Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η μέθη

Από Βικιθήκη
Η μέθη
Συγγραφέας:


Ροφώμεν, ροφώμεν τον άκρατον οίνον,
Την κόμην με κλήματος κλάδους κοσμώμεν·
Ο οίνος το πνεύμα προς τάνω ευθύνων
Την γη διαγράφει· πληρούτε, ροφώμεν.

Χάριν της γνώσεως μωρώς εκ της Εδέμ πεσόντες,
Κ’ εις ταύτην θυσιάσαντες παρούσας ευτυχίας,
Τί κατεμάθομεν επί αιώνας μελετώντες;
Ω! μόλις την επιγραφήν της βίβλου της σοφίας.

Αφού δεν δίδει οβολόν χαράς η επιστήμη,
Ής παν το οικοδόμημα ο θάνατος λακτίζει,
Αφού της σκέψεως παντού εισδύσασα η λύμη,
Σκοτίζει το επίχαρι, την ύπαρξιν σκοτίζη.

Αφού εις μάτην σπαίρουσα θηρεύει η καρδία
Την ευτυχίαν εν τη γη ή καν την λήθην μόνον·
Αφού ελπίδα θνήσκουσαν φωτίζη η πρωία,
Και εις τον νουν οικοδομή η δυστυχία θρόνον.

Αι! τότε ας σβεσθή η δας του πνεύματος, και σκότος
Πυκνόν τα δυστυχήματα ημών ας περιβάλλη,
Εν μέσω τούτου η χαρά προβαίνει λεληθότως,
Της οπτασίας η τερπνή ανοίγεται αγκάλη.

Ροφώμεν, ροφώμεν τον άκρατον οίνον,
Την κόμην με κλήματος κλάδους κοσμώμεν·
Ο οίνος το πνεύμα προς τάνω ευθύνων
Την γην διαγράφει· πληρούτε, ροφώμεν.

Ημείς οι νέοι έχομεν την λήθην και το μέλλον,
Οι γέροντες το παρελθόν, αυτοί τας αναμνήσεις·
Βλέπει εμπρός ο ήλιος ο μόλις ανατέλλων,
Και στρέφει όπισθεν ωχρόν το βλέμμα της η δύσις.

Νομίζει όναρ η ψυχή πικρόν την χθες οδύνην,
Όταν εξαίφνης ήρεμος καθίσταται και λεία,
Καθώς ο ναύτης θεωρών την ομαλήν γαλήνην
Ουδέ πιστεύει ότι πριν υπήρξε τρικυμία.

Αλλά η λήθη μάρμαρον επί του τάφου είναι,
Μη φέρον καν επιγραφήν τί κάτωθεν καλύπτει,
Ας ζήσουν έτι αι χαραί του μνήματος του έαρος εκείναι·
Το μέλλον προ του μνήματος το πρόσωπόν του κύπτει.

Η μνήμη μένει ως ηχώ σβεσθείσης αρμονίας,
Οι τόνοι ιλαρώτεροι μακρόθεν αντηχούσι,
Μη λησμονώμεν σβύνοντες στιγμάς ευδαιμονίας·
Φευ! Οι νεκροί κοιμώμενοι ουδέν αναπολούσι.

Ροφώμεν, ροφώμεν τον άκρατον οίνον,
Την κόμην με κλήματος κλάδους κοσμώμεν·
Ο οίνος το πνεύμα προς τάνω ευθύνων
Την γην διαγράφει· πληρούτε, ροφώμεν.

Θηρεύοντες κατοπτρισμόν ονείρων γλυκυτάτων,
Και προς το μέλλον πάντοτε ετάζοντες το βλέμμα,
Πλανώμεθα εντός χωρών αγνώστων, απωτάτων,
Αλλά πλανώμεθα, ιδού της πάλης μας το στέμμα.

Τίς εξ ημών εγνώρισε το κάλλος του παρόντος;
Ταλαίπωροι! Συστρέφομεν ημείς αυτοί την μοίραν,
Την καλλονήν θαυμάζοντες φαντάσματος απόντος,
Και καθιστώμεν την ζωήν απράγμονα και στείραν.

