Η κυρία δέχεται
Ἡ κυρία δέχεται Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
κύριος Παρασκευασ Ψηταρασ, ἄνθρωπος ὑπερῆλιξ, πρόσωπον, μακρὸν καὶ κατεγρυπωμένον· φέρει παραγναθίδας πυκνὰς καὶ ἁδρότατον μύστακα καλύπτοντα ὁλοσχερῶς τὸ στόμα· στραβίζει ὀλίγον, ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται μόνον ὁσάκις ὀργίζεται. Ἦτο ἄλλοτε τμηματάρχης, μετὰ τὸν σχηματισμὸν ὅμως τοῦ νέου ὑπουργείου ἐξεφράσθη αὐτῷ πλήρης εὐαρέσκεια καὶ ἀπεστάλη αὐθημερόν οἴκαδε, τοῦθ’ ὅπερ οὐδόλως εὐηρέστησεν αὐτῷ, ἐννοοῦντι νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν πατρίδα ἔστω καὶ μετ’ ἀνδρῶν ὅλως ἀντιθέτων φρονημάτων. Τελευταία λεπτομέρεια. Ὁ κ. Ψητάρας εἶχε περιουσίαν ἐκ τῆς συζύγου του, ἣν ἀπώλεσε — τὴν περιουσίαν — ἀναμιχθεὶς εἰς ἐπιχειρήσεις γηπέδων. Τώρα ζῇ διὰ τῆς συντάξεώς του ἀναμένων πάντοτε τὴν βελτίωσιν τῶν οἰκονομικῶν τῆς χώρας, τὴν ἐπάνοδον τῶν φίλων του εἰς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν ἐκ νέου ὑπερτίμησιν τῶν γηπέδων. Εἰσέρχεται εἰς τὴν αἴθουσαν φέρων κοιτωνίτην καὶ σκοῦφον, βλέπει τὴν πυρὰν ἐν τῇ ἑστίᾳ καὶ σύρων μέχρις αὐτῆς ἕδραν ρίπτεται εἰς αὐτὴν — τὴν ἕδραν — καὶ ἐξαπλοῖ τάς τε χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ἵνα θερμανθῇ.
Ὁ κ. Ψηταρασ μειδιῶν εὐαρέστως — Ἀνόητος! δὲν ἠρχόμην τόσην ὥραν ποῦ ἐπάγωσα μέσα!… Τὶ κρύον εἶνε καὶ τὸ σημερινόν!… καὶ αὐτὸ τὸ σπίτι μας εἶνε Σιβηρία!… Δὲν ἔχει μία τρύπα γιὰ θερμάστρα· ὅ τι κάμνει αὐτὸ τὸ τζάκι ἐδῷ… Μὰ εἶνε κι’ αὐτὴ ἡ γυναῖκα μου!… μιὰ φορὰ τὸ μῆνα θὰ τὸ ἀνάψῃ!.... Πῶς τὸ ἔπαθε σήμερα;… Τὶ καλὰ ποῦ τὸ ἄναψε.... νὰ ἔχῃ τὴν εὐχήν μου! Ἄκουα κ’ ἐγὼ κρὰκ κρὰκ ἀπὸ μέσα καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ καταλάβω τὶ ἔτρεχεν… Ἦσαν τὰ ξύλα ποῦ ἔκαιαν… καὶ ἐγὼ ἐπάγωνα!… [Βυθιζόμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ νωχελῶς.] Ἐδῷ θὰ μείνω τώρα ἕως ὅτου νὰ καλλιτερεύσῃ ὁ καιρός!
Ἡ κυρία Ευανθια, σύζυγος τοῦ προειρημένου, τὴν μέσην ἡλικίαν ὑπερβᾶσα καὶ καταγινομένη νὰ διορθοῖ τὴν φύσιν, ἥτις — ἡ ἀχάριστος — εἶνε ἀδιόρθωτος· πρόσωπον στρογγύλον ὡς πλησιφαὴς σελήνη, ἔχον καὶ λωγάνιον ὑποκρεμάμενον, διῆκον δὲ ἀπ’ ἄκρου ἕως ἄκρου τῶν ὤτων· ρὶς ἀνάσιμος, στόμα φρεατῶδες, ἐν ᾧ φαίνονται διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ τὰ ἐρείπια τῆς Καρχηδόνος ἐν εἴδει ὀδόντων· τράχηλος βραχὺς καὶ δυνάμενος νὰ φέρῃ οἷον δή ποτε ἄλλον ζυγὸν πλὴν τοῦ συζυγικοῦ· προεκβολαὶ ἄνω τῆς ὀσφύος εἰς ἄκρον τεθραμμέναι, ὀσφὺς τοσαύτη ὥστε νὰ δεικνύῃ τὴν θέσιν ἐν ᾗ αὕτη ἄλλοτε ὑπῆρχε· γαστὴρ προέχουσα μέχρι τῆς εὐθείας τῶν προεκβολῶν, ἥτις — εὐθεῖα — προεκτεινομένη ἀπέχει μίαν μὲν σπιθαμὴν ἀπὸ τῆς γραμμῆς τοῦ μετώπου, δέκα δὲ κονδύλους ἀπὸ τῆς γραμμῆς τῶν ποδῶν. Φέρει ἐσθῆτα μεταξίνην χρώματος πρασίνου ὑδατώδους, βαρύτιμα ψέλλια, μακρᾶ ἐνώτια, σωρείαν δακτυλίων, ἔχει δὲ τὴν κόμην ἀναδεδεμένην κινεζικῶς.
Ευανθια εἰσερχομένη μετὰ πατάγου εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ τὸν σύζυγον αὐτῆς βλέπουσα πρὸ τῆς ἑστίας. — Τί εἶν’ αὐτό, Παρασκευᾶ;
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις ἐστράφη ἀκούσας τὴν φωνὴν τῆς Εὐανθίας. — Αὐτὸ; φωτιά.... τὶ θέλεις νὰ εἶνε;
Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Καλὲ σ’ ἐρωτῶ τὶ κατάστασις εἶνε αὐτή;
Ὁ κ. Ψηταρασ ζητῶν νὰ ἐννοήσῃ. — Ποία κατάστασις;
Ευανθια. — Καλὲ μὲ τὴν ρόμπαν σου; μὲ τὸν σκοῦφον σου;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐννοήσας, ἀλλ’ ἐκπλησσόμενος. — Τί, δὲν σ’ ἀρέσω;
Ευανθια. — Νὰ μ’ ἀρέσῃς;
Ὁ κ. Ψηταρασ παρατηρῶν ἑαυτὸν ἐν ἀπορίᾳ. — Δὲν μὲ βλέπεις ἔτσι κάθε ἡμέραν;
Ευανθια τὰς χεῖρας ἀνατείνουσα. — Μὰ σήμερον, ἀδελφέ;
Ὁ κ. Ψηταρασ βυθιζόμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν κοιτωνίτην περισυνάτων. — Σήμερον περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην ἡμέραν, διότι κάμνει ἕνα κρύον διαβολεμένον!Ευανθια ἀεριζομένη διὰ τοῦ ριπιδίου. — Εἶσαι ἀπελπισία, καϋμένε Παρασκευᾶ.
Ὁ κ. Ψηταρασ στρέφων τὴν κεφαλὴν κνισθείς. — Διατί, παρακαλῶ;
Ευανθια. — Διότι σήμερον εἶνε ἡμέρα ποῦ δέχομαι.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Δέχεσαι;
Ευανθια. — Βεβαίως....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τί δέχεσαι;
Ευανθια. — Ἐπισκέψεις.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀναπηδῶν. — Αἴ!
Ευανθια. — Τὶ εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Εἷσαι μὲ τὰ σωστά σου;
Ευανθια. — Πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἔφθασεν εἰς τὸ κατακόρυφον. — Ὥστε ἡ κυρία..... δέχεται;....
Ευανθια ἐκπλησσομένη ἐπὶ τῇ ἐκπλήξει τοῦ κ. Ψητάρα. — Σοῦ φαίνεται παράξενον;
Ὁ κ. Ψηταρασ κατερχόμενος. — Ὄχι.... δηλαδή… ναί, καὶ πολὺ μάλιστα.
Ευανθια. — Διατί;
Ὁ κ. Ψηταρασ στένων. — Διὰ πολλοὺς μὲν ἄλλους λόγους, ἰδίως ὅμως, διότι θ’ ἀναγκασθῶ ν’ ἀφήσω αὐτὴν τὴν καλὴ φωτιὰ καὶ ποῦ νὰ πάγω νὰ καθήσω;…
Ευανθια. — Μὰ δὲν σ’ ἐμποδίζει κανεὶς νὰ καθήσῃς ἐδῷ, ἀρκεῖ μόνον νὰ βγάλῃς τὴ ρόμπα καὶ τὸ σκοῦφο.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Ἡ ἰδέα σου μ’ ἀρέσκει· δὲν ἔχω καμμίαν δυσκολίαν νὰ βγάλω τὴν ρόμπαν μου..... ἀλλὰ τὸν σκοῦφον....
Ευανθια διαποροῦσα. — Πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ μειλίχιος καὶ διὰ τρόπου παρακλητικοῦ. — Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ μὴ βγάλω τὸ σκοῦφο;....
Ευανθια. — Δὲν γίνεται.... θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι.... κυρίαι.... εἶνε δυνατὸν νὰ κάθεσαι μ’ ἕνα σκοῦφον;
Ὁ κ. Ψηταρασ διατηρῶν μικράν τινα ἀμφιβολίαν. — Δὲν εἶνε δυνατόν....
Ευανθια. — Ἀλλὰ πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ πειθόμενος. — Ἔχεις δίκαιον. [Βαίνων μέχρι τῆς θύρας ἀλλ’ ἐπιστρεφόμενος ἀμέσως.] Ἔχεις πολὺ δίκαιον.
Ευανθια, ἥτις παρετήρησε τὴν ἐπιστροφὴν αὐτοῦ. — Διατὶ δὲν πηγαίνεις;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐν στενοχωρίᾳ. — Θὰ πάγω… αὐτὸ σκέπτομαι… ἤθελα πολὺ νὰ πάγω.... καὶ ἀμέσως μάλιστα… ἀλλά....
