Η μάγισσα

Από Βικιθήκη
Ἡ Μάγισσα
Συγγραφέας:


Α'
Ἤτανε νυχτιὰ πειὸ μαύρη ἀπὸ τὸν ᾍδη·
βαρυχειμωνιὰ ἐπάγονε τὴ χώρα,
χιόνι ἔπεφτε μέσ' στὸ βαθὺ σκοτάδι
καὶ μεσάνυχτα ἐσήμανεν ἡ ὥρα...
Ἐβασίλευε σὰν χάρος ὕπνος, κρύο,
σιωπὴ βαθειὰ σὰν μέσα σὲ φορεῖο.
Δὲν ἀκούγετο φωνή, πνοὴ καμμία,
ὅλα ἤτανε νεκρά, βουβὰ καὶ κρύα.
Ἔτσι ἕνα καιρό – πρὶν τοῦ καιροῦ ἀκόμα, –
θἆταν σκοτεινοὶ κ' οἱ κόσμοι πρὶν φανοῦνε·
πρὶν ἀπάνω τοὺς Θεοῦ φυσήσῃ στόμα
κ' ἔβγουνε στὸ φῶς, ποὺ νὰ μὴν εἶχαν βγοῦνε!

Β'
Στὴν γωνιὰ κοντά, εἰς ἕνα μικρὸ δῶμα,
ποιητὴς χλωμός, νειὸς ἄμοιρος κοιμᾶται·
ἔκλαψε πολὺ πρὶν κοιμηθῇ ἀκόμα,
πλὴν στὸν ὕπνο του ξεχνᾷ καὶ δὲν θυμᾶται,
νἄδιν' ὁ Θεὸς ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσῃ,
καὶ τὸν ὕπνο του ὁ ἄλλος νὰ κρατήσῃ,
ὁ ἀξύπνητος, ποὺ σταματᾷ τὸ χρόνο,
ὅλα, τὸ Θεό, ἁκόμα καὶ τὸν πόνο...
Τίποτε, Θεέ, ἀπ' ὅλα τὰ καλά Σου,
πειὸ καλλίτερο τοῦ ὕπνου δὲν ἐφάνη·
ὄχι· κι' ἀπ' αὐτὸν ἀκόμα, ἡ καρδιά Σου
σπλαγχνικώτερο τὸ Χάρο ἔχει κάνει!
Ἄχ, ὁ νειὸς αὐτός, ποὺ κοίτεται θλιμμένος
θενὰ ἤτανε γιὰ τὴ χαρὰ πλασμένος,
ἄν δὲν ἔσμιγε μιὰ δύσεχτην ἡμέρα,
κόρη Μάγισσας καὶ Μάγου θυγατέρα.
Εἶχε γεννηθῇ σὰν ρόδο τὸν Ἀπρίλι·
γλυκοχάραγμα, ἐπάνω σὲ τριφύλλι·
ἔπεφτε δροσιά, ἐτρέχανε ρυάκια
κι' ἀνατέλλανε μαζὺ σὰν ἀδελφάκια,
ἀπ' τὴ μιὰ μεριὰ ἐκεῖνος... κι' ἀπ' τὴν ἄλλη
φῶς ἀνέφελο, τὸ φῶς τοῦ χρυσομάλλη.
Καὶ πρωτόπνευσε ἀγέρι ἀπὸ λουλούδια
καὶ πρωτάκουσε τῶν ἀηδονιῶν τραγοῦδια.
Σὰν μανούλα του τὸν προίκισεν ἡ μοῖρα·
ζοῦσε μὲ ἀνθοὺς καὶ τὴν ἀγνή του λύρα,
μὲ τὸν οὐρανὸ ποὺ εἶχε στὴ καρδιά του,
μὲ τὸ δάσος του καὶ μὲ τὰ ὄνειρά του.
