Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η κατάκτηση του ψωμιού/Το μισθολογικό σύστημα του Κολλεκτιβισμού

Από Βικιθήκη

Το μισθολογικό σύστημα του Κολλεκτιβισμού

[Επεξεργασία]

Κατά τη γνώμη μας οι κολεκτιβιστές υποπίπτουν σε ένα διπλό σφάλμα στα σχέδιά τους για την αναδόμηση της κοινωνίας. Ενώ κάνουν λόγο για την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος, σκοπεύουν απ' την άλλη να διατηρήσουν δύο θεσμούς που αποτελούν καθεαυτή τη βάση του συστήματος αυτού και οι οποίοι είναι η Κυβέρνηση Αντιπροσώπων και το Μισθολογικό Σύστημα.

Όσον αφορά την αποκαλούμενη Κυβέρνηση Αντιπροσώπων, έχει συχνά γίνει λόγος σχετικά με αυτή. Είναι τελείως ακατανόητο για μας το ότι λογικοί άνθρωποι μπορεί να παραμένουν οπαδοί του συστήματος των εθνικών ή των κοινοτικών κοινοβουλίων μετά απ’ όλα όσα η ιστορία τους δίδαξε στην Γαλλία, την Αγγλία, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Και ενώ γινόμαστε μάρτυρες της κατάρρευσης του κοινοβουλευτικού συστήματος και βλέπουμε την κριτική που ασκείται εναντίον του να γίνεται ολοένα και πιο έντονη απ όλες τις πλευρές, όχι μόνο λόγω των αποτελεσμάτων που επέφερε αλλά λόγω και των αρχών που το διέπουν, πώς είναι δυνατόν οι επαναστάτες σοσιαλιστές να υπερασπίζονται ένα τέτοιο σύστημα που είναι ήδη καταδικασμένο;

Έχοντας αναπτυχθεί σταδιακά από τις μεσαίες τάξεις με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους έναντι της βασιλείας, το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι πρωταρχικά ένα σύστημα της μεσαίας τάξης το οποίο καθιερώνει και ταυτόχρονα ενδυναμώνει την κυριαρχία της επί της εργατικής τάξης. Οι υποστηρικτές του συστήματος αυτού ποτέ δεν επιβεβαίωσαν με σοβαρότητα ότι ένα κοινοβούλιο ή ένα κοινοτικό συμβούλιο εκπροσωπεί ένα έθνος ή μία πόλη. Οι πιο λογικοί από αυτούς γνωρίζουν ότι αυτό είναι αδύνατο. Η μεσαία τάξη απλώς χρησιμοποίησε το σύστημα αυτό για να ορθώσει ένα προστατευτικό τείχος ανάμεσα σ' αυτή και στη βασιλεία χωρίς να δίνει ελευθερία στο λαό. Σταδιακά όμως, καθώς ο λαός αποκτά συνείδηση των συμφερόντων του και καθώς η ποικιλία των συμφερόντων αυτών πολλαπλασιάζεται, το σύστημα δε μπορεί πλέον να λειτουργήσει. Έτσι λοιπόν οι δημοκράτες από όλες τις χώρες μάταια ονειρεύονται (παρηγοριά στον άρρωστο…). Το δημοψήφισμα δοκιμάστηκε και απέτυχε, η αναλογική εκπροσώπηση δεν είναι αξιόλογη, όπως και η εκπροσώπηση των μειονοτήτων και οι υπόλοιπες κοινοβουλευτικές ουτοπίες. Εν συντομία ψάχνουν για κάτι που δεν υπάρχει και αναγκάζονται να αναγνωρίσουν το ότι ακολουθούν λάθος δρόμο, κάτι που οδηγεί στον εκφυλισμό της εμπιστοσύνης που υπάρχει στο κοινοβουλευτικό σύστημα.

Το ίδιο ισχύει με το μισθολογικό σύστημα. Γιατί, εφόσον έχει διακηρυχθεί η κατάργηση της προσωπικής ιδιοκτησίας και η κατοχή από κοινού όλων των μέσων παραγωγής, πώς μπορεί να υποστηριχθεί ένα τέτοιο σύστημα σε οποιαδήποτε μορφή του; Είναι ωστόσο αυτό που κάνουν οι κολεκτιβιστές όταν συνιστούν τις «εργατο-επιταγές».

Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς το γιατί οι πρώτοι Άγγλοι σοσιαλιστές κατέληξαν στη χρήση του συστήματος των εργατο-επιταγών. Προσπαθούσαν απλώς να πετύχουν συμβιβασμό του Κεφαλαίου και της Εργατιάς έχοντας αποκηρύξει την ιδέα της βίαιης κατάληψης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Είναι επίσης εύκολα κατανοητό το γιατί ο Προυντόν χρησιμοποίησε και πάλι την ιδέα αυτή μεταγενέστερα. Στο σύστημά του, της Αμοιβαιότητας, προσπάθησε να κάνει το κεφάλαιο λιγότερο «επιθετικό», χωρίς να αντισταθεί στη διατήρηση της προσωπικής ιδιοκτησίας, την οποία μισούσε από τα βάθη της καρδιάς του αλλά παρόλα αυτά τη θεωρούσε απαραίτητη για την εξασφάλιση του ατόμου έναντι του κράτους.

Ούτε τέλος προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι κάποιοι οικονομολόγοι οι οποίοι λίγο πολύ ανήκαν στην αστική τάξη παραδέχονται τις «εργατο-επιταγές». Λίγο τους ενδιαφέρει αν ο εργάτης πληρώνεται με «εργατο-γραμμάτια» ή με νομίσματα που φέρουν τη σφραγίδα της δημοκρατίας ή της αυτοκρατορίας. Εκείνο που έχει σημασία είναι το να διασωθεί από την καταστροφή η ατομική ιδιοκτησία, των κατοικιών, της γης και των εργοστασίων, εν πάση περιπτώσει, δηλαδή, να διασωθεί η ιδιοκτησία της κατοικίας και του κεφαλαίου, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή. Τα «εργατο-γραμμάτια» δίνουν λοιπόν τη λύση για τη διατήρηση της προσωπικής ιδιοκτησίας.

Εφόσον τα «εργατο-γραμμάτια» μπορούν να ανταλλαχτούν με κοσμήματα ή με καρότσια, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ευχαρίστως θα τα δεχτεί για την πληρωμή του ενοικίου. Και όσο οι κατοικίες, τα χωράφια και τα εργοστάσια ανήκουν σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες, ο κόσμος θα πρέπει να πληρώνει γι' αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ώστε να του επιτραπεί να εργαστεί στα χωράφια και στα εργοστάσια και να κατοικήσει τα σπίτια. Οι ιδιοκτήτες θα δεχτούν να πληρωθούν από τους εργάτες σε χρυσό, χαρτονομίσματα ή επιταγές που θα είναι ανταλλάξιμες με όλα τα είδη των αγαθών. Είναι δυνατόν λοιπόν να υπερασπιστούμε τη χρήση των «εργατο-γραμματίων», αυτό το νέο είδος μισθοδοσίας, όταν πλέον έχουμε κάνει την παραδοχή ότι τα σπίτια τα χωράφια και τα εργοστάσια δεν θα είναι προσωπική ιδιοκτησία κάποιου, αλλά θα ανήκουν στο έθνος ή στην κοινότητα;