Ευανθια. — Τὶ ἀλλά;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐκδηλῶν καὶ διὰ χειρονομίας τὸ αἴσθημα τοῦ ψύχους. — Δὲν σοῦ φαίνεται ὅτι θὰ κάμνῃ κρύον ἔξω εἰς τὸ πέρασμα;…
Ευανθια — Τί κρύον;
Ὁ κ. Ψηταρασ ρίπτων τὸ βλέμμα εἰς τὴν ἑστίαν. — Πῶς νὰ πάγω μέσα εἰς τὸ δωμάτιόν μου ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν φωτιάν… θὰ πάρω κανένα συνάχι· δὲν νομίζεις ὅτι ἠμπορῶ νὰ τὸ ἁρπάξω;
Ευανθια διανοίγουσα τὸν κοιτωνίτην τοῦ κ. Ψητάρα.. — Στάσου νὰ σὲ ἰδῶ· εἶσαι λαμπρὰ ἐνδυμένος..... δὲν ἔχεις ἀνάγκην παρὰ νὰ φορέσῃς τὴ ρεδιγκότα σου....
Ὁ κ. Ψηταρασ δεικνύων ὅτι συμφωνεῖ πληρέστατα. — Ἔτσι αἴ;
Ευανθια. — Πηγαίνω νὰ σοῦ τὴν φέρω.
Ὁ κ. Ψηταρασ γηθοσύνως. — Αὐτὸ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ τόσην ὥραν, Εὐανθίτσα μου, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ σὲ βάλω καὶ σὲ κόπον.
Ευανθια ἐξερχομένη. — Καλὲ δὲν βαρύνεσαι.
Ὁ κ. Ψηταρασ μόνος περιτρέχων τὴν αἴθουσαν ἐν προφανεῖ στενοχωρίᾳ. — Τὶ ἰδέα! τί ἰδέα!… ποῦ τῆς ἦλθε νὰ δεχθῇ.... εἴμεθα ἡμεῖς γιὰ τέτοια πράγματα μὲ τρεῖς καρέκλαις καὶ μ’ ἕνα καναπὲ μισοσπασμένο;… Τὶ ἰδέα!.... μὰ τὶ ἰδέα!.... Ἤθελα νὰ τῆς κάμω τὴν παρατήρησιν ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀνοησίαι, ἀλλ’ ἀφ’ ὅτου ἔχασα τὴν προῖκα της δὲν τολμῶ καὶ νὰ λέγω πολλὰ λόγια. Ἐκεῖνο τὸ μάτι της ὅταν μὲ κυττάζῃ εἶνε σὰν νὰ μοῦ λέγῃ: «Σιωπή, κύριε, μοῦ ἔφαγες τὴν προῖκα μου!» Δηλαδὴ ὄχι ὅτι τὴν ἔφαγα.... τὴν ἔχασα ὅμως, ποῦ εἶνε τὸ αὐτό.... Ἄχ, καλλίτερα νὰ τὴν ἔτρωγα τοὐλάχιστον σὲ διασκεδάσεις, θὰ εἶχα τώρα τὴν ἐνθύμησίν της, ἐνῷ δὲν ἔχω παρὰ τὰ γήπεδα!.... Εἰς τὴν ἀρχὴν ἔκαμα νὰ τῆς ρίξω ἕναν ποῦντον, μὰ δὲν ἠξεύρω διατὶ ἐδειλίασα ἔπειτα.... ἐφοβήθηκα τὸ μάτι της.... Δέχεται!.... [Σταυροκοπούμενος] Πίσω μου εἶσαι δαίμονα!.... [Τείνων τὸ οὖς] Ποιὸς ἔρχεται;… αὐτὸ εἶνε ἀνδρὸς βῆμα.... ἔχει γοῦστον νὰ ἤρχισαν ᾑ ἐπισκέψεις τῆς κυρίας.... κ’ ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη μὲ τὴ ρόμπα μου… (Περίτρομος κρυπτόμενος ἐν τῇ γώνῳ τοῦ παραθύρου ὄπισθεν παραπετάσματος). Διάβολε!....
Εἰσέρχεται ὁ Υπηρετησ κρατῶν δίσκον πλήρη κυάθων καὶ ποτηρίων, ἅτινα συγκρουόμενα κροτοῦσι καθ’ ὅσον οὗτος προχωρεῖ. Φέρει λευκὸν λαιμοδέτην κατά τι ἐρρικνωμένον, φράκον, ἐφ’ οὗ διακρίνωνται μεγάλαι κηλῖδες καὶ οὗτινος τὰ μανίκια εἶνε βαθυτέρου χρώματος παρ’ ὅ τι τὸ ἐπίλοιπον ἔνδυμα, ἐξ οὗ ὑποτίθεται ὅτι παθόντων τῶν πρώτων σπουδαίαν βλάβην ἀντικατεστάθησαν ὑπ’ ἄλλων ἀνηκόντων εἰς ἄλλο φράκον. Περὶ τοῦ πανταλονίου, ὅπερ φέρει, δύνανται νὰ ὑπάρξωσιν ἐνδοιασμοί, ἂν καὶ κατὰ πόσον ἀνήκει τοῦτο εἰς τὴν πατριὰν τῶν δισκελῶν χωνίων, ἐκτὸς ἐὰν παραδεχθῶμεν, καὶ παραδεχόμεθα τοῦτο ἀνεπιφυλάκτως, ὅτι καίπερ πεπαλαιωμένον ἐδωρήθη αὐτῷ ὑπὸ παχυσάρκου τινος κυρίου. Ἐννοεῖται ὅτι φέρει καὶ χειρόκτια ὁ ὑπηρέτης, παραδόξως δὲ ταῦτα εἶνε καινουργῆ. Καὶ οὕτω λοιπὸν χωρῶν ὑπὸ τὸν ἦχον τῶν συγκρουομένων ποτηρίων διευθύνεται πρὸς τὴν τράπεζαν, ἐφ’ ἧς ἀποθέτει τὸν δίσκον καὶ ἄρχεται τῆς διευθετήσεως τῶν πάντων.
Ὁ κ. Ψηταρασ προκύπτων τὴν κεφαλὴν ἐκ τοῦ παραπετάσματος. — Ποῖος εἷνε αὐτός;.... Ὑπηρέτης; [Ἐξερχόμενος τοῦ γώνου] Πότε ἦλθε;.... καὶ μὲ φράκον.... καὶ μὲ γάντια;....
Υπηρετησ μορφάζων καθ’ ὅσον διευθετεῖ τὰ ποτήρια καὶ τοὺς κυάθους. — Ἄνθρωποι κι’ αὐτοὶ γιὰ νὰ δεχθοῦν· δὲν ἔχουν οὔτε τσιμπίδα γιὰ τὴν ζάχαρη!.... Φυλτζάνια εἶν’ αὐτά; εἶνε αὐτὴ τσαγιέρα;… μυρίζει ἀκόμη χαμομῆλι!… Καὶ κάτω ’ς τὴν κουζίνα εἶνε ποῦ εἶνε!.... Βρῶμα καὶ τῶν γονέων!....
Ὁ κ. Ψηταρασ ὅστις ἐπλησίασε τὸν ὑπηρέτην. — Τί κάμνεις ἐσὺ αὐτοῦ;
Υπηρετησ παρατηρῶν αὐτὸν ἀπαθῶς. — Διορθόνω κατὰ πῶς πρέπει.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Διορθόνεις;
Υπηρετης ἰδίᾳ. — Ὁ ἀφέντης θὰ εἶνε.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τί εἶνε αὐτά;
Υπηρετησ. — Γιὰ τὸ τσάϊ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Ποιὸ τσάϊ;
Υπηρετησ ἰδίᾳ παρατηρῶν αὐτὸν περιέργως. — Κοροϊδεύει τώρα ἢ μᾶς κάνει τὸν κουτό;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πότε ἦλθες ἐσὺ ἐδῷ;
Υπηρετησ. — Τώρα δὲν εἶνε οὔτε τρία τέταρτα τῆς ὥρας.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἔλθῃς;
Υπηρετησ. — Ἡ κυρία.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἔτσι αἴ;
Υπηρετησ. — Ἀμ’ τί; μονάχος μου θἄρθω;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Καὶ σ’ ἐσυμφώνησεν ἡ κυρία;
Υπηρετησ. — Τί νὰ μὲ συμφωνήσῃ.... ἐμεῖς δὲν κάνουμε συμφωνίαις.
Ὁ κ. Ψηταρασ διαπορῶν. — Τί θὰ εἰπῇ δὲν κάμνετε; Πόσα θὰ σοῦ δίδῃ;
Υπηρετησ — Δέκα δραχμαίς.
Ὁ κ. Ψηταρας. — Τὸ μῆνα;
Υπηρετησ μειδιῶν αὐταρέσκως. — Ὄχι δά.... τὴν ἡμέρα.... ἐμεῖς μπαίνουμε μὲ τὴν ἡμέρα.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀναπηδῶν. — Τὴν ἡμέραν;Υπηρετησ. — Ἀμ’ τόσο εἶνε, ἀφέντη· αὐτὰ εἶνε ξεκομμένα· ὅποιον καὶ ἂν πάρῃ τὸ ἴδιο θὰ τῆς ζητήσῃ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ δυσκόλως ἀναπνέων. — Ἔφ!.. ἔφ!.. ἔφ!… ἐτρελλάθηκεν ἡ γυναῖκα μου!… δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ἐτρελλάθηκεν.... καὶ θὰ μὲ βάλῃ ’ς τὰ ἔξοδα νὰ τὴν πάγω ’ς τοῦ Δρομοκαΐτη....
Ευανθια εἰσερχομένη καὶ ρεδιγόταν κρατοῦσα. — Τὴν εἶχες κάμει ’ς ἕνα χάλι.... ἐτρόμαξα ἕως ὅτου νὰ τὴν παστρέψω.... Ἔλα, βγάλε τὴ ρόμπα σου.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ διατρεχων τὴν αἴθουσαν. — Ἀκοῦς ἐκεῖ δέκα δραχμαὶς τὴν ἡμέραν, ὅταν ἡ σύνταξις μου εἶνε ὅλη ὅλη διακόσιαις τριάντα ἐννέα δραχμαὶς καὶ εἴκοσι λεπτά!
Υπηρετησ. — Κυρία.
Ευανθια. — Τί θέλεις;
Υπηρετησ δεικνύων μεθ’ ὑπερηφανείας τὴν τράπεζαν, ἐφ’ ἧς τὰ πάντα εἶνε ἐν τάξει. — Δὲν πιστεύω νὰ χρειάζεται τίποτες ἄλλο.
