Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΝΒ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΝΒ'. Πέμπτη - Νύχτα


Δεμένο πήραν τον Ιησού, πέρασαν πάλι το χείμαρρο των Κέδρων, και μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όπου άνοιγαν όλες οι πύλες του ναού για να δεχθούν τους προσκυνητές ο κόσμος όλος, γυρισμένος ο καθένας πια στο σπίτι του, κοιμούνταν, με τα φώτα όλα σβησμένα.

Σιωπηλά, μυστικά, πέρασαν τον Ιησού από τους αδειανούς δρόμους, και τον πήγαν στου Άννα, του άλλοτε αρχιερέα και πεθερού τού τότε αρχιερέα, του Καϊάφα. Πριν από τον Ηρώδη το Μεγάλο, το υπούργημα του Αρχιερέα είχε μεγάλη σημασία, γιατί εκείνος που κατείχε τη θέση αυτήν ήταν αρχηγός της Θρησκείας και έμενε αρχηγός όσο ζούσε. Από τον Ηρώδη όμως το Μεγάλο, οι αρχιερείς έχασαν πια τη σημασία τους, έγιναν όργανα στα χέρια της αστικής αρχής, και κάθε λίγα χρόνια το υπούργημά τους δίνουνταν σε κάποιον καινούριο ευνοοούμενο, διαλεγμένο κατά προτίμηση από μέσα από τις δυο τρεις πρώτες οικογένειες των Σαδδουκαίων. Είχαν καταντήσει οι ίδιοι οι αρχιερείς να μην επιζητούν πια να μένουν στη θέση αυτή για πολλά χρόνια, αλλ' απεναντίας να τη δίνουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους συγγενείς τους. Έτσι, ο Άννας λογαριάζουνταν ευτυχισμένος γέρος, αφού έμεινε στο υπούργημα αυτό επτά χρόνια, έκανε αρχιερείς κατά σειρά τους πέντε του γιους, και τελευταίο τώρα το γαμπρό του τον Καϊάφα.

Ο Άννας ήταν γέρος εβδομήντα χρονών, με αρχοντικό εξωτερικό, αλλά πονηρός, ραδιούργος, μικρόκαρδος και φιλάργυρος· διατηρούσε στο Συνέδριο μεγάλη επιρροή και ο λόγος του είχε ξεχωριστή βαρύτητα. Όλο το σχέδιο, πως να συλλάβουν τον Ιησού, το είχε προπαρασκευάσει αυτός.

Γι' αυτό πρώτα πρώτα στο ραδιούργο γέρο τον πήγε η φρουρά και τον παρέδωσε.

Ο Πέτρος ωστόσο, πιστός στο λόγο που είχε δώσει του Ιησού να μην τον εγκαταλείψει, είχε γυρίσει και τον ακολούθησε από μακριά, μαζί με τον Ιωάννη, ως την πόρτα του Άννα.

Ο Ιωάννης, που ήταν γνωστός του Άννα, μπήκε στην αυλή πίσω από τον Ιησού μα ο Πέτρος έμεινε απέξω· τότε επέστρεψε ο Ιωάννης, και είπε της δούλης, που φύλαγε την πόρτα, να τον αφήσει κι εκείνον να μπει, και του άνοιξε η δούλη· ανοίγοντάς του την πόρτα, τον ρώτησε εκείνη:

— Μήπως και συ είσαι από τους μαθητές του ανθρώπου αυτού;

Και αποκρίθηκε ο Πέτρος:

— Δεν είμαι!

Η ώρα ήταν όχι μόνο ακατάλληλη για δίκη, αλλά και παράνομη. Κατά το νόμο, δίκη με καταδίκη θανάτου δεν μπορούσε να γίνει παρά με το φως του ήλιου. Ο Άννας όμως —που εννοούσε να μαζέψει ευθύς όσες μπορούσε περισσότερες αιτίες θανάτου πριν ξυπνήσει η χώρα και μαθευθεί πως έπιασαν τον Ιησού— δε δίστασε να κάμει αμέσως την ανάκριση. Με την ελπίδα να τον πιάσει απάνω σε καμιά διφορούμενη λέξη, είτε ως επαναστάτη είτε ως αιρετικό, άρχισε να τον ρωτά για τους μαθητές του και τη διδαχή του.

