Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Ν

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Ν'. Πέμπτη – Μυστικός Δείπνος


Ξημέρωσε η ημέρα των αζύμων, δηλαδή του Πάσχα των Εβραίων, που κείνον το χρόνο έπεφτε Παρασκευή. Επειδή όμως η ημέρα των Εβραίων δεν άρχιζε μεσάνυχτα, αλλ' από το ηλιοβασίλεμα, το Πάσχα άρχιζε την Πέμπτη βράδυ.

Η μεγάλη αυτή εορτή πανηγυρίζουνταν ως ενθύμηση της φυγής των Εβραίων από την Αίγυπτο, και της νύχτας εκείνης όπου κατέβηκε ο άγγελος και σκότωσε όλα τα πρωτογέννητα παιδιά των Αιγυπτίων, χωρίς ν' αγγίξει ούτε ένα από τα παιδιά των Εβραίων, για τιμωρία του Φαραώ που δεν άφηνε τους Ισραηλίτες να φύγουν από την Αίγυπτο. Όπως και οι άλλες μεγάλες εορτές, έτσι και αυτή βαστούσε οκτώ μέρες.

Την ημέρα εκείνη, την πρώτη της εορτής, δεν έπρεπε να υπάρχει σε εβραίικο σπίτι ούτε ένα κομματάκι προζύμι ή τίποτε καμωμένο με προζύμι. Την παραμονή λοιπόν, πριν βασιλέψει ο ήλιος, ο νοικοκύρης γύριζε όλο το σπίτι κι έψαχνε παντού· και αν βρίσκουνταν τίποτα φαγώσιμο που να είχε προζύμι, το έκαιε στο ύπαιθρο. Μόλις ακούουνταν οι σάλπιγγες του ναού, αγγέλλοντας την αρχή της εορτής, ο καθένας έτρεχε ν' αγοράσει το πασχαλινό αρνί. Έπρεπε να είναι χρονιάρικο και κάτασπρο, χωρίς κανένα σημάδι.

Σηκωτό στους ώμους το πήγαινε ο καθένας στο ιερό, και το έσφαζε εμπρός στους ιερείς που στέκουνταν σε δυο σειρές, ενόσω οι Λεβίτες έψαλλαν το «Αλληλούια»· ένας ιερέας μάζευε το αίμα σε χρυσό αγγείο, και το έχυνε μονομιάς στα πόδια του θυσιαστηρίου.

Τότε έγδερναν και άδειαζαν το ζώο, έκοβαν και ακουμπούσαν στο θυσιαστήριο τα κομμάτια που έμελλαν να καούν ως θυσία, και ο καθένας έπαιρνε το σφαχτό του και το έψηνε στη σούβλα, προσέχοντας μην αγγίξει το κρέας στο φούρνο ή στα κάρβουνα, γιατί τότε μολύνουνταν.

Το βράδυ εκείνο, κάθε οικογένεια έτρωγε το αρνί. Στο δείπνο αυτό, που είχε χαρακτήρα θρησκευτικό, έπρεπε να καθίσουν τουλάχιστον δέκα ή και περισσότεροι· όχι όμως και τόσοι πολλοί ώστε να λείψει το αρνί· γιατί ο καθένας χρεωστούσε να φάγει τουλάχιστον από ένα κομματάκι αρνίσιο κρέας.

Μαζί με το αρνί έτρωγαν τα άζυμα, δηλ. ψωμί χωρίς προζύμι, καμωμένο με ανόθευτο αλεύρι και καθαρό νερό. Γι' αυτό, η μέρα αυτή λέγουνταν «η πρώτη των αζύμων». Οι μαθητές πήγαν στον Ιησού και τον ρώτησαν:

— Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;

Συνήθως, ο Ιούδας ήταν επιφορτισμένος να φροντίζει την τροφή και το κατάλυμα· αλλ' αυτή τη φορά ο Ιησούς τον απέκλεισε από τη φροντίδα αυτή, και, φωνάζοντας τον Πέτρο και τον Ιωάννη, τους είπε:

— Πηγαίνετε στη χώρα, και θα σας απαντήσει ένας άνθρωπος που θα βαστά μια στάμνα με νερό ακολουθήσετέ τον στο σπίτι όπου πηγαίνει, και πείτε του οικοδεσπότη πως ο δάσκαλος λέγει, «Η ώρα μου πλησιάζει, πού είναι το κατάλυμά μου, όπου με τους μαθητές μου θα φάγω το Πάσχα;» Αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο δωμάτιο στο απάνω πάτωμα, στρωμένο, έτοιμο· εκεί θα μας ετοιμάσετε.

Έφυγαν οι δυο μαθητές για την Ιερουσαλήμ, και όπως το είπε ο Ιησούς έτσι και έγινε· βρήκαν τον άνθρωπο με τη στάμνα, το σπίτι, τον οικοδεσπότη, το μεγάλο δωμάτιο στρωμένο, έτοιμο, στο απάνω πάτωμα, και εκεί ετοίμασαν το πασχαλινό δείπνο.

Η παράδοση λέγει πως ο οικοδεσπότης αυτός ήταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, πλούσιος και ενάρετος άνθρωπος, μέλος του Συνεδρίου, με τιμή και υπόληψη μεγάλη, που είχε ακούσει τον Ιησού και είχε πιστέψει, αλλά από φόβο ίσως των Ιουδαίων δεν τολμούσε να το ομολογήσει.

Άλλοι πάλι λέγουν πως ήταν ο Μάρκος, που αργότερα έγινε ο Ευαγγελιστής.

