Η πέρδικα

Από Βικιθήκη
Ἡ πέρδικα
Συγγραφέας:
Τὰ Ἅπαντα (1873)


Βόσκουνε ᾑ ἄλλαις πέρδικες ἢ λούζονται στὸ αὐλάκι,
Καὶ μιὰ στὰ νύχια περπατεῖ ἐπάνω σὲ κοτρώνι,
Καὶ γέρνει πίσω καὶ τηρᾷ μικρὸ ἕνα περδικάκι,
Καὶ πότε τοῦ γλυκομιλεῖ καὶ πότε τοῦ μαλλόνει.

«—Ἄκω τῆς μάννας τὴ λαλιὰ, καὶ ἀνέβα στὸ λιθάρι,
Γιατὶ ἡ καρδιά μου λαχταρεῖ, μονάκριβο πουλί μου.
—Γιὰ δὲ, μαννοῦλα, τὸ νερὸ ποῦ βρέχει τὸ θυμάρι,
Γιὰ δὲ τὰ συνομίληκα πῶς παίζουν ἄντικρύ μου.

—Ἔχουν ᾑ μάνναις τους πολλά! Ἔλα, πουλὶ, κοντά μου,
Κ’ εἶδα τὸν ἴσκιο γερακιοῦ ἐδῶ σιμὰ στὸ αὐλάκι.
—Πᾶμε, μαννοῦλα, στὰ νερὰ νὰ βρῶ τὴν συντροφιά μου·
Αὐτό ἦταν σύννεφο μικρὸ, δὲν ἤτανε γεράκι.»

Καὶ ὁ ἴσκιος πάλι ἐφάνηκεν ἐπάνω στὰ λιθάρια,
Καὶ κατεβαίνει ἡ πέρδικα ζητῶντας τ’ ἀκριβό της.
Καὶ αὐταὶς ποῦ ἦταν στὸ ῥίζωμα τρυπῶσαν στὰ θυμάρια…
Ἐκεῖθε ὁ ἴσκιος πέρασε τοῦ γερακιοῦ προδότης.

Καὶ ἀκούσθη ἕνα φτερούγιασμα, μιὰ ταραχὴ, μιὰ ἀντάρα,
—Ὁπὤχει τὸ μονάκριβο ἔχει πικρὴ τὴν τύχη!—
Σκούζει, χτυπιέται ἡ πέρδικα μὲ τρόμο, μὲ λαχτάρα,
Καὶ τὸ ἀκριβό της σπαρταρᾷ στοῦ γερακιοῦ τὸ νύχι.

ᾙ μάνναις τῶν παιδιῶνε μας γεράκι δὲν φοβοῦνται
Τὸ μυριοχαϊδεμμένο τους στὰ νύχια του νὰ πάρῃ…
Ἀπὸ ἄλλα βάσανα σκληρὰ στὸν κόσμον τυραννοῦνται—
Ἔχουν ἀῤῥώστειες φοβερὲς καὶ Χάρο μακελλάρη.