Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΚΗ
←ΚΖ'. Πρόγευμα στου Φαρισαίου | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: ΚΗ'. Χαναναία και Δεκαπολίτες |
ΚΘ'. Η Ομολογία του Πέτρου→ |
Οι σοφοί όλοι της Παλαιστίνης είχαν συνωμόσει το θάνατο του Ιησού. Τις φατρίες που είχαν έχθρα αναμεταξύ τους, τις είχε ενώσει το κοινό μίσος εναντίον του. Οι Φαρισαίοι, με τη θρησκευτική τους δύναμη, οι Σαδδουκαίοι, με τα πλούτη τους όσο και την πολιτική, κοινωνική και ιερατική τους επιβολή, οι Ηρωδιανοί Ισραηλίτες της βασιλικής οικογένειας, ενωμένοι με τους Ρωμαίους υπαλλήλους του Κράτους, οι διαβασμένοι και νομομαθείς, όλοι συμφώνησαν να σπάσουν το γόητρο που είχε ο Ιησούς στο λαό, να σταματήσουν τη διδασκαλία του, την αντίθετη με τη δική τους, να τον συλλάβουν και να τον καταστρέψουν.
Η ζωή ανάμεσά τους ήταν ανυπόφορη, και το πρόγευμα του Φαρισαίου ήταν πρόσφατο παράδειγμα. Σηκώθηκε ο Ιησούς και έφυγε, και αφήνοντας πίσω την πατρίδα του, πήρε τους μαθητές του και πήγε βόρεια.
Πεζή τράβηξε ο μικρός όμιλος κατά τα ξενικά μέρη της Φοινίκης, στα σύνορα της Τύρου και της Σιδώνος, όπου οι κάτοικοι ήταν εθνικοί, δηλ. λάτρευαν τους αρχαίους ελληνικούς θεούς.
Πήγαιναν εκεί ο Ιησούς να βρει μοναξιά και ξεκούραση, να γλιτώσει από το διωγμό των εχθρών του όσο και από την πολιορκία των αρρώστων.
Γύρευε ησυχία να διδάξει το ευαγγέλιο στους μαθητές του, που θα έβγαιναν ύστερα να το κηρύξουν αυτοί στον κόσμο, όταν θα έλειπε κείνος.
Μα στην παραθαλάσσια αυτή χώρα των εθνικών, την πλούσια και εμπορική, η φήμη του είχε φθάσει πριν από κείνον, και πολλοί είχαν ταξιδέψει ως τη Γαλιλαία για να δουν το νέο προφήτη που είχε συγκλονίσει τον κόσμο με τη διδαχή του.
Ώστε, σαν έφθασε στα σύνορα των μερών εκείνων, αν και κλείστηκε σ' ένα σπίτι για να μη δει κανέναν, δεν κατόρθωσε να κρυφθεί.
Μια Συροφοινίκισσα, Χαναναία[1], Ελληνίδα κατά τη γλώσσα και την ανάπτυξη, δηλ. εθνική, ειδωλολάτρισσα, καθώς άκουσε πως έφθασε ο Ιησούς, βγήκε από τα σύνορα της Φοινίκης και πήγε στο σπίτι όπου έμενε.
Είδε τον Ιησού που περπατούσε με τους μαθητές του, και, παίρνοντας το κατόπιν του, άρχισε να φωνάζει:
— Ελέησέ με, Κύριε, υιέ του Δαυίδ! Η κόρη μου κακά δαιμονίζεται.
Ο Ιησούς δεν της αποκρίθηκε, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να φωνάζει και να δέρνεται και να παρακαλεί.
Τη λυπήθηκαν οι μαθητές ή βαρέθηκαν τις φωνές της και, σιμώνοντας τον Ιησού, τον παρακάλεσαν να της κάνει τη χάρη που ζητούσε.
— Στείλε την στο καλό, γιατί φωνάζει πίσω μας.
Μα τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
— Δε στάλθηκα παρά μόνο στα χαμένα πρόβατα του Ισραήλ.
Η γυναίκα έτρεξε κοντά του, και, πέφτοντας στα πόδια του, τον επροσκύνησε.
— Κύριε! φώναξε, βοήθησέ με!
Κι εκείνος, που μόνο σπλαχνιά και αγάπη είχε σκορπίσει γύρω του, που κάθε του λόγος ήταν παρηγοριά για το θλιμμένο, στη γυναίκα αυτήν αποκρίθηκε:
— Δεν είναι σωστό να παίρνεις το ψωμί από τα παιδιά, και να το ρίχνεις στα σκυλάκια.
— Ναι, Κύριε, του αποκρίθηκε κείνη, μα και τα σκυλάκια τρων από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους.
Τότε της αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε:
— Ω γυναίκα, μεγάλη σου η πίστη! Ας γίνει όπως θέλεις.
Και σηκώθηκε η γυναίκα κι έτρεξε σπίτι της και βρήκε το κορίτσι της ήσυχα πλαγιασμένο στο κρεβάτι, και το δαιμόνιο το είχε αφήσει. Δεν μπορούσε πια να μείνει άγνωστος εκεί ο Ιησούς· φεύγοντας πάλι, τράβηξε πίσω κατά τη θάλασσα της Γαλιλαίας, δηλαδή τη λίμνη Γενησαρέτ, πέρασε τα σύνορα και μπήκε στη Δεκάπολη, χώρα ανατολικά του Ιορδάνη.
Η χώρα αυτή ανήκε άλλοτε στους Ιουδαίους, αλλά στα 587 π.Χ. κατέβηκε ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλέας της Χαλδαίας, πήρε τη Δεκάπολη, κατέστρεψε την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ, κι έσυρε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα σχεδόν όλο τον πληθυσμό. Αργότερα, στα 536, οι Ιουδαίοι επέστρεψαν από την εξορία, αλλά ποτέ δεν κατόρθωσαν να ξαναπάρουν τη Δεκάπολη.