Ευανθια. — Καλὰ εἶνε· τώρα πήγαινε νὰ φέρῃς τὸ σαμοβάρι.
Υπηρετησ ἐξερχόμενος. — Ἀμέσως.
Ευανθια διανοίγουσα τὴν ρεδιγκόταν, ἣν κρατεῖ καὶ βηματίζουσα ὄπισθεν τοῦ κ. Ψητάρα, ὅστις δὲν ἔπαυσε νὰ διατρέχῃ τὴν αἴθουσαν. — Ἔλα λοιπόν!
Ὁ κ. Ψηταρασ παρακολουθῶν διὰ τοῦ βλέμματος τὸν ἐξερχόμενον ὑπηρέτην. — Μίαν στιγμήν....
Ευανθια βλέπουσα καὶ αὕτη τὸν ὑπηρέτην. — Τί εἶνε;
Ὁ κ. Ψηταρασ δεικνύων τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἐξῆλθεν. — Τί ἀγαπᾷ ἡ εὐγενία του ἐδῷ;
Ευανθια. — Ποιός; ὁ ὑπηρέτης;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Μάλιστα.
Ευανθια. — Νόστιμη ἐρώτησις....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Νοστιμωτάτη!
Ευανθια. — Καὶ ποιὸς θέλεις ν’ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Ποιός;
Ευανθια. διανοίγουυα τοὺς ρώθωνας. — Ναί, ποιός; ἡ Κατερίνα;.... ποιὸς νὰ φέρῃ ἐπάνω τὰς ἐπισκέψεις; ἡ Κατερίνα;… ποιὸς νὰ σερβίρῃ τὸ τσάϊ; ἡ Κατερίνα;…
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐν πεποιθήσει. — Διατὶ ὄχι, παρακαλῶ, ἀφοῦ δὲν μᾶς κοστίζει καὶ τίποτε;
Ευανθια. — Τὶ λὲς τώρα, ’ς τὸ θεό σου.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Μήπως δὲν τὴν ἔχομε ποῦ τὴν ἔχομε;
Ευανθια. — Μά....
Ὁ κ. Ψηταρασ διακόπτων αὐτήν. — Σημείωσαι δὲ ὅτι αὐτὴ παίρνει μόνον εἰκοσιπέντε δραχμαῖς τὸν μῆνα καὶ κάμνει.... κουζίνα, πλύσι, σίδερο, σιγύρισμα.... ὅλα τέλος πάντων.... ἐνῷ δι’ αὐτὸν θέλεις τριακόσιαις.... δι’ ἕνα τσάϊ μόνον.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Τί κάθεσαι καὶ λές; τὶ τριακόσιαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Δραχμαίς!
Ευανθια. — Ποιὸς σοῦ τὰ εἶπεν αὐτά;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐκτὸς.... ἂν λέγῃ ψέμματα. Δέκα δραχμὰς τὴν ἡμέραν, μοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τοῦ δίδῃς.
Ευανθια. — Πολὺ καλὰ, δέκα· ποῦ εὑρέθησαν ᾑ τριακόσιαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐξαπτόμενος βαθμηδόν. — Μά, εὐλογημένη, τριάντα ἡμέραις ἀπὸ δέκα τὴν ἡμέραν δὲν κάμνουν τριακόσιαις;.... καὶ δὲν σοῦ βάζω τοὺς μῆνας ποῦ ἔχουν τριάντα μία, διότι ἔχει καὶ ὁ Φεβρουάριος εἴκοσι ὀκτώ…
Ευανθια. — Καὶ ποιὸς σοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τὸν ἔχω κάθε ἡμέρα;
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔξαψις μετετράπη ἀμέσως εἰς ἔκπληξιν. — Ἆ!
Ευανθια μειδιῶσα. — Κάθε ἡμέραν!
Ὁ κ. Ψηταρασ συνερχόμενος ἐντελῶς. — Δὲν θὰ τὸν ἔχῃς λοιπὸν κάθε ἡμέραν;....
Ευανθια γελῶσα. — Ξεκούτιανες, καϋμένε… Ἔλα, βγάλε τώρα τὴ ρόμπα σου.
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις ἀπέβαλε τὸν κοιτωνίτην καὶ ἐνεδύθη τὴν ρεδιγκόταν· — Μὰ ἔτσι πές μου, ἀδελφή…
Ευανθια. — Θὰ τὸν ἔχω ὅσαις φοραὶς θὰ δέχωμαι.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετ’ εὐχαριστήσεως. — Ἆ, ἆ!
Ευανθια βλέπουσα τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἐκόμισε τὸ σαμοβάριον. — Ἐκεῖ ἐπάνω βάλε το.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ὅσαις φοραὶς θὰ δέχεσαι λοιπόν....
Ευανθια. — Μὰ εἶνε πράγματα νὰ τὰ ἐρωτᾷς αὐτά; Μόνον κάθε σάββατον.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ ξέων τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ. — Ἀδιάφορον!.... πάλιν εἶνε σαράντα δραχμαὶς τὸ μῆνα.... κάθε σάββατον.... Ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐδέχετο κάθε δεκαπέντε, θὰ εἴχαμεν μίαν οἰκονομίαν ἀπὸ εἴκοσι δραχμαίς.... Θὰ τῆς τὸ προτείνω
Ευανθια. — Πήγαινε μέσα τὴ ρόμπα τοῦ κυρίου καὶ φέρε τὰ γλυκίσματα καὶ ὅ τι ἄλλο εἶνε.
Υπηρετησ ὑποκλίνων καὶ ἀπερχόμενος. — Ἀμέσως, κυρία.
Ευανθια δεικνύουσα τὴν ἄλλην θύραν. — Πήγαινε ἀπ’ ἐδῷ διὰ νὰ μὴ λερόνῃς τὸ ἀντρὲ μὲ τὰ σύρτα φέρτα σου.
Υπηρετησ συνοφρυούμενος ἰδίᾳ. — Νὰ μὴ λερόνω;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Εἶνε κλειστὰ ἀπ’ ἐκεῖ.Ευανθια ἐρευνῶσα ἐν τῷ θυλακίῳ της. — Ἆ, ναί, ἐγὼ ἐκλείδωσα. [Ἀνοίγει τὴν θύραν καὶ εἶτα κατέρχεται] Πήγαινε καὶ μὴν ἀργῇς.
Ὑπηρετησ ἰδίᾳ ἐξερχόμενος. — Πολὺ ζώρικη γυναῖκα εἶνε ἡ κυρία. Ἀκοῦς νὰ μὴ λερόνω!....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Εἶνε ποῦ φοβοῦμαι τὸ μάτι της, ἀλλὰ θὰ τῆς τὸ προτείνω.... χωρὶς νὰ τὴν κυττάζω.
Ευανθια διορθοῦσα τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν ἠξεύρεις πῶς μ’ εὐχαριστεῖ.... [Βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν, ὅστις φορεῖ τὸν σκοῦφον του]. Αἴ, καλά, ἔτσι θὰ φορῇς τὸ σκοῦφό σου;
Ὁ κ. Ψηταρασ στρεφόμενος. — Τί πειράζει;
Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Μὰ εἶνε γελοῖον νὰ ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σὲ βλέπουν μὲ τὸ σκοῦφο ’ς τὸ κεφάλι.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφελῶς. — Ἆ, θὰ τὸν βγάζω τότε. [Ἀφαιρῶν τὸν σκοῦφον καὶ θέτων αὐτὸν ταχέως εἰς τὸ θυλὰκιον αὐτοῦ.] Νά, ἔτσι.... μία καὶ πάει.
Ευανθια. — Μὰ νὰ μὴ τὸ λησμονήσῃς.
Ὁ κ. Ψηταρασ. μειδιῶν. — Μὴ σὲ μέλῃ. [Φορῶν καὶ πάλιν τὸν σκοῦφον] Τί ἔλεγες λοιπόν;
Ευανθια. — Ἔλεγα ὅτι πολὺ μ’ εὐχαριστεῖ ὅτι ἀπεφάσισα κ’ ἐπῆρα ἡμέραν.
Ὁ κ. Ψηταρασ. ἰδίᾳ. — Καιρὸς εἶνε νὰ τῆς τὸ εἰπῶ.
Ευανθια. — Διότι ἔτσι βλέπει κανεὶς καὶ ὅλους του τοὺς γνωρίμους· καὶ ἐπὶ τέλους τοὺς ὑποχρεόνει κι’ ὅλας μὲ ἕνα τσάϊ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑποτονθυρίζων. — Ναί, τοὺς ὑποχρεόνει νὰ ἔλθουν νὰ τὸ πάρουν χωρὶς νὰ θέλουν καμμιὰ φορά.
Ευανθια. — Τί εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τίποτε· εἶμαι σύμφωνος μὲ τὴν ἰδέαν σου
Ευανθια. — Δὲν εἶνε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ μοῦ εἶπε: «Μὰ τέλος πάντων, κυρία Ψητάρα, δὲν θὰ σᾶς εὕρωμεν ποτὲ ’ς τὸ σπίτι σας; πάρτε καὶ σεῖς μίαν ἡμέραν διὰ νὰ σᾶς βλέπωμεν.»
Ὁ κ. Ψηταρασ στένων. — Καὶ ἐπῆρες τὸ σάββατον!....
Ευανθια γηθοσύνως. — Καὶ τὸ νοστιμώτερον εἶνε, ὅτι τὸ ἔμαθεν ὅλος ὁ κόσμος καὶ τὸ τί θὰ ἔλθῃ σήμερον δὲν λέγεται.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Νομίζω ὅτι εἶνε καιρὸς νὰ τῆς τὸ εἰπῶ.
Ευανθια περισκοποῦσα τὴν αἴθουσαν. — Τὸ σαλόνι μας εἶνε μικρόν, ἀλλ’ ἀδιάφορον, δὲν θὰ ἔλθουν καὶ ὅλοι μαζῆ.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ κρατερὸν ἐνδόμυχον ἀγῶνα καὶ προσπαθῶν ν’ ἀποφύγῃ τὸ βλέμμα τῆς Εὐανθίας. — Μὰ τώρα ἔλα νὰ ὁμιλήσωμεν καὶ ὀλίγον σοβαρῶς.
