Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΚΓ
←ΚΒ'. «Λιγόπιστε, γιατί Δίστασες;» | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: ΚΓ'. «Εγώ Είμαι ο Άρτος της Ζωής» |
ΚΔ'. Σαββατιανή Αργία→ |
Ωστόσο, στη Βηθσαϊδά ο κόσμος είχε μαζευθεί πάλι την επαύριο στην ακρογιαλιά, περιμένοντας τον Ιησού. Το ήξεραν πως οι μαθητές του είχαν φύγει και είχαν πάρει το μόνο καραβάκι που άραξε εκείνη τη μέρα στο περιγιάλι τους, αφήνοντας πίσω τον Ιησού, και πως εκείνος ανέβηκε στο βουνό.
Και όμως, ο Ιησούς δεν ήλθε· και, όταν τον ζήτησαν δεν τον βρήκαν. Στο μεταξύ, άλλα καραβάκια έφθασαν από την Τιβεριάδα γυρεύοντας τον Ιησού, και βλέποντας πως δεν ήταν πια εκεί, όλα τα πλήθη μπήκαν πάλι μέσα στα πλοία και τράβηξαν για την Καπερναούμ, μήπως τον βρουν.
Το θαύμα των πέντε ψωμιών και των ψαριών τους είχε εξάψει. Τα πλήθη ήθελαν να τον κηρύξουν βασιλέα, ακολουθώντας τις παραδόσεις και τα εβραίικα όνειρα, που τον Μεσσία τον ήθελαν βασιλέα του Ισραήλ. Πολλοί πίστεψαν και προσκύνησαν το νέο προφήτη, που οι μαθητές του τον έλεγαν Υιό του Θεού. Άλλοι πάλι, από απλή περιέργεια, και όρεξη να δουν και άλλα παράξενα πράματα, έτρεχαν το κατόπιν του, όχλος περιττός και αντιπαθητικός, που άλλο δε γύρευε στα θαύματα του Ιησού, παρά καινούριες συγκινήσεις, όπως σε θεατρικές παραστάσεις.
Τίποτα δεν αντιπαθούσε τόσο ο Ιησούς, όσο να τον θεωρούν θαυματοποιό, και να τρέχουν κοντά του με σκοπό να δουν θεάματα. Η δική του αποστολή ήταν τόσο ανώτερη, που η περιέργεια και ο πρόστυχος θαυμασμός του όχλου, πλήγωνε τη λεπτή κι ευγενική του φύση, χαμήλωνε την αποστολή του· από θεϊκή και πνευματική, την έκαμνε υλιστική και ανθρώπινη.
Μπήκε λοιπόν ο όχλος στα καραβάκια, και βγήκε στην Καπερναούμ όπου βρήκε τον Ιησού, καθισμένο στη συναγωγή, να διδάσκει τα πλήθη.
— Δάσκαλε, τον ρώτησαν, πότε έφθασες εδώ;
Ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε στο ρώτημά τους· μαντεύοντας τις σκέψεις τους, και τα χαμηλόσυρτα όνειρά τους, είπε πικραμένος:
— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, με ζητάτε, όχι γιατί πιστέψατε, αλλά γιατί φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.
Και αλλάζοντας ύφος, τους συμβούλεψε ν' ανέβουν πάνω από τις υλικές τους φροντίδες. Και τους είπε:
— Μη δουλεύετε για την τροφή που χάνεται, αλλά για κείνην που μένει στη ζωή την αιώνια, την τροφή που θα σας δώσει ο υιός του ανθρώπου. Γιατί εκείνον εσφράγισε ο Πατέρας ο Θεός, με τη σφραγίδα του, και τον προόρισε να δίνει αυτή την τροφή, την πνευματική και ψυχική.
— Τι πρέπει να κάνομε, ρώτησαν αυτοί, για να δουλεύομε τα έργα του Θεού;
Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
— Τούτο είναι το έργο του Θεού: να πιστεύετε σ' εκείνον που τον έστειλε ο Θεός.
Μεταξύ στους περίεργους, ήταν και μερικοί Φαρισαίοι κακόβουλοι, που γύρευαν αφορμή για κατάκριση και λογομαχία, και έλεγαν:
— Τι σημείο θα μας κάνεις που να δούμε και να πιστέψομε σε σένα; Τι έργο εργάζεσαι; Οι πατέρες μας στην έρημο έφαγαν το μάννα, όπως είναι γραμμένο, πως «Άρτον από τον ουρανό τους έδωσε να φάγουν».
Ναι μεν ο Ιησούς τους είχε θρέψει πέντε χιλιάδες με πέντε ψωμιά, μα αυτά ήταν γήινα ψωμιά ενώ ο Μωυσής τους είχε δώσει το μάννα του ουρανού. Συμπέρασμα της συζητήσεως γύρευαν να βγάλουν πως ο Μωυσής τους είχε δώσει σημείο ουράνιο μεγαλύτερο.
Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, δεν είναι ο Μωυσής που σας έδωσε τον άρτο του ουρανού, αλλ' ο Πατέρας μου σας τον δίνει. Γιατί ο αληθινός άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να δώσει ζωή στον κόσμο.
Μάταια γύρευε ο Ιησούς να σηκώσει την ψυχή τους πάνω από την υλική καθημερινή φροντίδα, να τους κάνει να νιώσουν πως τον άρτο του ουράνιο, δηλ. την τροφή της ψυχής, τον δίνει ο Θεός πάντα, κάθε στιγμή της ημέρας, πως αυτός είναι το πνεύμα που έρχεται από πάνω, όχι το φαγί που μπαίνει από το στόμα μέσα στο στομάχι και χωνεύεται.
Υλιστές αμάθητοι στη σκέψη, αυτοί δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από την ύλη, να τον ακολουθήσουν στο πέταγμά του, ν' ανέβουν στα ύψη όπου ζητούσε να τους ανεβάσει. Σαν τη Σαμαρείτισσα, που του ζητούσε νερό να ξεδιψάσει μια για πάντα και να μην τρέχει κάθε μέρα να το τραβά από το πηγάδι, έτσι και αυτοί τώρα του ζητούσαν ψωμί ουράνιο, που να τρώγεται σαν το μάννα. Απαντώντας στα λόγια του του είπαν:
— Κύριε, δίνε μας πάντοτε αυτό το ψωμί.
Και ο Ιησούς σκορπώντας απάνω τους τη γαλήνη του και την απέραντή του αγάπη, τους καλεί στην αγκαλιά του λέγοντας:
— Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος έλθει σε μένα δε θα πεινάσει ποτέ, και όποιος σε μένα πιστέψει ποτέ δε θα διψάσει.
Τους είπε πως κατέβηκε από τον ουρανό, όχι για να κάνει το θέλημά του, αλλά το θέλημα Εκείνου που τον έστειλε.
— Και το θέλημα του Πατέρα μου που μ' έστειλε είναι πως όποιος δει τον Υιό του και πιστέψει, θα έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την τελευταία μέρα. Τους μιλούσε συμβολικά, για να φθάσει ευκολότερα στην ακαλλιέργητή τους αντίληψη. Άλλωστε, ο συμβολισμός ήταν τύπος συνηθισμένος στην εβραίικη φιλολογία, όπου συχνά αναφέρονται ως άρτος οι θρησκευτικές διδασκαλίες και τα δόγματα.
Αλλά τα λόγια του δυσαρέστησαν τους κακόβουλους ακροατές. Ανάμεσα στους διαβασμένους Ιουδαίους που βρίσκουνταν στη συναγωγή, θυμωμένα μουρμουρίσματα ακούστηκαν. — Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που ξέρομε και τον πατέρα του και τη μητέρα του; Πως μας λέγει τώρα αυτός: «Από τον ουρανό κατέβηκα»;
Τους άκουσε ο Ιησούς και τους είπε:
— Μην αγανακτείτε αναμεταξύ σας.
Τους εξήγησε πως όσο η καρδιά τους δεν παύσει να είναι σαν πέτρα και δεν πλησιάσει το Θεό, ούτε κείνον δε θα πλησιάσουν. Μόνο αν νιώσουν το Θεό θα νιώσουν κι εκείνον. Μα όποιος τον πλησιάσει, λέγει ο Ιησούς:
— Θα τον αναστήσω εγώ την τελευταία μέρα, —δηλ. τη μέρα της Κρίσεως. Είναι γραμμένο στους προφήτες, «Και θα γίνουν όλοι διδακτοί του Θεού». Όποιος νιώσει τον Πατέρα θα έλθει και σε μένα και θα γίνει μαθητής μου.
Εξακολουθούσαν οι διαβασμένοι να συζητούν, σταματώντας τον σε κάθε φράση, πιάνοντάς τον στα λόγια, χωρίς να θέλουν να μπουν στο νόημα. Στον ίδιο αυτό ναό της Καπερναούμ, όπου λογομαχούσαν, απάνω στο ανώφλι της πύλης, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, στέκουνταν σκαλισμένη η εικόνα του δοχείου όπου είχαν μαζέψει και φάγει το μάννα οι πατέρες τους. Αυτό ήταν ο «άρτος της ζωής», όπως τους το είχαν διδάξει οι πατέρες τους· πως λοιπόν έλεγε ο Ιησούς ότι εκείνος ήταν;
Τα μουρμουρίσματα δυνάμωναν και απλώνουνταν ολοένα περισσότερο. Πάνω από τις θυμωμένες τους φωνές υψώθηκε η φωνή του Ιησού.
— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εκείνος που σ' εμένα πιστεύει θα έχει ζωή αιώνια. Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής! Οι πατέρες σας έφαγαν στην έρημο το μάννα, και όμως πέθαναν. Μα όποιος φάγει τον άρτο τη ζωής θα ζει για πάντα.
Με τα λόγια αυτά, ο Ιησούς δεν εννοούσε τη ζωή του σώματος, που πάντα πεθαίνει, είτε φάγει είτε δεν φάγει το μάννα, αλλά τη ζωή την παντοτινή της ψυχής της αθάνατης. Άρτος της ζωής είναι το πνεύμα του Θεού που όλοι το έχομε μέσα μας, που έρχεται από το Θεό και μας πάγει στο Θεό.
Και τους είπε ο Ιησούς:
— Ο άρτος που δίνω εγώ είναι η σάρκα μου, και τη δίνω για να σώσω τη ζωή του κόσμου.
Δηλαδή, για να σώσει την ανθρωπότητα, είναι έτοιμος να πεθάνει τον πιο μαρτυρικό θάνατο, φθάνει να τον πιστέψουν και να σωθούν. Τη ζωή του την ανθρώπινη τη χαρίζει, τη σάρκα του την ανθρώπινη την παραδίνει στα βάσανα για να στερεώσει τη θρησκεία του, που είναι η θρησκεία της αλήθειας, και να σώσει τους ανθρώπους από το σκοτάδι όπου χάνονται. Και φώναξε ο Ιησούς:
— Εγώ είμαι ο άρτος που ζει, που από τον ουρανό κατέβηκε.
Αλαλαγμός σηκώθηκε στο ναό, με τα λόγια αυτά όλοι μαζί οι Ιουδαίοι άρχισαν να φωνάζουν και να λογομαχούν, παίρνοντας πάλι αφορμή τη λέξη, φιλονικώντας επάνω στο ανόητο ρώτημα:
— Πως μπορεί τούτος να μας δώσει τη σάρκα του να τη φάμε;
Πάνω από την οχλοβοή, υψώθηκε η φωνή του Ιησού, δεσπόζοντας τα θυμωμένα ξεφωνητά:
— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, αν δε φάγετε τη σάρκα του υιού του ανθρώπου και αν δεν πιείτε το αίμα του, δε θα έχετε ζωή μέσα σας.
Δηλαδή, όποιος δεν επικοινωνήσει και δεν ενωθεί μαζί μου, δε γίνει ένα με μένα, δεν αφομοιώσει τη σκέψη του και την ψυχή του στη διδαχή μου, όποιος δεν εξυψωθεί ηθικώς και όποιος δε με ακολουθήσει στο θέλημα του Θεού, που διδάσκω, όποιος δεν είναι έτοιμος, σαν εμένα, τη σάρκα του να τη θυσιάσει για το πνεύμα, δε θα βγει από το σκοτάδι και δε θα ζήσει την αιώνια ζωή της αλήθειας.
Τα λόγια αυτά, βαθιά, βαριά από έννοια, δυσκολονόητα, ήταν πέρα από την αντίληψη των Ιουδαίων, που θυμωμένοι τον άκουαν. Ακόμα και μεταξύ των μαθητών του, που από διάφορα μέρη είχαν έλθει να τον ακούσουν, πολλοί αγανάκτησαν και είπαν:
— Σκληρός είναι αυτός ο λόγος. Ποιος μπορεί να τον παραδεχθεί;
Τους άκουσε ο Ιησούς και τους είπε:
— Σας σκανδαλίζει αυτό; Αν δείτε όμως τον υιό του ανθρώπου ν' ανεβαίνει εκεί που ήταν πρωτύτερα;
Και βγαίνοντας μαζί τους από τη συναγωγή, παρατώντας εικόνες και σύμβολα, τους μίλησε πιο μαλακά, και τους είπε:
— Το πνεύμα μόνο δίνει ζωή, η σάρκα μόνη χωρίς το πνεύμα δεν ωφελεί σε τίποτα, τα λόγια που σας λέγω εγώ είναι πνεύμα και είναι ζωή. Και όμως —πρόσθεσε λυπημένα, διαβάζοντας στην καρδιά τους— είναι μεταξύ σας μερικοί που δεν πιστεύουν.
Γιατί ήξερε απαρχής ο Ιησούς ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν, ποιος είναι εκείνος που θα τον παραδώσει.
Και έλεγε:
— Γι' αυτό σας είπα πως κανένας δεν μπορεί να έλθει σε μένα, αν δεν το θέλει ο πατέρας μου.