Ας εξετάσουμε με μια πιο κοντινή ματιά αυτό το σύστημα αμοιβών για τη δουλειά με τη μορφή που το διακηρύσσουν οι Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι και Ιταλοί κολεκτιβιστές (Οι Ισπανοί αναρχικοί, που εξακολουθούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους κολεκτιβιστές, υπονοούν την κατοχή από κοινού όλων των μέσων παραγωγής, και την «ελευθερία που θα έχει κάθε κοινωνική ομάδα να διανέμει την παραγωγή με τον τρόπο που θεωρείται πιο κατάλληλος σύμφωνα με τις κομμουνιστικές ή άλλες αρχές»). Συνοψίζεται στα εξής: Καθένας μας εργάζεται στο χωράφι, το εργοστάσιο, το σχολείο, το νοσοκομείο κλπ. Η εργάσιμη μέρα καθορίζεται από το κράτος, το οποίο είναι ο ιδιοκτήτης της γης, των εργοστασίων, των δρόμων κλπ. Κάθε εργάσιμη μέρα θα είναι πληρωτέα με ένα εργατο-γραμμάτιο, το οποίο θα γράφει το εξής: οκτώ ώρες δουλειάς. Με αυτό το δελτίο ο εργάτης θα μπορεί να προμηθεύεται όλα τα είδη αγαθών από τα καταστήματα που ανήκουν στο κράτος ή από τις διάφορες εταιρείες. Η αξία του δελτίου αυτού θα είναι δυνατό να διανέμεται, έτσι ώστε να μπορεί με αυτό να αγοράσει κάποιος κρέας που θα έχει αξία μιας ώρας δουλειάς, σπίρτα αξίας δέκα λεπτών δουλειάς ή καπνό αξίας μισής ώρας δουλειάς. Μετά την Κολεκτιβιστική Επανάσταση, αντί να λέμε «σαπούνι αξίας δύο πεννών» θα λέμε «σαπούνι αξίας πέντε λεπτών εργασίας».

Οι περισσότεροι κολεκτιβιστές, που παραμένουν πιστοί στη διάκριση η οποία προδιαγράφηκε από τους οικονομολόγους της μεσαίας τάξης (καθώς και από τον Μαρξ) ανάμεσα στην εξειδικευμένη και την ανειδίκευτη εργασία, μας λένε επίπλέον ότι η εξειδικευμένη -ή αλλιώς η επαγγελματική εργασία- πρέπει να πληρώνεται κάπως περισσότερο από την ανειδίκευτη εργασία. Έτσι, μιας ώρας δουλειά ενός γιατρού θα πρέπει να θεωρείται ισάξια με δύο ώρες ή και τρεις ώρες εργασίας μιας νοσοκόμας ή με τρεις ώρες εργασίας ενός ανειδίκευτού εργάτη. «Η επαγγελματική ή εξειδικευμένη εργασία θα αποτελεί ένα πολλαπλάσιο της απλής εργασίας», αναφέρει σχετικά ο κολεκτιβιστής Γκρουνλαντ, «επειδή αυτό το είδος της εργασίας απαιτεί μία λίγο η πολύ χρονοβόρα μαθητεία».

Άλλοι κολεκτιβιστές , όπως για παράδειγμα οι Γάλλοι Μαρξιστές, δεν κάνουν αυτή τη διάκριση. Διακηρύσσουν την «ισότητα των μισθών». Ο γιατρός, ο διευθυντής του σχολείου και ο καθηγητής θα πληρώνονται (σε εργατο-γραμμάτια) με την εργασία τους να αναλογεί όσο και η εργασία του ανειδίκευτου εργάτη. Οκτώ ώρες επισκέψεων στους αρρώστους του νοσοκομείου θα αξίζουν όσο και 8 ώρες εργασίας στη γη ή στα ορυχεία ή στα εργοστάσια. Μερικοί κάνουν μία ακόμα μεγαλύτερη παραχώρηση. Παραδέχονται δηλαδή ότι η ανεπιθύμητη ή ανθυγιεινή εργασία, όπως η εργασία στους υπόνομους, θα μπορούσε να πληρώνεται περισσότερο απ’ όσο η ευχάριστη εργασία. Μία ώρα εργασίας ενός εργαζόμενου στους υπόνομους θα αξίζει, κατ' αυτούς, όσο δύο ώρες εργασίας ενός καθηγητή.

Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι κάποιοι κολεκτιβιστές αποδέχονται την πληρωμή ενός εφάπαξ ποσού από τις εταιρίες για την ολοκλήρωση μιας εργασίας. Έτσι λοιπόν μια εταιρία θα υπολογίζει ως εξής: «Έχουμε εδώ εκατό τόνους χάλυβα. Απαιτήθηκε από εκατό εργάτες να τους παράγουν και αυτό διήρκεσε δέκα μέρες. Θεωρώντας ότι η εργάσιμη μέρα τους είναι οκτώ ώρες, τους πήρε οχτώ χιλιάδες εργατοώρες για την παραγωγή εκατό τόνων χάλυβα και αυτό ισοδυναμεί με ογδόντα εργατοώρες ανά τόνο. Έτσι το κράτος θα τους πληρώσει οχτώ χιλιάδες εργατο-γραμμάτια, αξίας μιας ώρας το καθένα, και αυτά τα οχτώ χιλιάδες δελτία θα κατανεμηθούν μεταξύ των μελών αυτών των εργασιών όπως αυτοί θεωρούν ότι θα ήταν πιο σωστό. Απ΄ την άλλη μεριά, αν εκατό μεταλλωρύχοι κάνουν είκοσι μέρες για να εξορύξουν οκτακόσιους τόνους άνθρακα, με την εξόρυξη του άνθρακα να αξίζει δύο ώρες ανά τόνο, τα δεκαέξι χιλιάδες δελτία της μιας ώρας το καθένα, θα λαμβάνονται από τη συντεχνία των μεταλλωρύχων και θα μοιράζονται στα μέλη της ανάλογα με τη δική τους εκτίμηση.

Εάν οι μεταλλωρύχοι διαμαρτυρηθούν, λέγοντας ότι ένας τόνος ατσάλι αξίζει μόνο έξι εργατοώρες αντί για οκτώ, αν ο καθηγητής θέλει να πληρώνεται η εργάσιμη μέρα του διπλάσια απ’ ότι αυτή της νοσοκόμας, τότε το κράτος θα επέμβει για να λύσει τις μεταξύ τους διαφορές.

Αυτό είναι λίγο πολύ το σύστημα που θέλουν οι κολεκτιβιστές να επικρατήσει μέσω της Κοινωνικής Επανάστασης. Όπως βλέπουμε, οι βασικές αρχές τους είναι οι εξής: Συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και πληρωμή του καθενός ανάλογα με το χρόνο που δαπάνησε στη διαδικασία της παραγωγής, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την παραγωγικότητα της εργασίας του. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, αυτό θα είναι κοινοβουλευτισμός κατάλληλα τροποποιημένος από «πρακτικές οδηγίες» που θα λαμβάνουν οι εκλεχθέντες μέσω του «Δημοψηφίσματος» το οποίο θα γίνεται από το έθνος με τη μορφή του «ναι» και «όχι».