Καθώς το μαρτυρεί τ' όνομά της, η χώρα αυτή, που καλά καλά δεν ξέρομε πού ήταν, είχε δέκα πόλεις μεγάλες και εύπορες. Οι κάτοικοι ήταν εθνικοί Συρο-Έλληνες και Φοίνικες, και οι Ρωμαίοι που την κατείχαν τότε, της άφησαν μεγάλες ελευθερίες, και κάθε πόλη διοικούνταν μόνη, κατά το σύστημα που είχαν οι αυτόνομες ελληνικές πόλεις.
Οι ειδωλολάτρες αυτοί δέχτηκαν τον Ιησού με φιλοξενία και συμπάθεια. Η μεγαλόπνοη διδασκαλία του δεν τους αναστάτωνε σαν τους Ιουδαίους· και η πραότης του, η πονοψυχιά του τους συγκινούσαν.
Μια μέρα, του έφεραν έναν κωφάλαλο, και τον παρακάλεσαν να βάλει το χέρι απάνω του για να τον γιατρέψει.
Τον πήρε ο Ιησούς παράμερα, έξω από τον όχλο, έβαλε τα δάχτυλά του, δηλ. ένα του δεξιού και ένα του αριστερού χεριού, στ' αυτιά του κουφού, έπειτα φτύνοντας στον αντίχειρά του, άγγιξε τη γλώσσα, και, σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό, στέναξε και είπε:
— «Εφραθά[2]»... δηλαδή, «άνοιξε».
Και ευθύς άνοιξαν τ' αυτιά του και λύθηκε η γλώσσα του και μίλησε σωστά.
Ο Ιησούς παρήγγειλε σε όλους όσους ήταν εκεί, να μη διαδώσουν το θαύμα· αλλά όσο περισσότερο τους το σύστηνε, τόσο περισσότερο αυτοί το διαλαλούσαν και απορούσαν και θαύμαζαν λέγοντας:
— Λαμπρά όλα τα έκανε· και τους κουφούς κάνει ν' ακούν και τους άλαλους να λαλούν.
Γρήγορα βγήκε και εκεί η φήμη του. Αν και ειδωλολάτρες, οι άνθρωποι αυτοί τόσον ενθουσιασμό είχαν για το νέον προφήτη του Ισραήλ, που δεν μπορούσαν να τον αποχωριστούν.
Το θαύμα του κωφάλαλου είχε γίνει όχι πολύ μακριά από την ανατολική όχθη της Τιβεριάδας· όταν ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό, πολλοί τον ακολούθησαν, φέρνοντας μαζί τους τυφλούς, κουτσούς, κουλούς και άλλους πολλούς αρρώστους, και τους έριξαν στα πόδια του Ιησού για να τους γιατρέψει. Και σαν τον έβλεπαν να βάζει τα χέρια του απάνω τους ή μ' ένα λόγο να τους χαρίζει πάλι την υγεία, οι ειδωλολάτρες αυτοί θαύμαζαν, δόξαζαν το Θεό του Ισραήλ.
Τρεις μέρες έμεινε μαζί του το πλήθος, ακούοντας τ' αθάνατα λόγια. Πολλοί απ' αυτούς είχαν έλθει από χώρες μακρινές, και τα λίγα τους τρόφιμα είχαν σωθεί, αλλά κανένας δε σηκώθηκε να πάγει να φέρει άλλα.
Τους λυπήθηκε ο Ιησούς, και, κράζοντας τους μαθητές του, τους είπε:
— Σπλαχνίζομαι τον κόσμον αυτό, που τρεις μέρες είναι μαζί μου και δεν έχει πια να φάγει· και πάλι να τους αποστείλω νηστικούς δε θέλω, μην αποκάμουν στο δρόμο, γιατί μερικοί κάθονται μακριά.
Του αποκρίθηκαν οι μαθητές:
— Πού να βρούμε στην ερημιά τόσα ψωμιά, ώστε να χορτάσει τόσος κόσμος;
Και τους λέγει ο Ιησούς:
— Πόσα ψωμιά έχετε;
Του αποκρίθηκαν:
— Επτά, και λίγα ψαράκια.
Παράγειλε τότε ο Ιησούς στα πλήθη να καθίσουν χάμω, και, παίρνοντας τα επτά ψωμιά και τα ψαράκια, τα ευλόγησε, τα έκοψε και τα μοίρασε στους μαθητές του, που τα μοίρασαν ύστερα στα πλήθη, τέσσερις χιλιάδες άντρες, χωριστά τα γυναικόπαιδα. Όλοι έφαγαν και χόρτασαν, και περίσσεψαν ακόμα επτά ζεμπίλια τροφές. Τους τα έδωσε ο Ιησούς να τα πάρουν μαζί τους και τους ξαπέστειλε.
Χαρούμενοι και ευγνώμονες είχαν αποχωριστεί οι εθνικοί τον Ιησού χαρούμενος, με την καρδιά γεμάτη αγάπη για την απλοϊκή τους πίστη, τους είχε ξαποστείλει ο Ιησούς. Οι ειδωλολάτρες είχαν συγκινηθεί με την ομορφιά της διδασκαλίας του, και αφού τον φιλοξένησαν στον τόπο τους, τον ακολούθησαν ακόμη και ως κάτω στη λίμνη και τον ξεπροβόδισαν.
Από κει μπήκε στο καράβι του ο Ιησούς με τους μαθητές του, και τράβηξε για τα Μαγδαλά, στην αντικρινή ακρολιμνιά.
Βρήκε όμως άλλη ατμόσφαιρα εκεί ο Ιησούς.