Η πείνα (Σικελιανός)
←Το χαλίκι | Η πείνα Συγγραφέας: |
Τα γύρα μου→ |
Από τη συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1907) |
Και η πείνα μου έμενε αιθερόκαυτη.
Μια γνώμη είχε ο αϊτός
και το κριάρι.
Μα εκειός το αγερομάχετο
κ' ήθελε να το πάρει·
πάντα ελαφρά εζυγίζονταν,
παιχνίδιζε από πάνω του.
Στον ελαιώνα εκείτομουν,
που ευώδαγε το λιόφυλλο
ξερό και το χορτάρι.
Τα διάφωτα ματόκλαδα
μόκλειαν ο βόγκος των ελιών,
τα χάδια από τ' αγέρια·
στης ίδιας μου ψυχής το φως
αγνάντευα τ' αστέρια.
Ανάτρεμε η μυριόφυλλη
σπιθοβολή στα αιθέρια!
Και λες, αιθεροπλάνητη
το μεσημέρι, ως λάβαρο
στο αγέρι και ως εικόνα,
έπλεε με τ' ανοιχτά φτερά
στη χλιά μεσημεριάτικη
γαλήνη του ελαιώνα!
Και σύγκορμος επήδησα·
τ' αχνά ασφοδίλια επέρασα,
και, μες στο άκρατο κάμα,
η πείνα μου έσκουζε ψηλά
στο μεσημέρι οπόβραζε
και το λαιμόν ελύγαε
σ' όλη την πλάση αντάμα!
Και αγνάντεψα δαφνοδέντρο
σε μια κορφήν,
όπου κυκλώπειοι βράχοι
ακόμα εκράταγαν ορτοί,
φράζοντας κύματα απ' αστάχυ.
Κι ως μέσα να γαλήνεψαν
τα σωτικά μου, εστάθη
η ακράτη ορμή μου· κ' άσκωσα
το χέρι, κι απ' τα βάθη
τα ολόπυκνα έκοψα το αδρό
δαφνόφυλλο - και χύθη
η ανάσα μου ολοεύωδη
στα σαλεμένα στήθη!