Αφήστε μας όμως να έχουμε την άποψη ότι ένα τέτοιο σύστημα είναι μη πραγματοποιήσιμο.

Οι κολεκτιβιστές, ενώ ξεκινούν με τη διακήρυξη της επαναστατικής αρχής που συνίσταται στην κατάργηση της προσωπικής ιδιοκτησίας, μετά την αρνούνται πριν καν αυτή να έχει διακηρυχθεί, διατηρώντας ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης το οποίο προέρχεται από την προσωπική ιδιοκτησία.

Διακηρύσσουν μια επαναστατική αρχή και αγνοούν τις συνέπειες που θα επιφέρει αναποφεύκτως η αρχή αυτή. Ξεχνούν ότι το γεγονός και μόνο της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δηλαδή τη γη, της βιομηχανίες τους δρόμους και το κεφάλαιο, πρέπει να οδηγήσει την κοινωνία σε μία τελείως διαφορετική ρότα, πρέπει να ανατρέψει ολοκληρωτικά και το σκοπό και τα μέσα του παρόντος συστήματος παραγωγής και πρέπει να τροποποιήσει τις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις εφόσον πλέον η γη, τα μηχανήματα και τα άλλα όργανα παραγωγής θα θεωρούνται κοινή ιδιοκτησία.

Λένε «όχι στην προσωπική ιδιοκτησία» και αμέσως μετά προσπαθούνε να τη διατηρήσουν όσον αφορά τις καθημερινές της εκφάνσεις. «Θα κατέχετε από κοινού όλα όσα αφορούν την παραγωγή: χωράφια, εργαλεία, μηχανήματα, ό,τι δηλαδή έχει εφευρεθεί μέχρι τώρα, εργοστάσια, σιδηρόδρομους, λιμάνια, ορυχεία κλπ ανήκουν όλα σε σας. Δεν θα γίνεται η παραμικρή διάκριση όσον αφορά το μερίδιο του καθενός σε αυτή τη συλλογική περιουσία.»

«Από αύριο κιόλας όμως, θα ανταγωνίζεστε συνεχώς για το μερίδιο που πρόκειται να πάρετε, για τη δημιουργία νέων μηχανών ή για το σκάψιμο νέων ορυχείων. Θα σταθμίζετε προσεκτικά το μερίδιο της καινούριας παραγωγής που θα ανήκει σε σας. Θα προσμετράτε τα λεπτά εργασίας σας, και θα φροντίζετε ώστε ένα λεπτό εργασίας του διπλανού σας να μη μπορεί να αγοράσει περισσότερο απ’ ό,τι ένα δικό σας.»

«Και ενώ μία ώρα από μόνη της δε σημαίνει τίποτα, εφόσον σε μερικά εργοστάσια ένας εργάτης προσβλέπει σε έξι ισοδύναμα ενός δελτίου μιας ώρας ενώ σε κάποια άλλα μπορεί να προσβλέπει μόνο σε δύο, θα αναγκάζεστε να υπολογίζετε τη μυϊκή δύναμη, την εγκεφαλική ενέργεια και τη νευρική ενέργεια που θα καταναλώνεται. Θα υπολογίζετε επίσης με ακρίβεια τα χρόνια εκμάθησης για να εκτιμήσετε τις ποσότητες τις οποίες θα είναι σε θέση ο καθένας να συνεισφέρει στη μελλοντική παραγωγή. Και όλα αυτά αφότου έχετε διακηρύξει ότι δεν λαμβάνετε υπόψη το κομμάτι της πίττας που του αναλογούσε στο προηγούμενο σύστημα παραγωγής.»

Λοιπόν για μας είναι φανερό ότι μια κοινωνία δε μπορεί να βασιστεί σε δύο εντελώς αντίθετες αρχές που αντικρούουν συνεχώς η μία την άλλη. Και ένα έθνος ή μια κοινότητα που θα είχαν μια τέτοια οργάνωση θα ήταν υποχρεωμένα είτε να επιστρέψουν στο θεσμό της προσωπικής ιδιοκτησίας των οργάνων παραγωγής, είτε να μετατραπούν σε κομμουνιστικές κοινωνίες.

Αναφέραμε ότι κάποιοι συγγραφείς οπαδοί του κολεκτιβισμού επιθυμούν να γίνεται διάκριση μεταξύ της εξειδικευμένης ή επαγγελματικής και της απλής εργασίας. Ισχυρίζονται ότι μία ώρα εργασίας ενός μηχανικού, ενός αρχιτέκτονα ή ενός γιατρού πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με δύο ή τρεις ώρες εργασίας ενός σιδηρουργού, ενός οικοδόμου ή μιας νοσοκόμας. Και η ίδια διάκριση πρέπει να υπάρχει μεταξύ όλων των επαγγελμάτων που απαιτούν κάποια λίγο ή πολύ χρονοβόρα μαθητεία επιπλέον του καθημερινού μόχθου της απλής χειρωνακτικής εργασίας.

Λοιπόν η επίτευξη αυτής της διάκρισης θα σήμαινε τη διατήρηση όλων των ανισοτήτων της παρούσας κοινωνίας. Θα σήμαινε τη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής, από την αρχή, μεταξύ των εργατών και αυτών που προφασίζονται ότι τους κυβερνούν. Θα σήμαινε το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δύο τελείως διακριτές τάξεις, αυτή της αριστοκρατίας της γνώσης που βρίσκεται πάνω από την εργαζόμενη με τρελούς ρυθμούς στους χειρωνακτικούς τομείς κατώτερη τάξη, η οποία συν τοις άλλοις είναι καταδικασμένη να υπηρετεί την άλλη. Αυτοί δηλαδή που εργάζονται με τα χέρια τους, θρέφουν και ντύνουν αυτούς που, εκμεταλλευόμενοι τον ελεύθερο χρόνο τους, μελετούν για το πώς πρέπει να κυβερνούν αυτούς που τους φροντίζουν.

Αυτό θα σήμαινε την αναβίωση μιας από τις ευδιάκριτες ιδιαιτερότητες της σημερινής κοινωνίας, δίνοντάς της τη συγκατάθεση της Κοινωνικής Επανάστασης. Θα σήμαινε την υιοθέτηση, ως αρχής, μιας ύβρεως που έχει ήδη καταδικαστεί στην αρχαία και καταρρέουσα κοινωνία μας.

Γνωρίζουμε ήδη την απάντηση που θα λάβουμε. Θα μας μιλήσουν για «Επιστημονικό Σοσιαλισμό», θα μας παραθέσουν τα λεγόμενα αστών οικονομολόγων, όπως επίσης και του Μαρξ, για να μας αποδείξουν ότι οι κλιμακωτοί μισθοί έχουν τον λόγο ύπαρξής τους, εφόσον η «εργατική δύναμη» των μηχανικών θα έχει μεγαλύτερο κόστος για την κοινωνία απ’ ό,τι η «εργατική δύναμη» των ανειδίκευτων. Μήπως δεν είχαν προσπαθήσει να μας αποδείξουν οι οικονομολόγοι ότι, αν ένας μηχανικός πληρώνεται είκοσι φορές περισσότερο από έναν ανειδίκευτο, αυτό γίνεται επειδή το απαραίτητο κόστος για την κατάρτιση ενός μηχανικού είναι μεγαλύτερο από αυτό που είναι απαραίτητο για έναν ανειδίκευτο; Και μήπως δεν ισχυριζόταν ο Μαρξ ότι τέτοιες μισθολογικές διακρίσεις είναι εξίσου δικαιολογημένες μεταξύ δύο κλάδων της χειρωνακτικής εργασίας; Δε μπορούσε άλλωστε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα έχοντας υιοθετήσει για λογαριασμό του τη θεωρία του Ρικάρντο σχετικά με την αξία και υποστηρίζοντας ότι τα αγαθά ανταλλάσσονται αναλογικά με την ποσότητα εργασίας που είναι απαραίτητη για την παραγωγή τους.

