Η λεμονιά
Η λεμονιά Συγγραφέας: |
Ανέκδοτο |
—Φεύγ’ ἀπὸ πάνω μου, τινάξου χάμου,
γιατί μ’ ἐπλάκωσες τόσο βαρειά;...
Λυπήσου, ἀλύπητο, τὴν ἐμορφιά μου,
σ’ ἄλλα ψηλότερα πέσε κλαριά.
Φεύγα, τὰ λίγα μου χλωρὰ κλωνάρια
θὲ νὰ ραγίσουνε καὶ θὰ χαθῶ.
Σύρε στὰ ἔλατα καὶ στὰ πρινάρια,
κι’ ἄσε με μόνη μου νὰ κοιμηθῶ.
Τέτοια παράπονα λέει στὸ χιόνι,
ἡ βεργολύγερη ἡ λεμονιά,
κι’ ὅλο θυμώνεται καὶ τὸ μαλλώνει,
σὰν πεισματάρικη ἐμορφονειά.
Τὸ χιόνι ατάραχο ψηλά της μένει
καὶ μὲ χαμόγελο τῆς ὁμιλεῖ:
—Γιατί μ’ ἐμάλλωσες βαρειά καϋμένη,
γιατί μὲ σκιάζεσαι τόσο πολύ;
Βλέπεις, ἐσώπασαν τώρα τ’ ἀηδόνια
ποὺ σοῦ τραγούδαγαν τὴν ἐμορφιά,
φύγαν, δὲ σοὔρχονται πλειὰ τὰ τρυγόνια,
ποὺ τἆχε ἡ νειότη σου γιὰ συντροφιά.
Πέρασε ἡ ἄνοιξι. Πέθαναν, πᾶνε
τὰ ἔμορφα λούλουδα ποὺ μιὰ φορὰ
γύρω σου ἐφύτρωναν νὰ σὲ μεθᾶνε
καὶ τἆχες, μάτια μου, χρυσῆ χαρά.
Χειμῶνας ἔπιασε. Γύρω τὴν πλάσι
μαυρίλα ἐπλάκωσε βαρειὰ-βαρειά.
Ποιὸς ὁλομόναχη θὰ σὲ σκεπάση
ἀπὸ τὸν ἄγριο κρύο βοριᾶ?
Ἢ θὲς τὰ φύλλα σου, τὴν ἐμορφιά σου,
ἡ γῆ ἡ ἀχόρταγη νὰ τὰ χαρῆ,
καὶ νὰ ξεσέρνωνται ξηροὶ μακρυά σου
κομμάτια οἱ κλῶνοι σου τρυφεροί;
Σώπα, μὴ σκιάζεσαι, μοσκοθρεμμένη,
ἄσε με ἀπάνω σου ὥσπου νὰ βγῆ
ὁ ἥλιος τῆς ἄνοιξης ὁποῦ χλωραίνει
μὲ τὶς ἀχτίδες του πάλι τὴ γῆ.
Τότε θὰ λυώσω ἐγώ. Καὶ ἀπὸ μένα
καινούργια οἱ κλῶνοι σου ζωὴ θὰ πιοῦν,
καινούργια θἄβγουνε φύλλα ἀνθισμένα,
καινούργιοι ἀπ’ τ’ ἄνθη σου καρποὶ θὰ βγοῦν.
Τὴν ἐξεγέλασε μ’ αὐτὰ τὸ χιόνι
καὶ ἡ βεργόλιγη ἡ λεμονιὰ
στέκεται ἀμίλητη καὶ δὲ μαλλῶνει...
Καὶ πάει, ἐχάθηκε στὴν παγωνιά.