Μα είτε ο Ιωσήφ ήταν, είτε ο Μάρκος, είτε άλλος, το βέβαιον είναι πως ο οικοδεσπότης αυτός ήταν μαθητής του Ιησού, μυστικός ή φανερός, και πως εγνώριζε την παρουσία του Ιησού στην Ιερουσαλήμ και του παρέδωκε την τραπεζαρία του σπιτιού του, έτσι που να είναι ο Ιησούς μόνος, ανενόχλητος με τους μαθητές του.

Όταν λοιπόν βράδιασε, πήρε ο Ιησούς το δρόμο της Ιερουσαλήμ με τους υπόλοιπους δέκα μαθητές, βρήκαν το δωμάτιο στρωμένο με χαλιά, όπου ήταν έτοιμο το Πάσχα, και κάθισαν όλοι να φάγουν.

Δεκατρία ήταν τα τρίκλινα γύρω στο χαμηλό τραπέζι. Στη μεσαία θέση, στο πρωτοτρίκλινο, ήταν γερμένος ο Ιησούς, αριστερά του ο Πέτρος και δεξιά του ο Ιωάννης. Οι άλλοι όλοι ξαπλώθηκαν στ' άλλα καθίσματα, μαζί και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Και τους είπε ο Ιησούς:

— Με πόθο επιθύμησα να φάγω τούτο το Πάσχα μαζί σας πριν πάθω. Γιατί σας το λέγω, δε θα το ξαναφάγω πια ώσπου να συμπληρωθεί η Βασιλεία του Θεού.

Κατά το έθιμο των Εβραίων, γίνουνταν πρώτα η προσευχή, ύστερα, εκείνος που κάθουνταν στο πρωτοτρίκλινο έπαιρνε το κρασί, και αφού δόξαζε το Θεό που έκανε τον καρπό του αμπελιού, το περνούσε σε όλους γύρω.

Πήρε ο Ιησούς το ποτήρι γεμάτο κρασί, που του πρόσφεραν οι μαθητές, και αφού το ευλόγησε είπε:

— Πάρετε τούτο και μοιραστείτε το, γιατί σας λέγω, ποτέ πια δε θα πιω από το γέννημα του αμπελιού, ώσπου να έλθει η Βασιλεία του Θεού.

Και ενώ έτρωγαν όλοι αδελφωμένοι, άρχιζαν πάλι αναμεταξύ τους να λογαριάζουν οι μαθητές και να φιλονικούν, ποιος απ' αυτούς πρέπει να είναι πρώτος;

Τους άκουσε ο Ιησούς. Και αυτή τη φορά, την τελευταία, θέλησε να τους δώσει το μάθημα, όχι πια με λόγια, αλλά με την πράξη.

Σηκώθηκε από το τραπέζι, έβγαλε το ρούχο του, και, παίρνοντας ένα πεσκίρι, το ζώστηκε· ύστερα, χύνοντας νερό σε μια λεκάνη, άρχισε έναν έναν να τους πλένει τα πόδια, και να τα σφουγγίζει με το πεσκίρι που είχε στη μέση.

Σαστισμένοι τον άφηναν οι μαθητές να κάνει όπως ήθελε· μα σαν ήλθε η σειρά του Πέτρου, ο θερμόαιμος μαθητής αναστατώθηκε.

— Κύριε, εσύ θα μου πλύνεις τα πόδια; αναφώνησε.

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε:

— Εκείνο που κάνω εγώ, εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα. Θα το καταλάβεις όμως αργότερα.

Ο Πέτρος όμως διαμαρτυρήθηκε κι επέμεινε λέγοντας:

— Ποτέ δε θα μου πλύνεις τα πόδια.

Ο Ιησούς δεν τον αποπήρε· νιώθοντας την αγάπη του μαθητή του και την ταπείνωσή του εμπρός στον Κύριο, του είπε:

— Αν δε σε πλύνω, δε θα έχεις θέση κοντά μου.

Μεμιάς έσβησε η αντίσταση του πιστού Αποστόλου. Ως την ψυχή συγκινημένος, αναφώνησε ο Πέτρος:

— Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου, μα και τα χέρια μου και το κεφάλι μου.

Με αγάπη του είπε ο Ιησούς:

— Ο λουσμένος δε χρειάζεται παρά τα πόδια του να πλύνει, (ο λουσμένος με το Πνεύμα το Άγιο, έχοντας την ψυχή καθαρή), και είναι όλος καθαρός· και σεις είστε καθαροί.

Σκυμμένος χάμω, γερμένος στα πόδια του φτωχού ψαρά, θυμήθηκε πάλι ο Ιησούς τη μαύρη προδοσία που κρέμουνταν απάνω του, και η ψυχή του σκοτείνιασε πάλι. — Όχι όμως όλοι, πρόσθεσε.

Και ενώ ταπεινώνουνταν έτσι θεληματικά στα πόδια τους, δίνοντάς τους με την πράξη αυτή το παράδειγμα της μετριοφροσύνης, την ίδια ώρα, με αγάπη τους επαναλάμβανε το αιώνιο μάθημα της ακενοδοξίας και τους έλεγε:

— Οι βασιλείς των εθνών τα ορίζουν, και εκείνοι που τα εξουσιάζουν ευεργέτες λέγονται. Να μην είναι έτσι για σας, παρά ο μεγαλύτερος από σας ας είναι σαν το νεότερο, και ο αρχηγός σαν υπηρέτης. Γιατί ποιος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι ή εκείνος που υπηρετεί; Δεν είναι εκείνος που κάθεται στο τραπέζι; Λοιπόν εγώ είμαι ανάμεσά σας σαν υπηρέτης σας.