Ευανθια παρατηροῦσα περιέργως αὐτόν. — Τί νὰ κάμωμεν;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐντείνων τὴν φωνὴν ἀλλ’ ἀποστρέφων πάντοτε τὸ βλέμμα. — Λέγεις ὅτι θὰ ἔλθῃ πολὺς κόσμος....Ευανθια. — Λέγω;.... Εἶμαι βεβαία.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ποῖος κόσμος; τί σχέσεις ἔχομεν ἡμεῖς διὰ νὰ δεχώμεθα καὶ ἐπισκέψεις;
Ευανθια σχεδὸν μειδιῶσα. — Τί θέλεις νὰ εἰπῇς μ’ αὐτά, διότι δὲν σὲ καταλαμβάνω.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀναθαρρήσας ἐκ τῆς ἠπιότητος τοῦ τρόπον καὶ στρέφων ὀλίγον τὴν κεφαλήν, εἶτα δὲ καὶ αὐτὸ τὸ βλέμμα. — Θέλω νὰ εἰπῶ, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ παρεξηγήσῃς, ὅτι αἱ σχέσεις μας εἶνε πολὺ περιωρισμέναι, καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖαι τὸ ἔχουν δουλειὰ νὰ κάμνουν ἐπισκέψεις. Ἡμεῖς, δὲν λέγω, εἴμεθα συνδεδεμένοι μὲ πολλὰς οἰκογενείας, ἀλλ’ αἱ οἰκογένειαι αὐταὶ βγαίνουν μιὰ φορὰ ’ς τοὺς τρεῖς μῆνας ἀπὸ τὸ σπίτι των, καὶ θέλεις νὰ μᾶς ἔρχωνται ἐδῷ κάθε σάββατον, ἀφοῦ μάλιστα καθήμεθα καὶ εἰς τὴν ἄλλην ἄκραν τῆς πόλεως;
Ευανθια τείνουσα τὸ οὖς. — Τὸν σκοῦφον σου.... κἄποιος ἔρχεται.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφαιρῶν ταχέως τὸν σκοῦφον. — Ὤ, παρ’ ὀλίγον νὰ τὸν λησμονήσω.
Ευανθια βλέπουσα τὸν ὑπηρέτην, ὅστις κομίζει τὰ γλυκίσματα. — Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ἔρχεσαι ἀπ’ ἐδῷ διὰ νὰ μὴ λερόνῃς τὸ ἀντρέ;
Υπηρετης κνισθείς. — Μὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ περνῶ ἀπὸ τῇς κρεββατοκάμαραις ὅλην τὴν ὥρα, κυρία· γι’ αὐτὸ εἶνε οἱ ἀντρέδες.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ φορῶν καὶ τὸν σκοῦφον αὐτοῦ. — Εἶνε καὶ αὐθάδης ὁ φίλος.... ἀφοῦ παίρνει καὶ δέκα δραχμαίς!
Ευανθια. — Πήγαινε τώρα κ’ ἔχε τὸ νοῦ σου ’ς τὸ κουδοῦνι.
Υπηρετησ ἀπερχόμενος καὶ μορμύρουν. — Τὴν ξέρω ἐγὼ τὴ δουλειά μου.
Ὁ κ. Ψηταρας μετὰ μικρὰν σιγὴν, καθ’ ἣν ἡ Εὐανθία διορθοῖ τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν ἐσκέφθης ὅμως, Εὐανθία μου, ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα ἔχουν ἔξοδα, καὶ ἡμεῖς....
Ευανθια λίαν αὐστηρῶς. — Τί εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ τὴν κεφαλὴν ἀποστρέφων. — Ὤ, διάβολε, τὸ μάτι της.... δὲν τὸ ἐπρόσεξα· ὡς νὰ μοῦ λέγῃ; Καὶ ἡ προῖκα μου;
Ευανθια τονίζουσα ἑκάστην λέξιν. — Τί ἔξοδα; τὸ τσάϊ τὸ ἔχομεν καθὼς καὶ τὴν ζάχαρην, τὰ κάρβουνα καίονται πάντοτε, τὸ γάλα εἶνε αὐτὸ ποῦ δὲν πίνω τὸ πρωΐ, τὸ κονιὰκ, μᾶς τὸ στέλνουν πότε καὶ πότε πεσκέσι, τὰ λεμόνια δὲν θὰ μᾶς λείψουν ποτὲ ὅσο πέφτει ’ς τὴν αὐλή μας ἡ λεμονῃὰ τοῦ γειτονικοῦ σπιτιοῦ· τὸ μόνον ἔξοδον εἶνε τὰ ὀλίγα γλυκίσματα....
Ὁ κ. Ψηταρασ δειλῶς. — Καὶ ὁ ὑπηρέτης;
Ευανθια. — Μεγάλη δουλειά! δέκα δραχμάς!
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ναί, μὰ εἶνε τέσσαρες φοραὶς τὸ μῆνα, ποῦ μᾶς κάμνουν σαράντα στρογγυλαίς, καὶ εἶνε μερικοὶ μῆνες ποῦ ἔχουν πέντε σάββατα. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ δέχεσαι μίαν φορὰν τὸν μῆνα;
Ευανθια ἐμβρόντητος. — Καλέ, εἶσαι μὲ τὰ σωστά σου;
Ὁ κ. Ψηταρασ παρακλητικῶς. — Κάθε δεκαπέντε τοὐλάχιστον.
Ευανθια καγχάζουσα. — Μὰ πῶς γίνεται αὐτό;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐνθουσιωδῶς. — Νὰ τὸ κάμῃς ἐσὺ καὶ νὰ ἰδῇς ὅτι θὰ σὲ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλαις.
Ευανθια ὑψοῦσα τοὺς ὤμους. — Εἶσαι τρελλός, καϋμένε Παρασκευᾶ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔχων τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ κατορθώσῃ ὅ τι σκέπτεται ρυθμίζων τὴν φωνὴν αὐτοῦ οὕτως ὥστε πᾶσα λέξις ν’ ἀποστάζῃ μέλι. — Ξεύρεις πόσον οἰκονομικώτερα θὰ μᾶς ἔλθῃ;
Ευανθια πικρῶς. — Ἠξεύρω ἕνα πρᾶγμα, ὅτι ἠμποροῦσα νὰ δέχωμαι κάθε ἡμέραν καὶ ἐξ αἰτίας μερικῶν μερικῶν ἐπιχειρήσεων....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀποστρέφων βιαίως τὸ πρόσωπον ἰδίᾳ. — Τὴν προῖκα της!..
Ευανθια παρατηροῦσα τὸν κ. Ψητάραν ἀσκαρδαμυκτί. — Μ’ ἐκατάλαβες, νομίζω.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ καταπνίγων στεναγμό. — Ἔτσι τελειόνει κάθε συζήτησίς μας!
Σιγή, καθ’ ἣν ὁ μὲν κ. Ψητάρας διατρέχει τὴν αἴθουσαν ἐν προφανεῖ στενοχωρίᾳ, ἡ δὲ Εὐανθία διευθετεῖ καταλλήλως τοὺς κυάθους ἐπὶ τῆς τραπέζης σκεπτομένη τί νὰ ἐπιπροσθέσῃ εἰς ὅ τι εἶπε πρὸς τὸν σύζυγόν της. Καὶ φαίνεται ὅτι εὗρε τοῦτο διότι στρέφεται, ἵνα τὸν ἀναζητήσῃ ἐν τῇ αἰθούσῃ, καὶ ἀνοίγει τὸ στόμα ἵνα τὴν σκέψιν αὑτῆς διατυπώσῃ μετὰ πολλῆς πικρίας, ὡς ὁ μορφασμὸς τοῦ προσώπου αὐτῆς δηλοῖ, ὅτε ἀνακόπτεται ὑπὸ τοῦ κώδωνος τῆς θύρας.
Ευανθια ριπτομένη ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου καὶ βιβλίον ἀνὰ χεῖρας λαμβάνουσα. — Τὸ κουδοῦνι.... ἔρχονται, Παρασκευᾶ.... βγάλ’ τὴ σκούφια σου, πάρε καὶ σὺ ἕνα βιβλίον.... ἢ ὄχι.... ἀκούμπησ’ ἐδῷ καλλίτερα....
Ὁ κ. Ψηταρασ ὅστις ἀφαιρέσας τὸν σκοῦφον του ἐρρίφθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἕδραν εἶτα ἐγερθεὶς εἰς τὴν νέαν πρόσκλησιν τῆς Εὐανθίας ἔτρεξε δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ. — Ποῦ, ποῦ, ποῦ ν’ ἀκουμπήσω;
Ευανθια. — Ἐδῷ, ’ς τὴ ράχη τοῦ καναπέ, γρήγορα.
Ὁ κ. Ψηταρασ τρέχων πρὸς αὐτήν. — ’Σ τὴ ράχη;
Ευανθια. — Καὶ κύτταζέ με μέσ’ τὰ μάτια, ἐνῷ ἐγὼ θὰ κάμνω ὅτι διαβάζω....
Ὁ κ. Ψηταρασ λαμβάνων ἐρωτικὴν στάσιν. — Ἔτσι;
Ευανθια προσποιουμένη ὅτι ἀναγινώσκει καὶ ρίπτουσα κρύφια βλέμμματα πρὸς τὸν κ. Ψητάραν. — Ναί.Υπηρετησ εἰσερχόμενος φέρων ἐπὶ δίσκου ἐπιστολήν. — Κυρία;....
Ευανθια ὐπεγειρομένη. — Τί εἶνε;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐγειρόμενος καὶ φορῶν τὸν σκοῦφον του ἰδίᾳ. — Αὐτὸς πάλιν εἶνε!… Οὔφ!....
Ευανθια λαμβάνουσα τὴν ἐπιστολήν. — Ποιὸς τὸ ἔφερεν αὐτὸ τὸ γράμμα;
Ὑπηρετησ. — Ἕνας ἄνθρωπος.
Ευανθια. — Δὲν εἶπε τίποτε;
Ὑπηρετησ. — Δὲν τὸν ἄκουσα νὰ εἰπῇ τίποτε.
