Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΝΕ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΝΕ'. Ανάσταση


Όταν είδε ο Ιούδας πως όλα τελείωσαν, πως καταδικάστηκε ο Κύριος του και παραδόθηκε στους Ρωμαίους να θανατωθεί, τότε ένιωσε όλη τη φρίκη της προδοσίας του. Είτε παραβρέθηκε στις δίκες του Ιησού, και στον εξευτελισμό που του έκαμαν οι δούλοι και κλητήρες του Καϊάφα, είτε τα έμαθε στην Ιερουσαλήμ, όπου άλλη ομιλία δε γίνουνταν, όταν άκουσε την καταδίκη τρόμαξε ο ίδιος με το μέγεθος της αμαρτίας του και μετάνιωσε, φρίκιασε και αναστατώθηκε. Του φάνηκε πως ο ουρανός, οι άνθρωποι, οι πέτρες ακόμα του φώναζαν το έγκλημά του.

Πήρε τα τριάντα αργύρια, και έτρεξε στο ναό όπου συνεδρίαζε το Σανχεδρίν, και θέλησε να τους επιστρέψει τα χρήματα λέγοντας: — Αμάρτησα παραδίνοντας αίμα αθώο!

Κανένας δε συγκινήθηκε.

Μιας και είχαν φθάσει οι Ιουδαίοι αρχηγοί στο σκοπό τους, ο προδότης δεν τους ενδιέφερε πια καθόλου τους ήταν μάλιστα και ενοχλητικός ο σιχαμένος αυτός συνένοχος, και μόνο καταφρόνια ξυπνούσε μέσα τους η ενθύμηση της πράξεως του. Ούτε το αναλυμένο του πρόσωπο τους συγκίνησε, ούτε η αγωνία της ψυχής του, που φαίνουνταν στ' αγριεμένα του μάτια. Την πληρωμή του την είχε λάβει τι ήρχουνταν τώρα να τους σκοτίζει με άκαιρη μετάνοια; Ψυχρά τον ατένισαν και του είπαν:

— Τι μας μέλει εμάς; Εσύ βλέπε τα!

Και ξανάπιασαν τη συζήτησή τους.

Ο Ιούδας ένιωσε την περιφρόνηση, κατάλαβε πως απ' αυτούς οίκτο δεν είχε να περιμένει. Με τα χρήματα στο χέρι, όρμησε στο ιερό, πέταξε μέσα τα τριάντα ασημένια νομίσματα και έφυγε.

Σαν καταραμένος έτρεχε. Η γη πια δεν τον σήκωνε, και ο βράχος ακόμα ανατρίχιαζε με το πέρασμά του. Βγήκε από την πόλη, και κατέβηκε στον κάμπο της Γέεννας, την κοιλάδα με τις άγριες νεκρικές ενθυμήσεις, σκαρφάλωσε στην αντικρινή όρθια πλαγιά, και βρέθηκε σ' ένα χωράφι όπου το χώμα, σαν πηλός, κολλούσε στα πόδια και τα βαστούσε πιασμένα στη γη. Ήταν σα να γύρευε ζωντανό να τον ρουφήξει η κόλαση. Μπροστά του, όρθιοι στέκουνταν μαύροι γυμνοί βράχοι, όπου ένα καχεκτικό μαδημένο δέντρο[1] άπλωνε τον ξερό του κορμό πάνω από τον γκρεμνό.

Ο Ιούδας σκαρφάλωσε στους βράχους, έλυσε τη ζώνη του και την έδεσε στο δέντρο ύστερα έκανε μια θηλιά, την πέρασε γύρω στο λαιμό του, και πήδησε στον γκρεμνό. Η ζώνη όμως δε βάσταξε το βάρος και έσπασε.

Το σώμα τινάχθηκε κάτω στις πέτρες, σκίστηκε, άνοιξε, και τα σπλάχνα του χύθηκαν στο χώμα.

Έτσι τελείωσε ο προδότης Ιούδας.

Οι αρχιερείς μάζεψαν τα τριάντα αργύρια πεταμένα στο ναό, και συνάχθηκαν να σκεφθούν τι να τα κάμουν.

— Δεν μπορούμε να τα βάλομε στο ιερό ταμείο, είπαν, γιατί είναι τιμή αίματος.

Αποφάσισαν λοιπόν ν' αγοράσουν το χωράφι του Κεραμέως, εκείνο ακριβως όπου είχε αυτοκτονήσει ο Ιούδας, και να το κάνουν νεκροταφείο για τους ξένους. Και επειδή μαθεύτηκε στην Ιερουσαλήμ ο άγριος θάνατος του Ιούδα, και επειδή πληρώθηκε το γήπεδο αυτό με το αντίτιμο του αίματος του Ιησού, ονομάστηκε από τότε «Ακελδαμά», που θα πει «Χωράφι του αίματος».

Ωστόσο, οι ιερείς και το Συνέδριο δεν ησύχασαν ούτε με το θάνατο του Ιησού· τον φοβούνταν ακόμα και νεκρό.

Μαζεύτηκαν λοιπόν την επαύριο, αρχιερείς και Φαρισαίοι, και πήγαν στον Πιλάτο και είπαν:

— Κύριε, θυμηθήκαμε πως εκείνος ο πλάνος είπε, όταν ζούσε ακόμα: «Σε τρεις μέρες θ' αναστηθώ.» Πρόσταξε λοιπόν ν' ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του τη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό πως σηκώθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία απάτη χειρότερη από την πρώτη. Ο Πιλάτος δεν τους είχε συγχωρήσει τη νίκη τους της παραμονής. Απρόθυμα τους αποκρίθηκε:

— Έχετε φρουρά. Πηγαίνετε και φυλάξετέ τον όπως ξέρετε.

Αυτή την άδεια ζητούσαν και αυτοί. Πήραν τη φρουρά, και, αφού πήγαν στον τάφο και βούλωσαν την πέτρα που τον έκλειε, έβαλαν και φύλακες για να μην μπορέσει να σιμώσει κανένας από τους μαθητές.

Οι γυναίκες, που την Παρασκευή είχαν παραβρεθεί στην ταφή του Ιησού, δε γνώριζαν το διάβημα των αρχιερέων και τη διαταγή να φυλάγεται ο τάφος από φρουρά.

Το βράδυ του Σαββάτου, αφού βασίλεψε ο ήλιος και έπαυσε η αργία, πήγε η Μαρία η Μαγδαληνή με την άλλη Μαρία, τη μητέρα του Ιωσή και του Ιακώβου, και με τη Σαλώμη, και αγόρασαν μύρα. Και τα χαράματα της Κυριακής βγήκαν μαζί να παν στον τάφο ν' αλείψουν με τ' αρώματα το σώμα του Ιησού και να ετοιμάσουν το νεκρό του με όλους τους συνηθισμένους τύπους και μοιρολόγια, που, στη βία της παραμονής, δεν πρόφθασαν να γίνουν τακτικά.

Πηγαίνοντας, λογάριαζαν αναμεταξύ τους πως η πέτρα ήταν μεγάλη και βαριά, και έλεγαν:

— Ποιος άραγε θα μας την κυλήσει από την πόρτα του τάφου;

Μα όταν μπήκαν στο περιβόλι του Ιωσήφ και έφθασαν εμπρός στο βράχο, είδαν πως η πέτρα ήταν βγαλμένη και ο τάφος αδειανός.

Η Μαγδαληνή νόμισε πως κάποιος ήλθε τη νύχτα και έκλεψε το σώμα. Τρεχάτη γύρισε στη χώρα, βρήκε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και, ταραγμένη, τους είπε:

— Σήκωσαν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρομε πού τον έβαλαν!

Καθως τ' άκουσαν οι μαθητές, βγήκαν ευθύς έξω, και μαζί της ξεκίνησαν να βεβαιωθούν για όσα τους έλεγε.

Εκείνη την ώρα έφθαναν και άλλες γυναίκες, η Ιωάννα και η Σαλώμη και οι συντρόφισσές των, μαζί και η Μαρία του Ιωσή, και τους είπαν πως αναστήθηκε ο Ιησούς. Τη νύχτα, εκεί που φύλαγαν οι φρουροί, έξαφνα έγινε σεισμός μεγάλος, και ένας άγγελος του Θεού, κάτασπρα ντυμένος και φωτεινός σαν αστραπή, κατέβηκε από τον ουρανό, κύλησε τη σφραγισμένη πέτρα που έκλειε τον τάφο, και κάθισε απάνω της. Οι φρουροί, από την τρομάρα που πήραν, έπεσαν χάμω και έμειναν εκεί σα νεκροί. Όταν τα χαράματα έφθασαν οι γυναίκες και βρήκαν τον τάφο ανοιχτό, μπήκαν μέσα και είδαν δυο άντρες που πρόβαλαν μπροστά τους με στολές που άστραφταν από φως. Αυτές, κατατρομαγμένες, έκρυψαν τα μάτια τους και προσκύνησαν με το πρόσωπο στη γη.

Μα οι άντρες τους είπαν:

— Τι ζητάτε το ζωντανό με τους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Θυμηθείτε τι σας είπε σαν ήταν ακόμα στη Γαλιλαία, πως ο υιός του ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί σε χέρια αμαρτωλών και να σταυρωθεί, και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί.

Και ο ένας είπε:

— Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου κοίτουνταν ο Κύριος, και γρήγορα πηγαίνετε να πείτε στους μαθητές του πως αναστήθηκε από τους νεκρούς και προπορεύεται στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε. Ιδού, σας τα είπα.

Βγήκαν οι γυναίκες από το μνήμα, και, με φόβο και χαρά μεγάλη, γύρισαν και είπαν στους μαθητές όσα είδαν και άκουσαν.

