτο κάλλιον του πρώτου, πολλω όμως άμεινον το εν τη τέχνη, εξ ης, ως ιδέας, είχε λαβούσα το κάλλος η του τεχνίτου ψυχή, ως αρετήν αυτής και τελειότητα. Και ούτω καθεξής ανέρχεται κατά διάνοιαν ο Πλωτίνος εις το αμήχανον και θαυμάσιον κάλλος του νου μονουμένου, το οποίον εισήγαγε μεν ημίν ευθύς αρχόμενος του πρώτου αυτού βιβλίου, (Ενν. I. 6.1.) εξαίρει δε και εκθειάζει εν τοις μετά ταύτα, οσάκις τω δοθή αφορμή, διά της ιδιαζούσης αυτώ περί τα τοιαύτα θερμότητος και αληθώς θρησκευτικού οίστρου. Διότι το κάλλος τούτο είναι τα μυστηριώδη προπύλαια τα επιπροσθούντα της αδύτου κατοικίας του υψίστου θεού του Πλωτίνου, είναι η μαγική αυλαία, όπισθεν της οποίας άπλετος απαστράπτει διαφαινομένη η αγία του Αγαθού λάμψις, θέλγουσα και καλούσα προς την εν αυτή μακαριότητα τας πεπλανημένας ψυχάς των ανθρώπων, (έλκον προς αυτό και ανακαλούμενον εκ πάσης πλάνης, ίνα προς αυτό αναπαύσαιτο. Ενν. VI 7. 23). Υπό την έποψιν ταύτην δύναται να είπη τις αληθώς μετά του Zimmermann, (σελ. 142) ότι η τέχνη παρά Πλωτίνω είναι θρησκεία και η αγάπη του καλού λατρεία της ανθρωπίνης ψυχής προς τον Θεόν αναφερομένη. Ο ερών φέρεται προς το ερώμενον ελκόμενος ουχί υπό του εξωτερικού αυτού κάλλους, αλλ' υπό της μυστηριώδους εν αυτώ παρουσίας της του Αγαθου δυνάμεως, ην ο Πλωτίνος εγνώρισεν ημίν εν τοις προηγουμένοις ως χάριν επιθέουσαν τω κάλλει. Το πάθος ο εξ αρχής έπαθεν ο εραστής είναι «εκ σέλαος αμυδρού, έρως φωτός μεγάλου». (Ενν. VI. 7. 33) και όσω ακαταληπτότερον, όσω αοριστότερον είναι το όπισθεν των ωρισμένων χαρακτηριστικών του ερωμένου μαντευόμενον κάλλος του Αγαθού, τόσον ακαταμάχητον το θέλγητρον τόσον ακατάσχετος ο πόθος. «Και μην ότου αν ποθεινού όντος μήτε σχήμα μήτε μορφήν έχεις λαβείν, ποθεινότατον και ερασμιώτατον αν είη και ο έρως αν άμετρος είη· ου γαρ ώρισται ενταύθα ο έρως, ότι μηδέ το ερώμενον»[24]. Λαμβάνει δηλαδή ενταύθα χώραν εν τη υψίστη αυτού εντάσει ο απερίγραπτος εκείνος πόθος, η τερπνή και άπειρος περιέργεια, την οποίαν άριστοι τεχνίται ηξεύρουν να διεγείρωσιν επιτυχώς καλύπτοντες ούτως αμυδρώς το εν σώμασι κάλλος, ώστε η φαντασία των θεωμένων να ενασχολήται μαντευομένη και πλάττουσα αυτό όπισθεν των ημιδιαφανών πέπλων αόριστον και διά τούτο αμέτρως καλόν.

Αλλ' όπως εν τω μερικώ τούτω παραδείγματι ούτω γενικώς η τέχνη ουδέν άλλο ποιεί κυρίως ει μη εκπνευματίζει επεξεργαζομένη την ύλην μέχρι τοσούτου βαθμού, ώστε το κάλλος της ιδέας, κεκαλυμμένον τέως υπό τον ακατέργαστον, τον παχυλόν της φύσεως πέπλον, να διαφώσκη τώρα, διεγείρον εν τη ψυχή του ανθρώπου το βαθύ εκείνο συναίσθημα αφ' ενός μεν της ιδίας αυτού ατελείας, αφ' ετέρου δε της ζηλωτής και μακάριας τελειότητος του πνεύματος του παράγοντος το τοιούτον κάλλος. Και είναι επομένως η τέχνη καθαρτική μεν της ανθρωπινής καρδίας από του ρύπου των κακιών, εξαρτική δε του φρονήματος της ψυχής ημών από των ατελών εις τα τέλεια, από των φθαρτών και εφήμερων εις τα αΐδια και αιώνια. Διότι το καλόν το όποιον τις αισθάνεται και αγαπά διεγείρει εν τη ψυχή αυτού την ενδόμυχον τάσιν να εξομοιωθή προς αυτό, ακριβώς όπως ο εραστής ρυθμίζεται κατά το ερώμενον.

