Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Λ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Λ'. Η Μεταμόρφωση


Έξι μέρες ύστερα από τη μεγάλη ομολογία του Πέτρου, ο Ιησούς πήρε τους τρεις αγαπημένους μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκε σ' ένα ψηλό βουνό[1] για να προσευχηθεί.

Είχε βραδιάσει. Παράμερα στέκουνταν ο Ιησούς και προσεύχουνταν, βυθισμένος σε μια από κείνες τις μακριές βαθιές επικοινωνίες με τον Πατέρα του, όπου η ψυχή ανέβαινε ψηλά, πάνω από το μόχθο και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.

Οι μαθητές, κουρασμένοι, με βαριά από τον ύπνο μάτια, κοίταζαν τον Ιησού όρθιο στο φως των άστρων, παραδομένο στην έκσταση της προσευχής.

Και, έξαφνα, μπροστά τους μεταμορφώθηκε. Τα ρούχα του έγιναν φωτεινά και αστραφτερά σαν το χιόνι, άσπρα, όσο λευκαντής στη γη δεν μπορεί να λευκάνει, και το πρόσωπο του, φωτισμένο από φως θεϊκό, έλαμπε σαν τον ήλιο.

Κοντά του, δυο άντρες όρθιοι μιλούσαν μαζί του, και του έλεγαν για το θάνατο του που θα γίνουνταν στην Ιερουσαλήμ· ήταν οι άντρες αυτοί ο Ηλίας και ο Μωυσής. Με το όραμα αυτό ξύπνησαν ολότελα οι μαθητές, και κατατρομαγμένοι κοίταζαν τους τρεις άντρες. Κι εκεί που ήθελαν πια να χωριστούν, ο Ηλίας και ο Μωυσής, από τον Ιησού, είπε ο Πέτρος:

— Ραββί, καλά είναι εδώ να μείνομε· να κάνομε τρεις σκηνές, μια για σένα, μια για τον Μωυσή και μια για τον Ηλία.

Ήταν τόσο τρομαγμένος, που δεν ήξερε καλά καλά τι έλεγε.

Κι εκεί που μιλούσε ακόμα, ήλθε έξαφνα σύννεφο φωτεινό που τους σκέπασε όλους, και από μέσα βγήκε μια φωνή που έλεγε:

— Αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπημένος, ακούσατέ τον.

Τ' άκουσαν οι μαθητές και τα έχασαν, και έπεσαν με το πρόσωπο χάμω, περιμένοντας άγνωστες καταστροφές ή θαύματα φρικτά· μα τίποτα πια δεν ακούστηκε. Και ήλθε κοντά τους ο Ιησούς, και σιγά τους άγγιξε και είπε:

— Σηκωθείτε και μη φοβάστε!

Τότε, σήκωσαν τα μάτια τους, και δεν είδαν πια κανέναν, παρά μόνο τον Ιησού.

Την άλλη μέρα, όταν κατέβαιναν πρωί από το βουνό, τους πρόσταξε ο Ιησούς και τους είπε:

— Σε κανέναν να μην πείτε το όραμα, ώσπου ν' αναστηθεί ο υιός του ανθρώπου από τους νεκρούς.

Πλησιάζοντας στον κάμπο, ο Ιησούς και οι σύντροφοι του είδαν συρροή μεγάλη από ανθρώπους που φώναζαν και λογομαχούσαν, και, ανάμεσά τους, αναγνώρισαν τους άλλους μαθητές, περιτριγυρισμένους από διαβασμένους και Φαρισαίους, που φαίνουνταν να συζητούν και να μαλώνουν.

Το πρώτο αυτό αντίκρισμα του Ιησού με τους ανθρώπους, ύστερα από τη νύχτα στο βουνό και την όμορφη εκείνη ψυχική διάθεση, ήταν άσχημο ξύπνημα.

Τον είδαν τα πλήθη που σίμωνε, και τον αναγνώρισαν. Ξέσπασαν σε χαρούμενες φωνές, και, ορμώντας γύρω του περίχαροι, τον χαιρετούσαν, γυρεύοντας έστω και τα ρούχα του μονάχα ν' αγγίξουν.