Γνωρίζουμε όμως τι πρέπει να υποστηρίξουμε σχετικά μ’ αυτό. Γνωρίζουμε ότι εάν οι μηχανικοί, οι επιστήμονες ή οι γιατροί πληρώνονται 10 ή 100 φορές περισσότερο από τον εργάτη, και αν ένας υφαντής κερδίζει τρεις φορές περισσότερα απ’ όσα κερδίζει ένας εργάτης που απασχολείται στον τομέα της γεωργίας, και δέκα φορές περισσότερα απ’ όσα ένα κορίτσι που εργάζεται σε ένα εργοστάσιο σπίρτων, αυτό δεν γίνεται λόγω του «κόστους κατάρτισής τους» αλλά λόγω της μονοπώλησης της εκπαίδευσης ή της μονοπώλησης της βιομηχανίας. Οι μηχανικοί, οι επιστήμονες και οι γιατροί εκμεταλλεύονται μερικώς το κεφάλαιό τους, τα πτυχία τους δηλαδή, με τον τρόπο που οι εργοδότες της μεσαίας τάξης εκμεταλλεύονται ένα εργοστάσιο και με τον τρόπο που οι ευγενείς εκμεταλλεύονταν τους τίτλους ευγενείας τους.

Όσον αφορά τον εργοδότη που πληρώνει ένα μηχανικό είκοσι φορές περισσότερο απ’ ό,τι τον εργάτη, αυτό οφείλεται απλώς στο προσωπικό του συμφέρον. Αν ο μηχανικός εξοικονομεί για λογαριασμό του εργοδότη 100.000 φράγκα το χρόνο, τότε αυτός τον πληρώνει 20.000 φράγκα, και αν επίσης έχει ένα εργοδηγό ο οποίος του εξοικονομεί 10.000 φράγκα το χρόνο με το να αξιοποιεί με έξυπνο τρόπο τον ιδρώτα των εργατών, θα τον πληρώσει ευχαρίστως 2 ή 3 χιλιάδες φράγκα το χρόνο. Πριμοδοτεί με επιπλέον 1000 φράγκα όταν αναμένει να ωφεληθεί κατά 10.000 φράγκα απ’ αυτό. Και αυτή είναι βέβαια και η ουσία του καπιταλισμού. Παρόμοιες διαφορές αποκομίζονται μεταξύ των διαφόρων χειρωνακτικών επαγγελμάτων.

Ας μην έρχονται να μας μιλάνε λοιπόν για το «κόστος της παραγωγής», το οποίο αυξάνει, και το κόστος ενός εξειδικευμένου εργάτη, και να μας λένε ακόμη ότι ένας φοιτητής που εύθυμα πέρασε τα νεανικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο έχει το δικαίωμα να λαμβάνει ένα μισθό δέκα φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι ο γιος ενός μεταλλωρύχου ο οποίος μεγαλώνει μαραζώνοντας μέσα σε ένα μεταλλείο από τα ένδεκά του χρόνια, ή ότι ένας υφαντής δικαιούται τρεις ή 4 φορές μεγαλύτερο μισθό απ’ ό,τι ένας εργάτης του γεωργικού τομέα. Το κόστος για να διδάξεις σε έναν υφαντή τη δουλειά του δεν είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι το να διδάξεις σε ένα χωρικό τη δικιά του. Ο υφαντής απλώς επωφελείται από τα πλεονεκτήματα που αποκτά η βιομηχανία του στην Ευρώπη εν συγκρίσει με τις χώρες που δεν έχουν αντίστοιχες βιομηχανίες μέχρι στιγμής.

Κανένας δεν υπολόγισε ποτέ το «κόστος κατάρτισης» και το αν ένας τεμπέλης κοστίζει περισσότερο στην κοινωνία απ’ ό,τι ένας εργάτης, όπως και παραμένει προς εξακρίβωση το αν ένας εύρωστος εργάτης δεν κοστίζει περισσότερο στην κοινωνία απ’ ό,τι ένας εξειδικευμένος τεχνίτης, αν έχουμε λάβει υπ΄ όψη μας την παιδική θνησιμότητα στις τάξεις των εργατών, την αναιμία που τους θερίζει καθώς και τους πρόωρους θανάτους.

Θα μπορούσαν για παράδειγμα να μας πείσουν για το ότι οι τριάντα και κάτι που παίρνει ένας εργάτης του Παρισιού, οι έξι και κάτι που πληρώνονται σε μία χωρική από την Αρβέρνη που κεντάει με τίμημα την όρασή της και οι σαράντα και κάτι που πληρώνονται στον χωρικό αντιπροσωπεύουν το κόστος παραγωγής τους; Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι άνθρωποι εργάζονται συχνά για ακόμα λιγότερα αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι το κάνουν αυτό αποκλειστικά και μόνο διότι, χάρις στο υπέροχο αυτό σύστημά μας, αν δεν δεχόντουσαν αυτούς τους μισθούς κοροϊδίας θα πέθαιναν απ’ την πείνα. Κατ’ εμάς η κλιμάκωση των αμοιβών αποτελεί ένα σύνθετο αποτέλεσμα που καθορίζεται από τους φόρους, από την κρατική προστασία, από την καπιταλιστική μονοπώληση και απ’ τα μονοπώλια. Εν συντομία, καθορίζονται από το κράτος και από το κεφάλαιο. Επομένως ισχυριζόμαστε ότι όλες οι θεωρίες περί μισθοδοσίας έχουν εφευρεθεί εκ των υστέρων για να δικαιολογήσουν τις αδικίες του παρόντος συστήματος και ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο να τις λάβουμε καθόλου υπ’ όψη μας.

Και, φυσικά, δεν θα παραλείψουν να μας πουν ότι η μισθολογική κλίμακα που υιοθετεί το σύστημα του κολεκτιβισμού είναι βελτιωμένη σε σχέση με αυτή του καπιταλιστικού. Συνηθίζουν να μας λένε ότι: «Θα ήταν καλύτερο να βλέπουμε κάποιους τεχνίτες να αμείβονται δύο ή τρεις φορές περισσότερο από τους ανειδίκευτους εργάτες, απ’ ό,τι να βλέπουμε έναν υπουργό να λαμβάνει σε μια μέρα όσα δε λαμβάνει ένας εργάτης σε έναν ολόκληρο χρόνο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ένα μεγάλο βήμα προς την ισότητα.»