Τοιαύτη η καλολογία του Πλωτίνου, όπως ημείς την αντελήφθημεν, αναδιφήσαντες και παραβαλόντες πάντα ανεξαιρέτως τα χωρία εφ' ων φαίνεται βασιζόμενη. Εκ του σημείου τούτου επιστρέφοντες το βλέμμα επί της ημετέρας μελέτης ευρίσκομεν, ότι εξ όσων ανέγνωμεν επί του αυτού θέματος παρά τοις ξένοις, ούτε πολλάς τινας γνώμας εξήρομεν εν ταις σελίσιν ημών ούτε μακρά τινα χωρία παρεθήκαμεν. Τούτο συμφωνεί προς την αρχικήν ημών πρόθεσιν, ήτις ήτο: να μη επαναλάβωμεν ό,τι οι άλλοι είπον εν συντόμω περί τής καλολογίας ενός των μεγίστων φιλοσόφων της Ελλάδος, αλλά να εκθέσωμεν ευλήπτως και σαφώς τι ημείς αυτοί εύρωμεν παρ' αυτώ περί του καλού ειρημένον και πώς το εννοήσαμεν. Εάν εν τισι των ερμηνειών ημών ηπατήθημεν, όπερ είναι λίαν πιθανόν, προκειμένου περί φιλοσόφου οίος ο Πλωτίνος, θα ήμεθα, ελπίζομεν, συγγνωστοί υπ' εκείνων όσοι κατανοουσιν, ότι επίτηδες προς οριστικήν διευκρίνισιν των μέχρι τούδε κακώς ή ασαφώς ερμηνευθέντων εν τη καλολογία των νεοπλατωνικών, περιεσυνάξαμεν και εσημειώσαμεν εν τω βιβλία) τούτω άπαντα σχεδόν τα σχετικά προς αυτήν χωρία εκ των Εννεάδων του Πλωτίνου, απλοποιήσαντες και διευκολύναντες ούτω το έργον των μεθ' ημάς επιληφθησομένων της ορθοτέρας αυτών ερμηνείας. <references>

  1. Ενν. V. 9. 3. Ταύτη δε (τη ψυχή) νουν χορηγόν των λόγων γεγονέναι, ώσπερ και ταις των τεχνιτών ψυχαίς παρά των τεχνών τους εις το ενεργείν λόγους· νουν δε τον μεν ως είδος της ψυχής τον κατά την μορφήν, τον δε τον την μορφήν παρέχοντα ως τον ποιητήν του ανδριάντος, πάντα ενυπάρχει α δίδωσι, κτλ. Ίδ. και § 5. Δια τούτο δε λέγει ο Πλωτίνος, ότι όπως δεν υπάρχει ουδέν των παρά φύσιν εν τω νοητώ κόσμω, ούτω και ουδέν των παρά τεχνών εν τέχναις. Ο κακός τεχνίτης έοικεν αισχρά είδη ποιουντι, και ειναι αντίφασις αυτός εις εαυτόν, επομένως δεν είναι τεχνίτης. III. 8. 7. εν τέλει.
  2. Αριστοτελ. Μεταφ. XIII, 3. 1078.
  3. Ενν. VI. 3. 16.
  4. Ίδ. Σοφιστ. 266. Β. και εξής. Πρβλ. περί των εξής. E. Müller, I, 81.
  5. Σοφιστ. 233. D. Πολιτ. Χ. 595. X. 598. D.
  6. Κρατ. 423. C. Νομ. 889. C.
  7. Πολιτικ. 288.C. Πολιτ. X. 602, Β. II.373. Β. Νόμ., II,653. C. 655. D. 656.
  8. Zeller III, σελ. 511. και 797.
  9. Φαίδρ. 245. Α. Απολ. 22. Β. Μένων. 99. D. Νομ. IV. 719.C. Ίων. 533. D· και εξής. Πολιτ. Χ 598. Β 602 Β. Συμπ. 209 D.
  10. Ποιητ. 4. εν αρχή.
  11. Φυσικ. II. 8.
  12. Ένθ' ανωτέρω σελ. 199. α.
  13. Ποιητ. 15. 1451. β.
  14. Ποιητ. ένθ' ανωτ. και κεφ. 9, εν αρχή· προ πάντων δε 15. 1454. κ. Zeller. IV. σελ. 768. Πρβλ. όμως και Zimmermann σελ. 63.
  15. Ενν. VI. 7. 32.
  16. Εν Ενν. V. 9.3, και αλλαχού ενίοτε ο Πλωτίνος εισάγει τας τέχνας αυτάς εργαζομένας, την μεν ανδριάντα, την δε κλίνην, την δε οικίαν, είδους του παρ' αυτή ενθέσει· αναλόγως προς όσα είδομεν περί των μορφωτικών δυνάμεων, ότι αύται εξασκούνται ουχί πάντοτε υπό της ψυχής αλλά και αμέσως υπ' αυτών των ειδών επί της ύλης.
  17. Ίδ. Ξενοφ. Απομν. III. 10. 2. Επομένως το ιδανικόν λεγόμενον κάλλος δεν δύναται παρά Πλωτίνω τουλάχιστον να ονομασθή, ως ο μακαρίτης Κοραής προτείνει (εν Ύλη Γαλ· Λεξ. σελ. 181) κάλλος συνακτόν.
  18. Ενν. II. 4.5. λέγει ότι μορφουμένη η ύλη ωρισμένον μεν τι γίνεται, ου μην ζών ουδέ νοούν, αλλά νεκρόν κεκασμημένον, και η μορφή δε είδωλον· ώστε και το υποκείμενον είδωλον.
  19. Η εικών εύρηται εν τη των καλογραιών εκκλησία S. Trinita ai monti εν Ρώμη.
  20. Εν τη πινακοθήκη των Βρυξελών.
  21. Εν τη πάλαια πινακοθήκη του Μονάχου.
  22. Εν τω ναώ του αγ. Πέτρου εν Ρώμη.
  23. Ίδ. και Ενν. VI. 7. 33.
  24. Ενν. VI. 7. 32.