Εκείνος πλησίασε τους διαβασμένους και ρώτησε:

— Τι συζητάτε μαζί τους;

Από το πλήθος, πετάχθηκε ένας, και, πέφτοντας στα γόνατα μπροστά του, είπε:

— Κύριε, ελέησε το γιο μου, που τον έχω μοναχοπαίδι και έχει πνεύμα άλαλο· όπου τον πιάσει, τον ρίχνει χάμω και αφρίζει και τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να βγάλουν το δαιμόνιο, μα δεν μπόρεσαν.

Η σκηνή ολόκληρη κατάθλιψε τον Ιησού. Η κακία και η ειρωνεία των Φαρισαίων, η περιέργεια του όχλου που στριμώχνουνταν να δει το θαύμα που θα έκαμνε ο Ιησούς, η πονηρία και η χαιρεκακία των διαβασμένων για την αποτυχία των μαθητών, όλα τον πλήγωναν· μα πάνω από όλα, η λιγοπιστία των μαθητών του, που δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν το παιδί.

— Ω γενεά άπιστη και διεστραμμένη, αναφώνησε, ως πότε θα σας υποφέρω;

Και, στρέφοντας στο γονατισμένο μπροστά του πατέρα, πρόσταξε:

— Φέρε μου το γιο σου εδώ.

Τον έφερε ο πατέρας, μα μόλις αντίκρισε τον Ιησού, το παιδί έπεσε χάμω και κυλίστηκε στα χώματα και άφριζε.

Ο Ιησούς τότε ρώτησε τον πατέρα:

— Πόσος καιρός είναι που του ήλθε αυτό;

Κι εκείνος είπε:

— Αφότου ήταν μικρός. Και πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά, και άλλες φορές στο νερό, για να τον σκοτώσει. Μα αν μπορείς να κάνεις τίποτα, παρακάλεσε, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας.

—Αν μπορείς να πιστέψεις, είπε ο Ιησούς, που ένιωσε την κλονισμένη του πίστη, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει.

Κλαίγοντας έκραξε ο απελπισμένος πατέρας:

— Πιστεύω, Κύριε! Βοήθησε την απιστία μου!

Ο κόσμος, όλο και πυκνότερος, μαζεύουνταν να δει το θαύμα. Ο Ιησούς θέλησε να συντομέψει τη σκηνή· γυρνώντας στο άρρωστο αγόρι, που σπάραζε και χτυπιούνταν στο χώμα, φώναξε:

— Πνεύμα άλαλο και κουφό! Εγώ σε προστάζω, έβγα από μέσα του και ποτέ πια μην ξαναμπείς!

Το παιδί έβγαλε άγρια φωνή, σπάραξε με τρομερό σπασμό, και έμεινε χάμω ασάλευτο, νεκρό.

— Πέθανε! Πέθανε! φώναξαν πολλοί από το πλήθος.

Μα ο Ιησούς το έπιασε από το χέρι, το σήκωσε, και το παρέδωσε ήσυχο, γιατρεμένο πια στον πατέρα του.

Σάστισαν τα πλήθη και έβγαλαν τις φωνές, θαυμάζοντας το μεγαλείο του Θεού, διαλαλώντας το θαύμα ολόγυρα, με κατάπληξη και χαρά.

Επωφελήθηκε ο Ιησούς από τη χασμωδία της στιγμής, και έφυγε και αποτραβήχθηκε σ' ένα σπίτι, μόνος με τους μαθητές του. Τότε τον ρώτησαν εκείνοι:

— Κύριε, γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλομε το ακάθαρτο πνεύμα από το παιδί;

— Ένεκα της απιστίας σας, αποκρίθηκε ο Ιησούς. Αλήθεια σας λέγω, αν είχατε πίστη τόση όσο ένα σπυρί σινάπι, θα λέγατε σ' αυτό το βουνό, «Μετατοπίσου από δω ως εκεί», και θα μετατοπίζουνταν και τίποτα δε θα σας ήταν αδύνατο.

Και αναφέροντας την αρρώστια του αγοριού που είχε γειάνει, πρόσθεσε:

— Τέτοιου είδους κακό δε βγαίνει παρά με προσευχή και νηστεία.


  1. Το βουνό αυτό, που δεν ονομάζεται στους Ευαγγελιστές, φαίνεται να είναι το ψηλό και χιονισμένο βουνό Ερμων, βόρεια της Καισάρειας του Φιλίππου. Η παράδοση όμως λέγει πως το Θαβώρ, νοτιοδυτικά της λίμνης Γενησαρέτ, είναι το βουνό αυτό.