Αφού έπλυνε ολωνών τα πόδια και φόρεσε το φόρεμά του, κάθισε πάλι στο τραπέζι και τους είπε:

— Ξέρετε τι σας έκανα; Εσείς με λέτε ο Δάσκαλος και ο Κύριος, και λέτε σωστά, γιατί είμαι. Αν λοιπόν σας έπλυνα τα πόδια εγώ, ο Κύριος και ο Δάσκαλος, και σεις οφείλετε ο ένας του άλλου να πλύνετε τα πόδια. Παράδειγμα σας έδωσα να κάνετε κι εσείς όπως σας έκανα κι εγώ. Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, δεν υπάρχει δούλος ανώτερος του Κυρίου του, ούτε απεσταλμένος ανώτερος εκείνου που τον έστειλε — και, με αγάπη, είπε στους μαθητές του, μαζεμένους γύρω στο τραπέζι: Εσείς εμείνατε μαζί μου ως το τέλος στις δοκιμασίες μου. Και εγώ σας ετοιμάζω Βασιλεία, όπως μου την ετοίμασε ο πατέρας μου.

Και εδώ, τονίζει πάλι ο Ιησούς πως η αμοιβή τους δεν είναι τούτου του κόσμου, αλλά πρέπει προς την άλλη ζωή να ατενίζουν:

— Να τρώτε και να πίνετε στο τραπέζι μου, στη Βασιλεία μου, και να κάθεστε σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ.

Η παρουσία του Ιούδα του Ισκαριώτη ήταν παραφωνία στην αδελφωμένη, ήμερη αυτή συντροφιά. Το ένιωθε ο Ιησούς πικρά, και πρόσθεσε:

— Δεν το λέγω για όλους σας· εγώ ξέρω ποιους εδιάλεξα, αλλά για να εκπληρωθεί η Γραφή: «Εκείνος που έτρωγε μαζί μου το ψωμί, σήκωσε απάνω μου τη φτέρνα του».

Όλα τ' άκουε ο Ιούδας, μα η ψυχή του έμεινε κλειστή. Είχε δεχθεί το ποδονίψιμο, είχε ακούσει τη βαθυνόητη διδαχή του Κυρίου του, τα λόγια της Γραφής που προφήτευαν τη δική του προδοσία, μα τίποτε δεν τον τάραξε, τίποτε δεν τον μαλάκωσε· η καρδιά του ήταν πέτρα. Αναίσθητος, έτρωγε τα πικρά χόρτα βουτημένα στο ξίδι ή σε νερό με αλάτι, το πρώτο πιάτο του δείπνου που έτρωγαν οι Ισραηλίτες το Πάσχα, και που συμβόλιζε τους καημούς τους και τις δοκιμασίες τους στην Αίγυπτο. Έτρωγε ατάραχος, λογαριάζοντας ίσως ποια θα ήταν η καταλληλότερη στιγμή να παραδώσει τον Κύριό του.

Και αφού είπε αυτά ο Ιησούς, ταράχθηκε η ψυχή του και εκήρυξε και είπε:

—Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, ένας από σας θα με προδώσει.

Συγκινήθηκαν οι μαθητές, και πολύ λυπήθηκαν με τα τρομερά αυτά λόγια του Κυρίου τους· κανένας, εκτός του Ιησού, δε γνώριζε την προδοσία του Ιούδα, που αυτή τη στιγμή, σαν πάντα, φαίνουνταν αφοσιωμένος στον Κύριό του, ένας από τους διαλεγμένους δώδεκα Αποστόλους. Το ήξεραν πως ο Ιησούς έβλεπε το μέλλον και διάβαζε στη συνείδηση τους, και τρομαγμένοι ρώτησαν ένας ένας ανήσυχα:

— Μην είμαι εγώ;

Και πάλι άλλος ρωτούσε:

— Μήπως εγώ;

Και τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Ένας από τους δώδεκα που βουτά το ψωμί του μαζί μου στο πιάτο. Ο υιός του ανθρώπου πηγαίνει μεν όπως είναι γι' αυτόν γραμμένο· αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον από τον οποίο ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται. Καλύτερο του να μην είχε γεννηθεί ποτέ του ο άνθρωπος αυτός.

Ο Ιούδας τον άκουσε, και κατάλαβε πως το μαύρο του μυστικό το γνώριζε ο Ιησούς· μα καμιά μετάνοια δε χαλάρωσε τη σκληρότητα της καρδιάς του· απεναντίας, κάνοντας τον ανήξερο, ρώτησε και αυτός:

— Μήπως είμαι εγώ, Ραββί;

Ο Ιησούς του αποκρίθηκε:

— Εσύ το είπες.

Μα κανένας δεν κατάλαβε την έννοια της απαντήσεως.

Ο Πέτρος, όπως και στην αρχή του δείπνου, ήταν ξαπλωμένος στο τρίκλινο αριστερά του Ιησού, ώστε ο Ιησούς ακουμπισμένος στον αριστερό του άγκωνα δεν μπορούσε να τον δει.