Αρκεί, τις είπεν εξ ημών; εις έαρος εσπέραν,
Ενώ προβαίνει της νυκτός το όναρ, η σελήνη,
Καλύπτουσα με τήβεννον την φύσιν γλυκυτέραν,
Ποτέ δε σε εφίλησε περιπαθώς εκείνη;

Σκιρτά πληγείσα η ψυχή και πάλλει η καρδία,
Του χρόνου αίφνης σταματά περίεργον το βήμα,
Αρκεί πλην η ακόρεστος δεν είπεν ευτυχία·
Τί θέλει πάλιν; τί ζητεί; το άπειρον το μνήμα.

Η γη την τροχιάν αυτής ταχέως διανύει,
Λακτίζουσα εις το κενόν έν μέρος οικουμένης.
Η αύριον ερείπια της σήμερον δεικνύει,
Κενώσωμεν την κύλικα – θνητέ τί περιμένεις;

Ροφώμεν, ροφώμεν τον άκρατον οίνον,
Την κόμην με κλήματος κλάδους κοσμώμεν·
Ο οίνος το πνεύμα προς τάνω ευθύνων
Την γην διαγράφει· πληρούτε, ροφώμεν.

Συ είσαι, κόρη; μ’ αγαπάς; τον ουρανόν στολίζει
Ο αστερόεις της νυκτός και σοβαρός μανδύας,
Η αηδών του έρωτος το άσμα ψιθυρίζει,
Αλλ’ άκουσον, ο πένθιμος παραπονείται βύας.

Είναι το άσμα του πικρόν, μονότονον, ω κόρη,
Και ψάλλει μόνος, έρημος· ελθέ, ελθέ πλησίον,
Θεώρει την σιγώσαν γην, τον ουρανόν θεώρει,
Σιγά εις ταύτα ο Θεός, ο πλήρης μυστηρίων.

Έν άσμα πέραν της ηχούς ταράττει την γαλήνην·
Οπόσον προς τον στεναγμόν το άσμα προσεγγίζει!
Κόρη του πόνου, ποίησις, διπλούται εις οδύνην
Και η ψυχή σου κλαίουσα έν άσμα ψιθυρίζει.

Ποτέ δεν θα ακούσωμεν φωνήν χαράς γνησίας;
Η Ίρις εις του ουρανού τα δάκρυα πλανάται.
Έχει στιγμάς η άνοιξις μετά μελαγχολίας,
Και εκοιμήθη η χαρά και η χαρά κοιμάται.

Ω κόρη, κόρη, σ’ αγαπώ· παρήλθον τόσοι χρόνοι,
Και ήδη μόλις ασπασμόν ανταποδίδεις; βαίνει
Η νυξ, καθώς ο θάνατος, εντός του σκότους, μόνη,
Φευ! Δεν προσμένει η ζωή, ο έρως δεν προσμένει.

Ο θύμος πέριξ άρωμα οδύνης διαχέει,
Ο θύμος, λέγουν, των νεκρών την μνήμην περιπτύσσει,
Ο ρύαξ ρέει σιγαλώς και αιωνίως κλαίει,
Έως ού κάτω εις την γην τους θρήνους του βυθίση.

Μη φεύγεις, κόρη, είναι νυξ ακόμη βαθυτάτη,
Εις την αγκάλην του κενού κοιμάται η ημέρα·
Το σκότος είν’ εχέμυθον· αυτό ημάς φυλάττει,
Και της σελήνης η ακτίς μάς βλέπει ωχροτέρα.

Ω κόρη, διατί θρηνεί το όμμα σου το νέον;
Δεν κλαίεις, όχι· τώμμα μου έν δάκρυον καλύπτει,
Και ζωγραφείται εν αυτώ ο κόσμος άπας κλαίων,
Κ’ εν μέσω τούτου η μορφή η νέα σου προκύπτει.

Ανέμου ήχησε πνοή, ερρίγησεν η φύσις,
Αστήρ διάττων έσχισε τον ουρανόν κ’ εχάθη.
Πού είσαι, κόρη; της νυκτός προσήγγισεν η λύσις,
Συλλέγει τάστρα· ρίπτεται εις του κενού τα βάθη.

Πού είσαι, κόρη; η αυγή επί των φύλλων κλαίει,
Ο βύας εσιώπησεν, η αηδών κοιμάται.
Αλλ’ είμαι μόνος και περνούν οι χρόνοι οι ωραίοι …
Φευ! κ’ εν τη μέθη η σκιά της συμφοράς πλανάται.