Του αποκρίθηκε ήρεμα ο Ιησούς:

— Εγώ ανοιχτά μίλησα στον κόσμο. Εγώ πάντοτε δίδαξα στη συναγωγή και στο ιερό, όπου μαζεύουνταν οι Ιουδαίοι, και κρυφά δεν είπα τίποτα. Τι με ρωτάς; Ρώτησε εκείνους που με άκουσαν τι τους είπα.

Και δείχνοντας όσους ήταν εκεί, πρόσθεσε:

— Να, τούτοι ξέρουν όσα είπα εγώ.

Ένας από τους κλητήρες του Άννα, άνθρωπος πρόστυχος και βάναυσος, θύμωσε για τα λόγια αυτά, και χτύπησε τον Ιησού λέγοντας:

— Έτσι απαντάς στον Αρχιερέα;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Αν είπα τίποτα κακό, μαρτύρησέ το· αν πάλι μίλησα καλά, γιατί με δέρνεις;

Δεν μπόρεσε ο Άννας τίποτα να βγάλει από την ανάκριση, ώστε δεμένο έστειλε τον Ιησού στο γαμπρό του τον Καϊάφα.

Τον είδε ο Πέτρος που έφευγε με τα χέρια δεμένα, ανάμεσα στους φύλακές του, και από μακριά τον ακολούθησε.

Σαν έφθασαν στου Καϊάφα, ανέβασαν τον Ιησού στο σπίτι και τον έφεραν εμπρός στον αρχιερέα. Ο Πέτρος μπήκε και αυτός στην αυλή, όπου οι δούλοι είχαν ανάψει φωτιά, και πήγε και στάθηκε μαζί τους για να ζεσταθεί, γιατί έκαμνε κρύο.

Ο Καϊάφας ήταν και αυτός Σαδδουκαίος, επίσης κακόπιστος και ασυνείδητος όσο ο πεθερός του. Από τότε που είχε πει, σε μια προηγούμενη συνεδρίαση του Σανχεδρίν, πως συμφέρει για το καλό της φυλής να χαθεί ένας άνθρωπος, δεν είχε αλλάξει γνώμη.

Παρά πολλές ζημιές τους είχε κάνει ο νέος αυτός προφήτης, υλικές και ηθικές, — με το καθάρισμα του ναού, όταν αναποδογύρισε τα σαράφικα που ήταν το μεγαλύτερο κέρδος των αρχιερέων, όσο και με τη διδαχή του την τόσο αντίθετη με τη δική τους, φωτίζοντας το λαό και ανεβάζοντάς τον πάνω από τις στενοκέφαλες προλήψεις των Ραββίνων.

Αν και ήταν ακόμα νύχτα βαθιά, ο Καϊάφας δεν εδίστασε και αυτός να στείλει να συγκαλέσει για ανάγκριση τα μέλη του Συνεδρίου ή μάλλον όσα μέλη, σύμφωνα με αυτόν και τον πεθερό του, είχαν αποφασίσει, σε άλλη συνεδρίαση το θάνατο του Ιησού.

Μεταξύ στα μέλη της Γερουσίας, ήταν και άνθρωποι δίκαιοι και ευγενείς. Ήταν και ένα δυο μαθητές κρυφοί του Ιησού, σαν τον Νικόδημο και τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας. Αυτούς τους άφησε ο Καϊάφας έξω από την παράνομη αυτή νυχτερινή συνεδρίαση.

Όπως και στου Άννα, άρχισε και εκεί η ανάκριση. Οι ίδιοι εδίκαζαν. Γύρευαν ν' αρπάξουν από το στόμα του Ιησού καμιά λέξη που να τον ενοχοποιήσει αρκετά, να βγει η απόφαση αμέσως, και, πρωί πρωί, να γίνουν βιαστικά οι απαραίτητες διατυπώσεις της καταδίκης, και ύστερα να τον πάγουν στον Ρωμαίο Διοικητή της Ιουδαίας, τον Πόντιο Πιλάτο, που θα τους έδινε την τυπική επικύρωση για την εκτέλεση.

Γιατί, αν και οι Ρωμαίοι άφηναν μεγάλη ελευθερία θρησκευτική στους κατακτημένους Εβραίους, αν και οι αρχηγοί της θρησκείας μπορούσαν να δικάσουν και να καταδικάσουν σε θάνατο δικό τους εγκληματία, εντούτοις ποινή θανατική δεν μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την επικύρωση των ρωμαϊκών αρχών.