Ευανθια. — Καλὰ, πήγαινε.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ ὑπηρέτου. — Ποιὸς σοῦ γράφει;
Ευανθια, ἥτις ἀπεσφράγισε τὴν ἐπιστολήν, ἀναγινώσκουσα· — «Ἀγαπητή μου κυρία Ψητάρα, Πόσον λυποῦμαι, ὅτι ἔχομεν τὴν αὐτήν ἡμέραν· δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν ποτὲ νὰ συναντηθῶμεν καὶ τοῦτο μὲ λυπεῖ κατάκαρδα. Εἶσθε ὅμως καὶ ὀλίγον κακή, ἀγαπητὴ μου κυρία Ψητάρα, διότι ἐνῷ ἡ ἑβδομὰς ἔχει ἑπτὰ ἡμέρας ἐξελέξατε τὴν ἰδικήν μου, καὶ θὰ καταστρέψητε τοιουτοτρόπως τὰ σάββατά μου καὶ θὰ ἐρημώσητε καθ’ ὁλοκληρίαν τὰς αἰθούσας μου, τοῦθ’ ὅπερ αὐξάνει τὴν λύπην μου. Ἐν τούτοις σᾶς ἀσπάζομαι καὶ μένω ἡ φίλη σας, Χαρίκλεια Τσαπαλίδου.
Ὁ κ. Ψηταρασ λαμβάνων τὴν ἐπιστολὴν σύννους ἰδίᾳ. — Σὰν νὰ μᾶς κοροϊδεύῃ αὐτὴ ἡ κυρία Τσαπαλίδου.
Ευανθια. — Ἡ καϋμένη!
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Δὲν τὸ ἐνόησεν!
Ευανθια ἐγειρομένη. — Τί λύπη!.... πῶς μὲ ἀγαπᾷ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Ἐγὼ λέγω νὰ ἐπωφεληθῶ τῆς περιστάσεως διὰ νὰ τῆς προτείνω καὶ πάλιν....
Ευανθια διακόπτουσα τὴν σκέψιν αὐτοῦ. — Δὲν εὑρίσκεις ὅτι μ’ ἀγαπᾷ πολύ;
Ὁ κ. Ψηταρασ προσποιούμενος στενοχωρίαν. — Ἔ, ἔ.... ἄν σ’ ἀγαποῦσε δὲν ἔπρεπε νὰ σοῦ πάρη τὴν ἡμέραν σου.
Ευανθια δυσθύμως. — Τὶ ἀνοησίαις λές; αὐτὴ μοῦ τὴν ἐπῆρε ἢ ἐγώ;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἆ, ναί· ἔχεις δίκαιον.... Αἴ, νὰ τὴν ἀλλάξῃς.
Ευανθια. — Τὶ ν’ ἀλλάξω;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τὴν ἡμέραν σου.
Ευανθια. — Τώρα ποῦ τὸ ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Νὰ μὲ πάρῃ ὁ διάβολος ἄν τὸ ξεύρῃ κανείς.... ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξευρα οὔτ’ ἐγώ.
Ευανθια. — Ἔπειτα πόσαις εἶνε αὐταὶς ᾑ ἡμέραις; ἑπτά, καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα τριάντα ᾑ κυρίαις ποῦ δεχόμεθα.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ στένων. — Βάζει κ’ ἡ κοσκινοῦ τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς πραμματευτάδες!Ευανθια μετ’ ἐπιμονῆς. — Τριάντα!.... δὲν εἶνε παῖξε γέλασε.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Αὐτὸ ἔρχεται εἰς ὑποστήριξιν τῆς ἰδέας ποῦ σοῦ ἔλεγα πρωτήτερα.
Ευανθια. — Ποίας ἰδέας;
Ὁ κ. Ψηταρασ μειλιχίως. — Νὰ δέχεσαι μιὰ φορὰ τὸν μῆνα, ἢ τοὐλάχιστον.... κάθε δεκαπέντε.
Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Οὔφ!.... νὰ μὴν ἀκούω ἀνοησίαις!
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἔτσι θὰ εὕρετε σειρὰν ὅλαις σας.
Ευανθια στρέφουσα αὐτῷ τὰ νῶτα βιαίως. — Κάμε τὴ δουλειά σου, σὲ παρακαλῶ....
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ βαθύτατον στεναγμὸν καθήμενος παρὰ τὴν πυράν. — Πολὺ καλά.
Μακρὰ σιγή, καθ’ ἣν ἐν μὲν τῇ αἰθούσῃ ἀκούεται ἡ πτῆσις τῶν ἀπομεινασῶν μυιῶν, ἔξω δὲ ἐν τῇ ὁδῷ, ἥτις εἶνε καὶ λίαν ἀπόκεντρος, ποὺ καί που ἡ τροχηλασία πεπλανημένου κάρρου. Αἴφνης ἀκούεται ὁ κώδων τῆς θύρας ἠχῶν ἐπανειλημμένως.
Ευανθια ριπτομένη εἰς τὸ ἀνάκλιντρον. — Παρασκευᾶ, ἔρχονται....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφυπνιζόμενος. — Διάβολε!.... μ’ ἐπῆρε ὁ ὕπνος.
Ευανθια ἐν ὀργῇ βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν σκορδινώμενον· — Μὴ χασμουριέσαι τώρα καὶ θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι.
Ὁ κ. Ψηταρασ χασμώμενος. — Ἆ, θὰ ἔλθουν…
Ευανθια. — Ἔλα, ἀκούμπησ’ ἐδῷ εἰς τὸν καναπέν.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐρειδόμενος ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ ἀνακλίντρου, ἀλλὰ μὴ κατορθῶν νὰ καταστείλῃ τὰ χασμήματα. — Τὶ νὰ σοῦ κάμω; ὅταν μέ πιάσῃ αὐτὸ τὸ χασμουρητόν;
Ευανθια ὀργίλη. — Πάλιν;
Ὁ κ. Ψηταρασ δυσανασχετῶν. — Μήπως τὸ θέλω;
Ευανθια. — Ὡραία!.... πολὺ ὡραῖα!.... μόνον διὰ νὰ ἔχῃς πόζαν ἐρωτευμένου!
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἐγὼ τὴν ἔχω;.... ἐσὺ τὴν ἠθέλησες, καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν.... μ’ ἐκούρασεν.
Ευανθια περιδεής. — Βγάλ’ τὴ σκούφια σου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀποβάλλων τὸν σκοῦφον του. — Μπᾶ! τὴν φορῶ;
Ευανθια φέρουσα τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ βιβλίου. — Δὲν σοῦ λέγω ἐγὼ πῶς θὰ τὴν λησμονήσῃς;
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὸν δεικνὺων σημεῖα μεγίστης ἀνυπομονησίας. — Εἶσαι βεβαία ὅτι ἐκτύπησε τὸ κουδοῦνι;
Ευανθια. — Ἀφοῦ τὸ ἤκουσα.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πῶς δὲν ἔρχεται λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψις;
Ευανθια. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;.... δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐννοήσω τίποτε.Ὁ κ. Ψηταρασ ἐπιχειρῶν νὰ μετακινηθῇ. — Νὰ πάγω νὰ ἰδῶ μίαν στιγμήν;
Ευανθια ταχέως καὶ ὑποκώφως. — Μὴν κουνιέσαι· νομίζω ὅτι ἔρχεται.
Ὁ κ. Ψηταρασ τείνων τὸ οὖς. — Λᾶθος κάμνεις· δὲν εἶνε κανείς.
Ευανθια, ἧς τὸ βιβλίον διωλίσθησε τῶν χειρῶν. — Περίεργον!
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀνορθούμενος. — Γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὶ τρέχει.
Ευανθια περιδεής. — Μὴν ἔβγῃς ὅμως ἔξω.
Ὁ κ. Ψηταρασ φέρων τὰς χεῖρας περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ μετ’ ἄλγους στένων. — Ὤχ, νὰ πάρῃ ἡ ὀργή, ἐκοψομεσιάστικα!
Ευανθια ὑπεγειρόμενη. — Φώναξε τὸν ὑπηρέτην νὰ τὸν ἐρωτήσῃς.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πῶς τὸν λέγουν;
Ευανθια. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Πῶς; δὲν ἠξεύρεις τὸ ὄνομά του;
Ευανθια. — Μήπως θὰ παίρνω τὸν ἴδιον πάντοτε;
Ὁ κ. Ψηταρασ παρὰ τὴν θύραν. — Αἴ, ποῦ εἶσαι; Κώστα, Γιάννη....
Ευανθια διακύπτουσα αὐτὸν ταχέως. — Μὴ φωνάζῃς ἔτσι δυνατά.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐξακολουθῶν, ἀλλὰ διὰ φωνῆς ὑποκώφου. — Δημήτρη, Παῦλε, Βαρθολομαῖε, Ὀσμάν, Ἐδουάρδε, Ἀναξαγόρα!....
Ευανθια μετ’ ἀνυπομονησίας· — Οὔ, καϋμένε καὶ σύ.
Ὁ κ. Ψηταρασ κλείων τὴν θύραν. — Ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ τά εἶπα.... δὲν ἀκούει.
Ευανθια. — Αἴ, καλά· κύτταξε νὰ ἰδῇς τὶ τρέχει.
Υπηρετησ εἰσερχόμενος. — Μ’ ἐφωνάξατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Μπᾶ! ἦλθες;
Υπηρετησ. — Μὰ δὲν μ’ ἐφωνάξατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Καὶ πῶς λέγεσαι;
Υπηρετησ. — Ἀναξαγόρας.
Ὁ κ. Ψηταρας. — Ὁ Κλαζομένιος;....!
Υπηρετησ ὑπερηφάνως. — Ὄχι.
Ευανθια. — Πῶς δὲν ἀνέβηκ’ ἐπάνω;
Υπηρετησ — Ποιός;
Ευανθια. — Αὐτὸς ποῦ ἐκτύπησε τὸ κουδοῦνι.
Υπηρετησ. — Δὲν ἦταν κανείς.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Πῶς;
Υπηρετησ. — Κἄτι μάγκαις ἐπερνοῦσαν καὶ τὸ ἐκτύπησαν.
Ευανθια. — Ἆ!
Υπηρετησ. — Θέλετε τίποτες ἄλλο;
Ὁ κ. Ψηταρασ φορῶν τὸν σκοῦφον αὐτοῦ. — Ὄχι, Ἀναξαγόρα.... ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μένης παρὰ τὴν θύραν κάτω.... Κλαζομένιε.
Υπηρετησ ἀπερχόμενος καὶ μορμύρων ἰδίᾳ. — Γιατὶ μὲ λέει Κλαζομένιο, ἀφοῦ μὲ λένε Βουρδουμπᾶ;Ὁ κ. Ψηταρασ διευθυνόμενος πρὸς τὴν τράπεζαν. — Τέσσαρες ἡ ὥρα.... δὲν πιστεύω νὰ ἔλθουν πολλαὶ ἐπισκέψεις....