Κατ' εμάς, αυτό το «βήμα» θα σήμαινε την αντιστροφή της προόδου. Το να γίνεται διάκριση μεταξύ της απλής και της επαγγελματικής εργασίας σε μία νέα κοινωνία θα σήμαινε το να επιδοκιμαστεί και να αναγνωριστεί μέσα στα πλαίσια της Επανάστασης σαν αρχή ένα κτηνώδες γεγονός, το οποίο υφίσταται στις μέρες μας, αλλά το οποίο ωστόσο θεωρούμε άδικο. Θα σήμαινε το να μιμηθούμε εκείνους τους κυρίους της Γαλλικής Συνέλευσης που διακήρυξαν κατά την Επανάσταση της 4ης Αυγούστου του 1789 την κατάργηση των φεουδαλικών δικαιωμάτων, αλλά που επίσης στις 8 Αυγούστου επιδοκίμασαν αυτά τα ίδια δικαιώματα, επιβάλοντας οφειλές στους χωρικούς προς αποζημίωση των ευγενών και θέτοντας αυτές τις οφειλές υπό την προστασία της Επανάστασης. Θα σήμαινε επίσης το να μιμηθούμε τη Ρωσική Κυβέρνηση η οποία διακήρυξε, τον καιρό της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων, ότι η γη θα έπρεπε εφεξής να ανήκει στους ευγενείς, ενώ πρώτα θα αποτελούσε ύβρη κάθε άλλη πράξη εκτός της διάθεσης αυτής της γης αποκλειστικά στους δουλοπάροικους.

Ή, αλλιώς, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που είναι πιο ευρέως γνωστό, όταν η Κομμούνα του 1871 αποφάσισε να πληρώνει τα μέλη του συμβουλίου της Κομμούνας με 0,6 της λίρας ημερησίως ενώ οι στρατιώτες στις επάλξεις έπαιρναν δέκα φορές λιγότερα, αυτό χαιρετίστηκε ως μια πράξη υπέρτερης δημοκρατικής ισότητας. Στην πραγματικότητα, η Κομμούνα απλώς επικύρωνε την πρότερη ανισότητα μεταξύ αξιωματούχου και στρατιώτη, κυβερνώντος και κυβερνώμενου. Προερχόμενη από ένα καιροσκοπικό συμβούλιο βουλευτών, μια τέτοια απόφαση θα είχε φανεί αξιοθαύμαστη, αλλά η Κομμούνα καταδίκασε με αυτό τον τρόπο τις επαναστατικές αρχές της επειδή απέτυχε να τις θέσει σε εφαρμογή.

Υπό το υπάρχων σοσιαλιστικό σύστημα, όταν ένας υπουργός αμείβεται με 100.000 φράγκα το χρόνο, ενώ ένας εργάτης πρέπει να μείνει ικανοποιημένος με 1000 ή και λιγότερα, όταν ένας επιστάτης πληρώνεται δύο ή τρεις φορές περισσότερο απ’ ό,τι ένας εργάτης και όταν υπάρχει μεγάλη διαβάθμιση ανάμεσα στους μισθούς των εργατών, είναι φυσικό το να αποδοκιμάσουμε τόσο τον μεγάλο μισθό του υπουργού όσο και τη μεγάλη διαφορά στη μισθοδοσία που υπάρχει ανάμεσα σε έναν εργάτη και σε μια φτωχή χωρική. Και διακηρύττουμε: «Κατάργηση των προνομίων που απορρέουν από την εκπαίδευση, όπως επίσης και αυτών που είναι κληρονομικά!»

Είμαστε αναρχικοί ακριβώς γιατί αυτά τα προνόμια που υπάρχουν μας εξεγείρουν. Μας έχουν ήδη εξεγείρει σε ετούτη την αυταρχική κοινωνία. Μπορούμε να τα ανεχτούμε και σε μια κοινωνία η οποία ξεκίνησε διακηρύττοντας την ισότητα;

Αυτός είναι ο λόγος που μερικοί κολεκτιβιστές, καταλαβαίνοντας ότι είναι αδύνατον να διατηρηθεί μια μισθολογική κλίμακα σε μια κοινωνία εμπνευσμένη από τον αέρα της Επανάστασης, σπεύδουν να διακηρύξουν τη μισθολογική ισότητα. Αλλά έρχονται αντιμέτωποι με καινούργιες δυσκολίες και έτσι η μισθολογική αυτή ισότητα καταλήγει να γίνει η ίδια απραγματοποίητη Ουτοπία όπως και η μισθολογική κλίμακα των άλλων κολεκτιβιστών. Μία κοινωνία που έχει πάρει στην κατοχή της όλο τον κοινωνικό πλούτο, έχοντας κάθετα διακηρύξει το δικαίωμα όλων στον πλούτο αυτό, όποιο και αν είναι το μερίδιο τους στη διαδικασία παραγωγής του, είναι αναγκασμένη να εγκαταλείψει κάθε σύστημα μισθοδοσίας είτε αυτό είναι με τη μορφή χρημάτων, είτε με τη μορφή δελτίων.

Οι κολεκτιβιστές λένε ότι «ο καθένας θα λαμβάνει ανάλογα με τα πρακτέα του» ή με άλλα λόγια ανάλογα με το μερίδιο των υπηρεσιών που προσέφερε στην κοινωνία. Το θεωρούν επιθυμητό να τεθεί αυτή η αρχή σε εφαρμογή μόλις η Σοσιαλιστική Επανάσταση θα έχει κάνει όλα τα όργανα παραγωγής κοινή περιουσία. Πιστεύουμε όμως ότι, αν η Σοσιαλιστική Επανάσταση έχει την ατυχία να διακηρύξει μια τέτοια αρχή, αυτό θα σήμαινε την αναπόφευκτη αποτυχία της, όπως επίσης θα σήμαινε το να παραμείνει άλυτο το κοινωνικό πρόβλημα το οποίο μας κληροδότησαν οι προηγούμενοι αιώνες. Στην πραγματικότητα, σε μία κοινωνία σαν τη δικιά μας, στην οποία όσο περισσότερο εργάζεται κάποιος, τόσο λιγότερο αμείβεται, αυτή η αρχή, εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ότι χαρακτηρίζεται από πάθος για δικαιοσύνη. Αποτελεί όμως απλώς τη διαιώνιση της αδικίας του παρελθόντος. Ήταν συνέπεια αυτής της αρχής το γεγονός ότι ξεκίνησε να υπάρχει μισθοδοσία, καταλήγοντας σε όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα της σημερινής κοινωνίας. Γιατί από τη στιγμή που η εργασία άρχισε να εκτιμάται με χρηματικά δεδομένα ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή μισθοδοσίας, από τη μέρα που συμφωνήθηκε ότι ο άνθρωπος θα λάμβανε το μισθό που θα μπορούσε ο ίδιος να εξασφαλίσει στον εαυτό του, ολόκληρη η ιστορία της μεικτής οικονομίας ήταν ήδη διαγεγραμμένη εκ των προτέρων. Άνθισε λοιπόν βασισμένη σ' αυτή την αρχή.