Τίποτα όμως δεν έβγαινε από την ανάκριση. Ο Ιησούς δεν απαντούσε στα ρωτήματά τους, και καμιάν αιτία θανάτου δεν μπορούσαν να του βρουν.

Έφεραν τότε ψευδομάρτυρες πολλούς, μήπως σε καμιά κατηγορία τους βρουν πάτημα και καταδικάσουν τον Ιησού. Αλλά το πράμα είχε γίνει πολύ βιαστικά, οι ψευδομάρτυρες δεν είχαν προφθάσει να συνεννοηθούν, η μια μαρτυρία διέψευδε την άλλη, οι μάρτυρες έφασκαν και αντέφασκαν, και, με όλη την επιθυμία τους να τελειώσουν αμέσως, οι αρχιερείς δεν έφθαναν σε συμπέρασμα.

Είχαν αποφασίσει το θάνατο, αλλά ήταν φόβος μην τους ξεφύγει το θύμα τους από έλλειψη αιτιολογίας.

Ο Ιησούς τους άκουε σιωπηλά. Έναν έναν άφηνε τους μάρτυρες να καταθέτουν τις ψευτιές τους, να μπερδεύονται στις αντιφατικές κατηγορίες τους, αλλά ούτε μια φωνή δε σήκωσε να διαμαρτυρηθεί ή να τους σταματήσει. Στη μεγαλόπρεπη σιωπή του, στέκουνταν τόσο ξεχωριστά από όλους, τόσο πάνω από τη μικρόψυχη κακοπιστία τους, που και αυτοί οι ίδιοι άρχισαν να αισθάνονται πως γελοιοποιούνταν.

Βρέθηκαν επιτέλους δυο ψευδομάρτυρες, που κατέθεσαν πως τον άκουσαν να λέγει, μέσα στο ναό, ότι μπορούσε να γκρεμίσει το ναό του Θεού, και σε τρεις μέρες μέσα να τον ξαναχτίσει.

Μα και αυτές οι δυο μαρτυρίες δε συμφωνούσαν αναμεταξύ τους, και όλο και περισσότερο συναισθάνουνταν οι ιερείς και μεγαλουσιάνοι πως γίνουνταν επικίνδυνη γι' αυτούς η σιωπή του Ιησού, που τους άφηνε να μπερδεύονται ολοένα στις ίδιες τους τις μηχανορραφίες, και που όλο και πιο ξάστερα φανέρωνε την εγκληματική τους μεροληψία.

Η συναίσθηση αυτή τους δαιμόνιζε.

Οργισμένος σηκώθηκε από τη θέση του ο Καϊάφας, στάθηκε στη μέση και φώναξε του Ιησού:

— Δεν απαντάς τίποτα; Τι σου κατηγορούν;

Μα ο Ιησούς σώπαινε. Καμιά κατηγορία δε βρίσκουνταν εναντίον του· η δίκη σταματούσε. Το ήξερε ο Καϊάφας πως μια μόνη ελπίδα του έμενε, να τον βγάλει ψευτοπροφήτη και λαοπλάνο, κατηγορία που, αν αποδείχνουνταν αληθινή, πήγαινε τον κατηγορούμενο ασφαλως στο θάνατο. Όρθιος ανάμεσα στο συμβούλιο του, με ύφος και στάση επίσημη, είπε τότε του Ιησού:

— Σ' εξορκίζω στο Θεό το ζωντανό, να μας πεις αν είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού.

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εγώ είμαι!

Στο ρώτημα το κατηγορηματικό του Αρχιερέα, περιφρονώντας την ασφάλεια της σιωπής, ο Ιησούς αποκρίθηκε επίσης κατηγορηματικά, ομολογώντας την υπόστασή του την αληθινή. Και, υψώνοντας την έννοια του Μεσσία στην πραγματική της σημασία, πρόσθεσε:

— Αλλά σας λέγω, σε λίγο θα δείτε τον υιό του ανθρώπου, καθισμένο δεξιά της Δυνάμεως του Θεού, να φθάνει απάνω στα σύννεφα του ουρανού. Αυτόν το λόγο περίμεναν οι αρχιερείς. Ο κεραυνός ξέσπασε τότε.

Σχίζοντας τα ρούχα του, όπως το επέβαλλε ο νόμος σαν προφέρουνταν καμιά ασέβεια μπροστά του, ο Αρχιερέας αναφώνησε:

— Εβλασφήμησε! Τι ανάγκη έχομε πια από μάρτυρες; Ιδού, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του!