Ευανθια. — Μπᾶ! εἶν’ ἐνωρίς ἀκόμη.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τὶ ἐνωρὶς ποῦ εἰς τὰς πέντε βραδυάζει;
Ευανθια βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν ὅστις ἑτοιμάζεται νὰ λάβῃ κύαθον τεΐου. — Τὶ κάμνεις αὐτοῦ;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφελῶς. — Νὰ πιῶ ἕνα τσάϊ.... ’βαρέθηκα νὰ περιμένω.
Ευανθια δι’ ἑνὸς ἅλματος εὑρισκομένη παρ’ αὐτῷ. — Ἐτρελλάθης;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐμβρόντητος. — Διατί;
Ευανθια ἁρπάζουσα τὴν τεϊοδόχην. — Νὰ λερώσῃς τῇς τσάσκαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Μὰ ἐστέγνωσεν ὁ λαιμός μου, ἀδελφή!
Ευανθια τὰς χεῖρας ἀνατείνουσα. — Πᾶ, πᾶ, πᾶ, Θεὸς φυλάξοι!… Νὰ ἔλθῃ ὁ κόσμος καὶ νὰ τὰ εὕρῃ ἄνω κάτω;....!
Ὁ κ. Ψηταρασ μελαγχολικῶς. — Μία τσάσκα, εὐλογημένη!....
Ευανθια. — Τίποτα, τίποτα.... αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐγγίξῃς καθόλου.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀπελπιστικῶς. — Μὰ δὲν βλέπεις πῶς βράζει τὸ νερόν;.... πάει χαμένον....
Ευανθια. — Ἂς πάει....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πῶς θὰ πιῶ ἕνα φλυτζάνι....
Ευανθια. — Οὔτε μισόν.
Ὁ κ. Ψηταρασ καταπνίγων βαθύτατον στεναγμὸν καὶ ἁπλῶν τὴν χεῖρα ὅπως λάβῃ τρωγάλιον. — Καλὰ, ἂς εὐχαριστηθῶ μὲ ἕνα μπισκότον.
Ευανθια κρατοῦσα τὴν χεῖρα αὐτοῦ. — Μὰ μὴν εἶσαι λιχούδης, καϋμένε.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἕνα θὰ πάρω, μήπως θὰ τὰ πάρω ὅλα;
Ευανθια ἀρνουμένη. — Ὄχι, ὄχι!
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Νὰ πάρω ἕνα ἐγὼ καὶ ἕνα ἐσύ.
Ευανθια σείουσα τὴν κεφαλήν. — Φάγ’ ἐσὺ καὶ φάγ’ ἐγώ, τὶ θὰ μείνῃ γιὰ τοὺς ξένους;
Ὁ κ. Ψηταρασ αἰσθανόμενος τὴν ὀργὴν καταλαμβάνουσαν αὐτόν. — Θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ εἰπῶ ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀνόητα καμώματα.....
Ευανθια παρατηροῦσα αὐτὸν ἀσκαρδαμυκτί. — Τὶ εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑπομένων τὸ βλέμμα της καρτερικῶς, ἀλλὰ στραβίζων ἕνεκα τῆς ὀργῆς. — Ὅταν γίνεται τὸ ἔξοδον διὰ τοὺς ξένους, ἐγὼ ὁ ἄνδρας σου ἔχω νομίζω τὸ δικαίωμα....
Ευανθια ὀργίλη. — Τὸ ἔξοδον!.... τὸ ἔξοδον....
Ὁ κ. Ψηταρασ εἰς ἄκρον παρωργισμένος. — Μάλιστα, τὸ ἔξοδον τὸ ὁποῖον γίνεται ἀπὸ τὴν σύνταξίν μου....
Ευανθια θηριωδῶς ἀπειλητική. — Τὸ ἔξοδον!.... δὲν νομίζω νὰ εἶνε ἀπὸ τὴν σύνταξίν σου.... τὸ ἔξοδον!....Ὁ κ. Ψηταρασ πίπτων ἐπὶ τῆς παρὰ τὴν ἑστίαν ἔδρας ἐν ἀπελπισίᾳ. — Ὤ!
Ευανθια ἐξακολουθοῦσα νὰ φαίνεται πάντοτε ἀπειλητική, σείουσα δὲ ἰσχυρῶς τὴν κεφαλήν. — Μὲ καταλαμβάνεις.
Ὁ κ. Ψητάρας σιγᾷ κάτω νεύων καὶ βυθίζει τὸ βλέμμα ἐντὸς τῆς σβεννυμμένης πυρᾶς, ὅπως ἀνεύρῃ τὴν ὕψωσιν τῆς τιμῆς τῶν γηπέδων.
Ἐπικρατεῖ ἐπὶ πολλὴν ὥραν βαθεῖα σιγὴ καὶ οὔτε ἡ πτῆσις τῶν μυιῶν ἀκούεται πλέον, οὔτε ἄλλος ἐν τῇ ὁδῷ θόρυβος.
Ἐν τούτοις ἡ Εὐανθία δὲν δύναται νὰ καταστείλῃ τὴν ἀνησυχίαν της ὅτι δὲν προσέρχονται αἱ ἀναμενόμεναι πολυπληθεῖς ἐπισκέψεις, εὑρίσκουσα μάλιστα ὅτι εἶνε λίαν κακοήθεις, καὶ τὸ μέρος τοῦ τάπητος ἀπὸ τοῦ ἀνακλίντρου μέχρι τοῦ παραθύρου ἀρχίζει νὰ φθείρεται.
Αἴφνης ἀκούεται ὁ κώδων τῆς θύρας καὶ μετ’ ὀλίγον ἠχοῦσιν ἐπὶ τῆς κλίμακος βήματα στερεά.
Ευανθια ριπτομένη ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου πλήρης χαρᾶς. — Τέλος πάντων!
Ὁ κ. Ψηταρασ χασμώμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ του. — Ἄχ, ἆ, ἆ, ἆ, ἆ!
Ευανθια ἐν ἀρχῇ χαμηλοφώνως, εἶτα ὑψοῦσα τὴν φωνήν. — Παρασκευᾶ, ἔλα… [Βλέπουσα ὅτι ὁ κ. Ψητάρας δὲν ἀπαντᾷ] Τί κάμνεις αὐτοῦ; κοιμᾶσαι;
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑψῶν τοὺς ὤμους χωρὶς νὰ στρέψῃ. — Χμ!
Ευανθια ἐν μεγίστῃ ἀγωνίᾳ. — Βγάλ’ τὴ σκούφια σου… ἔρχονται.
Ὁ κ. Ψηταρασ πάντοτε χωρὶς νὰ στρέψῃ. — Θὰ μοῦ δώσῃς τσάϊ;
Ευανθια. — Σοῦ δίδω, ἔλα… βγάλ’ τὴ σκούφια σου....
Ὁ κ. Ψηταρασ στρεφόμενος· — Καὶ μπισκότα;
Ευανθια. — Ὅ τι θέλεις.... βγάλ’ τὴ σκούφια σου....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφαιρῶν τὸν σκούφον του. — Τότε μάλιστα.
Ευανθια τείνουσα τὸ οὖς. — Ἔλα ἐδῷ κοντά μου.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐγερθείς, ἀλλὰ βλέπων κύριον εἰσερχόμενον μένει ἀκίνητος. — Διάβολε, δὲν προφθάνω.
Εἰσέρχεται ὁ κύριος Χ… νέος οὐχὶ καὶ τόσον εὐειδής, ὑψηλοῦ ἀναστήματος, κομψὸς τὴν περιβολήν, φέρων ἄνθος ἐν τῇ κομβιοδόχῃ καὶ κρατῶν ῥάβδον λεπτοτάτην.
Ὁ κυριοσ Χ… ὑποκλίνων ἐν στενοχωρίᾳ. — Κυρία μου....
Ευανθια ὑπεγειρομένη καὶ τὴν χεῖρα τείνουσα πρὸς ὑπόδειξιν ἔδρας πλησίον τοῦ ἀνακλίντρου. — Ὁρίστε, κύριέ μου.
Ὁ κυριοσ Χ.... στρεφόμενος πρὸς τὸν κ. Ψητάραν πρὶν ἢ καταλάβῃ θέσιν. — Ὁ κύριος Ψητάρας, ἀναμφιβόλως.
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑποδεικνύων τὴν αὐτὴν ἕδραν μετ’ ἐπιχαρίτου μειδιάματος. — Μάλιστα, κύριέ μου.Ὁ κ. Χ..... καθήμενος ἐν στενοχωρίᾳ πάντοτε. — Χαίρω πολύ, κύριέ μου.
Ὁ κ. Ψηταρασ πλησιάζων τὸν κ. Χ. — Δὲν ἀφήνετε τὸ καπέλλο σας;
Ὁ κ. Χ..... ἀρνούμενος νὰ δώσῃ τοῦτο εἰς τὸν κ. Ψητάραν, ὅστις ἔτεινεν ἤδη τὴν χεῖρα. — Σᾶς εὐχαριστῶ, δὲν σκοπεύω νὰ σᾶς ἐνοχλήσω πολύ.
Ευανθια ἐκθύμως καὶ συγκεντροῦσα ἐπὶ τῶν χειλέων ὅλον τὸ μειδίαμα, ὅπερ προὐτίθετο νὰ διαμοιράσῃ ἐξ ἴσου εἰς πάντας ὅσοι θὰ ἤρχοντο πρὸς ἐπίσκεψιν αὐτῆς. — Νὰ μᾶς ἐνοχλήσετε; τί λέγετε; εἶνε μεγάλη εὐχαρίστησις μάλιστα δι’ ἡμᾶς.
Ὁ κ. Ψηταρασ ὅστις ἔθεσεν ἤδη τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ πίλου καὶ τῆς ράβδου τοῦ κ. Χ. — Ἀφῆστε τα σᾶς παρακαλῶ.
Ὁ κ. Χ.... μετὰ μικρὰν ἀντίστασιν. — Ὅπως ἀγαπᾶτε.
Ευανθια ἰδίᾳ. — Ποῦ τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν.
Ὁ κ. Χ.... ἰδίᾳ. — Ἦλθον εἰς κακὴν στιγμήν· περιμένουν κόσμον οἱ ἄνθρωποι.... τὸ νερὸν βράζει ἐκεῖ.... ὅλα εἶνε ἕτοιμα διὰ το τσάϊ.... καὶ ἔπειτα ἡ παρουσία τοῦ συζύγου....