Κι' ἀγαποῦσε... - πλὴν αὐτὸ τὸ λένε μόνο,
ὅσοι ἔρωτος ποτὲ δὲν εἶχαν πόνο·
ὄχι, ἐλάτρευε· πλὴν μήτε, προσκυνοῦσε·
δὲν ἀγάπαε ἐκεῖνος· ἀγαποῦσε!
Ἀγαποῦσε, ναί· πλὴν ὄχι καθὼς ἄλλοι,
κόρη ἀπ' τὴ γῆ, νεράϊδας κρύα κάλλη·
ὄχι, ἑμάζωξε ἀπὸ τὴν πλάσι ὅλα·
ὅ,τι ὤμορφο καὶ ὅ,τι ἐμοσχοβόλα·
χαμογέλασμα ἀπ' τῆς αὐγῆς τὰ χείλη,
οὐρανοῦ δροσιά, τριαντάφυλλο τ' Ἀπρίλι,
κύματος άφρό, ἀκτῖν' ἀπὸ τὴν Πούλια
καὶ τὰ ἔσμιξε μὲ χιονισμένα φούλια,
μὲ Βωμοῦ φωτιά, μ' ἀγέρι μυρωμένο
καὶ μὲ μενεξὲ ἀκτινοφιλημένο,
κ' ἔπλασε μ' αὐτά, μὲ τὸ δικό του χέρι
τὴν ἀγάπη του, τῆς νειότης του τὸ ταῖρι.

Γ'
Κ' ἔζη σὰν δροσιὰ μέσ' σ' ἄνθη μυρωμένα,
μὲ τὴν ἄπλαστη, καρδιόπλαστη παρθένα
σ' ἕνα ὄνειρο... αὐτὴν εἶχε ζωή του
καὶ τὴν φύλαγε βαθειὰ μέσ' στὴν ψυχή του·
ἤτανε γλυκειά, παράξενη λατρεία·
κόρη ἀνύπαρκτη ἐλάτρευε μὲ πόνο
ζωντανὴ καρδιὰ μ' ἀγάπη οὐρανία·
αὐτὴν ἔβλεπε νύχτα καὶ μέρα μόνο·
τί παράξενο! Ἦτον σκιὰ μπροστά του
κάθε ζωντανή, κ' ἐζοῦσε ἡ σκιά του...
Πλὴν κ' ἡ ἄφαντη ποὺ ἔπλασε παρθένα
π' ὠνειρεύονταν μὲ μάτια ἀνοιγμένα,
τὸν ἐλάτρευε κι' αὐτή, τὸν ἀγαποῦσε,
στὴν ἀγάπη του ποτὲ δὲν ἀπιστοῦσε...
Τὴν ἐκύτταζε σ' ἀκτῖν' ἀργυρωμένη
καὶ τὴν ἄκουγε τ' ἀηδόνι σὰν λαλοῦσε·
τὴν ἀγκάλιαζε σὲ μύρτο ἀνθισμένη
καὶ σὰν ἔδινε φτωχοῦ τὴν ἐφιλοῦσε...
Δὲν χωρίζονταν καὶ σὰν ἀπεκοιμᾶτο·
τοῦ τὴν ἔφερναν τὰ ὄνειρά του πάλι,
τὴν ἀντάμονε εἰς τὸ λιβάδι κάτω,
στὸ ψηλὸ βουνό, στὸ ἔρημο ἀκρογιάλι·
καὶ καμμιὰ φορὰ σὰν ἔσβυνε ἡ μέρα,
ἀνταμόνανε στὸ κοιμητῆρι πέρα!
Ὅμως μιὰν αὐγή, αὐγὴ καταραμμένη,
ἡ ἁγία του ἐφάνη ἐρωμένη·
πλὴν δὲν ἤτανε ὀνείρου πλέον πλάνῃ,
κόρη ζωντανὴ στὰ μάτια του ἐφάνη·
τ' ὄνειρό του, ναί· ἀλλὰ μὲ σάρκα κ' αἷμα·
μπρὸς σὲ λυγαριὰ ἐκάθουνταν, στὸ ρέμμα·
εἶχε στὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι
καὶ στὸ μέτωπο γλυκειὰν αὐγὴ τ' ἀπρίλι,
φῶς εἰς τὴ ματιά, πλὴν φῶς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
καὶ τριαντάφυλλο μισόκλειστο στὰ χείλη.
