Η συνάντησις
Η συνάντησις Συγγραφέας: Μεταφραστής: Νικόλαος Σπανδωνής |
- Η συνάντησις
Εκεί κάτω θα με περιμένης!
Άφευκτα θα σ' επανεύρω
στον βαθύν και σκοτεινόν εκείνον κάμπον.
(Αυτό το έγραψεν επάνω στον τάφον της γυναικός του ένας Άγγλος Δεσπότης).
Μυστηριώδη και άτυχε άνθρωπε!
Θαμβωμένος από την λάμψιν της ιδίας σου φαντασίας, εγκρεμίσθηκες, ενώ έλαμπαν ακόμη τα ωραία σου νειάτα. Σ' επαναβλέπω με τον νου μου!
Μου παρουσιάζεσαι ακόμη μια φορά, όχι τέτοιος, όποιος είσαι τώρα μέσα στη σκοτεινιά του Άδου, αλλά τέτοιος που έπρεπε να είσαι, σκορπίζοντας σ' όλους τους ανέμους μιαν ύπαρξι γεμάτη μεγαλοπρέπεια και όνειρα, μέσα στην σκοτεινήν πόλιν των οραμάτων, στη Βενετία σου, στον γεμάτον από άστρα αυτόν παράδεισον κοντά στη θάλασσα, με τα παλάτια της που στο πνεύμα του Παλλάδιο χρωστά, τα παλάτια της με τα μεγάλα παράθυρα, που λες και ρεμβάζουν επάνω στα μυστηριώδη και σιγηλά νερά της.
Ναι! Το ξαναλέω, όπως έπρεπε να ήσουν!
Είναι βέβαια και άλλοι κόσμοι ξέχωρα απ' αυτόν εδώ κάτω, κι' άλλαι σκέψεις απ' της σκέψεις των πολλών κι' άλλαι θεωρίαι απ' της θεωρίες των σοφιστών.
Και τότε ποιος θα μπορούσε ν' αμφιβάλλη για το μεγαλείο της πράξεώς σου; Ποιος θα σε κατηγορούσε για της ρεμβώδεις ώρες σου; Ποιος θα έλεγε πώς σπαταλούσες την ακούραστη δραστηριότητά σου σε τρέλλες εξωφρενικές;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εκεί στη Βενετία, κοντά στη Γέφυρα των στεναγμών, απάντησα το πρόσωπο, προς το οποίον αποτείνω αυτήν την επίκλησιν, για τρίτη ή τέταρτη φορά.
Και πώς να ξεχάσω το πώς τον συνήντησα!
Η σκοτεινιά της νύκτας, η Γέφυρα των στεναγμών, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα.
Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα.
Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης Πιάτζα εσήμαινε την 5ην ώραν.
Η Πλατεία του Καμπανέλου ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.
Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι.
Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη.
Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Τρομαγμένος σηκώθηκα ολόρθος, ενώ ο γονδολιέρος μου άφινε να του ξεγλιστρήση απ' τα χέρια του το μόνο κουπί του (η γόνδολες, καθώς ξέρετε, έχουν ένα και μόνο κουπί), το οποίον ζήτημα ήταν αν μπορούσε να ξαναύρη μέσα σε τέτοια σκοτεινιά. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.
Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την Γέφυραν των στεναγμών.
Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά.
Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.
Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι.
Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.
Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.
Ήτο η μαρκησία Αφροδίτη, η λατρευομένη υφ' όλης της Βενετίας, η ευθυμοτέρα πασών, η θαυμασιωτέρα των γυναικών της χώρας ταύτης, εν η όλαι είναι ωραίαι, η νεαρά σύζυγος, φευ! του γέροντος ραδιούργου Μεντόνι και μήτηρ του ωραίου παιδιού του πρώτου, του μοναδικού της παιδιού! που ευρίσκετο τώρα σπαργανωμένο στα βάθη του σκοτεινού νερού.
Ορθούται ευθυτενής και επιβλητική.
Τα λεπτοφυή της πόδια, γυμνά και λευκά ως ο άργυρος, κατοπτρίζονται εις τον μαρμάρινον μαύρον καθρέπτην που ήταν από κάτω της. Τα μαλλιά της, που είχε ξεπλέξει επιστρέφουσα από τον χορόν, τα μαλλιά εις ιούλους με υακινθίνας αντανακλάσεις, που ακτινοβολούν επάνω της απειρία αδαμάντων, περιειλίσσοντο πέριξ μιας κεφαλής κλασσικής καλλονής.
Ύφασμα λευκόν σαν το χιόνι και ελαφρόν σαν τον αέρα φαίνεται καλύπτον μόνον το λεπτόν της σώμα. Αλλ' όσον αερώδες και αν είναι το φόρεμα αυτό, τίποτε δεν ταράσσει τας πτυχάς του, και επαναπίπτει πέριξ της ακίνητον, όπως η βαρεία μαρμάρινη εσθίς της αρχαίας Νιόβης. Τόσον ήτο γαληνιαία, θερμή και βαρεία η ατμοσφαίρα του θερινού εκείνου μεσονυκτίου και τόσον η γυναίκα αυτή διετήρει την ακαμψίαν αγάλματος.
Αλλά, πράγμα παράδοξον, δεν χαμηλώνει τα μεγάλα φωτεινά της μάτια προς τον τάφον, εν ώ κείται σπαργανωμένη η μόνη της ελπίς. Τα στρέφει προς μίαν διεύθυνσιν παραδόξως διάφορον.
Η φυλακή της Παλαιάς Δημοκρατίας είναι βεβαίως εκ των επιβλητικωτάτων οικοδομημάτων. Διατί όμως η μαρκησία τα προσηλώνει επ' αυτής τόσον πεισματικά, ενώ πλησίον της αγωνιά το μόνον της τέκνον; Ακριβώς απέναντι των παραθύρων του κοιτώνος της ανοίγεται εκεί κάτω ένας όρμος πλήρης σκότους. Τι μπορούσε να μένη ακόμη εις την σκοτεινήν αυτήν γωνίαν, εις την αρχιτεκτονικήν του μνημείου, εις τα θαυμαστά του αετώματα, τα με κισοούς περιτυλιγμένα, που να μη το είχεν ιδεί μυριάκις η μαρκησία του Μεντόνη; Αλλά τι λέγω; Ποίος δεν γνωρίζει, ότι εις παρομοίας περιστάσεις οι οφθαλμοί μας ως καθρέπτης με πολλά πρίσματα πολλαπλασιάζουν τας εικόνας του πόνου μας και στρέφονται μακράν προς τα πλέον απίθανα μέρη, αναζητούντες την αιτίαν της θλίψεώς μας, αιτίαν συχνά εγγύτατα προς ημάς κειμένην;
Ολίγα σκαλοπάτια υψηλότερα από εκείνο εφ' ου εστέκετο η μαρκησία, και κάτω από την θολωτήν πύλην που βλέπει προς την διώρυγα, ίσταται φέρων εισέτι την ενδυμασίαν του χορού ο ακόλαστος αυτός Μεντόνι. Από καιρού εις καιρόν γρατσουνίζει μηχανικώς την κιθάραν του και μ' έναν αέρα υπερτάτης βαρεσιάς αποτείνει μερικάς συμβουλάς εις τους ανθρώπους που ασχολούνται να σώσουν το παιδί του.
Εγώ αυτός, υπό την επίδρασιν της καταπλήξεώς μου, έμεινα ανίκανος διά πάσαν κίνησιν και εις τα μάτια των καταταραγμένων ομίλων, οίτινες εθεώντο, θα εφαινόμην ως κανέν φάντασμα φέρον ατυχίαν, όταν επέρασα ανάμεσόν των, όρθιος και ωχρός εις την μαύρην μου γόνδολαν.
Πάσαι αι προσπάθειαι απέβησαν μάταιαι. Ήδη πολλοί κολυμβηταί εκ των αρίστων υπεχώρουν με βαθείαν αποθάρρυνσιν. Η τύχη του παιδιού εφαίνετο πολύ απελπιστική — αλλά μήπως και η τύχη της μητρός ήτο ολιγώτερον;
Όταν από τα βάθη της σκοτεινής γωνίας, περί της οποίας σας ωμίλησα και η οποία συνέπιπτε με τας σκιάς της φυλακής της Παλαιάς Δημοκρατίας ακριβώς προ των δικτυωτών της μαρκησίας, εξήλθεν ένας άνθρωπος περιτυλιγμένος με μανδύαν. Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα.
Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Τότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του. Οι θεαταί δ' εμβρόντητοι είδαν το χαριτωμένον πρόσωπον νέου, του οποίου το όνομα τότε ήτο ένδοξον καθ' όλην σχεδόν την Ευρώπην.
Ο σωτήρ δεν επρόφερεν ούτε λέξιν. Αλλ' η μαρκησία θα αρπάξη αφεύκτως το παιδί της, θα το θλίψη στην καρδιά της, θα περισφίξη το τόσον λεπτόν αυτό σώμα και θα το πνίξη με φιλιά.
Αλλοίμονον, όχι!
Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον.
Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα.
Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής! Η ωχρότης του μαρμαρίνου προσώπου της, η καμπύλη του μαρμαρίνου κόλπου της, και αυτή η λευκότης των μαρμαρίνων ποδιών της, όλον το σώμα της εκαλύφθη αυθωρεί από τα κύματα ενός ακουσίου ερυθήματος και ελαφρά φρικίασις σείει το λεπτόν σώμα της, όπως ακριβώς η αύρα της Νεαπόλεως ταράσσει ελαφρά τους ωραίους λευκούς κρίνους τους σκορπισμένους επάνω εις την χλόην. Διατί η κυρία ηρυθρίασεν;
Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις.
Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;
Εις ποίον άλλον λόγον ν' αποδώση κανείς αυτό το ερύθημα, την παράδοξον λάμψιν του συμπαθητικού βλέμματός της, το εξαιρετικόν ταραχώδες ανεβοκατέβασμα του κόλπου τούτου, το δυνατόν σφίξιμον του τρέμοντος χεριού της, το οποίον, ενώ ο Μεντόνι επιστρέφει εις το ανάκτορον, συναντά κατά τύχην το χέρι του ξένου;
Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα;
— Ενίκησες! είπεν (εκτός εάν δεν με ηπάτησεν ο ψίθυρος του
νερού).
— Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα
ενωθώμεν! . . . Έστω! . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων. Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν.
Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.
Επρομηθεύθημεν αμέσως ένα κουπί από τον σταθμόν των πλοιαρίων και διηυθύνθημεν αμέσως προς την κατοικίαν του νέου.
Ταχέως συνήλθε και με όλα τα εξωτερικά δείγματα φιλίας ωμίλησε διά την μικράν σχέσιν που είχαμεν άλλοτε μαζί.
Υπάρχουν μερικά πράγματα που λαμβάνω την ευχαρίστησιν να τα εξηγώ λεπτομερώς. Και αυτός ο ξένος — ας μου επιτραπή να τον αποκαλώ ούτω, αφού ήτο πάντοτε και δι' όλους ένας ξένος — υπάγεται εις την κατηγορίαν τούτων.
Το ανάστημά του ήτο ολίγον μικρότερον του μετρίου• αλλ' υπήρχον στιγμαί ισχυρού πάθους, καθ' ας εφαίνετο ότι εμεγεθύνετο παρά πάσαν προσδοκίαν. Η ελαστική συμμετρία η ολίγον λεπτοφυής του κορμιού του ήτο καμωμένη κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να προβλέπη τις την δράσιν και την αποφασιστικότητα, της οποίας δείγματα έδωσεν εις την γέφυραν των στεναγμών.
Πολύ πλέον από τα πραγματικά κατορθώματα τα πλήρη ηρακλείου δυνάμεως, τα οποία εξετέλεσεν εις στιγμάς μάλλον επικινδύνους, είχε το στόμα και τον πώγωνα θεού, παράδοξα μάτια, άγρια, βαθειά και γλυκύτατα συνάμα, μάτια μαύρα που εκυμαίνοντο μεταξύ του βαθέος φαιού και του στιλπνοτάτου μαύρου. Η πλουσία κόμη του ήτο μαύρη και βοστρυχώδης και το μέτωπον, ασυνήθους ευρύτητος, είχε κατά διαστήματα την ακτινοβόλον λάμψιν του ελεφαντόδοντος• το σύνολον των χαρακτηριστικών του ήτο μιας τοιαύτης κανονικότητας, ώστε ν' αποτελή την τελευταίαν λέξιν του κλασσικού, παρόμοιον προς το της προτομής του Αυτοκράτορος Κομμόδου.
Ουχ' ήττον, η φυσιογνωμία του ήτο μία από εκείνας που τας συναντά κανείς εφ' άπαξ ίσως εις την ζωήν, και δεν τας επαναβλέπει πλέον. Η φυσιογνωμία αυτή δεν παρουσίαζεν ιδιαίτερον χαρακτήρα, χαρακτήρα κυριαρχούντα, όστις να την αποτυπώνη εις την μνήμην. Ήτο μία από τας φυσιογνωμίας εκείνας που τας λησμονεί κανείς μόλις τας παρατηρήση, αλλ' αι οποίαι εμπνέουν μίαν αόριστον και συνεχή επιθυμίαν να τας επαναφέρης εις την μνήμην σου.
Αναμφιβόλως αι συγκινήσεις, με την ταχείαν των πτήσιν, κατωπτρίζοντο επί του προσώπου του, αλλά το κάτοπτρον τούτο, όπως όλα τα κάτοπτρα, δεν διετήρει κανέν ίχνος της συγκινήσεως την οποίαν είχε κατοπτρίσει.
Όταν απεχωρίσθην από αυτόν, την νύκτα του επεισοδίου τούτου, με παρεκάλεσε μετ' επιμονής, η οποία μ' εξέπληξε, να μεταβώ προς επίσκεψίν του την επαύριον λίαν πρωί.
Ολίγον μετά την ανατολήν του ηλίου μετέβην εις το μέγαρόν του.
Το μέγαρον τούτο ήτο έν από τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, επιβλητικού και φανταστικού συνάμα ρυθμού, τα οποία ορθούνται παρά τας όχθας της Μεγάλης Διώρυγος πλησίον του Ριάλτο.