Ανασηκώθηκε λίγο και, μυστικά, έγνεψε του Ιωάννη που ήταν δεξιά του Ιησού, να τον ρωτήσει ποιον εννοούσε. Έπεσε ο Ιωάννης στο στήθος του Ιησού, και παρακλητικά τον ρώτησε:

— Κύριε, ποιος είναι;

Σιγά του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εκείνος είναι, που αφού βουτήσω εγώ το ψωμί, θα του το δώσω.

Το είπε χαμηλόφωνα, και το άκουσε μόνος ο Ιωάννης, ίσως και ο Πέτρος.

Πήρε ένα κομμάτι ψωμί άζυμο, το βούτησε στο κοινό πιάτο όπου ήταν το φαγί και το πρόσφερε στον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Ήταν συνήθεια στα εβραίικα γεύματα, ο αρχηγός του τραπεζιού να προσφέρει στον καθένα από μια βούκα ψωμί βουτημένο στο κοινό πιάτο, αρχίζοντας πάντοτε από τον κυριότερο συντραπεζίτη. Ώστε καμιάν εντύπωση δεν έκανε στους άλλους η βούκα που πρόσφερε ο Ιησούς στον Ιούδα. Κι εκείνος πήρε το βουτημένο ψωμί και το έφαγε. Του είπε τότε ο Ιησούς:

— Ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το γρήγορα.

Απ' όλους τους συντραπεζίτες κανένας δεν κατάλαβε γιατί το είπε ο Ιησούς, εκτός μόνος ο προδότης. Επειδή ο Ιούδας είχε το ταμείο, καί σ' αυτόν ανέθετε ο Ιησούς τις αγορές όλες της συντροφιάς, νόμισαν πως τον έστελνε ο Ιησούς είτε να ψουνίσει για την αυριανή μέρα, είτε να δώσει κανένα ποσό χρηματικό στους φτωχούς. Και αφού πήρε τη βούκα, σηκώθηκε ο Ιούδας και βγήκε έξω. Ήταν νύχτα. Αφού βγήκε ο Ιούδας, ήταν σα να ξελάφρωσαν ξαφνικά όλοι, σα να έφυγε από πάνω τους κάποιο βάρος. Η γαλήνη ξαναχύθηκε στη μικρή συντροφιά. Πλημμύρισε η καρδιά του Ιησού από αγάπη και τρυφερότητα και είπε:

— Τώρα δοξάστηκε ο υιός του ανθρώπου. Παιδάκια μου, λίγο ακόμα μένω μαζί σας. Θα με ζητάτε, μα όπως το είπα στους Ιουδαίους, πως, «Εκεί που πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε», και σε σας το λέγω τώρα.

Και σε όλους είπε σαν ευχή, σαν ευλογία και σα διαθήκη:

— Καινούρια εντολή σας δίνω, ν' αγαπάστε αναμεταξύ σας όπως σας αγάπησα εγώ. Έτσι θα ξέρουν όλοι πως δικοί μου μαθητές είστε, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας.

Πήρε ο Ιησούς τότε ένα ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε, το μοίρασε από ένα κομμάτι σε κάθε του μαθητή και είπε:

— Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου, που δίνεται για σας. Αυτό να το κάμνετε στη δική μου ανάμνηση.

Ύστερα πήρε το ποτήρι, το ευλόγησε και τους το πρόσφερε λέγοντας:

— Πιέτε απ' αυτό όλοι· γιατί τούτο είναι το αίμα μου της νέας διαθήκης, που χύνεται για πολλούς, ώστε να συχωρεθούν οι αμαρτίες. Αυτό να το κάνετε οπόταν πίνετε, στη δική μου ανάμνηση. Και σας το λέγω, ποτέ πια δε θα ξαναπιώ από το γέννημα του αμπελιού ως τη μέρα εκείνη που θα το πίνω μαζί σας, καινούριο, στη Βασιλεία του Πατέρα μου.

Ο Πέτρος είχε μείνει με την εντύπωση που του έκαναν τα λόγια του Ιησού, πως εκεί που πηγαίνει δεν μπορούν οι μαθητές του να τον ακολουθήσουν. Η τίμια πιστή καρδιά του ανησυχούσε και θλίβουνταν, πως να τους μιλά ο Ιησούς όπως μιλούσε στους εχθρούς του Ιουδαίους. Μήπως και αμφέβαλλε για την αγάπη τους; Ανήσυχα ρώτησε:

— Κύριε, πού πηγαίνεις;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εκεί που εγώ πηγαίνω, εσύ δεν μπορείς να με ακολουθήσεις. Αργότερα όμως θα με ακολουθήσεις.

Ο Πέτρος κατάλαβε πως για θάνατο μιλούσε και διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας:

— Γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω αμέσως;

Ήταν ειλικρινής στην ορμητική του αγάπη, και το έβλεπε ο Ιησούς. Μα την ψυχή του πέρα πέρα τη γνώριζε ο δάσκαλος, καλύτερα από τον ίδιο το μαθητή, με την πίστη και την ειλικρίνειά της, αλλά και με τις αδυναμίες της! Θάρρος είχε ο Πέτρος και ορμή, όχι όμως σταθερότητα. Για τον Ιησού θα ρίχνουνταν ίσως αυθόρμητα στο θάνατο. Αλλά του έλειπε η καρτερία στη μακρινή δοκιμασία, το θάρρος να υποστηρίξει την πίστη του απέναντι της κοινής αποδοκιμασίας.

Και του είπε ο Ιησούς:

— Σίμων, Σίμων, ιδού, ο σατανάς σας εζήτησε για να σας κοσκινίσει σαν το σιτάρι. Μα εγώ παρακάλεσα για σένα, να μη σου λείψει η πίστη σου. Και συ μια μέρα, σαν επιστρέψεις, υποστήριξε τους αδελφούς σου.

Και, γυρνώντας στους άλλους, είπε:

— Όλοι σας θα πέσετε σε πειρασμό για μένα αυτή τη νύχτα, γιατί είναι γραμμένο, «Θα χτυπήσω τον ποιμένα και θα σκορπίσουν τα πρόβατα του ποιμνίου». Αλλά αφού αναστηθώ, θα πάγω πριν από σας στη Γαλιλαία.

Ο Πέτρος συγκινημένος αναφώνησε:

— Κύριε, μαζί σου, είμαι έτοιμος και στη φυλακή και στο θάνατο να πάγω. Και αν όλοι πέσουν σε πειρασμό για σένα, εγώ ποτέ δε θα πέσω σε πειρασμό. Τη ζωή μου για σένα τη δίνω.

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε:

— Τη ζωή σου για μένα τη δίνεις; Αλήθεια, αλήθεια σου λέγω, ο πετεινός δε θα έχει λαλήσει ακόμα, και συ θα μ' έχεις απαρνηθεί τρεις φορές.

Η απάντηση του Ιησού αναστάτωσε τον Πέτρο.

— Και αν πρέπει να πεθάνω μαζί σου, δε θα σε απαρνηθώ, του είπε.

Το ίδιο είπαν και όλοι οι άλλοι μαθητές.

Να χαμογέλασε άραγε ο Ιησούς με τις ορμητικές αυτές μεγάλες υποσχέσεις, που ήταν ειλικρινείς, μα που τόσο γρήγορα έμελλαν να ξεχαστούν; Θυμήθηκε τον καιρό που έστειλε τους Αποστόλους του να κηρύξουν το ευαγγέλιο και να ελεήσουν τους δυστυχισμένους πληθυσμούς. Πόσο διαφορετικά ήταν τότε τα πράματα, δεν το φαντάζουνταν ακόμα οι μαθητές που ορκίζουνταν να μην τον απαρνηθούν, ούτε πρόβλεπαν σε τι κινδύνους, σε τι παθήματα και βάσανα θα έμπαιναν για να του μείνουν πιστοί.

Και τους είπε:

— Όταν σας έστειλα χωρίς βαλάντιο και σάκο και ποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτα;

Αυτοί του αποκρίθηκαν:

— Όχι, τίποτα!

Και τους είπε ο Ιησούς:

— Τώρα όμως, όποιος έχει βαλάντιο ας το πάρει· το ίδιο και για το σάκο. Και όποιος δεν έχει, ας πουλήσει το ρούχο του για ν' αγοράσει μαχαίρι.

Γιατί πέρασαν οι ειρηνικές μέρες, και δε θα βρεθεί κανένας να απλώσει το χέρι να βοηθήσει ακόλουθο του σταυρωμένου καταδίκου, ούτε να τον κοιτάξει δε θα τολμήσει, και ποιος ξέρει αν δε θα χρειαστεί και να υπερασπίσει τη ζωή του ακόμα ο περιφρονημένος και καταδιωγμένος Απόστολος.

Οι μαθητές όμως παρεξήγησαν τα λόγια του Ιησού, νόμισαν πως σκοπό είχε ν' αντισταθεί στους εχθρούς του, ακόμα και με τη βία. Και όταν τους είπε, «γιατί, σας το λέγω, πρέπει να εκτελεστεί για μένα εκείνο που είναι γραμμένο: Και μετά ανόμων ελογίσθη», δηλαδή, και με τους κακούργους τον ανακάτωσαν, ακόμα δεν ένιωσαν μέσα στα λόγια του, οι απαίδευτοι απλοϊκοί αυτοί Γαλιλαίοι, την αυτόθελη θυσία, την τέλεια παραίτηση του από τη ζωή και τα γήινα.

Και σαν τους πρόσθεσε το θλιβερό εκείνο, «για μένα όλα τελείωσαν», πάλι δεν κατάλαβαν, παρά παρουσιάζοντάς του δυο σπαθιά τού είπαν:

— Κύριε, να, έχομε δυο σπαθιά εδώ!

Ως το τέλος παρεννοώντας τα λόγια του Κυρίου τους, δυο μαθητές, ο Πέτρος και ένας άλλος, είχαν αγοράσει σπαθιά για προφύλαξη, πριν μπουν στην Ιερουσαλήμ, και τα είχαν κρύψει κάτω από τα ρούχα τους.

Μα ο Ιησούς τα παραμέρισε· άλλη κουβέντα τέτοια δεν ήθελε πια.

— Φθάνει! τους είπε.

Δεν έκρινε το ζήτημα άξιο για περισσότερα λόγια μόνο για αγάπη ήθελε πια να τους μιλήσει.

Και άρχισε πάλι να τους εγκαρδιώνει, με συμβουλές και με παρηγοριάς λόγια:

— Μην κλονίζεται η καρδιά σας πιστεύετε στο Θεό, και σε μένα πιστεύετε.

Οι Εβραίοι πίστευαν πως, στη Βασιλεία του Θεού γίνουνταν και εκεί διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων όπως και στη γη, δηλαδή πως είχε τάξεις και θέσεις, άλλες τιμητικές, άλλες μέτριες, άλλες ταπεινές. Οι αγιασμένοι πήγαιναν σε διαφορετικές κατοικίες από τους κοινούς ανθρώπους, οι καλύτεροι έμεναν στις τιμητικότερες, οι άλλοι σε κατώτερες, αναλόγως της σειράς τους, και έτσι για όλους, εκτός για τους κακούς που έμεναν απέξω.

Μαντεύοντας πως στοχασμοί και απορίες μπορούσαν να γεννηθούν και στους μαθητές του, για τη θέση που θα κατείχαν στην ουράνια Βασιλεία, τους είπε ο Ιησούς να μην ανησυχούν, γιατί για όλους θα έχει θέση στο σπίτι του πατέρα του, όπου προπορεύεται να τους ετοιμάσει τόπο κοντά του.

Και πρόσθεσε:

— Εκεί που πηγαίνω το ξέρετε, και το δρόμο τον ξέρετε.

Τα λόγια αυτά ανησύχησαν τον Θωμά.

— Κύριε, του είπε, δεν ξέρομε πού πηγαίνεις· λοιπόν πως μπορούμε να ξέρομε το δρόμο;

Τους λέγει ο Ιησούς:

— Εγώ είμαι ο δρόμος και η αλήθεια και η ζωή. Κανένας δεν έρχεται στον Πατέρα μου παρά μόνο μέσον μου.

Του λέγει ο Φίλιππος:

— Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα, και αυτό μας αρκεί.

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς λυπημένος:

— Τόσον καιρό είμαι μαζί σας και δε με γνωρίζεις, Φίλιππε; Όποιος με είδε εμένα, είδε τον Πατέρα πως λοιπόν λες, «Δείξε μας τον Πατέρα»; Δεν πιστεύεις πως εγώ είμαι ένα με τον Πατέρα μου και ο Πατέρας μου ένα με μένα;

Και πάλι τους επανέλαβε, όπως το είχε πει στους Ιουδαίους, πως όσα τους είπε και τους δίδαξε δεν ήταν δικά του λόγια, αλλά του Θεού· το ίδιο και τα έργα του δεν ήταν ανθρώπινα, αλλά του Θεού, και όποιος πιστεύει, τα ίδια έργα θα κάνει.

Και τους λέγει:

— Δε θα σας αφήσω ορφανεμένους· έρχομαι σε σας. Ακόμα λίγο, και ο κόσμος δε θα με βλέπει πια· εσείς όμως θα με βλέπετε.

Και πάλι τους λέγει:

— Εκείνος που κρατά τις παραγγελίες μου και τις φυλάγει, εκείνος είναι που με αγαπά. Και όποιος με αγαπά, θ' αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, και εγώ θα τον αγαπήσω και θα φανερωθώ σ' εκείνον.

Τον ρώτησε τότε ο Ιούδας ο Ληβαίος, άλλος μαθητής του:

— Κύριε, τι έγινε, που θα φανερωθείς σε μας και όχι στον κόσμο;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς πως μόνο σ' εκείνους που τον αγαπούν και φυλάγουν τις παραγγελίες του φανερώνεται εκείνος και ο πατέρας του.

Μα και το φανέρωμά του αυτό πνευματικό πάντα το εννοεί ο Ιησούς, όχι χειροπιαστό, όπως το φαντάζουνταν οι μαθητές του.

Και τους υπόσχεται πως το Άγιο Πνεύμα, όταν τους το στείλει ο Θεός, θα τους διδάξει και θα τους θυμήσει όλα όσα τους είπε εκείνος.

— Ειρήνη αφήνω σε σας, τη δική μου την ειρήνη σας δίνω. Μην ταράζεται η καρδιά σας, και μη φοβάστε. Ακούσατε εκείνο που εγώ σας είπα· πηγαίνω, μα πάλι θα γυρίσω κοντά σας. Αν μ' αγαπάτε, θα χαίρεστε που σας είπα πως πηγαίνω στον Πατέρα μου, γιατί ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος μου.

Και τους λέγει:

— Δε θα σας πω πια πολλά, γιατί έρχεται ο άρχοντας του κόσμου τούτου (δηλαδή ήλθε η ώρα του Ηρώδη, στον οποίο επρόκειτο να τον παραδώσει ο Ιούδας). Και τους εξήγησε και πάλι πως, αν και ο άρχοντας του κόσμου τούτου δεν έχει καμιάν εξουσία απάνω του, έπρεπε όμως να παραδοθεί σ' αυτόν, για ν' αναγνωρίσει ο κόσμος την αγάπη και την υποταγή του στη θέληση του Θεού, που τον έστειλε να εξαγοράσει με τη θυσία της ζωής του τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Και είπε ο Ιησούς:

— Σηκωθείτε, πάμε από δω.

Ο δείπνος είχε τελειώσει.

Σηκώθηκαν όλοι, και μαζί, κατά το έθιμο των Εβραίων έψαλαν τους ύμνους που αναπολούσαν την έξοδο από την Αίγυπτο και το πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας. Πριν όμως βγουν έξω, τους μίλησε τελευταία φορά ο Ιησούς, για την ανάγκη να μείνουν ενωμένοι γύρω του, αν ήθελαν η αποστολή τους στον κόσμο να φέρει καρπό.

— Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, τους είπε, και ο Πατέρας μου είναι γεωργός. Κάθε κλήμα μέσα μου, που δε φέρει καρπό, το βγάζει και όποιο δώσει καρπό, το καθαρίζει για να δώσει περισσότερο. Εσείς είστε καθαροί, για το λόγο που σας είπα· μείνετε μέσα μου και εγώ μέσα σας· όπως το κλήμα δεν μπορεί καρπό να φέρει από τον εαυτό του, αν δεν μείνει στο αμπέλι, έτσι και σεις αν δε μείνετε μέσα μου. Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα.

Όπως το κλήμα, σα βγει από το αμπέλι, ξηραίνεται και πετιέται, έτσι και αυτοί, αν χωριστούν από κείνον, δε θα κάνουν τίποτα.

— Καθώς με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι και εγώ σας αγάπησα. Μείνετε στην αγάπη μου. Αν φυλάξετε τις εντολές μου, θα μείνετε στην αγάπη μου.

Η καρδιά του πλημμύριζε. Και τους λέγει:

— Αυτή είναι η εντολή η δική μου, ν' αγαπάτε ο ένας τον άλλο όπως σας αγάπησα εγώ. Μεγαλύτερη αγάπη δεν έχει, παρά να δώσει ένας τη ζωή του για κείνους που αγαπά. Εσείς αγαπημένοι μου είστε, αν κάμνετε όσα εγώ σας παραγγέλλω.

— Δε με διαλέξατε σεις, αλλ' εγώ σας διάλεξα και σας προσδιόρισα να πάτε σεις να καρποφορήσετε, και ο καρπός σας να μείνει· και έτσι, ό,τι και αν ζητήσετε του Πατέρα μου στο όνομά μου, να σας δοθεί.

Και πάλι τους λέγει, επιμένοντας στην ειρήνη που τους άφηνε σαν ευχή και σαν κληρονομιά:

—Αυτά σας παραγγέλλω, ν' αγαπάστε αναμεταξύ σας.

Και τότε, τους προειδοποίησε πως θα τους μισήσει ο κόσμος όπως μίσησε κι εκείνον· όπως τον καταδίωξαν εκείνον, έτσι και αυτούς θα τους καταδιώξουν, γιατί ήταν Απόστολοι του και κήρυτταν τα λόγια του.

— Αν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλήσει, αμαρτία δε θα είχαν, τους λέγει. Μα τώρα δε δικαιολογούνται για την αμαρτία τους.

Τους παρήγγειλε να μην πέσουν σε πειρασμό, όσο και αν τους αφορίζουν και τους βγάζουν από τους ναούς, όσο και αν τους κατατρέχουν. Αυτά όλα τα έκαμναν οι άνθρωποι, νομίζοντας πως προσφέρουν λατρεία στο Θεό, και, αυτό, γιατί ούτε κείνον γνώρισαν ούτε τον Πατέρα του, το Θεό.

— Και τώρα, λέγει ο Ιησούς, πηγαίνω σ' εκείνον που με έστειλε.

Η λύπη ολοένα και περισσότερο βάραινε στην ψυχή των πιστών μαθητών, όσο άκουαν τα λόγια του Κυρίου των. Το αντιλήφθηκε ο Ιησούς και τους είπε:

— Κανένας σας δε με ρωτά: «Πού πηγαίνεις;» Αλλ' επειδή σας τα είπα αυτά, η λύπη γέμισε την καρδιά σας. Μα σας λέγω την αλήθεια, σας συμφέρει να φύγω. Γιατί αν δε φύγω εγώ, ο παράκλητος, — δηλαδή ο βοηθός που θα σας δώσει βοήθεια και δύναμη, το Άγιο Πνεύμα, δε θα σας έλθει. Αν όμως φύγω, θα σας τον στείλω.

Και προσθέτει λέγοντας:

— Ακόμα λίγο και δε θα με βλέπετε πια, και πάλι λίγο και θα με δείτε· γιατί πηγαίνω στον Πατέρα.

Οι μαθητές του δεν κατάλαβαν τα τελευταία αυτά λόγια. Με στενοχώρια ρωτούσε ο ένας τον άλλο:

— Τι είναι τούτο που μας λέγει: «Ακόμα λίγο και δε θα με βλέπετε, και πάλι σε λίγο θα με δείτε, γιατί πηγαίνω στον Πατέρα;» Τι είναι το λίγο τούτο που λέγει; Δεν καταλαβαίνομε.

Ένιωσε ο Ιησούς πως ήθελαν να τον ρωτήσουν και καλόθελα τους εξήγησε πως πλησίαζε η ώρα της αγωνίας, και θα τον χάσουν κι εκείνον και την παρηγοριά του και την υποστήριξή του, που ήταν η δύναμη τους· μα λίγο θα βαστάξει η αγωνία αυτή, και θα την ακολουθήσει χαρά, που δεν ήταν στο χέρι κανενός να τους την αφαιρέσει· και, τότε, ό,τι ζητήσουν από το Θεό θα τους δοθεί.

— Ως τώρα, δε ζητήσατε τίποτα στο όνομά μου· ζητήσετε και θα λάβετε, για να είναι η χαρά σας συμπληρωμένη.

Και τους είπε:

— Αυτά με παροιμίες τα είπα, μα έρχεται η ώρα που δε θα σας μιλήσω πια με παραβολές, αλλ' ανοιχτά για τον Πατέρα θα σας διηγούμαι.

— Και δε σας λέγω πως θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας, γιατί αυτός ο Πατέρας σάς αγαπά, επειδή με αγαπήσατε και πιστέψατε πως από το Θεό βγήκα. Από τον Πατέρα βγήκα και ήλθα στον κόσμο, και πάλι αφήνω τον κόσμο και πηγαίνω στον Πατέρα.