Λάμψις σκέπαζε τὰ κάλλη τ' ἀνθηρά της,
πλὴν ἐφαίνουνταν κι' αὐτὴ κ' ἡ ὠμορφιά της...
Ὅμως ὠμορφιὰ ποὺ πόνο προξενοῦσε·
σ' ἀποτύφλονε κ' ἐδίπλαζε τὸ φῶς σου·
σοὔπερνε τὸ νοῦ κι' ὀπίσω στὸν γυρνοῦσε,
σοὔδινε ζωὴ καὶ ἦτο θάνατός σου.

Δ'
Μάζονε ἀνθοὺς μέσα στὸ ρέμμα μόνη
κ' ἐτραγούδαγε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη,
ἄλλοτε αὐτὴ καὶ ἄλλοτε τ' ἀηδόνι·
ἦταν δυὸ φωναὶς καὶ μία ἦτο πάλι...
Ἄχ· τὸν ἔδεσε ἀλύπητα ἡ μοῖρα!
Λίγο πέρασε κ' ἡ ἀργυρῆ του λύρα.
Ἐσυντρόφευε τῆς κόρης τὸ τραγοῦδι...
Μὲ φαρμακερὸ ἐδένετο λουλοῦδι
Παραδείσου ἀνθός... κι' ἀλλάζαν δαχτυλίδι,
ἄστρο μὲ φωτιά, ἀηδόνι μὲ τὸ φεῖδι!
Ἀγαπήθηκαν· ὁ νεὶς τὴν ἐπροσκύνα,
σὰν βωμὸ Θεοῦ, σὰν Παναγιᾶς ἀκτῖνα,
μ' ἔκστασι τρελλή, πλὴν καὶ κρυφὴ ὀδύνη·
σάν... ἀλλ' ὄμως σάν, δὲν βρίσκουνταν γιὰ κείνη!
Γιὰ τῆς Μάγισσας τὴν κόρη μόνο ζοῦσε
κ' ἐδροσίζετο σ' ἀγνώριστα πελάη·
πλὴν κ' ἡ Λυγερὴ κι' αὐτὴ τὸν ἀγαποῦσε,
ὅπως τὴ ζωὴ ὁ Χάρος ἀγαπάει...
Ὅπως ἡ φωτιὰ τὰ δάση σὰν ἀνάβει,
καὶ ἡ θάλασσα ποὺ πνίγει τὸ καράβι!
Χάρος ἤτανε γι' αὐτὸν, φωτιὰ καὶ κῦμα·
πλὴν δροσιᾶς φωτιά, ζωή, πλὴν μέσ' στὸ μνῆμα.
Μὲ ἀθάνατο φαρμάκι τὸν κερνοῦσε·
τονὲ πέθαινε καὶ τὸν ἐλαχταροῦσε·
ἦταν δάγκαμα φειδιοῦ τὸ φίλημά της,
ἦταν ἄβυσσος φωτιᾶς τ' ἀγκάλιασμά της.
..................................................................

Ε'
Κ' εἶχαν μιὰ ψυχὴ σὲ δυὸ κορμιά, μία γνώμη·
ταῖρι σὰν κι' αὐτὸ στὸν κόσμο δὲν ἐφάνη.
Χρόνος πέρασε· πλὴν πέρασε ἀκόμη
καὶ τοῦ ποιητοῦ τὸ μάγευμα κ' ἡ πλάνη...