Εισήχθην διά μιας πλατείας και γυριστής κλίμακος με δάπεδον εκ μωσαϊκών εις διαμέρισμα, του οποίου ο απροσπέλαστος πλούτος με εθάμβωσε μόλις ευρέθην εν αυτώ.
Είχα αποτυφλωθή κυριολεκτικώς και αποσβολωθή από την μεγαλοπρέπειάν του.
Ήξευρα ότι ο νέος μου φίλος ήτο πλούσιος. Η κοινή φήμη ωμιλούσε περί της περιουσίας του τόσον πομπωδώς, που και εγώ αυτός με ελαφρότητα διεμαρτυρόμην διά την υπερβολήν. Αλλά από το πρώτον βλέμμα που έρριψα γύρω μου εθαύμασα, πώς ήτο δυνατόν εν Ευρώπη να υπάρχη περιουσία ικανή διά να πραγματοποιήση την πριγκηπικήν μεγαλοπρέπειαν, η οποία ανεπήδα και ήστραπτε πέριξ μου.
Αν και (όπως το είπα) ο ήλιος είχεν ήδη ανατείλει, η αίθουσα εξηκολούθει λαμπρώς φωτιζομένη με τα εσπερινά της φώτα.
Από το γεγονός αυτό και από την κόπωσιν, η οποία ήτο ζωγραφισμένη εις τα χαρακτηριστικά του φίλου μου, συνεπέρανα ότι ούτος δεν ήγγισε την κλίνην του την προηγουμένην νύκτα.
Η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος της αιθούσης διετράνουν την επιθυμίαν της προκλήσεως θάμβους. Οι αρχιτέκτονες πολύ ολίγον απησχολήθησαν με ό,τι καλείται εις την τεχνικήν διάλεκτον διακοσμητική ενότης, η οποία δεν είχεν εδώ τον ακριβή χαρακτήρα ουδεμιάς εθνικότητος. Το βλέμμα μετέπιπτεν από αντικειμένου εις αντικείμενον και δεν προσηλούτο ιδιαιτέρως επί ουδενός, ούτε επί των γελοιογραφιών των ελλήνων ζωγράφων, ούτε επάνω εις τα ιταλικά ανάγλυφα της καλής εποχής, ούτε εις τους αιγυπτιακούς κολοσσούς, μιας ατέχνου ακόμη τεχνοτροπίας. Από όλας τας πλευράς του δωματίου, πλούσια παραπετάσματα ερρίγουν υπό την πνοήν μιας σοβαράς και μελαγχολικής μουσικής, της οποίας δεν ανευρίσκετο η προέλευσις. Αι αισθήσεις είχον αποχαυνωθή υπό την επίδρασιν μίγματος αρωμάτων, κατά το φαινόμενον αντιθέτων και τα οποία ανεδίδοντο από θυμιατά παραδόξων σχημάτων, οπόθεν ανέβρυον συγχρόνως γλώσσαι από φλόγας πρασίνους ή ιόχρους με ανταυγείας φωτεινάς και ποικιλοχρώμους. Αι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου διεχύνοντο εις όλην την αίθουσαν διά μέσου παραθύρων, αποτελουμένων από μονοκόμματον ερυθράν ύαλον. Απαστράπτον πανταχόθεν και αντανακλώμενον απειράκις από τα παραπετάσματα χρώματος αργυρού, τα οποία κατέπιπτον από το ύψος των κορνιζών, το φυσικόν φως της ημέρας ανεμιγνύετο με τεχνικόν φως και κατεπλημμύρει με τους συγκερασμένους τόνους του ένα τάπητα από πλουσίαν χρυσήν τσόχαν της Χιλής, προσομοιάζοντα προς υγράν κοίτην.
— Α! α! α! — Α! α! α!
