Η μικρούλα

Από Βικιθήκη
Η μικρούλα
Συγγραφέας:
Ανέκδοτο


Ἦταν μικροῦλα. Ἐπέρναγε τὰ χρόνια τὰ μικρά της
μ’ ἀθῶα παιγνίδια. Ὅμως βαθειὰ ἐπόναγε ἡ καρδιά της.

Ὁ γκαρδιακὸς ὁ πόνος της —χωρὶς κι’ αὐτὴ νὰ ξέρη—
στὸ γέλιο καὶ στὰ μάτια της ἔλαμπε σὰν ἀστέρι.

Ὅσες φορὲς μὲ κύτταζε γλυκὰ χαμογελοῦσε,
κι’ ἐλίγωναν τὰ μάτια της γλυκὰ σὰν μοῦ μιλοῦσε.

Ὅσες φορὲς τραγούδαγα κι' ἐκάθονταν σιμά μου,
σὰν μεθυσμένη ἐχύνονταν μέσα στὴν ἀγκαλιά μου.

Ἀπὸ τὸ χέρι μ’ ἔσυρε μιὰ μέρα στὸ πλευρό της
καὶ μοὔειπε μὲ χαμόγελο πὼς μ’ εἶδε στ’ ὄνειρό της.

Ἄλλη φορά: —Τὰ μάτια μου, τὰ μάτια σου σὰν σμίγουν,
κάποιο μυστήριο, μὤλεγε, κρυφὸ σ’ αὐτὰ ξανοίγουν.

Μὲ ρώτησε μιὰ χαραυγή, τὸ χάραγμα σὰν παίρνη,
γιατί βαθειὰ στὰ στήθια της ἄγνωστον πόθο φέρνει.

Τὸ βράδυ, πάλι, μὤδειχνε τὰ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι,
καὶ μὤλεγε πὼς ἔφεγγαν ἐμπρός της μ’ ἄλλη χάρι.

Καὶ μιὰ βραδειὰ ἀλησμόνητη, χρυσῆ βραδειὰ γιὰ μένα,
μ’ ἄνοιξε τὴν καρδοῦλα της ἡ ἄδολ’ ἡ παρθένα.

Ἦρθε, πὼς κάτι θὰ μοῦ εἱπῆ κρυφό, εἰς τὸ πλευρό μου,
κι’ ἔσκυψε... καὶ μὲ φίλησε γλυκὰ στὸ μέτωπό μου.

Ἦταν τὸ πρῶτο φίλημα. Κι’ ἐκεῖ ποὺ μὲ φιλοῦσε,
μὤλεγε, ἀναστενάζοντας, ὅτι γιὰ μὲ πονοῦσε.

Κι’ ἦταν μικροῦλα. Ἐπέρναγε τὰ χρόνια τὰ μικρά της
μ’ ἀθῶα παιγνίδια. Ὅμως βαθειὰ ἐπόναγε ἡ καρδιά της.