Μερικοί από τους ακόλουθους και μαθητές του, σαν άκουσαν τα λόγια αυτά, απομακρύνθηκαν κι έφυγαν και τον παράτησαν. Ο Ιησούς τους είδε που έμεναν πίσω, και κατάλαβε ότι τον απαρνήθηκαν. Γύρισε τότε στους δώδεκα και τους ρώτησε:
— Μήπως και σεις θέλετε να πάτε;
Τα πονεμένα αυτά λόγια αναστάτωσαν την πιστή καρδιά του Πέτρου.
— Κύριε, αναφώνησε, σε ποιον να πάμε; Λόγια ζωής παντοτινής έχεις εσύ. Κι εμείς πιστέψαμε και ξέρομε πως είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζωντανού.
Λυπημένη και βαριά ήταν η ψυχή του Ιησού.
— Εγώ δε σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; είπε. Και όμως, ένας από σας είναι διάβολος...
Με τι πόνο, με τι πίκρα να έκαμνε ο Ιησούς την προφητεία αυτήν, προβλέποντας, από τόσον καιρό πριν, την προδοσία του Ιούδα του Ισκαριώτη;
Ο Ιούδας ήταν ο μόνος μη Γαλιλαίος μαθητής· ήταν ο οικονόμος της μικρής τους συντροφιάς αυτός βαστούσε το φτωχικό τους ταμείο, αυτός φρόντιζε για τα καταλύματα, για την τροφή, τα ρούχα και όλα τα έξοδα. Τον ήξεραν ψεύτη, υποκριτή, κλέφτη, και όμως του άφηναν το ταμείο. Ίσως γιατί ήταν Ιουδαίος, και ήξερε από λογαριασμούς και χρηματικά, καλύτερα από τους απλούς και ανίδεους άλλους μαθητές; Ίσως, περισσότερο ακόμα, από ενδοτικότητα και επιείκεια να του έδωσε ο Ιησούς τη διαχείριση αυτή, γνωρίζοντας το πάθος του για τα χρήματα;
Τον ήξερε βέβαια ο Ιησούς τι ήταν, αφού τον ήξεραν και οι άλλοι· ήξερε ακόμα κι εκείνο που δε γνώριζαν οι άλλοι, πως μια μέρα αυτός θα τον επρόδιδε. Γιατί λοιπόν τον είχε πάρει μαζί του, ανάμεσα στους άλλους ένδεκα διαλεγμένους του;
Όλη του τη ζωή βλέπομε την πανέμορφη αυτή τάση του Ιησού, που είναι ένας από τους χαρακτηρισμούς του, να μαζεύει γύρω του, όχι τους ενάρετους, αλλά τους πεσμένους, που η αποστολή του ήταν να τους ξανασηκώσει. Ίσως ακριβώς επειδή τον ήξερε πλεονέκτη και αρπακτικό, έτοιμο να τον πουλήσει για μερικά κομμάτια ασήμι, να φύλαγε κοντά του τον αμαρτωλό Ιούδα. Ίσως για τη δυστυχία του, που ήταν προορισμένος να κάνει την απαισιότερη πράξη που έγινε ποτέ στον κόσμο, και να μείνει τ' όνομά του καταραμένο στους αιώνες τους άπαντας, μισητό ακόμα και σ' εκείνους που πλήρωσαν την προδοσία του. Είχε έλθει ο Ιησούς στον κόσμο, αμαρτωλούς να κράξει, όχι ενάρετους. Ποιος περισσότερο από τον Ιούδα είχε την ανάγκη του;
Η μέρα εκείνη της Καπερναούμ ήταν από τις πικρότερες της ζωής του Ιησού. Είχε πει λόγια δυνατά και αποφασιστικά, για να σκορπίσει μια και καλή τους λιγόπιστους, που τόσο εύκολα κλονίζονται και πέφτουν, και που το θαύμα των ψωμιών τους είχε μαζέψει πλήθος γύρω του. Πρώτη φορά τόσο ανοιχτά τους είχε πει, πως το μεγαλείο του βρίσκουνταν όχι στα θαύματα και στις γιατριές, που από πονοψυχιά, περνώντας, εκτελούσε κάθε μέρα, αλλά στο κήρυγμά του, στο πνεύμα της διδαχής του. Πρώτη φορά είχε δηλώσει πως μεταξύ των δώδεκα ήταν και ένας διάβολος.
Εμπρός στη δυνατή πνοή της ψυχής του, πολλοί μαθητές, ακόμα και από τους πιστούς, σκόρπισαν σαν τα ξερά φύλλα όταν φυσήξει ο δυνατός άνεμος· γιατί ήταν συνηθισμένοι στις στενόβλεπες διδαχές, στην περιορισμένη ηθική των διαβασμένων Εβραίων, και το ξεπέταγμα της μεγάλης ψυχής του Ιησού τους τρόμαξε και ξάφνισε τη μικρότητά τους.