Είπε γελών ο ιδιοκτήτης του μεγάρου υποδεικνύων μοι και κάθισμα, ενώ ταυτοχρόνως ο ίδιος εξηπλούτο επί ενός σοφά. Αντιλαμβανόμενος δε ότι ο παράδοξος τρόπος, μεθ' ου με υπεδέχθη, δεν ηδύνατο ή να με εκπλήξη ολίγον:
— Βλέπω, είπεν, ότι εκπλήττεσθε από τον διάκοσμον του μεγάρου μου, από τα αγάλματά μου, τας εικόνας μου, από την εκκεντρικότητα των ιδεών μου εις τα ζητήματα της αρχιτεκτονικής και των υφαντών εικόνων μου. Αυτή δα σας εκπλήττει κάπως, αυτή όλη η έκθεσις αντικειμένων. Αλλά συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, — και εδώ η φωνή του προσέλαβε τον τόνον πραγματικής οικειότητος — συγγνώμην διά το ανευλαβές αυτό γέλοιο μου. Το γεγονός είναι, ότι εφαίνεσθε ολίγον σαν σαστισμένος! Πράγματά τινα είναι τόσον κωμικά, ώστε πρέπει κανείς ή να καταλαμβάνεται από γέλοια ή να πεθαίνη! . . . Το να πεθαίνη κανείς από γέλοιο θ' αποτελή μεταξύ των δοξασμένων θανάτων τον ενδοξότατον θάνατον. Ο σιρ Θωμάς Μουρ — δεν ήτο ο πρώτος τυχών ο σιρ Θωμάς Μουρ — λοιπόν και αυτός απέθανε γελώντας, ως θα ενθυμείσθε. Εις τα «Παράδοξα» επίσης του Ραβίζιους Τέξτωρ ευρίσκεται μακρός κατάλογος προσώπων, τα οποία έσχον τον αυτόν λαμπρόν θάνατον! . . . Θα το γνωρίζετε άλλως, ότι εις την Σπάρτην ανεκαλύφθη προς μεσημβρίαν της ακροπόλεως, εν μέσω χάους δυσδιακρίτων ερειπίων, βάθρον, επάνω εις το οποίον εδιάβαζε κανείς αυτά τα γράμματα: ΛΑΣΜ. Τι να εσήμαιναν αυτά τα γράμματα; Είναι εκτός αμφιβολίας ότι θα ήτανε μέρος της λέξεως: ΓΕΛΑΣΜΑ.
— Εις την Σπάρτην υπήρχαν πολλοί ναοί και βωμοί αφιερωμένοι σ' ένα σωρό θεούς. Κανένας δεν εσώθηκε. Δεν είναι παράδοξον να σωθή ένας και μόνος, ο βωμός εις τον Θεόν του γέλοιου;
— Για σταθήτε όμως μια στιγμή, εξηκολούθησεν ο ίδιος με ένα άλλαγμα εις την φωνήν και στο στάσιμο, είχα άδικο ν' αστειευθώ εις βάρος σας; Το ξάφνισμά σας για ό,τι βλέπετε είναι πολύ δικαιολογημένο. Η Ευρώπη όλη δεν έχει να δείξη το ταίρι αυτού του σαλονιού, που είναι αληθινά βασιλικό. Αι άλλαι αίθουσαι του παλατιού μου δεν μπορούν να παραβληθούν προς αυτήν εδώ. Η άλλες είναι απλούστατα η τελευταία λέξι του συρμού, του μωρού συρμού, ενώ αυτό εδώ το παλάτι είναι κάτι καλύτερον παρά ο συρμός. Αλλά, βλέπεις, ο κόσμος είναι ζηλιάρης και επειδή ημπορούσε κανείς απ' αυτούς, που τους περισσεύουν τα λεπτά, να θελήση να το μιμηθή, έλαβα τα μέτρα μου διά να προλάβω κάθε τέτοιον κίνδυνον. Εσείς, ένα άλλο πρόσωπο, ο θαλαμηπόλος μου και εγώ, φυσικά, είμεθα οι μόνοι που το θαυμάσαμε αυτό το βασιλικό πράγμα.
Ακούοντας τα λόγια αυτά, εχαιρέτησα για να δείξω την ευγνωμοσύνην μου, διότι η καταθλιπτική εντύπωσις του μεγαλείου αυτού, των αρωμάτων, της μουσικής, του εκκεντρικού τρόπου με τον οποίον μου μιλούσε, με έκαμναν ανίκανον να εκφράσω με λόγια την σημασίαν που απέδιδα σε μια τόσο κολακευτική για μένα εξαίρεσι.
Στον χαιρετισμόν μου επάνω σηκώθηκε αυτός, μ' έπιασε μπράτσο και κάμνοντάς μου τον γύρον του σαλονιού εξηκολούθησε:
Εδώ, καθώς βλέπετε, υπάρχουν εικόνες όλων των εποχών, από τα παλαιά Ελληνικά χρόνια μέχρι του Σιμαμπουέ και από του Σιμαμπουέ πάλιν ως τα σήμερα. Και η συλλογή αυτή έρχεται εις πλήρη αρμονίαν με την σάλαν αυτήν. Ιδού μερικά αριστουργήματα ενός μεγάλου ζωγράφου, τα ατελείωτα σκίτσα καλλιτεχνών που ήσαν άλλοτε ένδοξοι, οι όποιοι όμως παρεγνωρίσθησαν και έτσι ημπόρεσα και επήρα φθηνά τα έργα των.
Έπειτα εστράφη αιφνιδίως και ηρώτησε:
— Πώς βρίσκετε αυτήν την Παναγίαν τον Ελέους;
— Μα αυτό είναι γνήσιο έργο του Γουίδο! Πώς κατωρθώσατε να τ' αποκτήσετε; Η εικόνα αυτή εις την Ζωγραφικήν είναι το ίδιο ό,τι και η Αφροδίτη εις την Γλυπτικήν, ανέκραξα με μεγάλον θαυμασμόν, γιατί από πολλήν ώραν είχε προσηλωθή το μάτι μου εις το έκτακτον αυτό καλλιτέχνημα.