Πρέπει λοιπόν να επιστρέψουμε στο αρχικό σημείο και θα ακολουθήσουμε πάλι μέχρι τέλους αυτή την πορεία; Οι θεωρητικοί μας αυτό επιθυμούν αλλά κάτι τέτοιο ευτυχώς είναι αδύνατο. Η επανάσταση, το έχουμε πει, θα είναι κομμουνιστική. Ειδάλλως θα πνιγεί μέσα στο αίμα και θα πρέπει να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή.

Οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην κοινωνία, είτε αυτές είναι με τη μορφή της εργασίας στο χωράφι και το εργοστάσιο, είτε με τη μορφή πνευματικών υπηρεσιών, δεν μπορούν να αξιολογηθούν με τη μορφή χρήματος. Δεν μπορεί να υπάρξει ακριβές μέτρο της αξίας ανταλλαγής (αυτού το οποίο έχει λανθασμένα οριστεί ως αξία), ούτε και της αξίας χρήσης, με τη χρήση της παραγωγής ως κριτήριου. Εάν δύο άτομα εργάζονται για την κοινότητα 5 ώρες την ημέρα, χρόνο με το χρόνο, σε μία διαφορετική εργασία η οποία είναι εξίσου ευχάριστη σ’ αυτούς, μπορούμε να πούμε ότι εξολοκλήρου η εργασία τους είναι ισοδύναμη. Αλλά δε μπορούμε να διαχωρίσουμε την εργασία τους και να θεωρήσουμε ότι το αποτέλεσμα μιας οποιασδήποτε εργάσιμης ημέρας, ώρας ή λεπτού εργασίας του ενός αξίζει όσο και το αποτέλεσμα της εργασίας μιας ημέρας, μιας ώρας ή ενός λεπτού του άλλου.

Μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο άνδρας που κατά τη διάρκεια της ζωής του αποστέρησε δέκα ώρες ελεύθερο χρόνο ημερησίως από τον εαυτό του έχει προσφέρει πολύ περισσότερα στην κοινωνία, απ’ ό,τι αυτός που αποστέρησε πέντε ώρες ελευθέρου χρόνου από τον εαυτό του ημερησίως ή απ’ ότι αυτός που δεν στέρησε καθόλου ελεύθερο χρόνο απ' τον εαυτό του. Δεν μπορούμε παρ όλα αυτά να πάρουμε αυτά που έκανε κατά τη διάρκεια δύο ωρών και να πούμε ότι η απόδοση του είναι διπλάσια απ’ ό,τι αυτή κάποιου που εργάστηκε μόνο μία ώρα και να τον ανταμείψουμε σύμφωνα με αυτές τις αναλογίες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε το να παραβλεφθούν όλες οι πολυπλοκότητες που υπάρχουν στη βιομηχανία,, τη γεωργία και γενικά σε όλη τη ζωή της σημερινής κοινωνίας. Θα σήμαινε επίσης το να αγνοηθεί η έκταση στην οποία η εργασία ενός ατόμου είναι αποτέλεσμα της εργασίας της κοινωνίας ως συνόλου κατά το παρελθόν και το παρόν. Θα σήμαινε το να πιστεύουμε ότι ζούμε στην λίθινη εποχή ενώ ζούμε στην εποχή του χάλυβα.

Αν μπείτε σε ένα ανθρακωρυχείο, θα δείτε έναν άνδρα ο οποίος χειρίζεται μία τεράστια μηχανή η οποία συνεχώς ανεβοκατεβάζει έναν κλωβό. Στο χέρι του κρατάει ένα μοχλό ο οποίος σταματάει και αντιστρέφει την πορεία της μηχανής. Κατεβάζοντας τον μοχλό, ο κλωβός επιστρέφει εν ριπή οφθαλμού. Ανεβοκατεβάζει τον μοχλό με εκπληκτική γρηγοράδα. Γεμάτος προσοχή ακολουθεί, με τα μάτια του καρφωμένα στον τοίχο, έναν δείκτη που του δείχνει, σε μικρή κλίμακα, σε ποιο σημείο του φρέατος είναι ο κλωβός την κάθε στιγμή. Μόλις ο δείκτης φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, ξαφνικά σταματάει την πορεία του κλωβού, ούτε μία γιάρδα πιο ψηλά ή πιο χαμηλά από το σημείο που απαιτείται. Και μόλις οι ανθρακωρύχοι αδειάσουν τα βαγόνια και βάλουν άλλα άδεια στη θέση τους τότε αντιστρέφει το μοχλό και στέλνει πάλι τον κλωβό στον αέρα.

Κατά τη διάρκεια οκτώ ή δέκα συνεχόμενων ωρών πρέπει να είναι όσο πιο προσεκτικός γίνεται. Αν το μυαλό του χαλαρώσει για μια στιγμή, ο κλωβός αναπόφευκτα θα χτυπήσει στα γρανάζια, θα σπάσουν οι τροχοί του, θα κοπεί το σκοινί, θα καταπλακώσει κάποιους εργάτες και θα παρεμποδιστεί η εργασία στο ορυχείο. Αν καθυστερούσε τρία δευτερόλεπτα και μόνο σε κάθε άγγιγμα του μοχλού, στα σύγχρονα τελειοποιημένα ορυχεία μας, η εξαγωγή θα μειωνόταν από πενήντα σε είκοσι τόνους ημερησίως.

Είναι λοιπόν αυτός που έχει τη μεγαλύτερη χρησιμότητα μέσα στο ορυχείο; Ή μήπως το αγόρι που του δίνει το σινιάλο από κάτω για να ανεβάσει τον κλωβό; Είναι μήπως ο μεταλλωρύχος στο βάθος του φρέατος που ρισκάρει τη ζωή του κάθε στιγμή, και ο οποίος κάποια μέρα θα σκοτωθεί από έκρηξη αερίων; Ή μήπως είναι ο μηχανικός ο οποίος αν δεν προσδιόριζε σωστά το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται θαμμένη η στρώση του άνθρακα θα έβαζε τους μεταλλωρύχους να σκάψουν πάνω σε βράχο, εξαιτίας ενός μικρού λάθους στους υπολογισμούς του και μόνο; Ή μήπως, τέλος, είναι ο ιδιοκτήτης του ορυχείου, ο οποίος επένδυσε όλο αυτό το κεφάλαιο στο ορυχείο και ο οποίος ίσως αντίθετα με τις συμβουλές των ειδικών ισχυρίστηκε ότι σε εκείνο το σημείο θα βρισκόταν εξαιρετικής ποιότητας άνθρακας;

Όλοι οι μεταλλωρύχοι που έχουν απασχοληθεί στο ορυχείο αυτό συνεισφέρουν στην εξαγωγή του άνθρακα, κατ' αναλογία της δύναμης, της ενέργειας, της εξυπνάδας και της ικανότητάς τους. Και μπορούμε να πούμε ότι όλοι έχουν το δικαίωμα να ζήσουν, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες, όπως επίσης και τις επιθυμίες τους, όταν τα απαραίτητα για τη διαβίωση έχουν εξασφαλισθεί για όλους. Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αξία της εργασίας τους;

Και ακόμα περισσότερο, αποτελεί ο άνθρακας που έχει εξαχθεί, ισοδύναμο της εργασίας τους; Δεν πρέπει να συνυπολογίσουμε επίσης την εργασία των ανδρών που κατασκεύασαν το σιδηρόδρομο, ο οποίος οδηγεί στα ορυχεία όπως επίσης και τους δρόμους που εξαπλώνονται ακτινικά ξεκινώντας από τους σταθμούς του; Όπως επίσης και τη δουλειά όλων αυτών που όργωσαν και έσπειραν τη γη, που εξόρυξαν σίδηρο, έκοψαν ξυλεία από τα δάση, κατασκεύασαν τις μηχανές που καίνε άνθρακα και πάει λέγοντας;

Καμία διάκριση δε μπορεί να χαραχθεί ανάμεσα στη δουλειά του καθενός. Η μέτρηση της εργασίας μέσω του αποτελέσματός της μας οδηγεί στον παραλογισμό. Ο διαχωρισμός και η καταμέτρησή τους μέσω των ωρών εργασίας επίσης μας οδηγεί στον παραλογισμό. Ένα λοιπόν μας απομένει: Να θέσουμε τις ανάγκες πάνω από την εργασία, και πρώτα απ’ όλα να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και μετέπειτα το δικαίωμα στις ανέσεις της ζωής, για όλους αυτούς που λαμβάνουν μέρος στην παραγωγή.