Εἶδεν ἔξαφνα τὴν ἅγια Τράπεζά του
μπρός του θρύμματα· γυναῖκα τὴ θεά του·
τοῦ ὀνείρου του δὲν ἦτο πλέον κόρη,
ποὺ στὸν οὐρανὸ καὶ στ' ἄστρα ἐθεώρει.
Ἄχ, δὲν ἤτανε ἡ κόρη ἡ ἁγιασμένη,
ἡ πανάχραντη, ἀφρόχυτη παρθένα·
πῆρε γιὰ δροσιά Λαΐδα κολασμένη
καὶ γιὰ χερουβεὶμ τῆς μάγισσας τὴ γέννα!
Σὰν ἐξύπνησε ἀπὸ τὸ βυθισμό του,
ἐθυμήθηκε τὸ πρῶτο τ' ὄνειρό του.
Κ' ἔκλαψε πολύ, ἡ δροσερὴ μορφή του
ἐκιτρίνισε· νυχτώθηκ' ἡ αὐγή του·
τοὔπεσ' ὁ ἀνθὸς κι' ἀπόμεινε τ' ἀγκάθι
κι' ἀπ' τὴ λύρα του ἡ ἔμπνευσις ἐχάθη!

Στ'
Ἄχ, εἶναι σκληρὸ μὲ τὴν καρδιὰ ἐκείνου
κόρη ν' ἀγαπᾷς, κόρη κιτριᾶς καὶ κρίνου,
καὶ ἀντὶ ἀνθοῦ νὰ βρῇς ἀγκάθι ἐμπρός σου!
Εἶναι κόλασις ἀγνώριστη ἀκόμα,
ν' ἀγαπᾷς θεὸ καὶ νἆνε ὁ θεός σου
σάρκα καὶ σεισμὸς σὲ φλογισμένο στρῶμα...
Ὅσοι ξεύρουνε τὸν ξένον τοῦτον πόνο,
τὴ ζωή τοῦ νειοῦ, αὐτοὶ γνωρίζουν μόνο·
εἶχε στὴ καρδιὰ βαθειὰ γιὰ κείνη θλῖψι·
ὄχι ἔρωτα, ὄχι ἀγάπη· τύψι,
τύψι κ' ἔλεος, μετάνοια, ὀδύνη
καὶ ἀποστροφὴ κι' ἀγγέλου καλωσύνη...
Καὶ τὴν ἔφευγε κι' ἀποπλανᾶτο μόνος,
μέσ' σὲ ρεμματιαὶς ἡμέρα, νύκτα, δείλη·
πλὴν τὸν γύριζε ἐλέους πίσω πόνος·
μὲ μαρτυρικὸ χαμόγελο στὰ χείλη,
ἡ εὐγενικὴ τῆς ἔκρυβε ψυχή του,
τὸ μαρτύριο, τὴ θλῖψι τὴν κρυφή του.
Σεῖς ποὺ ἔχετε καρδιὰ μέσ' στὴν καρδιά σας,
μὴν τὴν ρίχνεται στὸ πρῶτο ἀπάντημά σας,
εἰς τὴν πρώτη νειὰ ποὺ ἔξαφνα ἰδῆτε·
μὴ τὴ δίψα της τὴν σβύνετ' ὅπου βρῆτε.
Τ' ἄχραντά της μὴ ὅπου κι' ἂν εἶν' σκορπᾶτε·
τ' ἄνθος τῆς ζωῆς μὴ εὔκολα πετᾶτε!
Δίδετ' ἡ καρδιὰ μὲ τόση εὐκολία,
ἀλλὰ πέρνεται ὀπίσω στάχτη κρύα...