Αυτή τη φορά κατάλαβαν οι μαθητές, και ευχαριστημένοι του είπαν:

— Να, τώρα ανοιχτά μιλάς, και παροιμία καμιά δε λες. Τώρα ξέρομε πως όλα τα γνωρίζεις και δεν είναι ανάγκη να σε ρωτά κανείς. Αυτό μας κάνει να πιστεύομε πως από το Θεό έρχεσαι.

Τα λόγια αυτά έφεραν στο νου του Ιησού την τραγική ώρα που κατάφθανε. Και τους είπε:

— Τώρα πιστεύετε· να, έρχεται η ώρα —και ήλθε ήδη— που θα σκορπιστείτε ο καθένας στο σπίτι του και θα με αφήσετε εμένα μονάχο.

Μα πάλι δε θέλησε να τους αφήσει με την άσχημη αυτήν εντύπωση, και πρόσθεσε:

— Αλλά δε θα είμαι μόνος, γιατί ο Πατέρας μου είναι μαζί μου. Αυτά σας τα είπα, για να έχετε ησυχία μέσα σας. Στον κόσμο, θα έχετε θλίψη· αλλά έχετε θάρρος εγώ ενίκησα τον κόσμο.

Ήταν τα τελευταία λόγια της τελευταίας του διδαχής στους μαθητές και Αποστόλους του, και ήταν σα σάλπισμα θριάμβου. Τότε σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, και προσευχήθηκε και είπε:

— Πατέρα, ήλθε η ώρα. Δόξασε τον υιό σου για να γίνει ο υιός σου δόξα δική σου. Εγώ σε δόξασα στη γη· το έργο που μου έδωσες να κάνω, το τελείωσα. Εφανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους που μου έδωσες εσύ από τον κόσμο. Δικοί σου ήταν και εμένα μου τους έδωσες, και το λόγο σου τον εφύλαξαν. Ξέρουν τώρα πως όσα μου έδωσες, από σένα είναι.

Αν και ο κόσμος όλος δικός του είναι, δεν παρακαλεί τώρα γι' αυτόν, για τη γη και τον ουρανό που είναι στα χέρια του Θεού, αλλά για τούτους τους λίγους, τους διαλεγμένους, που του εμπιστεύθηκε ο Πατέρας· και παρακαλεί τον Πατέρα, τώρα που θα λείψει εκείνος, να τους φυλάγει από το κακό, τους ένδεκα αγαπημένους του, που τους οδήγησε και τους φύλαξε και τους προστάτευσε όσο ήταν μαζί τους. Θα έμεναν τώρα μόνοι, ποίμνιο χωρίς ποιμένα, σε κόσμο κακίας και πειρασμού και λύπης, και παρακαλείς να τους βαστάξει ο Πατέρας στην πίστη τους και στο δρόμο της αλήθειας.

Η προφύλαξη αυτή που ζητά ο Ιησούς δεν είναι εξωτερική αλλ' εσωτερική, όπως εκείνος την παρείχε σ' αυτούς όσο ήταν μαζί τους· σαν πάντα, έτσι και τώρα, για την ψυχή τους παρακαλεί.

— Όταν ήμουν μ' εκείνους στον κόσμο, τους βαστούσα πιστούς στο όνομά σου. Εκείνους που μου εμπιστεύθηκες τους εφύλαξα· κανένας τους δε χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απώλειας —δηλαδή ο Ιούδας ο Ισκαριώτης— και αυτό για να εκπληρωθεί η Γραφή.

Παρακαλεί για την επιτυχία της αποστολής τους, που σ' αυτήν αφοσιώθηκαν.

— Όπως μ' έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι και εγώ τους έστειλα αυτούς.

Δεν παρακαλεί μόνο γι' αυτούς τους ένδεκα, αλλά για όλους όσους επίστεψαν σ' εκείνον και που θ' αφοσιωθούν στην αποστολή που τους ανέθεσε, και για όλους εκείνους που ανέλαβαν να διδάξουν το κήρυγμα της αλήθειας.

Παρακαλεί να ενωθούν όλοι, και να γίνουν ένα σε μια πνευματική επικοινωνία, μια τέλεια ενότητα:

— Όπως εσύ με μένα, Πατέρα, και εγώ με σένα, έτσι κι εκείνοι μ' εμάς ένα να είναι, για να ξέρει ο κόσμος ότι εσύ μ' έστειλες και τους αγάπησες αυτούς όπως με αγάπησες εμένα.

«Πατέρα, εκείνους που μου έδωσες, θέλω όπου είμαι εγώ εκεί να είναι και αυτοί, και να βλέπουν τη δόξα που μου έδωσες, και μαζί μου να τη μοιράζονται και αυτοί, γιατί με αγάπησες πριν ακόμα γίνει ο κόσμος.

«Πατέρα άγιε, ο κόσμος δε σε γνώρισε, μα εγώ σε γνώρισα, και τούτοι πίστεψαν πως εσύ με έστειλες. Τους φανέρωσα το όνομά σου, και θα τους το φανερώσω ακόμα, ώστε η αγάπη με την οποία με αγάπησες να είναι μέσα τους.

Ήταν σα να είχε μαζέψει την ουσία απ' όλα όσα είχε πει στους αποστόλους του στην τελευταία του διδαχή, για να τα προφέρει, θεϊκή προσευχή, στον ουράνιο Πατέρα. Και σαν έσβησαν στα χείλη του τα τελευταία λόγια της παρακλήσεως του, πήρε ο Ιησούς τους μαθητές του και βγήκαν έξω.