Αλλ' αυτοί δεν πίστεψαν. Όλα αυτά τους φάνηκαν σαν παραμύθια και φλυαρίες. Εντούτοις, ο Πέτρος και ο Ιωάννης έτρεξαν κατά τον τάφο, να βεβαιωθούν τι συμβαίνει. Ο Ιωάννης έφθασε πρώτος, μα δεν τόλμησε να μπει μέσα, παρά έσκυψε μόνο και είδε χάμω τα σάβανα. Ο ορμητικός όμως Πέτρος μπήκε ολόισα στον τάφο, και είδε πως ήταν άδειος. Δε βρήκε παρά τα σάβανα ριχμένα χάμω, και παράμερα χωριστά τυλιγμένο το σουδάρι που σκέπαζε το κεφάλι.

Τότε μπήκε και ο Ιωάννης και είδε· και πίστεψαν και οι δυο τα λόγια της Μαγδαληνής, πως κάποιος ήλθε και πήρε το σώμα του Ιησού.

Βγήκαν έξω οι μαθητές, και μελαγχολικά γύρισαν σπίτι τους.

Η Μαγδαληνή όμως έμεινε εκεί, κλαίγοντας για το χαμό του Κυρίου της.

Έσκυψε να κοιτάξει μέσα, να δει πάλι το μέρος όπου τον είχαν βάλει την παραμονή, και εκεί βλέπει δυο αγγέλους κάτασπρα ντυμένους και καθισμένους ο ένας στο προσκέφαλο και ο άλλος στα πόδια του μέρους όπου κοίτουνταν πριν το σώμα του Ιησού.

Και της λέγουν εκείνοι:

— Γυναίκα, τι κλαις;

Τους αποκρίθηκε θρηνώντας:

— Πήραν τον Κύριό μου, και δεν ξέρω πού τον έβαλαν!

Και καθώς το είπε, στράφηκε πίσω, και εκεί μπροστά της βλέπει τον Ιησού όρθιο.

Μα δεν τον εγνώρισε.

Και της είπε ο Ιησούς:

— Γυναίκα, τι κλαις; Ποιον ζητάς;

Εκείνη, νομίζοντας πως είναι ο περιβολάρης, παρακλητικά του είπε:

— Κύριε, αν εσύ τον σήκωσες, πες μας πού τον έβαλες, και εγώ τον παίρνω.

Της λέγει ο Ιησούς:

— Μαρία... Μεμιάς τον αναγνώρισε. Τ' όνομά της, ο ήχος της φωνής του της τον φανέρωσαν.

— Ραββουνί! φώναξε, και έπεσε στα πόδια του.

Μα ο Ιησούς σταματώντας την ορμή της αγάπης της, ήρεμα της είπε:

— Μη με αγγίζεις γιατί ακόμα δεν ανέβηκα στον Πατέρα μου. Πήγαινε όμως στους αδελφούς μου και πες τους: Ανεβαίνω στον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας.

Παραζαλισμένη έφυγε η Μαγδαληνή και πήγε στους μαθητές. Τους βρήκε που πενθούσαν και έκλαιγαν.

Τους είπε:

— Είδα τον Κύριο.

Και τους επανέλαβε όσα της παρήγγειλε.

Εκείνοι άκουσαν πως ζει και πως τον είδε, μα δεν πίστεψαν.

Ήλθαν και άλλες γυναίκες, και βεβαίωσαν την ανάσταση. Και αυτές είχαν δει τον Ιησού.

Ενώ γύριζαν αυτές από τον τάφο, έξαφνα τον είδαν μπροστά τους. Και τις είπε ο Ιησούς:

— Χαίρετε!

Εκείνες, τρομαγμένες και χαρούμενες, προσκύνησαν και αγκάλιασαν τα πόδια του. Μα εκείνος τις είπε:

— Μη φοβάστε! Πηγαίνετε και παραγγείλετε στους αδελφούς μου να φύγουν για τη Γαλιλαία, και εκεί θα με δουν.

Ωστόσο, οι στρατιώτες της φρουράς είχαν αφήσει τον αδειανό τάφο, και πήγαν στους αρχιερείς στους οποίους διηγήθηκαν όλα όσα έγιναν.

Οι αρχιερείς φώναξαν αμέσως τους προεστούς και τη γερουσία, να σκεφθούν τι έπρεπε να κάνουν, τι εξήγηση να δώσουν στο λαό.

Αποφάσισαν λοιπόν να δώσουν χρήματα πολλά στους φρουρούς, για να αποσιωπήσουν όσα είδαν και άκουσαν και τους είπαν:

— Να πείτε πως τη νύχτα ήλθαν οι μαθητές του και, ενώ κοιμόμαστε, έκλεψαν το σώμα. Και αν ακούσει ο ηγεμόνας, εμείς θα τον πείσομε, και σεις ξένοιαστοι να είστε.

Πήραν οι φρουροί τα χρήματα, και ήσυχοι πια πως ο Πιλάτος δε θα τους τιμωρήσει για τη δήθεν αμέλειά τους, βγήκαν και είπαν όσα τους δασκάλεψαν οι αρχιερείς. Και άπλωσε ο λόγος σε όλη την Ιουδαία, και πίστεψαν οι Εβραίοι πως έτσι χάθηκε από μέσα από τον τάφο το σώμα του Ιησού.


  1. Η παράδοση λέγει πως το δέντρο αυτό ήταν κουτσουπιά, που από τότε λέγεται «δέντρο του Ιούδα».