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις ἀνῆλθε πρὸς τὸ βάθος τῆς αἰθούσης ὅπως ἀποθέσῃ ἐπὶ ἑδωλίου τὸν πῖλον καὶ τὴν ράβδον τοῦ κ. Χ., ἰδίᾳ. — Πολὺ εὐγενὴς νέος φαίνεται, ἀλλὰ ποῖος νὰ εἶνε;
Ευανθια μετά τινα σκέψιν ἰδίᾳ. — Πρέπει νὰ τὸν εἶδα εἰς τῆς κυρίας Καλημεράκη. Ναί, ναί.... μοῦ φαίνεται ὅτι μοῦ τὸν ἐσύστησεν πρό τινος καιροῦ.
Ὁ κ. Ψηταρασ διερχόμενος πλησίον τῆς Εὐανθίας καὶ χαμηλοφώνως. — Πῶς τὸν λένε;
Ευανθια. — Καὶ τὴν βλέπετε συχνὰ τὴν κυρίαν Καλημεράκη;
Ὁ κ. Χ.... — Ποίαν κυρίαν;
Ευανθια. — Τὴν κυρίαν Πολυξένην Καλημεράκη.
Ὁ κ. Χ.... — Δὲν ἔχω τὴν τιμὴν νὰ τὴν γνωρίζω.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Ἆ!
Ὁ κ. Χ.... ἰδίᾳ. — Ἐὰν δὲν εἶνε εὔποροι, ὅπως μοῦ εἶπαν, ἀλλὰ δὲν φαίνονται καὶ στενοχωρημένοι.... Διὰ νὰ ἔχουν μάλιστα καὶ ὑπηρέτην μὲ βελάδα....
Ευανθια ἰδία· — Θὰ τὸν εἶδα τότε εἰς τῆς κυρίας Πεμπέση.... Αἴ, βεβαίως εἶνε αὐτὸς ποῦ τοὺς ἑκέρδιζεν ὅλους εἰς τὴν τόμπολαν.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Βάζω στοίχημα ὅτι ἡ γυναῖκα μου δὲν τὸν ἐνθυμεῖται καθόλου.... Εἶνε τόσον πετεινόμυαλη!…
Ευανθια. — Τί κάμνει ἡ κυρία Πεμπέση;
Ὁ κ. Χ.... ἐκφράζων ἀπορίαν. — Δὲν ἠξεύρω.
Ευανθια ὁμοίως. — Πῶς;
Ὁ κ. Χ.... — Σᾶς βεβαιῶ, κυρία μου.
Ευανθια. — Ἀλλ’ εἰς τὸ σπίτι της μοῦ φαίνεται ὅτι σᾶς εἶδον πρὸ δύο ἑβδομάδων.Ὁ κ. Χ.... — Δὲν εἶνε δυνατόν, κυρία μου, διότι πρὸ ἓξ ἡμερῶν ἐπανῆλθον ἐκ Παρισίων.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Ἐκ Παρισίων;
Ὁ κ. Ψηταρασ μειδιῶν. — Ὄχι δά!
Ευανθια ἰδίᾳ. — Μὰ τότε ποῦ τὸν εἶδα;.... Ἐγὼ εἶνε δέκα ἡμέραις ποῦ δὲν ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις διῆλθε πλησίον τῆς Εὐανθίας. — Τέλος πάντων κάμε τρόπον νὰ μάθης πῶς τὸν λένε, ἀφοῦ μάλιστα ἦλθε καὶ ἀπὸ τὸ Παρίσι.
Ευανθια ἐγειρομένη. — Παίρνετε ἕνα τσάϊ, κύριε.... κύριε.... Ἄχ, λησμονῶ πάντοτε τὸ ὄνομα σας....
Ὁ κ. Χ.... ὑποκλίνων. — Νικόλαος Χαρτζιβάνης, κυρία μου.
Ευανθια περιχαρής. — Χαρτζιβάνης, μάλιστα.... τώρα τὸ ἐνθυμοῦμαι. [Ἰδίᾳ] Πρώτην φορὰν ποῦ τὸ ἀκούω. Καὶ τί ὄνομα!… Χαρτζιβάνης!....
Ὁ κ. Χ.... ἰδίᾳ· — Θὰ ἔμαθεν ἴσως....
Ευανθια διευθυνομένη ταχέως πρὸς τὴν τράπεζαν ὅπου εὑρίσκονται τὰ τοῦ τεΐου. — Θὰ πάρετε ἕνα τσάϊ.
Ὁ κ. Χ.... δυσανασχετῶν ἐλαφρῶς. — Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς δίδω κόπον.
Ευανθια προσφέρουσα κύαθον τεΐου. — Καλὲ τί λέγετε;
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις προσπαθεῖ νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὴν τράπεζαν, ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθοῖ, διότι πρὸ αὐτῆς ἀπαστράπτουσι βλοσυρὰ τὰ ὄμματα τῆς Εὐανθίας. — Χαρτζιβάνης!.... αἴ, βέβαια!.... ἐγνώρισα τὸν πατέρα σας.
Ὁ κ. Χ.... ἔκπληκτος. — Πῶς; εἷσθε εἰς τὴν Βράϊλαν;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἐγώ; ποτέ.
Ὁ κ. Χ.... — Ἀλλὰ ποῦ τὸν ἐγνωρίσατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἐδῷ.
Ὁ κ. Χ.... — Περίεργον!… ὁ πατήρ μου δὲν ἦλθεν ἐδῷ ποτέ.
Ὁ κ. Ψητάρασ ἔκπληκτος. — Δὲν ἢλθεν;
Ὁ κ. Χ.... — Ὄχι.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Τότε θὰ ἐγνώρισα τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρός σας.
Ὁ κ. Χ.... μειδιῶν. — Δὲν εἶχε ποτέ.
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἐπιτείνεται. — Ἀδελφόν;
Ὁ κ. Χ.... — Ἦτο πάντοτε μονογενής.
Ὁ κ. Ψηταρασ οὗτινος ἡ ἔκπληξις καθίσταται εἰς ἄκρον καταφανής. — Ἂν ἐγνώρισα κανέναν ἄλλον....
Ὁ κ. Χ.... — Πιθανόν, καὶ ἄλλης οἰκογενείας βεβαίως, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα συγγενῆ.
Ευανθια προσφέρουσα αὐτῷ τρωγάλια. — Δὲν βουτᾶτε τίποτε εἰς τὸ τσάϊ σας;Ὁ κ. Χ.... ἀποποιούμενος. — Σᾶς εὐχαριστῶ· δὲν τὸ συνειθίζω.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως, καθ’ ἣν ἡ Εὐανθία συνομιλεῖ μετὰ τοῦ κ. Χ… πλησιάζων εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἰδίᾳ. — Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι δὲν ἐγνώρισα ποτὲ κανέναν Χαρτζιβάνην, ἀλλὰ διὰ νὰ τοῦ κάμω μίαν εὐγένειαν ἐπάτησα εἰς τὴν πήτταν.
Ευανθια διευθυνομένη πρὸς τὴν τράπεζαν ὅπως ἀποθέσῃ τὰ τρωγάλια καὶ χαμηλοφώνως τῷ κ. Ψητάρᾳ. — Ἐξυπνάδες ἤθελες νὰ κάμῃς μὲ τὸν ἄνθρωπον;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Ἐγώ;
Ευανθια ὀργίλη. — Ἔγεινες γελοῖος.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Σὲ βεβαιῶ, Εὐανθία μου, ὅτι τὸ ἔκαμα διὰ νὰ τοῦ δείξω ὅτι τὸν γνωρίζομεν....
Ευανθια καταπόρφυρος ἐξ ὀργῆς. — Ἂν εἶνε νὰ φέρεσαι ἔτσι μὲ τὰς ἐπισκέψεις μου, καλλίτερα νὰ πᾷς νὰ καθήσῃς μέσα.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Μὲ τὰς ἐπισκέψεις της!.... σὰν νὰ εἶνε καὶ πολλαὶς ᾑ ἐπισκέψεις της.... Μίαν εἴδαμεν ἕως τώρα κ’ ἐκείνη δὲν ξεύρομεν ἀπὸ ποῦ κρατᾷ ἡ σκούφια της.
Ευανθια. — Ἄκουσες τί σοῦ εἶπα;
Ὁ κ. Ψηταρασ ταπεινῶς. — Μὰ σὲ βεβαιῶ, Εὐανθία μου, ὅτι μὲ παρεξηγεῖς. Πίστευσέ με ὅτι ἐγὼ ἠθέλησα....
Ευανθια, ἧς ἡ ὀργὴ κατεστάλη. — Ἔλα, φάγε τώρα ἕνα μπισκότον καὶ σιωπή!
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ παρακλητικοῦ ὕφους. — Νὰ πάρω κ’ ἕνα τσάϊ;
Ευανθια. — Πάρε, μὰ νὰ μὴ γεμίσῃς πολὺ τὸ φλυτζάνι.
Ὁ κ. Χ.... ἰδίᾳ ἀποθέτων ἐπί τινος τραπέζης τὸν κενὸν κύαθον. — Ὁ σύζυγος πίνει τσάϊ καὶ θὰ ἠμπορέσω νὰ ὁμιλήσω μὲ τὴν κυρίαν…
Ευανθια, ἥτις ἐπλησίασε μειδιῶσα τὸν κ. Χ.... — Ἕνα ἄλλο τσάϊ ἀκόμη, κύριε Χαρτζιβάνη;
Ὁ κ. Χ.... ἀποποιούμενος. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία μου, καὶ αὐτὸ ποῦ ἐπῆρα ἦτο διὰ νὰ μὴ σᾶς ἀρνηθῶ.
Ευανθια καθημένη παρ’ αὐτῷ. — Εἷσθε τόσον καλός!