Αλλά ας πάρουμε οποιοδήποτε άλλο κλάδο ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, ας πάρουμε τις εκδηλώσεις της ζωής σαν ολότητα. Ποιος από μας θα μπορούσε άραγε να διεκδικήσει την υψηλότερη αμοιβή για την εργασία του; Είναι μήπως ο γιατρός που ανακάλυψε την αρρώστια ή η νοσοκόμα που επέφερε τη θεραπεία μέσω της περίθαλψής της; Είναι μήπως ο εφευρέτης της πρώτης ατμομηχανής; Ή το αγόρι, το οποίο μία μέρα εξουθενωμένο από το τράβηγμα του σκοινιού, που πρώτα άνοιγε τη βαλβίδα για να αφεθεί ο ατμός να εισχωρήσει κάτω από τα πιστόνια, έδεσε το σκοινί στο μοχλό της μηχανής χωρίς να υποψιάζεται ότι είχε μόλις εφεύρει το πιο ουσιαστικό μηχανολογικό μέρος όλων των σύγχρονων μηχανών δηλαδή την αυτόματη βαλβίδα;

Είναι άραγε ο εφευρέτης της λοκομοτίβας, ή ο εργάτης από το Νιούκαστλ ο οποίος πρότεινε να αντικατασταθούν οι πέτρες, οι οποίες πρώτα τοποθετούνταν κάτω από τις ράγες, με ξύλινα υποστηρίγματα, αφού οι πέτρες, λόγω έλλειψης ελαστικότητας, προκαλούσαν τον εκτροχιασμό των τραίνων; Είναι άραγε ο μηχανικός που βρίσκεται στη λοκομοτίβα; Αυτός μήπως που σηματοδοτεί τις στάσεις των τραίνων; Αυτός που μεταφέρει τα τραίνα από τη μια γραμμή στην άλλη;

Σε ποιόν οφείλουμε το διατλαντικό τηλεγράφημα; Στο μηχανικό που διαβεβαίωνε πεισματικά ότι το τηλεγράφημα θα διαβίβαζε μηνύματα ενώ οι ηλεκτρολόγοι δήλωναν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο; Μήπως στον Μόρυ, τον επιστήμονα ο οποίος συμβούλεψε ότι τα χοντρά καλώδια θα έπρεπε να αντικατασταθούν με άλλα τα οποία θα ήταν λεπτά σαν καλαμάκια; Ή στους εθελοντές οι οποίοι ήρθαν από το πουθενά και πέρασαν μέρες και νύχτες στη θάλασσα εξετάζοντας προσεκτικά το καλώδιο εκατοστό-εκατοστό, βγάζοντας τα καρφιά που οι μέτοχοι των ατμοπλοϊκών εταιριών βλακωδώς κάρφωσαν στο μονωτικό κάλυμμα του καλωδίου καθιστώντας το έτσι άχρηστο;

Και σε μια ευρύτερη σφαίρα, αυτή της ζωής, με τις χαρές, τις λύπες και τα ατυχήματά της, δεν μπορεί ο καθένας από μας να φέρει στο μυαλό του κάποιον που του πρόσφερε μια τόσο μεγάλη υπηρεσία ώστε να αγανακτήσουμε αν ακούγαμε κάποιον να προσπαθεί να εκτιμήσει το ισοδύναμο της σε χρήματα; Αυτή η υπηρεσία μπορεί να ήταν απλώς μια λέξη, μια λέξη που ειπώθηκε τη σωστή στιγμή, ή ακόμα θα μπορούσε να ήταν η αφοσίωση μηνών και χρόνων - και θα τολμήσουμε να εκτιμήσουμε αυτές τις ανυπολόγιστες υπηρεσίες με τη μορφή «εργατο-γραμματίων»;

«Η εργασία του καθενός μας!» Η ανθρώπινη κοινωνία όμως δε θα μπορούσε να υπάρξει για περισσότερο από δύο συναπτές γενιές αν ο καθένας μας δεν έδινε απείρως περισσότερα απ' όσα του πληρώνονται υπό τη μορφή χρημάτων, επιταγών ή αστικών ανταμοιβών. Η φυλή αυτή θα εξαφανιστεί σύντομα αν οι μανάδες δεν θυσιάζουν τη ζωή τους για να προσέχουν τα παιδιά τους, αν οι άνδρες δεν δίνουν όλο τους τον χρόνο, χωρίς να ζητούν κάτι ισοδύναμο σε αντάλλαγμα, και αν δεν έδιναν σε αυτούς από τους οποίους δεν περιμένουν ανταμοιβή.

Εάν η κοινωνία της μεσαίας τάξης παρακμάζει, αν έχουμε μπει μέσα σε μια τυφλή αλέα, απ’ όπου δε μπορούμε να αναδυθούμε στην επιφάνεια αν δεν επιτεθούμε στους θεσμούς του παρελθόντος με δαυλούς και με τσεκούρια, αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι έχουμε κάνει τόσους πολλούς υπολογισμούς. Συμβαίνει επειδή έχουμε αφεθεί και επηρεαστεί από το «δούναι μόνο για το λαβείν». Συμβαίνει επειδή προσπαθήσαμε να μετατρέψουμε την κοινωνία σε μία εμπορική εταιρία βασισμένη στη χρέωση και την αποπληρωμή.

Οι κολεκτιβιστές το γνωρίζουν αυτό. Κατανοούν αμυδρώς ότι η κοινωνία δε θα μπορούσε να επιβιώσει αν εκτελούσε την αρχή του «ο καθένας ανάλογα με τα πρακτέα του». Θέτουν υπό αμφισβήτηση το ότι τα «απαραίτητα», οι ανάγκες του ατόμου -και δε μιλάμε εδώ για τις ιδιότροπες επιθυμίες του καθενός μας- ανταποκρίνονται πάντα στην «εργασία» του».

Έτσι, ο Ντε Πέπε μας λέει: « Αυτή η αρχή, η οποία είναι καθαρά ατομικιστική , θα απαλυνόταν ωστόσο από κοινωνική παρέμβαση, για την εκπαίδευση των παιδιών και των νέων ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης και της κατοικίας) και από την κοινωνική οργάνωση για τη βοήθεια των αδύναμων, των αρρώστων, για τις συντάξεις των ηλικιωμένων εργατών κλπ.»

Κατανοούν ότι ένας άντρας στα 40 του, πατέρας τριών παιδιών, δεν έχει τις ίδιες ανάγκες με ένα νέο 20 χρονών. Γνωρίζουν ότι μία γυναίκα που βυζαίνει το βρέφος της, και μένει άγρυπνη δίπλα στην κούνια του, δεν μπορεί να δουλέψει όσο ένας άνδρας ο οποίος κοιμήθηκε ήρεμα. Φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται ότι άντρες και γυναίκες που έχουν εξαντληθεί από τη σκληρότητα της υπερβολικής εργασίας για την κοινωνία μπορεί να μην είναι ικανοί να κάνουν τόση δουλειά όση αυτοί που πέρασαν χαλαρά το χρόνο τους και τσέπωσαν τα «αγαθά» τους από την προνομιούχο εργασία τους ως κρατικοί αξιωματούχοι.

Δείχνουν ζήλο στο να απαλύνουν την αρχή τους αυτή. Λένε: «Η κοινωνία δεν θα αποτύχει στο να μεγαλώσει τα παιδιά της και να βοηθήσει τους ηλικιωμένους και τους αρρώστους. Χωρίς αμφιβολία, οι ανάγκες θα είναι το μέτρο του κόστους με το οποίο η κοινωνία θα απαλύνει την αρχή των «πρακτέων», επιβαρύνοντας τον εαυτό της.

Φιλανθρωπία, φιλανθρωπία, πάντοτε χριστιανική φιλανθρωπία, οργανωμένη από το κράτος αυτή τη φορά.

Πιστεύουν στη βελτίωση των ορφανοτροφείων, στη βελτίωση των συντάξεων των ηλικιωμένων και των αρρώστων, έτσι ώστε να απαλύνουν τη σκληρότητα της Αρχής. Αλλά δεν μπορούν να βάλουν στο περιθώριο την ιδέα του «πληγώνουμε πρώτα και γιατρεύουμε ύστερα!»

Έτσι λοιπόν έχοντας απορρίψει τον Κομμουνισμό, έχοντας αντιμετωπίσει ελαφρά τη καρδία τη φόρμουλα «στον καθένα ανάλογα με τα πρακτέα του», αυτοί οι σπουδαίοι οικονομολόγοι ανακαλύπτουν ότι έχουν ξεχάσει κάτι, τις ανάγκες των πιο αποδοτικών, τις οποίες τώρα παραδέχονται. Μόνο που είναι ρόλος του κράτους να τις εκτιμήσει, ρόλος του κράτους να πιστοποιήσει αν οι ανάγκες είναι δυσανάλογες ως προς την εργασία.

Το κράτος θα διανέμει φιλανθρωπία σε μικρές δόσεις. Το πτωχοκομείο και ο νόμος περί φτώχειας στην Αγγλία δεν είναι παρά ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Δεν μπορεί να γίνει κάτι πέραν αυτού του βήματος, γιατί ακόμα και αυτή η μητριά κοινωνία, εναντίον της οποίας έχουμε εξεγερθεί, έχει επίσης αναγκαστεί να απαλύνει τις ατομικιστικές αρχές της. Η ίδια έχει αναγκαστεί να κάνει παραχωρήσεις προς μια κομμουνιστική κατεύθυνση και υπό την ίδια μορφή φιλανθρωπίας.

Η ίδια επίσης μοιράζει γεύματα πείνας για να αποτρέψει το πλιάτσικο από τα μαγαζιά της, χτίζει νοσοκομεία, τα οποία συχνά είναι φρικτά, αλλά και που μερικές φορές είναι εξαίσια, για να αποτραπεί η ερήμωση της χώρας από τις κολλητικές ασθένειες. Η ίδια επίσης αφότου έχει πληρώσει τις ώρες εργασίας και τίποτα παραπάνω, περιθάλπει τα παιδιά εκείνων που η ίδια έχει φροντίσει ώστε να τους καταντήσει ένα ράκος. Λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες και μοιράζει φιλανθρωπία σε μικρές δόσεις.

Η φτώχεια έχουμε πει, αποτελεί την κύρια αιτία της ύπαρξης πλούτου. Ήταν η φτώχεια που δημιούργησε τον πρώτο καπιταλιστή. Γιατί προτού συγκεντρωθεί «υπεραξία», για την οποία τόσα πολλά έχουμε ακούσει, έπρεπε να υπάρξουν πρώτα κάποιοι δυστυχισμένοι οι οποίοι να είναι επαρκώς άποροι και να αναγκαστούν έτσι να πουλήσουν την εργασία τους ώστε να μην πεθάνουν της πείνας. Ήταν η φτώχεια που δημιούργησε τους καπιταλιστές. Και αν ο αριθμός των φτωχών αυξήθηκε αλματωδώς κατά το μεσαίωνα, αυτό οφείλεται στις εισβολές και τους πολέμους που ακολούθησαν την ίδρυση κρατών και στην αύξηση του πλούτου που ήρθε ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της Ανατολής, η οποία εκμετάλλευση έσκισε σε κομμάτια τους δεσμούς που κάποτε διατηρούσαν ενωμένες τις αγροτικές και τις αστικές κοινότητες και τους έμαθε να ανακηρύσσουν την αρχή της μισθοδοσίας, η οποία είναι τόσο αγαπητή στους εκμεταλλευτές, αντί για την αλληλεγγύη την οποία πρώτα εφάρμοζαν.

Και πρόκειται δηλαδή αυτή η αρχή να πηγάσει από μια επανάσταση την οποία ο κόσμος τολμάει να την αποκαλεί με το όνομα Σοσιαλιστική Επανάσταση, ένα όνομα τόσο πολύτιμο για τους λιμοκτονούντες, τους καταπιεσμένους και αυτούς που υποφέρουν;

Δε θα μπορούσε ποτέ να είναι έτσι. Γιατί τη μέρα την οποία οι παλιοί θεσμοί θα καταρρεύσουν υπό τον προλεταριακό πέλεκυ, τα στόματά μας θα το βροντοφωνάξουν: «Ψωμί, στέγη και ξεκούραση για όλους». Και οι φωνές αυτές θα εισακουστούν. Οι άνθρωποι θα πουν: «Ας ξεκινήσουμε κατευνάζοντας τη δίψα μας για ζωή, ευτυχία, ελευθερία, την οποία ποτέ δεν ικανοποιήσαμε μέχρι τώρα». Και όταν πλέον θα έχουμε γευτεί αυτή τη χαρά, θα στρωθούμε στη δουλειά για να κατεδαφίσουμε και τα τελευταία υπολείμματα κυριαρχίας της μεσαίας τάξης, όπως την ηθική της η οποία χαράσσεται με βάση τα λογιστικά βιβλία, τη φιλοσοφία της χρέωσης και της αποπληρωμής, και το κατεστημένο του «δικό σου» και «δικό μου». «Κατεδαφίζοντας θα οικοδομούμε», όπως είπε σχετικά ο Προυντόν. Και θα οικοδομούμε εις το όνομα του Κομμουνισμού και της Αναρχίας.


Πίνακας περιεχομένων