— Α! είπε σκεπτόμενος. Η Αφροδίτη, η ωραία Αφροδίτη των Μεδίκων, εννοείτε. Η Αφροδίτη με το λεπτό κεφαλάκι και με τα χρυσά μαλλιά. Ένα μέρος του αριστερού βραχίονος (εδώ ο τόνος της φωνής του εχαμήλωσε τόσον, ώστε με δυσκολίαν τον ήκουα) και όλος ο δεξιός είναι νεωτέρας προσκολλήσεως. Και αυτή η χειρονομία του δεξιού χεριού μου φαίνεται προσποιημένη.
Και ύστερα απ' ολίγο επρόσθεσε :
— Μιλήστε μου για τον Κανόβα! Αμ' αυτός ο Απόλλων! Μου φαίνεται απλή αντιγραφή άνευ αμφιβολίας! Πιθανόν να είμαι τρελλός και ανόητος, αλλά δεν κατορθώνω να διακρίνω εις αυτόν τον Απόλλωνα την έμπνευσιν που τόσον εξεθείασαν. Δεν ημπορώ να μη προτιμήσω απ' αυτόν τον Αντίνοον. Δεν ήταν ο Σωκράτης που έλεγεν, ότι ο αγαλματοποιός βρίσκει το άγαλμά του μέσα στο παρθένο κομμάτι του μαρμάρου; Το ίδιο δεν λέγει και ο Μιχαήλ Άγγελος στο θαυμάσιο δίστιχό του;
Non la l' ottimo artista alcun concetto
Che un marmo solo in se non circonscriva.
(Ο καλύτερος τεχνίτης καμμιά ιδέα δεν συλλαμβάνει που να μη βρίσκεται από πριν μέσα στάψυχο μάρμαρο).
Ο καθένας έχει παρατηρήσει την διαφοράν που υπάρχει στο φέρσιμο ενός καλογεννημένου ανθρώπου από εκείνο ενός χωριάτη. Την διαφοράν όμως αυτήν δεν είναι εύκολο να την ορίσωμεν. Την παρατήρησιν αυτήν την έκαμα επάνω στον άνθρωπον αυτόν, που βρισκόμουνα στο παλάτι του. Και την έκαμα μάλλον επάνω στην ηθική του υπόστασιν, στον χαρακτήρα του. Μέσα στο πνεύμα του υπήρχε πράγματι κάτι τι το εξαιρετικόν, που τον έβαζε χωρίς αμφιβολίαν στην πρώτη θέσι μεταξύ των άλλων θνητών. Δεν ημπορώ να καθορίσω αλλοιώτικα αυτό το πράγμα παρά σαν ένα ξεχείλισμα της εντεταμένης και συνεχούς σκέψεως, που είχε μέσα του και η οποία επλημμύριζε και τας πλέον ασημάντους πράξεις του και εις αυτά τα αστεία του.
Και έπειτα είχεν ένα τέτοιον ιδιαίτερον τρόπον να ομιλή! Μέσα στην ομιλία του την πλέον ήσυχη διέκρινα κάτι που έτρεμε, που εκινείτο αλλοιώτικα μέσα του και το οποίον πολλάκις μου έδιδε κάποιαν ανησυχίαν. Συχνά σταματούσε σε μια φράσι, σαν να είχε λησμονήσει τι ήθελε να ειπή και ετέντωνε ταυτιά και επρόσεχε σαν να ήκουε κάποιον να ομιλή, σαν να περίμενε κανένα.
Σε μια στιγμή τέτοιας αφηρημάδας του το βλέμμα μου έπεσε σε μια σελίδα του Ορφέως, την ωραίαν τραγωδίαν του ποιητού και σοφού Πολιτιανού, την πρώτην κατά χρονολογικήν σειράν των ιταλικών τραγωδιών.
Ήταν ριγμένο το βιβλίο αυτό επάνω σ' έναν καναπέ κοντά μου και η προσοχή μου εστράφηκε σε μια σελίδα — που ήταν σημειωμένη με το μολύβι και βρίσκονταν προς το τέλος της τελευταίας πράξεως — μια σελίδα του ισχυροτέρου πάθους, μια σελίδα η οποία, με όλον τον ανήθικον χαρακτήρα της, ξυπνά μίαν άγνωστον συγκίνησιν σε κάθε άνδρα που την διαβάζει και κάμνει όλες της γυναίκες ν' αναστενάζουν. Ολόκληρη η σελίδα αύτη ήτο υγρά από φρέσκα δάκρυα και εύρον γραμμένους επάνω στο περιθώριο της τους εξής αγγλικούς στίχους:
- Για μένα στάθηκες, αγάπη μου,
- Ό,τι η ψυχή μου επόθησε . . .