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ καταβροχθίζων λαιμάργως τὰ τρωγάλια καὶ ἀποφεύγων τὰ ὄμματα τῆς Εὐανθίας, ἅτινα καθηλοῦνται ἐπ’ αὐτοῦ ὡς δύο πύρινοι μύδροι. — Αὐτὰ τὰ σάββατα τῆς γυναικός μου δὲν ἀρχίζουν καὶ περίφημα.... Εἶνε τόση ὥρα ποῦ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε ἐδῷ καὶ δὲν ἦλθε κανεὶς νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ.... Χαρτζιβάνης;.... δὲν μοῦ εἶνε καὶ ἐντελῶς ἄγνωστον τὸ ὄνομα αὐτό· κἄτι ἐδιάβαζα πρὸ ἡμερῶν εἰς μίαν ἐφημερίδα… Χαρτζιβάνης ἀλλὰ περί τινος ἑπρόκειτο;… μία ἀγορά, μία πώλησις.... δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά.... Χαρτζιβάνης;.... τὸ εἶδα γραμμένον, δὲν εἶνε νὰ εἰπῇς ὅτι κάμνω λᾶθος;.... Ἡ γυναῖκα μου ὅμως μοῦ φαίνεται ὅτι ἔκαμε κακοὺς ὑπολογισμοὺς μὲ τὰς ἐπισκέψεις της.... ὅπως δή ποτε ἔχομε διάφορο τὸ τσάϊ. Πρῶτον δὲν μᾶς τὸ πίνουν ξένοι, καὶ δεύτερον ὅτι κατορθόνω νὰ πίνω κ’ ἐγώ ἕνα φλυτζάνι;… Καὶ τὸ νοστιμώτερον εἶνε ὅτι θὰ πιῶ κι’ ἄλλο ἕνα, διότι ἡ γυναῖκα μου ὁμιλεῖ καὶ δὲν βλέπει;… Πρέπει ὅμως νὰ τῆς λέγει σπουδαιότατα πράγματα διὰ νὰ μὴ παρατηρῇ τὶ γίνεται ἐδῷ εἰς τὸ τραπέζι.... Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔποψιν εὑρίσκω ὅτι κάμνει καλὰ νὰ δέχεται κάθε σάββατον.... ἂν δὲν ἦσαν ἐκείναις ᾑ δέκα δραχμαὶς τοῦ ὑπηρέτου.... [Παρατηρῶν τὴν Εὐανθίαν]. Μπᾶ; τί ἔχει ἡ γυναῖκα μου;.... διατὶ ἐκιτρίνισεν;.... τί τῆς λέγει αὐτός;.... Περίεργον;.... τώρα κοκκινίζει;.... καὶ φαίνεται στενοχωρημένη;.... Λᾶθος θὰ κάμνω… ὁ ἥλιος δύει καὶ θὰ εἶνε τὸ φῶς.... Βέβαια τὸ φῶς εἶνε.... καὶ μοῦ τὴν δείχνει πότε κίτρινην καὶ πότε κόκκινην.... Ἂς πιῶ καὶ τὸ δεύτερον φλυτζάνι τώρα μάλιστα ποῦ δέν βλέπει.... Καὶ τί ὡραῖα μπισκότα;.... Ἔχω νὰ τρώγω ἕως τὸ βράδυ....
Ευανθια μόλις συνέχουσα ἑαυτὴν καὶ δι’ ἐσβεσμένης φωνῆς. — Παρασκευᾶ....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἀμέσως.... θέλεις τσάϊ;
Ευανθια. — Ὄχι, ἀλλ’ ὁ κύριος Χαρτζιβάνης ἦλθε διὰ μίαν σπουδαίαν ὑπόθεσιν.
Ὁ κ. Ψηταρασ ροφῶν ταχέως τὸ τέϊον, ἁρπάζων δύο τρία τρωγάλια, καὶ μορφάζων, διότι κατεκάη ἐκ τοῦ τεΐου καὶ ἀπεπνίγη ἐκ τῶν τρωγαλίων. — Εἶμαι εἰς τὰς διαταγάς σας.
Ὁ κ. Χ.. — Κύριε Ψητάρα, θὰ σᾶς ζητήσω συγγνώμην, διὰ τὴν ἐνόχλησιν, ἀλλὰ, ὅπως εἶπον καὶ εἰς την κυρίαν, σκοπὸς τῆς ἐπισκέψεώς μου εἶνε ἡ ἐκκαθάρισις μικροῦ τινος λογαριασμοῦ.
Ὁ κ. Ψηταρασ διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Τί λογαριασμοῦ;
Ὁ κ. Χ.. — Ἠγόρασα, κύριέ μου, τὸ κατάστημα τοῦ ἀποθανόντος Περκνοπούλου καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ στέλλω εἰσπράκτορας, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, δυσαρεστοῦν τοὺς πελάτας, ἀπεφάσισα νὰ εἰσπράξω μόνος τοὺς παλαιοὺς λογαριασμοὺς καὶ ἰδίως ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς καὶ καθὼς πρέπει ἀνθρώπους ὡς εἷσθε ὑμεῖς.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου αὑτοῦ ἀπομάσσων. — Χαρτζιβάνης!.... καλὰ ἔλεγα ἐγὼ πῶς εἶχα διαβάσει τὸ ὅνομά του....
Ὁ κ. Χ.. ἐξάγων ἐκ τοῦ χαρτοφυλακίου του λογαριασμόν. — Ὁ λογαριασμὸς εἰς ὄνομά σας ἐκ διαφόρων ἀγορῶν τῆς κυρίας ἀνέρχεται εἰς δύο χιλιάδας δραχμῶν.
Ὁ κ. Ψηταρασ ὀπισθοχωρῶν. — Δύο χιλιάδας;....
Ὁ κ. Χ.. ἐγχειρίζων αὐτῷ τὸν λογαριασμόν. — Ἐὰν ἔχετε τὴν καλωσύνην νὰ τὸν παρατηρήσετε.... Εἶνε λεπτομερέστατος λογαριασμός....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐνεὸς ἐκτείνων τὴν χεῖρα καὶ τὸν λογαριασμὸν λαμβάνων· — Μά… μά.... μά.... μάλιστα....
Ὁ κ. Χ.... — Ὑποθέτω, κυρία μου, ὅτι θὰ εἶνε ἀκριβής.Ευανθια μετ’ ἄκρας δυσκολίας δυναμένη νὰ λαλήσῃ. — Ὑποθέτω, κύριε…
Ὁ κ. Χ… — ἐγειρόμενος λαμβάνων τὸν πῖλον καὶ τὴν ράβδον του καὶ πλησιάζων τὴν Εὐανθίαν ἵνα τὴν ἀποχαιρετίσῃ. — Ὅπως δή ποτε ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν ἀφήσω νὰ τὸν παρατηρήσετε, καὶ τὸ ἐρχόμενον σάββατον.... τὸ σάββατον νομίζω ὅτι δέχεσθε.... ἔτσι μοῦ εἶπαν δύο φορὰς ποῦ ἦλθα νὰ σᾶς ζητήσω.... δὲν δέχεσθαι τὸ σάββατον;....
Ευανθια μετὰ μεγάλης στενοχωρίας. — Τό.... τό.... σάββατον....
Ὁ κ. Χ… — Τὸ σάββατον λοιπὸν θὰ ἐπανέλθω νὰ λάβω ἀπάντησιν. [Ὑποκλίνων ἐδαφιαίως] Κυρία μου.... Κύριέ μου.... [Νομίζων ὅτι ὁ κ. Ψητάρας ζητεῖ νὰ τὸν συνοδεύσῃ μέχρι τῆς θύρας]. — Μὴν ἐνοχλεῖσθε παρακαλῶ.
Ευανθια ἐγειρομένη ὡς ἐξῆλθεν ὁ κ. Χ. — Αὐτὸ δὲν τὸ ἐπερίμενα!
Ὁ κ. Ψηταρασ φορῶν τὸν σκοῦφόν του μετὰ δυσαρεσκείας. — Μὰ τὴν ἀλήθειαν οὐτ’ ἐγώ!
Ευανθια περίλυπος. — Κρῖμα ’ς τὰς περιποιήσεις μου.
Ὁ κ. Ψηταρασ μόλις συνέχων τὴν ἀδημονίαν του. — Ὀφείλεις νὰ ὁμολογήσῃς ὅτι διὰ μίαν μόνην ἐπίσκεψιν καὶ τοιούτου εἴδους μάλιστα, δὲν ἤξιζε τὸν κόπον νὰ ἐνοικιάσῃς τὸν φίλτατον Ἀναξαγόραν ἀντὶ δέκα δραχμῶν, τὸ ὁποῖον μᾶς κάμνει ἐν συνόλῳ δύο χιλιάδας.. δέκα!…
Υπηρετησ εἰσερχόμενος. — Μ’ ἐφωνάξατε;
Ευανθια ἐν μεγίστῃ στενοχωρίᾳ. — Πήγαινε καὶ νὰ ἔλθῃς αὔριον νὰ σὲ πληρώσω
Υπηρετησ — Τὸ σάββατον θὰ ξαναέλθω;… διότι πρέπει νὰ τὸ ξεύρω ἀπὸ σήμερον.
Ευανθια μελαγχολικῶς. — Ὄχι.... δὲν θὰ ξαναέλθῃς.
Υπηρετησ. — Τότε τὰ ἄλλα;
Ευανθια ἔτι μελαγχολικώτερον. — Οὔτε αὐτά, οὔτε τὰ ἄλλα.
Υπηρετησ ἔκπληκτος. — Πῶς; ἡ κυρία δέν δέχεται;
Ὁ κ. Ψηταρασ βυθιζόμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ παρὰ τὴν πυρὰν καὶ τὸν λογαριασμὸν ἀνὰ χεῖρας κρατῶν. — Ὄχι ἀδελφέ, δὲν δεχόμεθα πλέον, δὲν τὸ καταλαμβάνεις;
Υπηρετησ. — Μά....
Ὁ κ. Ψηταρασ δυσανασχετῶν καὶ ἑγειρόμενος. — Αἴ, ξεφόρτωνέ μας καὶ σύ.... Κλαζομένιε!
Υπηρετης ὀργίλως. — Κύριε, δὲν εἶμαι Κλαζομένιος, καὶ σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ μὴ μὲ βρίζῃς.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀνατείνων τὰς χεῖρας ἐν ἀπελπισίᾳ. — Ὦ περίδοξε φιλόσοφε, τίνα ἰδέαν ἔχουν οἱ ἀπόγονοί σου περὶ σοῦ!
Καὶ τώρα, ἐάν τις εἶχε σκοπὸν νὰ μεταβῇ πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς κυρίας Εὐανθίας Ψητάρα εἶνε περιττὸν νὰ λάβῃ τὸν κόπον διότι.... ἡ Κυρία.... δὲν δέχεται πλέον.