Η νεράιδα
Η νεράιδα Συγγραφέας: |
από την συλλογή "Τρυγόνες και έχιδναι". Ποιήσεις, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των Συζητήσεων, 1878, σσ. 75-78 |
Κάτω στὸν κάμπο, ἐκεῖ σιμὰ 'ς τὸ γαλανὸ ποτάμι,
Ὅπου στὴν ὄχθη του γλυκὰ σφυρίζει τὸ καλάμι,
Στὰ χόρτα τἀνθοστόλιστα μιὰ μέρα τοῦ Μαρτιοῦ,
ᾙ νηὲς κ' οἱ νηοὶ ἐχόρευαν γειτονικοῦ χωριοῦ.
Ἐκεῖ στῶν πεύκων τὴ σκιά, στὸν κάμπο τὸ χλωρό,
Πόσαις ἐσέρναν τὸ χορὸ
Κοπέλλαις ὁποῦ ἔλαμπαν ἀπ' ὠμορφιὰ καὶ νηότη,
Μὲ παλληκάρια λυγιστὰ ὡσὰν ἰτιᾶς κλωνάρια·
Μὰ μέσ' ἀπὸ τὶς ὤμορφαις ἡ Δέσπω ἦταν ἡ πρώτη,
Κ' ὁ Χρόνης ὁ ποιὸ ζηλευτὸς μέσ' ἀπ' τὰ παλληκάρια.
Πολλοὶ γλυκοκυττάζανε τὴ Δέσπω νηοί, πολλαὶς
Τὸ Χρόνη ἐσαϊτεύανε ξανθαίς, μελαγχροιναίς,
Μὰ τῄς ᾿ματιαῖς τους ἔχαναν ἄδικα νηαὶς καὶ νηοί,
Γιατί στὸ Χρόνη τὴν καρδιὰ ἡ Δέσπω εἶχε δώσει,
Κι' ὁ Χρόνης τῆς ὡρκίσθηκε πῶς θὰ τὴν στεφανώσῃ
Ὕστερ' ἀπὸ τὸ ἄδολο Πασχαλινὸ φιλί.
Γλυκὰ βαροῦσαν τὰ βιολιά, καὶ 'στὴ δροσάτη φτέρη,
Τὰ παλληκάρια καὶ ᾑ νηαὶς χορεύαν ταῖρι, ταῖρι,
Καὶ τἄσπρα τὰ μαντήλιά τους εἰς τὸν ἀέρ' ἁπλώναν·
Ἔξαφν' ἀπὸ τῆς καλαμιαὶς ποῦ τὸ ποτάμι ἐζώναν,
Μπρόβαλε μιὰ χρυσόμαλλη, γαλανομάτα κόρη·
Ἄσπρα λουλούδια τοῦ νεροῦ στολίζαν τὰ μαλλιά της,
Ἐστάθηκε παράμερα καὶ τὸ χορὸ ἐθώρει,
Σὰν κἄποιον νἄθελε ναὐρῇ ἡ φλογερὴ ματιά της.
Καὶ σὰν ὁ Χρόνης ἔμεινε 'ςτὴ μέση μοναχός του,
Ἡ ξένη κόρη ἐσίμωσε κ' ἐστάθηκεν ἐμπρός του,
Κ' εἶπε γλυκά: « Ὁ σταυραητός, τὸ νηὸ τὸ παλληκάρι,
Ποῦ ἔχει τόση λεβεντιά, ποῦ ἔχει τόση χάρη,
Τί τάχα θὲ ν' ἀποκριθῇ 'ς τὴν ξένη, ἂν τοῦ γυρέψῃ
Στὰ χόρτα τἀνθοστόλιστα μαζύ του νὰ χορέψῃ;»
Κι' ὁ Χρόνης ἀποκρίθηκε: «Τὸ νηὸ τὸ παλληκάρι,
Πολλὴ δὲν ἔχει λεβεντιά, πολλὴ δὲν ἔχει χάρη,
Μ' ἁπλώνει τὸ μαντήλί του 'ςτὴν ξένη, ἂν τοῦ γυρέψῃ
Στὰ χόρτα τἀνθοστόλιστα μαζύ του νὰ χορέψῃ!».
Σκοπὸ γλυκό, χαρούμενο, βαροῦσαν τὰ βιολιά,
Κ' ἐχόρευαν κ' ἐγύριζαν ὁ Χρόνης καὶ ἡ νηά·
Κ' ἐκεῖ ποῦ ἐχόρευαν κ' οἱ δυό, 'στὸ πράσινο χορτάρι,
Ἀναστενάζ' ἡ ξένη νηὰ καὶ λέει 'ςτὸ παλληκάρι:
«-Εἶναι γλυκειὰ ἡ ὄψη σου, γλυκειά 'ναὶ κ' ἡ ματιά σου,
Θἆναι γλυκὰ τὰ χάδια σου, γλυκὰ καὶ τὰ φιλιά σου.
Ἔλα νὰ γείνῃς ἄντρας μου, ἔλα μαζύ μου, Χρόνη,
Γιατί τὴ μαύρη μου καρδιὰ ἡ ἀγάπη σου πληγώνει·
Δὲν εἶμαι κόρη τοῦ χωριοῦ μὲ μαραμένα κάλλη,
Βασίλισσά 'μαὶ τοῦ νεροῦ σὲ θρόνο ἀπὸ κοράλλι,
Ἔχω παλάτια ὁλόχρυσα, κρεββάτια ἀσημωμένα,
Χρόνη, θὰ γείνῃς ἄντρας μου, Χρόνη, θἀρθῇς μὲ 'μένα;»
Κ' αὐτὸς, χωρὶς ν' ἀποκριθῇ, γύρισε κ' εἶδε μόνο,
Τὴ Δέσπω 'ποῦ τὸν κύτταζε μὲ ζήλεια καὶ μὲ πόνο.
«-Χρόνη, θὰ γείνῃς ἄντρας μου, Χρόνη, θἀρθῇς μὲ 'μένα;»
«-Ὄχι γιατ' ἔχω τὴν καρδιά, εἰς ἄλληνε δομένα.»
Ἀκόμα δὲν ἀπόσωσε τὰ λόγια τὰ πικρά,
Καὶ τῆς Νεράϊδας ἄγρια τὸν σφίγκ' ἡ ἀγκαλιά,
Τὸν σφίγκει καὶ γυρίζουνε, γυρίζουνε κ' οἱ δυό
Πέρα 'ςτῶν πεύκων τὴ σκιά, 'ςτὸ χόρτο τὸ χλωρό,
Σὰν ἄνεμος ὅταν φυσᾷ τρελὸς, καὶ μ' ἄγριο βόγκο
Σαρώνει φύλλα καὶ κλαριὰ 'ςτὸν κάμπο καὶ 'ςτὸ λόγκο,
Γυρίζουνε, γυρίζουνε καὶ φτάνουν 'ςτὸ ποτάμι,
Ὁποῦ στὴν ὄχθη του γλυκὰ σφυρίζει τὸ καλάμι,
Καὶ πέφτουνε 'ςτὰ κύματα, μαζύ, τὰ παγωμένα…
Παύει ὁ χορὸς καὶ τὰ βιολιὰ σωπαίνουν λυπημένα.