- Ένα καταπράσινο νησί στην αγκαλιά της θάλασσας,
- Μια πηγή και ένας βωμός,
- Πλημμυρισμένα από άνθη και μαγευμένους καρπούς,
- Και όλα αυτά ήσαν δικά μου.
- Όνειρο τόσο μαγικό που δεν μπορούσε να βαστάξη!
- Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε
- Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα.
- Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή :
- — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόν
- — ερεβώδη άβυσσον — το πνεύμα μου πτερυγίζει,
- σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον.
- Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα
- Το φως της ζωής έσβυσε.
- «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια,
- — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιά —
- Το κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.
- Ο πληγωμένος αητός δεν θα ξαναπετάξη!»
- Ένα συνεχές ούρλισμα είν' η ζωή μου
- Και όλα των νυκτών μου τα όνειρα
- Πηγαίνουν εκεί, προς την βαθειά λάμψι των ματιών σου,
- Εκεί που τα πόδια σου αντανακλώνται,
- Μέσα σ' ένα αιθέριο χορό
- Σ' ένα Ιταλικό ποτάμι.
- Ωιμέ! Καταραμένη νάν' η νύκτα
- Που σε συνεπήρεν απάνω στα κύματα
- Μακράν απ' τον έρωτα, κοντά σ' ένα αριστοκρατικό σύζυγο,
- Γέρο και αρρωστημένο, σ' ένα κρεββάτι ανίερο.
- Μακράν από με, απ' τον συννεφιασμένο ουρανό μας,
- Όπου κλείει η ιτιά, η ασημένια.
Είχα πάντοτε πιστεύσει ότι ο νέος μου φίλος ηγνόει τα αγγλικά. Εν τούτοις ουδόλως εξεπλάγην αποκαλύπτων ότι είχε γράψει αγγλικούς στίχους, διότι εγνώριζα την έκτασιν των γνώσεών του και την ιδιαιτέραν ηδονήν που ησθάνετο ν' αποκρύπτη αυτάς.
Εν τούτοις ο τόπος από τον οποίον εχρονολογείτο το ποίημα αυτό με έκαμε να σκεφθώ. Αρχικώς είχε σημειώσει την λέξιν Λονδίνον, έπειτα όμως την έσβυσεν, αλλ' όχι τόσον, ώστε να μη διακρίνεται. Είπα ότι η λέξις αύτη με έκαμε να σκεφθώ, διότι ενθυμούμην ότι τον είχα ερωτήσει, αν συνήντησεν εν Λονδίνω την Μαρκησίαν Μεντόνι, ήτις είχε διαμείνει επί πολλά έτη εκεί προ του γάμου της, αυτός δε μ' απήντησεν ότι ουδέποτε επεσκέφθη την πρωτεύουσαν της Μεγάλης Βρεττανίας. Επί πλέον, προσθέτω ότι ήκουσα να λέγεται πολλάκις (χωρίς να το πιστεύσω, τόσον το πράγμα μου εφαίνετο απίθανον), ότι ο ήρως της ιστορίας μου όχι μόνον εκ καταγωγής, αλλά και εξ ανατροφής ήτο Άγγλος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
— Ιδού μία εικών, την οποίαν δεν είδατε ακόμη, μου λέγει, χωρίς να παρατηρήση ότι εγώ εφυλλολόγησα την τραγωδίαν. Υπεγείρων δε ένα παραπέτασμα μου επέδειξε μίαν εικόνα της Μαρκησίας Αφροδίτης.
Ουδέποτε η ανθρωπίνη τέχνη, προκειμένου ν' αναπαραστήση μίαν υπεράνθρωπον καλλονήν, παρήγαγε ποτε τελειότερον καλλιτέχνημα.
Το αιθέριον πλάσμα, το οποίον μου ενεφανίσθη την προηγουμένην νύκτα επί της κλίμακος του Δουκικού ανακτόρου, το επανέβλεπον μπροστά μου. Αλλ' εν τη εκφράσει της φυσιογνωμίας της, της φωτισμένης διά μειδιαμάτων, επανεύρισκέ τις (ακατανόητον μυστήριον) την σκιάν εκείνην της μελαγχολίας, η οποία είναι αχώριστος από το τέλειον κάλλος. Η μαρκησία είχε το δεξί της χέρι ακουμβημένο στο στήθος της. Με το αριστερό της έδειχνεν ένα αγγείον περίεργα ειργασμένον. Από τα μικροσκοπικά της ποδαράκια το ένα μόνον εφαίνετο, μόλις ακουμβών επάνω στο πάτωμα.
