Η προσευχή

Από Βικιθήκη
Η προσευχή
Συγγραφέας:


- Παιδίον μου, προς τον Θεόν ανύψωσον τας χείρας
και ύμνον ας εκφέρωσι τα χείλη σου λατρείας·
τέκνα δεν είμεθα τυφλά, τυφλής αγρίας μοίρας·
μας επιβλέπει ο Θεός μετά φιλοστοργίας.
Είναι ελπίς η προσευχή· γλυκεία αρμονία,
ην θίγουσα το άπειρον εκχύνει η καρδία.

Ενώ η μήτηρ άγρυπνος τον ύπνον σου φυλάττει,
άλλα παιδία ορφανά και έρημα θρηνούσιν·
αν χθες αγκάλη μητρική ευδαίμων τα εκράτει,
εις μάτην ήδη άσυλον στοργής επιζητούσιν·
υπέρ τοσούτων ορφανών το γόνυ κλίνει. Μίαν
μητέρα τώρα έχουσιν αυτά, την Παναγίαν.

Το έγκλημα αγριωπόν εν τη σκοτία μένει,
και ως ο λύκος θύματα ζητεί και ενεδρεύει·
η αδικία κάτωχρος και απεσκληρυμμένη
μόνον την μάχαιραν αυτής και τον χρυσόν λατρεύει.
Αλλ' έχει κάποτε πολλήν η συμφορά πικρίαν
και φαρμακεύει και αυτήν την αγαθήν καρδίαν.

Ο νόμος είναι αυστηρά, αμείλιχος θεότης·
σπλάγχνα δεν έχει, άγαλμα ψυχρόν αν και ωραίον
οπόσα πάσχει λησμονεί δεινά η ανθρωπότης,
βλέπει τον αμαρτάνοντα, δεν βλέπει τίς ο κλαίων.
Ο πλάστης όμως συγχωρεί στυγνώς, δεν επιπλήττει·
συγγνώμην και υπέρ αύτης της αδικίας ζήτει.

Τις οίδε πόσοι πένητες λιμώττουσι και πόσοι
μαστίζονται ανηλεώς υπό της τρικυμίας.
Ουδέ καλύβην έχοντες μικράν ν' αναπαυθώσι,
απέκαμαν παλαίοντες κατά της δυστυχίας·
ταλαίπωροι! δεν έχουσι προστάτην άλλον πλέον
ή προσευχήν υπέρ αυτών από αγνών χειλέων.

Ακούεις έξω; ο βορράς συρίζει εις τα δάση,
ογκούται ο ωκεανός, συστρέφεται το κύμα,
κ' ενώ η στέγη του πατρός τον ύπνον του φυλάττει,
ο ναύτης πλέει εις υγρόν και παγετώδες μνήμα.
Προ της εικόνος του Χριστού η σύζυγός του κλαίει ...
προσεύχου και υπέρ αυτού, προς θάνατον παλαίει.

Προσεύχου· είναι συνεχής αγών αυτός ο βίος·
αρχίζει με μειδίαμα και λήγει με τον θρήνον·
δεν έχει ο ωκεανός γαλήνην αιωνίως,
και το παιδίον γίνεται ανήρ ωχρός και κλίνων.
Προσεύχου· ίσως αύριον, εάν και συ θρηνήσεις,
αγνή καρδία διά σέ προσευχηθή επίσης.