Ἡ αὐγὴ ἀργεῖ· ἀκόμη δὲν χαράζει
καὶ ἀπὸ μακρυὰ βραχνὸ τ' ὀρνίθι κράζει·
ἔξω ὁ βοριὰς στὰ σκοτεινὰ βογκάει
καὶ στῆς Μάγισσας κοιμᾶται ὁ νειὸς τὸ πλάϊ,
- φεῖδι μὲ πουλί – πλὴν δὲν κοιμᾶτ' ἐκείνη·
ἡ ἀναλαμπὴ ποῦ ἡ γωνιὰ ἀφήνει,
ξέναις ὠμορφιαὶς φωτίζει κι' ἄλλα κάλλη·
ἀκουμποῦσ' ὁ νειὸς σ' ἀφράτο προσκεφάλι,
ἄχ· σε στήθεια δυό, δυὸ μῆλα μυρισμένα,
σὲ δυὸ κύματα χιονάτα καὶ σμιγμένα.
Τὸν νανούριζε παλμός· καὶ τὸ κορμί υοθ
ὅλο ἐσκέπαζαν μαῦρα μαλλιὰ ἁπλωμένα·
ἦταν σὰν νεκροῦ ἡ ὄψις ἡ χλωμή του
καὶ τὰ μάτια του ἀστέρια σκεπασμένα,
μέσ' στὴν ἀγκαλιὰ ἡ κόρη τὸν κρατοῦσε
καὶ τὸν κύτταζε μὲ μάτι ἀναμμένο·
πότε στέναζε καὶ πότε ἐφιλοῦσε
στὰ δυὸ χείλη του τριαντάφυλλο κλεισμένο!
«Ξύπνα, τοὔλεγε, τοῦ Παρνασσοῦ λουλοῦδι
- κ' ἤτανε ἡ φωνή, χάϊδι, φιλί, τραγοῦδι -
«Ξύπνα, φίλησε, στὰ χείλη μου κεράσι
«καὶ στὰ μάτια μου ὁλόκληρη τἡν πλάσι
«Τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου στὴ ματιά μου
«καὶ τὴ δύσι του στὰ δύο μάγουλά μου.
«Ξύπν. Ἀγκάλιασε, ἡ νειότη πρὶν νὰ σβύσῃ,
«Κρίνο ζωντανό, μὲ σάρκα κυπαρίσσι·
«Κι' ἀπ' τὰ σύνεφα κι' ἀπὸ ψηλὰ ριχμένα,
«Μῆλα τ' οὐρανοῦ στὸν κόλπο μου κρυμμνα.
«Ξύπνα νὰ χαρῇς τὴ νειά ποὺ σὲ λατρεύει·
«Ἄχ, ὁ ὕπνος σου τὰ κάλλη μου σοῦ κλέβει!»
Σὲ λησμονησιὰ κ' εἰς ὕπνο βυθισμένος,
δὲν ἐξύπνησε ὁ νειὸς ὁ πικραμένος.
Ἄνθρωπο ποτέ, ποτὲ μὴν ἐξυπνᾶτε!
Εἶνε θλιβερή, μεγάλη ἁμαρτία,
νὰ τὸν ἐξυπνᾷς τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται·
ἡ ἀνάστασις δὲν εἶνε εὐτυχία!
Ὁ Θεὸς ζωῆς μᾶς ἔχει δώσει κῦμα,
πλὴν διώρθωσε τὸ λᾶθός του τὸ μνῆμα...
 Τρόμαξε ἡ νειὰ στὴν τόση σιωπή του·
δὲν ἀκούστηκε καμμιὰ ἀπάντησί του·
σκύβει, τὸν φιλεῖ, τὸν σείνει φοβισμένη,
ὅμως ἄφωνος ὁ ποιητής της μένει.
Μπρὸς στὰ μάτια της ἐμπῆκε μαύρη σκέπη
Καὶ σὰν τοῦ πουλιοῦ κτυποῦσε ἡ καρδιά της,
λύχνο ἄναψε καὶ σὰν τρελλὴ τὸν βλέπει·
ἄχ! ἤτανε ἀκίνητος, νεκρὸς ἦταν μπροστά της!
.........................................................................
Ἕνα φίλημα δροσιὰ ἢ φλόγα ἀφήνει,
πότε τὴ ζωὴ καὶ πότε χάρο δίνει.