Το βλέμμα μου εστράφη από την εικόνα αυτήν προς το πρόσωπον του φίλου μου και οι στίχοι του Μπουσσύ Δ' Αμπράζ, από Σάπμαν, μου ήλθαν στο νου μου:
Στηλώνεται εκεί
Σαν αρχαίο ρωμαϊκό άγαλμα.
Θα μείνη εκεί
Έως ότου ο θάνατος
τον μεταβάλλει σε μάρμαρο.
— Εμπρός! είπε τέλος, στρεφόμενος προς ένα ατόφιο ασημένιο τραπέζι, επί του οποίου ήσαν τοποθετημένα ποτήρια παραδόξου χρώματος, καθώς και δύο μεγάλα ετρουσκικά αγγεία ειργασμένα επί του αυτού εκτρόπου υποδείγματος, το οποίον είδαμεν επί της εικόνος της Μαρκησίας.
Τα αγγεία αυτά ήσαν πεπληρωμένα, ως μοι εφάνη, με κρασί Γιοχάνισμπεργ.
— Εμπρός! είπεν αποτόμως. Ας πιούμε. Είναι ενωρίς ακόμη! Αδιάφορον! Ας πιούμε!
Και έπειτα επρόσθεσε ρεμβώς, ενώ ένα χερουβείμ ωπλισμένον με ένα βαρύ χρυσούν ρόπαλον εκτυπούσε, στο διπλανόν δωμάτιον, την πρώτην μετά την Ανατολήν ώραν.
— Είναι πολύ ενωρίς, αλήθεια! . . . Μα τι μας νοιάζει; Ας πιούμε, ας χύσωμεν μίαν σπονδήν προς τιμήν του μεγαλοπρεπούς ηλίου που επεφάνη και του οποίου την λάμψιν ζητούν να σμικρύνουν αυτοί οι λαμπτήρες.
Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια.
— Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου. Μέσα στην καρδιά της Βενετίας ημπορούσα να διασκευάσω ένα πλέον χαριτωμένον από αυτό; Είναι αληθές, ότι αποτελεί τούτο έν ανακάτωμα όλων των αρχιτεκτονικών ρυθμών και κοσμημάτων. Η αγνότης του Ιωνικού ρυθμού συγκρούεται προς τα πανάρχαια ταύτα έργα και αι αιγυπτιακαί αύται σφίγγες φαίνονται ως ξένοι κόσμοι μέσα σ' αυτούς τους χρυσούς τάπητας. Μόνον όμως οι άκροι σχολαστικοί θα κακίσουν το ανακατωμένον αυτό της επιπλώσεως. Η ενότης της προελεύσεως και προ παντός η ενότης του χρόνου τρομάζουν τον άνθρωπον και τον αποτρέπουν από της πραγματικής μεγαλοπρεπείας. Άλλοτε και εγώ είχα αυτάς τας ιδέας, αλλά τας απέβαλα ταχέως, διότι αποτελούσιν αύται το άκρον άωτον της τρέλλας. Ό,τι ευρίσκεται ενταύθα είναι προσηρμοσμένον τελείως προς τας ιδικάς μου περί τέχνης ιδέας. Το πνεύμα, παρόμοιον προς τα μαυριτανικά ταύτα θυμιατήρια, συστρέφεται εν μέσω των φλογών και το παράδοξον της διακοσμήσεως ταύτης συντελεί εις το να μου παρασκευάση τελειότερον την πλήρη ατμοσφαίραν των ονειροπολήσεων, των ονείρων, προς τα οποία θα ταξιδεύσω πολύ ταχέως».
Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω.
Είτα ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ:
«Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».
Μετά μίαν στιγμήν, ως να είχε ζαλισθή από το κρασί, επανέπεσε βαρύς επί του ανακλίντρου.
Βήματα γοργά ηκολούθησαν εις την κλίμακα, συνοδευθέντα από ένα κτύπημα εις την θύραν. Αμέσως δ' ηνοίχθη αύτη και υπηρέτης του μεγάρου Μεντόνι ωρμήσας εψέλλισε με φωνήν πνιγομένην από την συγκίνησιν τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις:
— Η κυρία μου! η κυρία μου! Δηλητηριασμένη, φαρμακωμένη! Ω! ωραία, ωραία Αφροδίτη!
Έκφρων, έτρεξα προς τον καναπέν και προσεπάθησα να εξυπνήσω τον κοιμώμενόν διά να του ανακοινώσω την τρομεράν είδησιν. Τα μέλη του όμως ήσαν ξυλιασμένα, τα χείλη του πελιδνά . . . τα λαμποκοπούντα άλλοτε μάτια ήσαν σβυσμένα από τον Θάνατον.
Ωπισθοχώρησα, κλονιζόμενος, προς την τράπεζαν. Η χειρ μου τότε σκούντησε ένα σπασμένο και μαυρισμένο ποτήρι και αιφνιδίως ολόκληρος η τρομερά αλήθεια έλαμψε προ των οφθαλμών μου.