Και, γυρνώντας στο Συνέδριο, ρώτησε:

— Τι νομίζετε σεις;

Όλοι μαζί τού αποκρίθηκαν:

— Ένοχος θανάτου είναι!

Η δικαστική παρωδία είχε τελειώσει το σκοπό τους τον είχαν επιτύχει. Ένα ένα, τα μέλη του Συνεδρίου βγήκαν από την αίθουσα, αφήνοντας τον Ιησού στους δούλους και κλητήρες, να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Τον παρέλαβαν αυτοί, τον έσυραν έξω, στα προπύλαια που δέσποζαν το προαύλιο του σπιτιού, και άρχισαν να τον χτυπούν, να τον βρίζουν, να τον φτύνουν στο πρόσωπο και να τον περιγελούν. Του σκέπαζαν το κεφάλι για να μη βλέπει, και, περνώντας μπροστά του, τον μπάτσιζαν και τον γροθοκοπούσαν, τον χτυπούσαν στο κεφάλι με μπαστούνια και του έλεγαν: — Προφήτεψέ μας, Χριστέ, ποιος είναι που σε χτύπησε; Ωστόσο, στην αυλή κάτω είχε μείνει ο Πέτρος, μαζί με τους άλλους δούλους, κοντά στη φωτιά, και περίμενε να μάθει το τέλος της δίκης. Νευρικός και ανήσυχος ήταν πολύ. Κάθε λίγο έφθαναν δούλοι με τα τελευταία νέα, και τα διηγούνταν στους άλλους.

Μια δούλη τον κοίταξε στο πρόσωπο, καθώς τον φώτιζε η λάμψη της φλόγας, και είπε:

— Και συ ήσουν με τον Ιησού τον Ναζαρηνό.

Ο Πέτρος αρνήθηκε λέγοντας με όρκο:

— Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι μου λες!

Τους άφησε, και βγήκε στο προαύλιο, εμπρός στα προπύλαια μα εκεί, πάλι τον είδε η δούλη και άρχισε να λέγει στους άλλους:

— Τούτος είναι απ' αυτούς.

Για να κρύψει την ταραχή του, κουβέντιαζε και αυτός με τους δούλους που μπαινόβγαιναν, και γύρευε να περάσει απαρατήρητος. Κάθε φορά που σήκωνε τα μάτια, έβλεπε τα φωτισμένα παράθυρα της αίθουσας όπου δικάζουνταν ο Κύριος του και όταν οι δούλοι έσυραν τον Ιησού έξω στα προπύλαια, για το απάνθρωπο παιχνίδι τους, τον είδε ο Πέτρος και παραβρέθηκε στον εξευτελισμό του Κυρίου του.

Η καρδιά του μάτωνε, μα ήταν και φοβισμένη, και μια μόνη συλλογή είχε, πως να κρυφθεί από τους τριγυρινούς του.

Η ομιλία του όμως τον πρόδιδε ανάμεσα σε όλους αυτούς τους Ιουδαίους, η Γαλιλαίικη προφορά του ξεχώριζε. Άρχισαν να τον κοιτάζουν από πιο κοντά. Ένας κλητήρας του Καϊάφα, συγγενής του Μάλχου, που του είχε κόψει ο Πέτρος το αυτί, τον αναγνώρισε και είπε:

— Δε σε είδα εγώ στο περιβόλι μαζί του;

Και είπαν και άλλοι:

— Αλήθεια, και συ απ' αυτούς είσαι, γιατί είσαι Γαλιλαίος και η λαλιά σου σε φανερώνει.

Τότε άρχισε ο Πέτρος να καταριέται και να ορκίζεται λέγοντας:

— Δε γνωρίζω τον άνθρωπο αυτόν που λέτε!

Κι εκείνη τη στιγμή φώναξε ο πετεινός!

Γύρισε ο Ιησούς και κοίταξε τον Πέτρο, και αντάμωσε το βλέμμα του, ταραγμένο, ξαφνισμένο. Θυμήθηκε ο μαθητής το λόγο του Κυρίου του, όταν του ορκίζουνταν και στο θάνατο να πάγει για κείνον, πως πριν λαλήσει ο πετεινός θα τον απαρνηθεί τρεις φορές.

Η καρδιά του ράγισε.

Σκέπασε το κεφάλι του, και, βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά.